ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
496/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 15η Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …, κατοίκου …, 2) …, κατοίκου …, 3) …, κατοίκου … και 4) …, κατοίκου …, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ 3415).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ 1946).
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 20-12-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13054/146/23-12-2019 αγωγή τους κατά της εφεσίβλητης και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 47/2021 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο των εναγόντων και την απέρριψε ως προς τον τρίτο ενάγοντα. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εκκαλούντες με την από 8-2-2022 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1143/15/9-2-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8762/4366/30-9-2022, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 8-2-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 1143/15/9-2-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 8762/4366/30-9-2022 έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 47/2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε ως προς τον τρίτο ενάγοντα, ενώ δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, την από 20-12-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13054/146/23-12-2019 αγωγή τους κατά της εναγομένης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, επιμελεία της εναγομένης, την 11-1-2022 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … επί του επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης), το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 9-2-2022, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε η ένδικη έφεση αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ.
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι με συμβάσεις ναυτικής εργασίας που συνήψαν με την εναγομένη, εφοπλίστρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «…», ναυτολογήθηκαν και απασχολήθηκαν στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύκληρου ο πρώτος και με την ειδικότητα του ναύτη οι λοιποί, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, πλέον αμοιβής κατ’ αποκοπή για οκτάωρη εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ότι ειδικότερα απασχολήθηκαν στο παραπάνω πλοίο ο πρώτος από την 1-11-2018 έως την 21-2-2019, ο δεύτερος από την 28-3-2018 έως την 17-4-2018 και από την 22-11-2018 έως την 21-2-2019, ο τρίτος από την 16-10-2018 έως την 19-10-2018 και ο τέταρτος από την 17-10-2018 έως την 23-10-2018. Ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο εν λόγω πλοίο, εργαζόμενοι ο πρώτος και ο δεύτερος από αυτούς ημερησίως επί 14 ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα που αυτό εκτελούσε πλόες, ενώ κατά τα λοιπά διαστήματα που σε αυτό διενεργούνταν εργασίες γενικής επισκευής, δεξαμενισμού και συντήρησης ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος από αυτούς εργάζονταν επί 8 ώρες ημερησίως. Ότι απασχολήθηκαν χωρίς να λάβουν το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών τους και ειδικότερα των βασικών αποδοχών τους βάσει της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ (μισθός ενεργείας, επιδόματα και κατ’ αποκοπή αμοιβή για οκτάωρη εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες), της πρόσθετης αμοιβής που αντιστοιχούσε στην παροχή εργασίας πέραν του οκταώρου κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2018 και 2019. Ότι ειδικότερα στο δεύτερο από αυτούς για το πρώτο διάστημα ναυτολόγησής του, όπως επίσης και στον τρίτο και τέταρτο από αυτούς, των οποίων η ναυτολόγηση διήρκησε έλασσον του μήνα, οφείλονται αποδοχές ενός πλήρους μήνα, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσαν οι ενάγοντες, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 10.959,52 ευρώ, στο δεύτερο το συνολικό ποσό των 10.755,89 ευρώ και σε καθέναν από τους τρίτο και τέταρτο το συνολικό ποσό των 3.392,54 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία τους απόλυση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του πρώτου ενάγοντος, όπως και του δεύτερου ενάγοντος για το δεύτερο διάστημα ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο ανερχόταν κατά μέσο όρο σε δέκα ώρες, απορρίφθηκε ως προς τον τρίτο ενάγοντα κι έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους λοιπούς ενάγοντες και, συγκεκριμένα, υποχρεώθηκε η εναγόμενη εταιρεία, με διάταξη προσωρινά εκτελεστή ως προς τους δύο πρώτους ενάγοντες, να καταβάλει α) στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 3.411,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, πλην του επιμέρους ποσού των 332,75 ευρώ που αντιστοιχούσε σε αναλογία δώρου Πάσχα 2019, για το οποίο κρίθηκε ότι οφείλεται νόμιμος τόκος από την επομένη της 30-4-2019, β) στο δεύτερο από αυτούς το συνολικό ποσό των 2.712,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, πλην του επιμέρους ποσού των 258,12 ευρώ που αντιστοιχούσε σε αναλογία δώρου Πάσχα 2019, για το οποίο κρίθηκε ότι οφείλεται νόμιμος τόκος από την επομένη της 30-4-2019 και γ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 11,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 31-12-2018, ενώ απορρίφθηκε η υποβληθείσα από την εναγομένη ένσταση εκκρεμοδικίας κι έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η ένσταση εξόφλησης των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεσή τους οι ενάγοντες και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή της έφεσής τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της αγωγής.
Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …/10-5-2021 και …/10-5-2021 ένορκων βεβαιώσεων της … και του …, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης των εναγόντων, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/5-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς … και της από 22-4-2021 ένορκης βεβαίωσης του …, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια των εναγόντων και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …/19-4-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …), δόθηκε στο δικηγόρο Πειραιώς Ιωάννη Αθανασιάδη και έλαβε την υπ’ αριθ. πρωτ. … ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, οι οποίες αμφότερες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, ΜονΕφΠειρ 569/2022, δημοσιευμένες στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδ. β΄, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ των εναγόντων, οι οποίοι τυγχάνουν Έλληνες απογεγραμμένοι ναυτικοί και της εναγόμενης εταιρίας, εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου …, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στη μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία «…», οι ενάγοντες προσλήφθηκαν και ναυτολογήθηκαν στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύκληρου ο πρώτος από αυτούς και με την ειδικότητα του ναύτη οι υπόλοιποι, αντί των προβλεπόμενων μηνιαίων αποδοχών από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, πλέον αμοιβής κατ’ αποκοπή για οκτάωρη εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ειδικότερα, στο παραπάνω πλοίο απασχολήθηκαν ο πρώτος ενάγων, …, από την 1-11-2018 έως την 21-2-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Λαυρίου αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου, ο δεύτερος ενάγων, …, από την 28-3-2018 έως την 17-4-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Χαλκίδας αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου και από την 22-11-2018 έως την 21-2-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Λαυρίου αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου, ο τρίτος ενάγων, …, από την 16-10-2018 έως την 19-10-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας λόγω παύσης εργασίας στο ως άνω πλοίο και ο τέταρτος ενάγων, …, από την 17-10-2018 έως την 23-10-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας λόγω παύσης εργασίας του στο ίδιο ως άνω πλοίο. Από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας, αυτή του πρώτου ενάγοντος (από 1-11-2018 έως 21-2-2019) και η δεύτερη του δεύτερου ενάγοντος (από 22-11-2018 έως 21-2-2019) υπάγονται στους όρους της υπογραφείσας την 4-9-2018 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 14-11-2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018), ενώ η πρώτη ως άνω σύμβαση του δεύτερου ενάγοντος (από 28-3-2018 έως 17-4-2018) υπάγεται στους όρους της υπογραφείσας την 17-8-2017 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 17-11-2017 (ΦΕΚ Β΄ 4005/17-11-2017), όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Τούτο διότι, κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την υπουργική κύρωσή της και δεσμεύει από την υπογραφή της αναδρομικά τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, ενώ οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, δεσμεύονται μόνο μετά από αυτήν και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται μεν και πέραν των οργανώσεων που συμβλήθηκαν αλλά μόνο για το μέλλον [ΑΠ 1905/1987-ΕΕΔ 1989/275, ΑΠ 1263/1987-ΕΕΝ 1988/669, ΑΠ 1267/1987-ΕΕΝ 1988/673, ΜονΕφΠειρ. 603/2015-ΝΟΜΟΣ, βλ. ήδη και τη γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019)]. Πάντως, η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε (ΜονΕφΠειρ 543/2022, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005-ΕΝΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000-ΔΕΕ 2000/895). Για το λόγο αυτό, ενόψει του ότι η σύμβαση του πρώτου ενάγοντος και η δεύτερη του δεύτερου ενάγοντος καταρτίστηκαν μεν πριν την υπογραφή της από 8-7-2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε μεν την 24-7-2019 με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 12-8-2019 (ΦΕΚ Β΄ 3170/12-8-2019), πλην όμως κατά το χρόνο υπογραφής της εν λόγω ΣΣΝΕ (8-7-2019) είχαν λυθεί και δη αμφότερες από την 21-2-2019, δεν καταλαμβάνονται από την αναδρομική ισχύ που δόθηκε στην ως άνω ΣΣΝΕ, αλλά από τις διατάξεις της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, ήτοι αυτής του έτους 2018, αφού οι μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις, ακόμα και αν είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, δεν μπορούν να αλλοιώσουν αναδρομικά το καθεστώς ατομικής σύμβασης εργασίας, που κατά την εισαγωγή τους δεν βρίσκεται σε ισχύ, επειδή έχει λυθεί ή λήξει (βλ. ΜονΕφΠειρ 569/2022, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Για τον ίδιο ως άνω λόγο η πρώτη σύμβαση ναυτικής εργασίας του δεύτερου ενάγοντος ναι μεν καταρτίστηκε πριν την υπογραφή της ΣΣΝΕ του έτους 2018, πλην όμως κατά το χρόνο υπογραφής της εν λόγω ΣΣΝΕ (4-9-2018) είχε λυθεί και δη από την 17-4-2018, με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνεται από την αναδρομική ισχύ που δόθηκε στην ως άνω ΣΣΝΕ, αλλά από τις διατάξεις της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, ήτοι αυτής του έτους 2017. Αντίθετα, οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας του τρίτου ενάγοντος (από 16-10-2018 έως 19-10-2018) και του τέταρτου ενάγοντος (από 17-10-2018 έως 23-10-2018) υπάγονται στους όρους της υπογραφείσας την 4-9-2018 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 14-11-2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018), δεδομένου ότι αμφότερες οι διάδικες πλευρές ήταν κατά το έτος 2018 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ κι ως εκ τούτου δεσμεύονταν από την υπογραφή της (4-9-2018) αναδρομικά και, ειδικότερα, οι μεν ενάγοντες μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Ε.Ν., η οποία είναι μέλος της συμβαλλόμενης στην ως άνω ΣΣΝΕ Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), η δε εναγομένη ήταν κατά το ως άνω χρόνο μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως τούτο αποδείχθηκε από τα σχετικά προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες δημοσιεύματα που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης (βλ. και ΜονΕφΠειρ 205/2019, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Εφετείου Πειραιώς). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εφάρμοσε ως προς τις εν λόγω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του τρίτου και του τέταρτου των εναγόντων τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου κι ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων, κατά το σχετικό αυτού σκέλος, ενώ πρέπει να απορριφθεί ο ίδιος λόγος καθ’ ο μέρος αφορά τις ΣΣΝΕ που ήταν εφαρμοστέες στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του πρώτου και του δεύτερου των εναγόντων, ως προς τις οποίες ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε η εκκαλουμένη. Επομένως, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι νόμιμες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβουν οι ενάγοντες, καθορίζονταν α) Για τον πρώτο από αυτούς, για το διάστημα από 1-11-2018 έως 21-2-2019, κατά το οποίο υπηρέτησε ως ναύκληρος, από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2018 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.650,15 ευρώ [1287,38 € μισθός ενεργείας + 283,22 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 454,90 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {(17287,38 € + 283,22 € : 22) = 71,39 € + 19,59 € = 90,98 € Χ 5 ημέρες} + 57,63 € επίδομα ιματισμού + 24,44 € ειδικό μηνιαίο επίδομα ναύκληρου + 506,66 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (21 Σάββατα και αργίες Χ 8 ώρες = 168 ώρες : 3,70 μήνες = 45,40 ώρες μηνιαίως Χ 11,16 €)]. Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων δικαιούται για το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των (2.650,15 € Χ 3,70 μήνες =) 9.805,55 ευρώ. β) Για το δεύτερο από αυτούς: β1) για το διάστημα από 28-3-2018 έως 17-4-2018, κατά το οποίο υπηρέτησε ως ναύτης, από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2017 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.899,87 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 417,10 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € = 83,42 € Χ 5 ημέρες} + 56,50 € επίδομα ιματισμού + 576,30 € μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας (19,21 € Χ 30 ημέρες) + 402 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (5 Σάββατα και αργίες Χ 8 ώρες = 40 ώρες μηνιαίως Χ 10,05 €)]. Συνεπώς, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των (2.899,87 € Χ 0,70 μήνες =) 2.029,91 ευρώ. β2) για το διάστημα από 22-11-2018 έως 21-2-2019, κατά το οποίο υπηρέτησε με την ίδια ως άνω ειδικότητα, από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2018 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.452,01 ευρώ [1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 425,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {(1.181,15 € + 259,86 € : 22) = 65,50 € + 19,59 € = 85,09 € Χ 5 ημέρες} + 57,63 € επίδομα ιματισμού + 492 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (18 Σάββατα και αργίες Χ 8 ώρες = 144 ώρες : 3 μήνες = 48 ώρες μηνιαίως Χ 10,25 €)]. Συνεπώς, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των (2.452,01 € Χ 3 μήνες =) 7.356,03 ευρώ. γ) Για τον τρίτο από αυτούς, για το διάστημα από 16-10-2018 έως 19-10-2018, κατά το οποίο υπηρέτησε ως ναύτης, από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2018 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 3.011,83 ευρώ [1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 425,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 57,63 € επίδομα ιματισμού + 587,70 € μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας (19,59 € Χ 30 ημέρες) + 464,12 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (η μηνιαία αμοιβή για την εν λόγω υπερωριακή εργασία ανέρχεται, όπως ακριβώς παραπάνω υπολογίστηκε, σε 492 €, πλην όμως θα συνυπολογιστεί το έλασσον ζητούμενο με την αγωγή ποσό των 464,12 € λόγω της αρχής διάθεσης και συζήτησης κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ)]. Συνεπώς, ο τρίτος ενάγων δικαιούται για το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των (3.011,83 € Χ 0,133 μήνες =) 400,57 ευρώ. δ) Για τον τέταρτο από αυτούς, για το διάστημα από 17-10-2018 έως 23-10-2018, κατά το οποίο υπηρέτησε ως ναύτης, από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2018 και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 3.011,83 ευρώ, όπως ακριβώς παραπάνω υπολογίστηκε. Συνεπώς, ο τέταρτος ενάγων δικαιούται για το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των (3.011,83 € Χ 0,233 μήνες =) 701,76 ευρώ. Σημειώνεται ότι στις παραπάνω αποδοχές των εναγόντων συνυπολογίστηκε το μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας μόνο για τα διαστήματα που το πλοίο δεν διενεργούσε πλόες, λόγω εκτέλεσης σε αυτό επισκευών, καθότι για τα υπόλοιπα διαστήματα, κατά τα οποία αυτό ταξίδευε, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη χορηγούσε στο πλήρωμα του πλοίου της παρασκευασμένη τροφή. Επίσης, στις παραπάνω αποδοχές όλων των εναγόντων συνυπολογίστηκε το επίδομα ιματισμού, καθόσον αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν παρείχε σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό στους ενάγοντες, που υπάγονταν άπαντες στο κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να προβούν οι ίδιοι στην αγορά του και να υποβληθούν στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας καταβαλλόταν το επίμαχο επίδομα, το οποίο υπό τις συνθήκες αυτές συνιστούσε συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Κατόπιν τούτων, η εκκαλουμένη, η οποία προσδιόρισε το ποσό που δικαιούται ως δεδουλευμένες αποδοχές: α) ο δεύτερος ενάγων για το πρώτο ως άνω διάστημα ναυτολόγησής του σε 1.908,28 ευρώ, αντί του ορθού 2.029,91 ευρώ, β) ο τρίτος ενάγων σε 386,74 ευρώ, αντί του ορθού 400,57 ευρώ και γ) ο τέταρτος ενάγων σε 676,80 ευρώ, αντί του ορθού 701,76 ευρώ, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων, κατά το μέρος του που μέμφεται την εκκαλουμένη για τα ποσά που δέχθηκε ότι δικαιούνται οι ως άνω ενάγοντες ως δεδουλευμένες αποδοχές τους, ενώ πρέπει ο ίδιος ως άνω λόγος να απορριφθεί κατά το υπόλοιπο σκέλος του που αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές που δικαιούντο ο πρώτος ενάγων και ο δεύτερος ενάγων για το δεύτερο διάστημα ναυτολόγησής του, τις οποίες ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 53 και 54 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης, που συνομολογείται μεταξύ του πλοιάρχου και του ναυτολογούμενου και συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο του πλοίου, καταρτίζεται με την ανάληψη υπηρεσιών σε ορισμένο πλοίο. Ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταθέσουν τον ναυτικό σε άλλο πλοίο έστω και του ίδιου πλοιοκτήτη. Όμως κατ’ εφαρμογήν της από το άρθρο 361 ΑΚ αναγνωριζόμενης αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης μπορεί να περιληφθεί εγκύρως στην συναπτόμενη μεταξύ του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και του ναυτικού προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης, που επακολουθεί, ή και στην ίδια τη σύμβαση ναυτολόγησης σε ορισμένο πλοίο, πρόσθετη συμφωνία, με την οποία παρέχεται στον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή και στον πλοίαρχο το δικαίωμα να μεταθέτει τον ναυτικό, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, σε άλλο, κατονομαζόμενο ή μη, πλοίο του ίδιου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Η τυχόν επακολουθούσα δήλωση του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου για τη μετάθεση του ναυτικού στο άλλο πλοίο, πρέπει να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο, να μνημονεύει τον τόπο και τον χρόνο της νέας ναυτολόγησης και να γίνεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, δεν είναι δε νόμιμη αν επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των όρων της αρχικής ναυτεργασιακής σχέσης. Με την περιέλευση στον ναυτικό της περί μετάθεσής του, ορισμένης και έγκυρης δήλωσης, με την οποία ενασκείται το, ως άνω, διαπλαστικό δικαίωμα του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου, επέρχεται λύση της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης με αμοιβαία συναίνεση. Διότι η συναίνεση του ναυτικού εμπεριέχεται στην πρόσθετη, ως άνω, συμφωνία. Συγχρόνως, με την ίδια δήλωση του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και με την περιέλευση της στον ναυτικό, επέρχεται κατάρτιση νέας σύμβασης ναυτολόγησης, εφόσον βεβαίως τηρηθεί και ο από το άρθρο 53 ΚΙΝΔ προβλεπόμενος πρόσθετος όρος. Η προς τούτο δήλωση της βούλησης του ναυτικού εμπεριέχεται επίσης στην προκαταρκτική συμφωνία και ενεργοποιείται με την ενάσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος. Με τη συνδρομή των κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεων και τη, βάσει αυτών, λύση της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης με κοινή συναίνεση, ο ναυτικός δεν δικαιούται να λάβει την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 75 ΚΙΝΔ. Διότι στις περιοριστικούς αναφερόμενες σε αυτό περιπτώσεις δεν περιλαμβάνεται η με τον τρόπο αυτό απόλυση του ναυτικού. Αν όμως η ως άνω μετάθεση δεν πληροί τους ανωτέρω όρους και ιδίως αν αυτή γίνεται κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς την καλή πίστη, ή υπό όρους διαφορετικούς, εις βάρος του ναυτικού, από εκείνους της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης, η λύση της τελευταίας αυτής σύμβασης δεν επέρχεται με κοινή συναίνεση. Διότι στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχει η προς τούτο δήλωση βούλησης του ναυτικού, από την προκαταρκτική ως άνω συμφωνία για μετάθεση του και σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης με καταγγελία του πλοιάρχου και χωρίς πταίσμα του ναυτικού, ο τελευταίος δικαιούται την κατά τα άρθρα 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημίωση (ΟλΑΠ 25/1998-ΕλλΔνη 1998/795, ΕφΠειρ 410/2014, ΕφΠειρ 161/2014, ΕφΚερκ 80/2001, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 226/2021, ΜΠΠειρ 2508/2022, ΜΠΠειρ 2991/2022, προσκομιζόμενες από εναγομένη). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη εταιρεία εντάσσεται στον όμιλο …, υπό τον οποίο δραστηριοποιούνται οι κοινοπραξίες «…» και το διακριτικό τίτλο «… …» με αριθμό ΓΕΜΗ … και «… …» και το διακριτικό τίτλο «… …» με αριθμό ΓΕΜΗ…, στις οποίες κοινοπρακτούν μεταξύ άλλων οι εταιρείες «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…», «…» με το υπό κυπριακή σημαία ταχύπλοο «…» και η εναγομένη με το υπό ελληνική σημαία ταχύπλοο «…». Περαιτέρω, από τις νομίμως προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής αποδοχών των εναγόντων, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες, πέραν των επίδικων χρονικών διαστημάτων, ήτοι τόσο πριν όσο και μετά από αυτά, υπηρετούσαν σταθερά και σχεδόν αποκλειστικά, είτε με διαδοχικές ναυτολογήσεις είτε με μικρά διαλείμματα αναμεταξύ τους, σε διάφορα από τα παραπάνω πλοία του ομίλου … και ειδικότερα ο πρώτος ενάγων υπηρέτησε από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι και το Μάρτιο του 2019 στα πλοία «…», «…», «…» και «…», ο δεύτερος ενάγων υπηρέτησε από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2019 στα πλοία «…», «…», «…», «…», «…» και «…», ο τρίτος ενάγων από το Μάρτιο του 2018 μέχρι και το Μάϊο του 2019 στα πλοία «…» και «…» και ο τέταρτος ενάγων από το Μάρτιο του 2018 μέχρι και τον Αύγουστο του 2019 στα πλοία «…», «…», «…», «…», «…», «…», «…», «…» και «…». Επίσης, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας των εναγόντων αποδεικνύεται ότι σε αυτές είχε περιληφθεί ο υπ’ αριθ. 3 συμπληρωματικός όρος, κατά τον οποίο «η εταιρεία έχει το αποκλειστικό δικαίωμα και ο ναυτικός συναινεί από τούδε στην μετάθεσή του σε οποιοδήποτε άλλο πλοίο ιδίων μετά της εταιρείας συμφερόντων, ανεξαρτήτως των εκτελούμενων δρομολογίων και εν γένει πλόων ή μη, την οποία μετάθεση και υποχρεούται να αποδεχθεί αμελλητί ο ναυτικός, διαφορετικά η σύμβασή του λύεται αναποζημίωτα. Η αλλαγή των δρομολογίων του πλοίου δεν συνιστά λόγο και δεν παρέχει δικαίωμα στο ναυτικό να καταγγείλει τη σύμβασή του». Ο ως άνω συμβατικός όρος τυγχάνει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, νόμιμος και έγκυρος, καθόσον η εναγομένη δεν είχε υποχρέωση να κατονομάσει συγκεκριμένο πλοίο, στο οποίο δύναται να μετατεθεί ο αντισυμβαλλόμενος ναυτικός, τέτοια δε υποχρέωση υπείχε μόνο κατά την υποβολή της δήλωσης μετάθεσης προς το ναυτικό, η οποία, κατά τα ανωτέρω, έπρεπε να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο και να μνημονεύει τον τόπο και το χρόνο της νέας ναυτολόγησης. Όπως δε αποδείχθηκε, η εναγομένη, κατ’ εφαρμογή του ως άνω όρου, μετέθετε τους ενάγοντες και σε άλλα πλοία, κατεξοχήν ταχύπλοα, ιδίων συμφερόντων, προκειμένου να χρησιμοποιούνται ως «δεύτερο πλήρωμα» αυτών και να μην γίνεται υπέρβαση του ημερήσιου επιτρεπόμενου χρόνου εργασίας των μελών εκάστου πληρώματος. Οι ενάγοντες εκθέτουν με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους ότι, ενόψει του ότι οι συμβάσεις ναυτολόγησής τους στο πλοίο «…» ήταν αυτοτελείς και δεν συνδέονταν με την υπηρεσία τους σε οποιοδήποτε άλλο πλοίο, αφού μεταξύ της πρόσληψής τους στο ως άνω πλοίο και της απόλυσής τους από αυτό μεσολαβούσαν χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία δεν υπηρετούσαν σε κανένα πλοίο, δικαιούνται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, να λάβουν ένα πλήρη μηνιαίο μισθό και δη ο δεύτερος ενάγων τις αποδοχές 9 επιπλέον ημερών για το πρώτο διάστημα ναυτολόγησής του στο παραπάνω πλοίο, ο τρίτος ενάγων τις αποδοχές 26 επιπλέον ημερών και ο τέταρτος ενάγων τις αποδοχές 23 επιπλέον ημερών για τα διαστήματα ναυτολόγησής τους στο ως άνω πλοίο. Ωστόσο, η εν λόγω αξίωση των παραπάνω εναγόντων δεν είναι βάσιμη, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, μεταξύ των διάδικων πλευρών είχε ρητώς συμφωνηθεί ότι η εναγομένη είχε το δικαίωμα να μεταθέτει τους ενάγοντες σε άλλα πλοία, ιδίων συμφερόντων, ώστε στην προκείμενη περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η ναυτολόγησή τους διήρκησε έλασσον του μηνός, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, καθώς η ναυτολόγηση εκάστου εξ αυτών, κατόπιν της σχετικής δήλωσης της εναγομένης περί μετάθεσής τους, τυπικά μόνο λυόταν, καθότι οι ενάγοντες ναυτικοί συνέχιζαν να απασχολούνται σε πλοία του ίδιου ομίλου …, με την αυτή ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, λαμβάνοντας για την εργασία τους στα πλοία αυτά τις αναλογούσες στο διάστημα εργασίας τους νόμιμες αποδοχές. Ούτε, άλλωστε, συντρέχει, κατά το βάσιμο προς τούτο ισχυρισμό της εναγομένης, ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, καθόσον οι ενάγοντες συνέχιζαν να ναυτολογούνται ανελλιπώς από άλλες εταιρείες του παραπάνω ομίλου στα πλοία του και δεν αναζητούσαν εκ νέου εργασία σε άλλον εργοδότη. Εξάλλου, οι δηλώσεις της εναγομένης για τη μετάθεση των εναγόντων ναυτικών γίνονταν με ορισμένο τρόπο, αφού αφορούσαν κάθε φορά σε συγκεκριμένο πλοίο και συγκεκριμένο τόπο και χρόνο ναυτολόγησης, ενώ οι ενάγοντες, οι οποίοι είχαν παράσχει με τις επίδικες συμβάσεις εργασίας τη συγκατάθεσή τους για τις εν λόγω μεταθέσεις, δεν εναντιώθηκαν ούτε εκ των υστέρων σε αυτές. Κατά συνέπεια, οι ένδικες αξιώσεις για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές που αντιστοιχούν σε χρονικό διάστημα άνω των 21 ημερών για την πρώτη ναυτολόγηση του δεύτερου ενάγοντος, άνω των 4 ημερών για τη ναυτολόγηση του τρίτου ενάγοντος και άνω των 7 ημερών για τη ναυτολόγηση του τέταρτου ενάγοντος, καθώς κι οι ένδικες αξιώσεις για τα αναλογούντα στο διάστημα αυτό δώρα εορτών, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, παρέλκει δε κατόπιν τούτου η εξέταση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που αφορά τις ως άνω αποδοχές του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, η οποία υποβλήθηκε με τις προτάσεις της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι επαναφέρεται νομίμως κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο απορριπτικό των παραπάνω αγωγικών αξιώσεων συμπέρασμα (μη νόμιμο ως προς τα αναλογούντα στο πλασματικό διάστημα υπηρεσίας δώρα εορτών και ουσία αβάσιμο ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές για το ίδιο ως άνω διάστημα), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μεν δεύτερος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων στο σύνολό του, ο δε τέταρτος λόγος εν μέρει και δη κατά το σχετικό αυτού σκέλος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…» κατά το χρονικό διάστημα από 25-10-2018 έως 7-3-2019, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία εξυπηρετούσαν τις Κυκλάδες, ενώ κατά τα υπόλοιπα διαστήματα ναυτολόγησης των εναγόντων διέκοψε τους πλόες του, αφού διενεργούνταν επ’ αυτού εργασίες γενικής επισκευής, δεξαμενισμού και συντήρησης. Πιο συγκεκριμένα, το παραπάνω πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια:
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα υπηρεσίας του από 1-11-2018 έως 21-2-2019, ο πρώτος ενάγων ήταν επιφορτισμένος με τα προβλεπόμενα στο νόμο καθήκοντα του ναύκληρου (άρθρα 52 – 58 του ΒΔ 683/1960) και ειδικότερα ήταν υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας των έξι ναυτών που υπηρετούσαν στο πλοίο, κατένειμε σε αυτούς τις εργασίες που ο καθένας έπρεπε να εκτελεί, μεριμνούσε για την περισυλλογή των εργαλείων, υλικών και άλλων αντικειμένων που χρησιμοποιούσαν οι ναύτες καθημερινά και ασχολείτο με την καθαριότητα και την τάξη των καταστρωμάτων. Επέβλεπε την πρόσδεση κι απόδεση του πλοίου σε κάθε λιμάνι και συμμετείχε προσωπικά μαζί με όλους τους ναύτες στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου και στις φορτοεκφορτώσεις οχημάτων, καθώς και στις εργασίες γενικής καθαριότητας που γίνονταν μετά τη λήξη του κάθε δρομολογίου. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του που το πλοίο εκτελούσε πλόες, ήτοι από 22-11-2018 έως 21-2-2019, ήταν επιφορτισμένος με τα προβλεπόμενα στο νόμο καθήκοντα του ναύτη (άρθρα 62, 63 σε συνδυασμό με 52 – 59 του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα είτε εκτελούσε δύο τετράωρες κυλιόμενες βάρδιες στις φυλακές γέφυρας του πλοίου, είτε εργαζόταν ως ημερεργάτης, συμμετέχοντας παράλληλα στις εργασίες κατάπλου και απόπλου στα εκάστοτε λιμάνια του οικείου δρομολογίου, μαζί με το λοιπό κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, στην απόδεση και πρόσδεση του πλοίου, καθώς και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στο γκαράζ, προσερχόμενος σε αυτό περίπου είκοσι (20) λεπτά πριν τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας και τον κατάπλου σε έκαστο ενδιάμεσο λιμάνι, όπου το πλοίο παρέμενε κατά μέσο όρο επί δέκα πέντε (15) λεπτά, όπως εμφαίνεται στον προσκομιζόμενο σχετικό πίνακα δρομολογίων, ενώ εκτελούσε και εργασίες καθαριότητας στα καταστρώματα και στο γκαράζ του πλοίου μετά την ολοκλήρωση του κάθε δρομολογίου, οι οποίες διαρκούσαν περίπου μία ώρα. Επίσης, τις ημέρες που το πλοίο διανυκτέρευε σε λιμένα, πραγματοποιούσε μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό καταστρώματος επιπλέον εργασίες συντήρησης π.χ. στράγγιζε τα νερά από τα πλυσίματα που είχαν γίνει, έκανε βαψίματα, έβαζε αποσκωριακό φάρμακο σε διάφορα σημεία που είχαν σκουριά κλπ. Κατά τα χρονικά δε διαστήματα που το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο, λόγω εκτέλεσης σε αυτό εκτεταμένων εργασιών συντήρησης, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόντων συμμετείχαν ως ναύτες στις παραπάνω εργασίες κάνοντας κυρίως ματσακόνι και βάψιμο, αλλά και διάφορες επιδιορθώσεις, αλλαγές σχοινιών και γρασαρίσματα, απασχολούμενοι επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως. Σημειωτέον ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόντων, κατά το διάστημα που το πλοίο ταξίδευε, εκτελούσαν τις ως άνω εργασίες, καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας τους, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των εκτεταμένων δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο. Έτσι, πραγματοποιούσαν υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθήκοντα, που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση των πρώτων δύο εναγόντων επί του άνω πλοίου, το οποίο κάθε εβδομάδα εκτελούσε πολύωρα ταξίδια, προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής τους, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτούς χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης των πρώτων δύο εναγόντων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2018 έως 21-2-2019 του πρώτου και από 22-11-2018 έως 21-2-2019 του δεύτερου, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δέκα τέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζονται οι τελευταίοι με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία ΣΣΝΕ, οι ενάγοντες παρείχαν, κατά τα προαναφερθέντα διαστήματα, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας. Όμως ενόψει του ότι λάμβαναν μηνιαίως κατ’ αποκοπή αμοιβή για οκτάωρη εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες δικαιούνται να λάβουν, ως κατωτέρω, πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση τριών (3) ωρών τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας των εναγόντων στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΠειρ 284/2020, ΕφΠειρ 397/2020, ΕφΠειρ 699/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΠειρ 218/2016, ΕφΠειρ 45/2010, ΕφΠειρ 231/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Η κρίση αυτή περί του μέσου όρου διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης των δύο πρώτων εναγόντων δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγόντων …, που συνυπηρέτησε με αυτούς ως ναύτης στο πλοίο «…», για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και δη από 8-11-2018 έως 13-12-2018, ενόψει του ότι οι ενάγοντες δεν εκτελούσαν αποκλειστικά όλες τις εργασίες που αντιστοιχούσαν στα γενικά καθήκοντά τους, αλλά συνεπικουρούνταν στις εργασίες αυτές και από τα υπόλοιπα πρόσωπα που ήταν ναυτολογημένα ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των έντεκα, κατά μέσο όρο, ωρών. Επίσης, δεν αναιρείται η ως άνω κρίση από όσα αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της εναγομένης, … και …, αφού η μεν πρώτη είναι υπάλληλος γραφείου και δη υπεύθυνη πληρωμάτων των πλοίων του ομίλου … κι ως εκ τούτου δεν έχει ιδία αντίληψη περί των ακριβών συνθηκών εργασίας σε πλοίο που εκτελεί πολύωρα ακτοπλοϊκά δρομολόγια και προσεγγίζει πολυάριθμους λιμένες, ο δε δεύτερος απασχολήθηκε μεν με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο «…» κατά τα έτη 2018 και 2019, πλην όμως η κατάθεσή του κρίνεται αναξιόπιστη στο βαθμό που κατέθεσε ότι οι δύο πρώτοι ενάγοντες δεν χρειάστηκε ποτέ να εργαστούν πάνω από το νόμιμο οκτάωρο, το οποίο αναιρείται από το υπ’ αριθ. 250930/02-19 έντυπο σήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Λαυρίου, στο οποίο αναφέρεται ότι κατόπιν διενέργειας σχετικού ελέγχου στο ένδικο πλοίο την 25-2-2019 διαπιστώθηκε υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι ενάγοντες υπέγραφαν ανεπιφύλακτα τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που τους χορηγούσε η εργοδότριά τους, δεν συνιστά πλήρη σε βάρος τους απόδειξη, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά η εκτέλεση της υπερωριακής τους απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους των ναυτικών, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1554/2011, ΕφΠειρ 48/2021, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόντων, κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας τους από 1-11-2018 έως 21-2-2019 ο πρώτος και από 22-11-2018 έως 21-2-2019 ο δεύτερος, εργάζονταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός που διαλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, καθ’ ο μέρος πλήττει τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης των τελευταίων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος, ενώ καθ’ ο μέρος πλήττει την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2018, για την προαναφερθείσα υπερωριακή απασχόληση των παραπάνω εναγόντων, οι τελευταίοι δικαιούνται να λάβουν ως πρόσθετη αμοιβή: α) Ο πρώτος για το χρονικό διάστημα από 1-11-2018 έως 21-2-2019, το συνολικό ποσό των 3.269,88 ευρώ [(υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 21 ημέρες -16 Σάββατα και 5 αργίες: 6-12-2018 του Αγίου Νικολάου, 25-12-2018, 26-12-2018, 1-1-2019 και 6-1-2019, ήτοι 63 ωρών Χ 11,16 € =) 703,08 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 92 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι 276 ωρών Χ 9,30 € =) 2.566,80 €] και β) ο δεύτερος για το χρονικό διάστημα από 22-11-2018 έως 21-2-2019, το συνολικό ποσό των 2.449,38 ευρώ [(υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 18 ημέρες -13 Σάββατα και 5 αργίες: 6-12-2018 του Αγίου Νικολάου, 25-12-2018, 26-12-2018, 1-1-2019 και 6-1-2019, ήτοι 54 ωρών Χ 10,25 € =) 553,50 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 74 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι 222 ωρών Χ 8,54 € =) 1.895,88 €]. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι για την υπερωριακή απασχόληση των εναγόντων, κατά το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησης εκάστου από αυτούς, πρέπει να τους καταβληθεί από την εναγομένη ως πρόσθετη αμοιβή στον μεν πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 2.179,92 ευρώ αντί του ορθού 3.269,88 ευρώ, στο δε δεύτερο από αυτούς το συνολικό ποσό των 1.632,92 ευρώ αντί του ορθού 2.449,38 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός κατά το σχετικό σκέλος του ο τρίτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων.
Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, δικαιούνται αναλογίας 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003-ΔΕΕ 2004/212, ΜονΕφΠειρ. 403/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011-ΕΝΔ 2012/19, ΕφΠειρ 521/2009-ΕΝΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011-ΕΝΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011-ΕΝΔ 2011/97), ενώ στις τακτικές αποδοχές δεν συγκαταλέγεται η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές (ΕφΠειρ 46/2011-ΕΝΔ 2011/97, ΕφΠειρ 465/2009-ΕΝΔ 2009/276, ΕφΠειρ 34/2008-ΕΝΔ 2008/290, ΕφΠειρ 1/2003-ΕΝΔ 2003/123). Τέλος, το μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Θ αρ. 3 των εν λόγω ΣΣΝΕ συγκαταλέγονται οι ναύκληροι και οι ναύτες, χρηματικό ποσό, ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους, αφού αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003-ΕΕΔ 2005/237 ΑΠ 226/2003-ΕΕΔ 2004/790, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012-ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011-ΕΝΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009-ΕΝΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 394/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ. ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013-ΕΝΔ 2013/204). Το συγκεκριμένο επίδομα επιδικάζεται μόνον όταν ο πλοιοκτήτης δεν παρέχει σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013-ΕΝΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012-ΠειρΝ 2012/354), εφόσον βέβαια και ο ενάγων αποδείξει ότι, επειδή η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του παρείχε τον ιματισμό σε είδος, υποχρεώθηκε να προβεί ο ίδιος στην αγορά του και υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται (ΜονΕφΠειρ. 542/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 56/2015, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ο.π.), διότι μόνον τότε το επίδομα αυτό συνιστά συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 259/2022, αδημ.). Σε κάθε άλλη περίπτωση το επίδομα ιματισμού δεν συμπεριλαμβάνεται στις νόμιμες τακτικές αποδοχές του ναυτικού και δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό ούτε των επιδομάτων εορτών (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013-ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 676/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 377/2011-ΕΝΔ 2011/262) ούτε της πρόσθετης αμοιβής για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές (ΜονΕφΠειρ. 543/2022, ο.π). Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι ενάγοντες δικαιούνται: α) Ο πρώτος από αυτούς: α1) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, για την υπηρεσία του από 1-11-2018 έως 31-12-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.651,25 ευρώ [2.650,15 € οι τακτικές αποδοχές του όπως αναλύθηκαν ανωτέρω + 29 € επίδομα έχμασης + 88,35 € επίδομα άγονης γραμμής + 883,75 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών πέραν του οκταώρου 3.269,88 € : 3,70 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 937,64 ευρώ [3.651,25 € Χ 2/25 = 292,10 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 3,21 δεκαεννεαήμερα (61 ημέρες ναυτολόγησης : 19)] και α2) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, για την υπηρεσία του από 1-1-2019 έως 21-2-2019: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.651,25 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 791,11 ευρώ [3.651,25 € : 2 = 1.825,62 € ο μισός μηνιαίος μισθός : 15 ημέρες = 121,71 € ανά οκταήμερο Χ 6,5 οκταήμερα (52 ημέρες ναυτολόγησης : 8) =]. β) Ο δεύτερος από αυτούς: β1) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018, για την υπηρεσία του από 28-3-2018 έως 17-4-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε, στο ποσό των 2.899,87 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 253,25 ευρώ [2.899,87 € : 2 = 1.449,93 € ο μισός μηνιαίος μισθός : 15 ημέρες = 96,66 € ανά οκταήμερο Χ 2,62 οκταήμερα (21 ημέρες ναυτολόγησης : 8) =], β2) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, για την υπηρεσία του από 22-11-2018 έως 31-12-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.376,03 ευρώ [2.452,01 € οι τακτικές αποδοχές του όπως αναλύθηκαν ανωτέρω + 26,50 € επίδομα έχμασης + 81,06 € επίδομα άγονης γραμμής + 816,46 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών πέραν του οκταώρου 2.449,38 € : 3 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 567,17 ευρώ [3.376,03 € Χ 2/25 = 270,08 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 2,10 δεκαεννεαήμερα (40 ημέρες ναυτολόγησης : 19)] και β3) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, για την υπηρεσία του από 1-1-2019 έως 21-2-2019: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.376,03 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 731,44 ευρώ [3.376,03 € : 2 = 1.688,01 € ο μισός μηνιαίος μισθός : 15 ημέρες = 112,53 € ανά οκταήμερο Χ 6,5 οκταήμερα (52 ημέρες ναυτολόγησης : 8) =], γ) Ο τρίτος από αυτούς: Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, για την υπηρεσία του από 16-10-2018 έως 19-10-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.011,83 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 50,60 ευρώ [3.011,83 € Χ 2/25 = 240,95 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 0,21 δεκαεννεαήμερα (4 ημέρες ναυτολόγησης : 19)] και δ) Ο τέταρτος από αυτούς: Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, για την υπηρεσία του από 17-10-2018 έως 23-10-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.011,83 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 86,74 ευρώ [3.011,83 € Χ 2/25 = 240,95 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 0,36 δεκαεννεαήμερα (7 ημέρες ναυτολόγησης : 19)]. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η εναγομένη οφείλει στους ενάγοντες: α) στον πρώτο από αυτούς για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 859,31 ευρώ, αντί του ορθού 937,64 ευρώ και για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 το ποσό των 890,27 ευρώ, αντί του ορθού 791,11 ευρώ, β) στο δεύτερο από αυτούς για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018 το ποσό των 238,08 ευρώ, αντί του ορθού 253,25 ευρώ, για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 519,94 ευρώ, αντί του ορθού 567,17 ευρώ και για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 το ποσό των 797,62 ευρώ, αντί του ορθού 731,44 ευρώ, γ) στον τρίτο από αυτούς για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 48,72 ευρώ, αντί του ορθού 50,60 ευρώ και δ) στον τέταρτο από αυτούς για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 83,53 ευρώ, αντί του ορθού 86,74 ευρώ έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων, καθ’ ο μέρος με αυτόν αιτιώνται οι εκκαλούντες ότι έπρεπε να τους επιδικασθούν μεγαλύτερα ποσά για τα δώρα εορτών του έτους 2018 και 2019. Σημειώνεται ότι καθ’ ο μέρος με την παρούσα απόφαση κρίνεται ότι οφείλονται μικρότερα ποσά για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 στους δύο πρώτους ενάγοντες, από αυτά που επιδίκασε η εκκαλουμένη, δεν παραβιάζεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, η οποία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (άρθρο 536 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι εν προκειμένω η επιβλαβέστερη παρούσα απόφαση αφορά το κεφάλαιο των επιδομάτων εορτών, το οποίο προσβλήθηκε με αυτοτελή λόγο έφεσης, ο οποίος ως παραπάνω έγινε εν μέρει δεκτός και συνεπώς κατά το κεφάλαιο αυτό εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη και η υπόθεση δικάστηκε περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από το άρθρο 416 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία του αιτιολογικού της απόφασης, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Όταν δε με την αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, όπως στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση που δέχεται πληρότητα του σχετικού περί εξόφλησης ισχυρισμού, αλλά και σχετικό περί εξόφλησης ισχυρισμό του εναγόμενου, ότι όλες γενικώς οι αξιώσεις του ενάγοντος εξοφλήθηκαν, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, με το άρθρο 18 § 1 ν. 1082/1980, επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, έγγραφη ανάλυση της μισθοδοσίας, στην οποία θα απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού καθώς και οι επ’ αυτών κρατήσεις. Διαφορετικά καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή, ή ακόμη να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μην τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει (ΑΠ 381/2014-ΧρΙΔ 2014/498). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8§4 ν. 4020/1959 συνάγεται η αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία κάθε παραίτηση του εργαζομένου από την λήψη των νομίμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΕΠ 506/2011 ΕΝΔ 2011.387). Ειδικότερα, η τυχόν ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εργαζόμενο ναυτικό των μισθοδοτικών του καταστάσεων και η δήλωσή του σ΄ αυτές ότι έλαβε όλες τις αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών και επιπλέον («έξτρα») αμοιβών και ουδεμία απαίτηση έχει κατά του πλοιάρχου και της εταιρείας, αν εκτιμηθεί ότι ενέχει παραίτηση από τις ασκούμενες αξιώσεις από την προσφορά της εργασίας του είναι χωρίς έννομη επιρροή (ΑΠ 927/1997-ΔΕΝ 55/854, ΑΠ 1397/1991-ΕλλΔνη 1992/1480, ΕφΠειρ 722/2011-ΕΝΔ 2012/103, ΕφΠειρ 180/2008-ΕΝΔ 2008/308). Τέλος, αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι, κατά νόμο, κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως είναι το Ι.Κ.Α., το Ν.Α.Τ. (άρθρα 26§5 α.ν. 1846/1951, 84§§1, 8 π.δ. 913/1978), ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κτλ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Τα ποσά αυτά δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 1171/2007, ΜονΕφΠειρ 425/2015, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σε αυτό ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007, ΑΠ 2018/2007, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 24/2018, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε δεκτή την υποβληθείσα από την εφεσίβλητη ένσταση εξόφλησης των αγωγικών απαιτήσεων, αφαιρώντας από τις τελευταίες μεγαλύτερα ποσά από αυτά που τους έχουν καταβληθεί στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να τους επιδικάσει ως διαφορές αποδοχών και επιδομάτων εορτών μικρότερα ποσά από αυτά που δικαιούντο, ενώ η εφεσίβλητη επαναφέρει με τις προτάσεις τη σχετική ένσταση ως προς άπαντα τα αγωγικά κονδύλια. Επ’ αυτών σημειώνονται τα ακόλουθα: Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες έλαβαν από την εναγομένη: α) Ο πρώτος από αυτούς: α1) έναντι του μισθού ενεργείας και των βασικών επιδομάτων της οικείας ΣΣΝΕ για κάθε έναν από τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο του 2018 και Ιανουάριο του 2019 το ποσό των 2.480,87 ευρώ [1.262,14 € μισθός ενεργείας + 277,67 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 446,01 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (349,96 € + 96,05 €) + 56,50 € επίδομα ιματισμού + 23,96 € ειδικό μηνιαίο επίδομα ναύκληρου + 379,37 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], ήτοι συνολικά για τους ανωτέρω τρεις μήνες το ποσό των (2.480,87 € Χ 3 =) 7.442,61 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής αποδοχών μηνών Νοεμβρίου 2018, Δεκεμβρίου 2018 και Ιανουαρίου 2019, ενώ για το μήνα Φεβρουάριο του 2019 έλαβε το ποσό των 1.653,91 ευρώ [841,43 € μισθός ενεργείας + 185,11 € επίδομα Κυριακών + 23,48 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 297,34 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (233,31 € + 64,03 €) + 37,67 € επίδομα ιματισμού + 15,97 € ειδικό μηνιαίο επίδομα ναύκληρου + 252,91 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], όπως τούτο προκύπτει από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής αποδοχών μηνός Φεβρουαρίου 2019, ήτοι έλαβε συνολικά για όλο το διάστημα υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο το ποσό των (7.442,61 € + 1.653,91 € =) 9.096,52 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την ανωτέρω αιτία (9.805,55 € σύνολο οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών – 9.096,52 € καταβληθείσες αποδοχές =) 709,03 ευρώ, α2) έναντι της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 669,02 ευρώ, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να πλήττεται η εν λόγω παραδοχή της, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή (937,64 € οφειλόμενο δώρο Χριστουγέννων 2018 – 669,02 € καταβληθέν =) 268,62 ευρώ και α3) έναντι της αναλογίας επιδόματος Πάσχα 2019 το ποσό των 557,52 ευρώ, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να πλήττεται η εν λόγω παραδοχή της, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή (791,11 € οφειλόμενο δώρο Πάσχα 2019 – 557,52 € καταβληθέν =) 233,59 ευρώ, β) ο δεύτερος από αυτούς: β1) έναντι του μισθού ενεργείας και των βασικών επιδομάτων της οικείας ΣΣΝΕ για το μήνα Μάρτιο του 2018 το ποσό των 379,47 ευρώ [154,40 € μισθός ενεργείας + 33,97 € επίδομα Κυριακών + 4,70 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 55,62 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (42,81 € + 12,81 €) + 7,53 € επίδομα ιματισμού + 76,84 € μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 46,41 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], όπως τούτο προκύπτει από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Μαρτίου του 2018, για το μήνα Απρίλιο του 2018 από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής του εν λόγω μήνα, στην οποία αναγράφονται ακέραια τα ποσά που θα λάμβανε ο ενάγων εάν εργαζόταν έναν πλήρη μήνα, καίτοι αυτός εργάστηκε μόνον επί 17 ημέρες, σε συνδυασμό με την επισυνημμένη στην παραπάνω απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της Τράπεζας …, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν έλαβε για τον ως άνω μήνα οιοδήποτε ποσό έναντι του μισθού ενεργείας του και των βασικών επιδομάτων της οικείας ΣΣΝΕ, αλλά έλαβε μόνο το ποσό των 2.601,43 ευρώ που αντιστοιχούσε σε μισθό ασθενείας και αποζημίωση τραυματισμού, ήτοι το παραπάνω ποσό καταβλήθηκε για άσχετη από την επίδικη αιτία και συνεπώς δεν συνυπολογίζεται στις επίδικες αξιώσεις, για το μήνα Νοέμβριο του 2018 έλαβε το ποσό των 680,90 ευρώ [347,40 € μισθός ενεργείας + 76,43 € επίδομα Κυριακών + 10,57 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 125,13 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (96,32 € + 28,81 €) + 16,95 € επίδομα ιματισμού + 104,42 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], όπως τούτο προκύπτει από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Νοεμβρίου του 2018, για κάθε έναν από τους μήνες Δεκέμβριο του 2018 και Ιανουάριο του 2019 το ποσό των 2.269,66 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 417,13 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (321,08 € + 96,05 €) + 56,50 € επίδομα ιματισμού + 348,06 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], ήτοι συνολικά για τους ανωτέρω δύο μήνες το ποσό των (2.269,66 € Χ 2 =) 4.539,32 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής αποδοχών μηνών Δεκεμβρίου 2018 και Ιανουαρίου του 2019 και για το μήνα Φεβρουάριο του 2019 έλαβε το ποσό των 1.513,10 ευρώ [771,99 € μισθός ενεργείας + 169,84 € επίδομα Κυριακών + 23,48 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 278,08 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (214,05 € + 64,03 €) + 37,67 € επίδομα ιματισμού + 232,04 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], όπως τούτο προκύπτει από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής αποδοχών μηνός Φεβρουαρίου του 2019, ήτοι έλαβε συνολικά για όλο το διάστημα υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο το ποσό των (379,47 € + 680,90 € + 4.539,32 € + 1.513,10 € =) 7.112,79 ευρώ, ωστόσο, ενόψει του ότι ο δεύτερος ενάγων συνομολογεί με την ένδικη αγωγή ότι έλαβε για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 8.553,08 ευρώ κι η συγκεκριμένη ομολογία συνιστά δικαστική ομολογία που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του, κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΑΠ 1419/2005-ΕΕΝ 2006/624), το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από την ομολογία αυτή κι ως εκ τούτου θα συνυπολογιστεί το ποσό των 8.553,08 ευρώ στις καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές του. Κατόπιν τούτων, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών για το συνολικό διάστημα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» το ποσό των [(2.029,91 € + 7.356,03 € =) 9.385,94 € σύνολο οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών – 8.553,08 € καταβληθείσες αποδοχές =) 832,86 ευρώ, β2) έναντι της αναλογίας επιδόματος Πάσχα 2018 το ποσό των 49,41 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής μηνός Μαρτίου 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου (253,25 € οφειλόμενο δώρο Πάσχα 2018 – 49,41 € καταβληθέν =) 203,84 ευρώ, β3) έναντι της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των (91,82 € + 306,06 € =) 397,88 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου (567,17 € οφειλόμενο δώρο Χριστουγέννων 2018 – 397,88 € καταβληθέν =) 169,29 ευρώ και β4) έναντι της αναλογίας επιδόματος Πάσχα 2019 το ποσό των (306,06 € + 204,04 € =) 510,10 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2019, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου (731,44 € οφειλόμενο δώρο Πάσχα 2019 – 510,10 € καταβληθέν =) 221,34 ευρώ, γ) ο τρίτος από αυτούς: γ1) έναντι του μισθού ενεργείας και των βασικών επιδομάτων της οικείας ΣΣΝΕ για το μήνα Οκτώβριο του 2018 το ποσό των 379,47 ευρώ [154,40 € μισθός ενεργείας + 33,97 € επίδομα Κυριακών + 4,70 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 55,62 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (42,81 € + 12,81 €) + 7,53 € επίδομα ιματισμού + 76,84 € μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 46,41 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], όπως τούτο προκύπτει από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Οκτωβρίου του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή (400,57 € σύνολο οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών – 379,47 € καταβληθείσες αποδοχές =) 21,10 ευρώ και γ2) έναντι της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 49,41 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής μηνός Οκτωβρίου του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου (50,60 € οφειλόμενο δώρο Χριστουγέννων 2018 – 49,41 € καταβληθέν =) 1,19 ευρώ και δ) ο τέταρτος από αυτούς: δ1) έναντι του μισθού ενεργείας και των βασικών επιδομάτων της οικείας ΣΣΝΕ για το μήνα Οκτώβριο του 2018 έπρεπε να λάβει με βάση τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής για το μήνα αυτό το (μικτό) ποσό των 569,19 ευρώ [231,60 € μισθός ενεργείας + 50,95 € επίδομα Κυριακών + 7,04 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 83,43 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (64,22 € + 19,21 €) + 11,30 € επίδομα ιματισμού + 115,26 € μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 69,61 € αμοιβή για την οκτάωρη υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες], πλην όμως αποδεικνύεται από τις επισυνημμένες στην παραπάνω αναλυτική αναφορά εκτέλεσης πληρωμών της Τράπεζας … σε συνδυασμό με την από 23-11-2018 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της ίδιας Τράπεζας ότι στον τέταρτο ενάγοντα καταβλήθηκε το καθαρό ποσό των (119,25 € + 191,49 € =) 310,74 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο μικτό ποσό των 388,72 ευρώ. Κατόπιν τούτων, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον τέταρτο ενάγοντα ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών για το συνολικό διάστημα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» το ποσό των (701,76 € σύνολο οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών – 388,72 € καταβληθείσες αποδοχές =) 313,04 ευρώ και δ2) έναντι της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 74,11 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής μηνός Οκτωβρίου του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου (86,74 € οφειλόμενο δώρο Χριστουγέννων 2018 – 74,11 € καταβληθέν =) 12,63 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε: α) στο δεύτερο ενάγοντα α1) το σύνολο των αποδοχών του για το διάστημα υπηρεσίας του από 28-3-2018 έως 17-4-2018 και το ποσό των 6.733,12 ευρώ για το διάστημα υπηρεσίας του από 22-11-2018 έως 21-2-2019, επιδικάζοντάς του ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 622,91 ευρώ, αντί να δεχθεί ότι για το συνολικό διάστημα υπηρεσίας του του κατέβαλε το συνολικό ποσό των 8.553,08 ευρώ και να του επιδικάσει ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 832,86 ευρώ και α2) το συνολικό ποσό των (49,41 € + 510,10 € + 539,50 € =) 1.099,01 ευρώ για δώρα εορτών, επιδικάζοντάς του ως διαφορές επιδομάτων για το Πάσχα 2018 το ποσό των 188,67 ευρώ, για τα Χριστούγεννα 2018 το ποσό των 9,84 ευρώ και για το Πάσχα 2019 το ποσό των 258,12 ευρώ, αντί να δεχθεί ότι η εναγομένη του κατέβαλε έναντι των επιδομάτων εορτών το συνολικό ποσό των (49,41 € + 397,88 € + 510,10 € =) 957,39 ευρώ και να του επιδικάσει ως διαφορές επιδομάτων για το Πάσχα 2018 το ποσό των 203,84 ευρώ, για τα Χριστούγεννα 2018 το ποσό των 169,29 ευρώ και για το Πάσχα 2019 το ποσό των 221,34 ευρώ, β) στον τρίτο ενάγοντα: β1) το σύνολο των αποδοχών του για το διάστημα υπηρεσίας του από 16-10-2018 έως 19-10-2018 κι απέρριψε το σχετικό κονδύλι ως ουσία αβάσιμο, αντί να δεχθεί ότι του κατέβαλε το ποσό των 379,47 ευρώ και να του επιδικάσει ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 21,10 ευρώ και β2) το σύνολο της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2018 κι απέρριψε το σχετικό κονδύλι ως ουσία αβάσιμο, αντί να δεχθεί ότι του οφείλεται ως διαφορά του ως άνω επιδόματος το ποσό των 1,19 ευρώ και γ) στον τέταρτο ενάγοντα: γ1) το σύνολο των αποδοχών του για το διάστημα υπηρεσίας του από 17-10-2018 έως 23-10-2018 κι απέρριψε το σχετικό κονδύλι ως ουσία αβάσιμο, αντί να δεχθεί ότι του κατέβαλε το ποσό των 388,72 ευρώ και να του επιδικάσει ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 313,04 ευρώ και γ2) το ποσό των 72,43 ευρώ έναντι της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2018, επιδικάζοντάς του ως διαφορά του ως άνω επιδόματος το ποσό των 11,10 ευρώ, αντί να δεχθεί ότι για την ως άνω αιτία του κατέβαλε το ποσό των 74,11 και να του επιδικάσει ως διαφορά του ως άνω επιδόματος το ποσό των 12,63 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτός ως ουσία βάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων, ενώ πρέπει ο ίδιος ως άνω λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος καθ’ ο μέρος αφορά τα ποσά που καταλογίστηκαν στον πρώτο εκκαλούντα ως καταβληθέντα από την εναγομένη αποδοχές και επιδόματα εορτών, τα οποία ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη.
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύβασης. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του ναύτη και του ναύκληρου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ πρόβλεψης «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτού στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΑΠ 1013/2003-ΕΝΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002-ΔΕΝ 200/1314, ΕφΠειρ 218/2016-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 526/2012-ΕΝΔ 2012/381, ΕφΠειρ 185/2012-ΕΝΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011-ΕΝΔ 2011/257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη εταιρεία ζήτησε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να καταλογιστούν τα ποσά που κατέβαλε ως «bonus» στους ενάγοντες και συγκεκριμένα το ποσό των 1.340 ευρώ που κατέβαλε στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 835 ευρώ που κατέβαλε στο δεύτερο ενάγοντα και το ποσό των 190 ευρώ που κατέβαλε στον τρίτο ενάγοντα, στις πάσης φύσεως ανεξαιρέτως και εν γένει τακτικές και έκτακτες αποδοχές τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η υπερωριακή αμοιβή που οι δύο πρώτοι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν, καθόσον μεταξύ των διαδίκων υπήρξε συμφωνία να συμψηφίζονται τα παραπάνω ποσά, το αίτημά της δε αυτό επαναφέρει ήδη με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της. Ο ισχυρισμός της, όμως, αυτός δεν ευσταθεί. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 2 συμπληρωματικό όρο των επίδικων προσκομιζόμενων συμβάσεων ναυτικής εργασίας των εναγόντων, που καταρτίστηκαν εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Σε περίπτωση καταβολών υπερτέρων των νομίμων αποδοχών, ως δώρο (bonus) ή άλλως πως χαρακτηριζόμενων, η εταιρεία δικαιούται και ο ναυτικός συμφωνεί στον καθ’ οιονδήποτε χρόνο καταλογισμό των επιπλέον των ελαχίστων νομίμων καταβληθέντων τοιούτων ποσών, σε συμψηφισμό και εξόφληση πάσης φύσεως ανεξαιρέτως και εν γένει τακτικών ή/και έκτακτων αποδοχών των προβλεπόμενων από την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας ή/και πάσης φύσεως νομοθέτημα, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά αναφερόμενων βασικού μισθού, επιδομάτων, υπερωριών, έξτρα αμοιβών, αποδοχών/αποζημιώσεως αδείας και επιδόματος αδείας, επιδομάτων εορτών, αντιτίμου τροφής, τυχόν αυξήσεων προβλεπόμενων από συλλογικές συμβάσεις ή/και πάσης φύσεως νομοθέτημα, αποζημίωση απολύσεως, αποζημίωση ατυχήματος, μισθών ασθενείας και πάσης φύσεως αποζημίωση κ.ο.κ». Ωστόσο, η συμφωνία αυτή δεν ήταν έγκυρη, αφού ο καταβαλλόμενος μισθός των εναγόντων αποδείχθηκε ότι δεν κάλυπτε το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών τους, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος περί καταλογισμού οποιουδήποτε ποσού η εναγομένη κατέβαλε σ’ αυτούς ως «bonus» πέραν των νομίμων αποδοχών τους, αφού η τελευταία δεν είχε τέτοιο (συμψηφιστικό) δικαίωμα από έγκυρη σύμβαση (ΜονΕφΠειρ 543/2022, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Κατόπιν τούτων, πρέπει η υποβληθείσα από την εναγομένη – εφεσίβλητη ένσταση συμψηφισμού να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.
Κατόπιν όλων αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου της άνω έφεσης προς εξέταση, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση των εναγόντων ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984-Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005-ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004-ΠειρΝομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (709,03 € + 3.269,88 € + 268,62 € + 233,59 € =) 4.481,12 ευρώ, ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση και διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του (21-2-2019), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το επιμέρους ποσό των 233,59 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από 1-5-2019, β) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (832,86 € + 2.449,38 € + 203,84 € + 169,29 € + 221,34 € =) 3.876,71 ευρώ, ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών, πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση και διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του (21-2-2019), εκτός από το επιμέρους ποσό των 221,34 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από 1-5-2019, γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (21,10 € + 1,19 € =) 22,29 ευρώ, ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων 2018, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του (19-10-2018), εκτός από το επιμέρους ποσό των 1,19 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 και είναι τοκοφόρο από 1-1-2019 και δ) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (313,04 € + 12,63 € =) 325,67 ευρώ, ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων 2018, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του (23-10-2018), εκτός από το επιμέρους ποσό των 12,63 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 και είναι τοκοφόρο από 1-1-2019. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 8-2-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 1143/15/9-2-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 8762/4366/30-9-2022 έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικώς κι εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 47/2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 20-12-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13054/146/23-12-2019 αγωγή κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (4.481,12 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 22-2-2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των διακοσίων τριάντα τριών ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (233,59 ευρώ), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από την 1-5-2019, β) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (3.876,71 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 22-2-2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (221,34 ευρώ), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από την 1-5-2019, γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (22,29 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 20-10-2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου του ενός ευρώ και δέκα εννέα λεπτών (1,19 ευρώ), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από την 1-1-2019 και δ) στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (325,67 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 24-10-2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των δώδεκα ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (12,63 ευρώ), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από την 1-1-2019.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 14-2-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ