Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :   1225   /2023

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 04η Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ENΑΓΟΝΤΟΣ : …, κατοίκου … Α.Φ.Μ. …, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Αντωνάκα Πέρσας του Παναγιώτη με Α.Μ. 030132 του Δ.Σ. Αθηνών.

ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, νόμιμα εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την …, κάτοικο …, που εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου ΛΟΥΒΕΡΔΗ με Α.Μ. 028922 του Δ.Σ. Αθηνών. 2) …, κατοίκου …, νόμιμης εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου ΛΟΥΒΕΡΔΗ με Α.Μ. 028922 του Δ.Σ. Αθηνών.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.3.2022 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με ΓΑΚ 2815/2022 και με ΑΚΔ 1402/2022, γράφτηκε στο πινάκιο, προσδιορίστηκε δε να συζητηθεί, το πρώτον, κατά τη δικάσιμο της 17.5.2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε. Στη συνέχεια, ο ενάγων, με το από 13.7.2022 δικόγραφο κλήσης που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με ΓΑΚ 6502/2022 και με ΑΚΔ 3170/2022, ζητεί την εκ νέου επίσπευση της συζήτησης της αγωγής, η οποία ορίστηκε για τη σημερινή δικάσιμο της 04.10.2022, κατά την οποία η αγωγή συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

       Α.α. Στη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» ορίζεται ότι : «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του Κ.Ι.Ν.Δ., εάν ο εργοδότης ναυτικού δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εις πλοίον του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρον μετ` αυτού δι` απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού. Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παραγράφων απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεών του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής, που συνήψε στην Ελλάδα με το ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ, για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο σύναψης της σύμβασης, μέχρι το χρόνο άσκησης, από το ναυτικό, των αξιώσεών του από την εργασιακή σχέση (οράτε ΑΠ 1224/2019 ΕλλΔνη 2020 σ. 1673 με σημείωση Ευ. Στασινόπουλου, 90/2010 ΔΕΕ 2010 σ. 134) ή εξ αφορμής αυτής (οράτε ΑΠ 271/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 762/1978 προκύπτει ότι η, κατά τη διάταξη αυτή, ευθύνη τόσο του αλλοδαπού εργοδότη, όσο και του αντιπροσώπου αυτού ρυθμίζεται, σε κάθε περίπτωση, από το ελληνικό δίκαιο και, ειδικότερα, από το νόμο αυτό, οι διατάξεις του οποίου αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 7 § 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης του έτους 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988 και αποτελεί από 01.4.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σε αυτό το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ενώ, συγχρόνως, περιέχουν λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που καθορίζουν, ως εφαρμοστέο δίκαιο, για την ευθύνη του αντιπροσώπου, τη lex fori . Περαιτέρω οι διατάξεις περί αποζημίωσης του ναυτικού λόγω λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης με καταγγελία του πλοιάρχου είναι δημόσιας τάξης, αποσκοπούν στην προστασία του ναυτικού και αποτελούν αντιστάθμισμα της εξουσίας του πλοιάρχου να απολύει τον ναυτικό οποτεδήποτε και χωρίς λόγο. Είναι δε άκυρη κάθε συμφωνία για μη λήψη αποζημίωσης και, συνεπώς, η παραίτηση από την αξίωση αποζημίωσης ή ο συμβιβασμός εις βάρος του ναυτικού θεωρείται άκυρη (οράτε ΑΠ 1224/2019 ό.π.). β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3Α του Ν. 2172/1993, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό (οράτε ΑΠ 1602/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 202/2021 ό.π., ΜΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜΕφΠειραιά 456/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 743/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν είναι ναυτική η διαφορά, που πηγάζει από την παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας σε πλοίο (οράτε ΑΠ 1602/2012 ό.π., 1285/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 499/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 289/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 202/2021 ό.π., 456/2015 ό.π., 743/2014 ό.π.), ενώ, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου. Δεν είναι, όμως, απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων. Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει, όμως, συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν, όμως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται, ειδικώς και αποκλειστικώς, για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (οράτε ΑΠ 1602/2012 ό.π., 1285/2006 ό.π., 1643/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1252/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 545/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 499/2011 ό.π., 289/2011 ό.π., ΜΕφΑθ 71/2020 ό.π., ΜΕφΠειραιά 202/2021 ό.π., 86/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 456/2015 ό.π., 743/2014 ό.π.), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (οράτε ΑΠ 1285/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 2007/978, ΕφΠειραιά 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388 = ΕλλΔνη 2013 σ. 1651, 545/2012 ό.π., ΜΕφΠειραιά 202/2021 ό.π., 86/2017 ό.π., 456/2015 ό.π.). γ. Η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. ΑΚ, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (οράτε ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 475, 712/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 762, 930/1997 ΕΕΝ 1999 σ. 50, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΛάρ 347/2005 Δικογραφία 2005 σ. 530, ΕφΑθ 2044/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση έργου ή την πώληση, αρκεί, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης. Έτσι, πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (οράτε ΟλΑΠ 22-23/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 1261, ΑΠ 2123/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1703/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1647/2002 ΕΕργΔ 2003 σ. 748, σχετικές επίσης οι ΑΠ 425/2004 ΕλλΔνη 2006 σ. 145, 1056/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1457/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 1690, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΑθ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1523, παραβάλλατε επίσης και τις ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 983 και ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 930 κατά τις οποίες δεν συγχωρείται η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγή, έστω και επικουρικώς ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία).

       Β. Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο και όπως το αίτημά της, τράπηκε από καταψηφιστικό, σε έντοκο αναγνωριστικό για τα αγωγικά κονδύλια, με εξαίρεση αυτά που αφορούν στις αξιώσεις δεδουλευμένων αποδοχών μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2019, ποσού συνολικά 14.000 ευρώ και το επίδομα αδείας 2019 ποσό ύψους 3.500 ευρώ, με αποτέλεσμα όλα τα υπόλοιπα κονδύλια (212.000,00 ευρώ) να τρέπονται σε έντοκα αναγνωριστικά, περιορισμός που έλαβε χώρα με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρα 223 εδ. β’, 295 § 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων αναφέρει ότι, όντας πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, την 01.01.2007, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου, που συνήψε με την δεύτερη εναγόμενη, ως νόμιμη εκπρόσωπο της πρώτης, προσλήφθηκε ως καπετάνιος, στο αναφερόμενο στην αγωγή ιδιωτικό σκάφος αναψυχής πλοιοκτησίας της πρώτης το οποίο ήταν ελλιμενισμένο, τον περισσότερο καιρό, στην Μαρίνα Ζέας. Ότι ήταν επιφορτισμένος με τα αναφερόμενα στην αγωγή καθήκοντα, στα οποία εντασσόταν και η πλοήγηση του σκάφους, όταν αυτό ταξίδευε, απασχολούμενος επί εφτά ημέρες την εβδομάδα, με ωράριο που κατά πολύ υπερέβαινε τις οχτώ ώρες, αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού 7.000,00 ευρώ. Ότι η συνεργασία των διαδίκων εξελίχθηκε ομαλά μέχρι το θέρος του 2019, οπότε άρχισαν καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων, ενώ, το Φεβρουάριο του 2020, δέχτηκε μείωση των αποδοχών του σε 5.500,00 ευρώ και τα προβλήματα, στην καταβολή των δεδουλευμένων του, διογκώθηκαν, με την τελευταία καταβολή να πραγματοποιείται το 2021, για οφειλόμενα του 2019. Ότι του οφείλονται, ως αποδοχές, 56.000,00 ευρώ, 80.000,00 ευρώ, ως αποδοχές, 77.000,00 ευρώ και 16.500,00 ευρώ για τα έτη 2021, 2019, 2020, 2021 και 2022, αντίστοιχα. Σύνολο 229.500,00 ευρώ, εισέτι, παρά τις οχλήσεις του, οφειλόμενο. Επικουρικά, προβάλλει ότι οι εναγόμενες του οφείλουν το ποσό αυτό, κατά τις περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, διότι κατέστησαν πλουσιότερες, σε βάρος του, χωρίς νόμιμη αιτία ζημιώνοντάς τον, κατά το ως άνω ποσό, του πλουτισμού σωζομένου εισέτι. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητεί, κατά πρώτον, να αναγνωρισθεί ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και, κατά δεύτερον, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 17.500,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν το ποσό των 212.000,00 ευρώ, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, νομιμοτόκως από την ημέρα που καθένα από τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Παρεπομένως, ζητείται να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην δικαστική του δαπάνη και στην αμοιβή της πληρεξουσίας του δικηγόρου. Η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα και εφόσον έχει τηρηθεί η αναγκαία, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, διότι, από την παραδεκτή και αναγκαία, για την εξέταση του θέματος αυτού, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι έλαβε χώρα η ενημέρωση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (οράτε το με αναγραφόμενη ημερομηνία 21.3.2023 έγγραφο), παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 § 1, 7, 8, 9, 10, 14 § 2, 16 περ. 2 και 33 ΚΠολΔ και 51 §§ 1, 2α και 3Α Ν. 2172/1993 και 82 ΚΙΝΔ, κατά την Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης των Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών, ενώ η πρώτη εναγομένη – αλλοδαπή εταιρεία – δεν προβάλλει, για την ίδια, ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, η αγωγή – η οποία έχει να κάμει με ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, είναι και σε αρμονία με όσα αναφέρθηκαν, στην μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Α.α και, αναφορικά με την κύρια αυτής βάση, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, εν μέρει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 341, 346, 361, 481 επ. και ΑΚ και 648 – 649, 651 – 653, 655, 656, 659 ΑΚ (ήδη 1-2, 3-5, 7, 8, 11 του ΚωδΠΔ 80/2022), 39, 53, 54, 57 και 60 ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), 68, 70, 74, 176, 180 § 3, 191 § 2, 904 § 2α, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Ωστόσο, η αγωγή είναι απορριπτέα, ως προς την επικουρική της βάση, εφόσον δεν υπάρχει, προς στήριξη του ορισμένου αυτής, απλή έστω επίκληση της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εργασίας, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση αναφέρονται υπό στοιχείο Α.γ. της παρούσας. Παράλληλα, αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη – νόμιμη εκπρόσωπο της αλλοδαπής ναυτιλιακής εργασίας, επισημαίνεται ότι η νομική βασιμότητα της αγωγής θεμελιώνεται, πέραν των διατάξεων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 762/1978. Περαιτέρω, καθ’ ο μέτρο η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α470551) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το τελικά αιτούμενο και προς καταψήφιση ποσό (17.500,00 ευρώ) υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ).

       Γ.α.α. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν, όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται, από την επιχειρούμενη ανατροπή, αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς, απλώς, για τα συμφέροντα του επιπτώσεις. Στην περίπτωση δε αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτε ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 684, 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία. α.β. Εξάλλου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 352 § 1 ΚΠολΔ, δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη σε βάρος εκείνου του διαδίκου που ομολογεί, είναι εκείνη που γίνεται από τον ίδιο διάδικο προφορικώς ή εγγράφως, σε κάθε στάση της δίκης, με τα διαλαμβανόμενα έγγραφα ή και με τις προτάσεις, ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστηρίου. Κάθε άλλη ομολογία που γίνεται προφορικά ή εγγράφως, είναι εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (οράτε σχετικά ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 920/1998 ΕλλΔνη 1999 σ. 133, 18/1994 ΕλλΔνη 1995 σ. 370, Ν. Νίκα Πολιτική Δικονομία ΙΙ έκδοση 2006, σ. 438). β. Οι εναγόμενες με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους, συνομολογούν τους αγωγικούς ισχυρισμούς, επικαλούμενες, παράλληλα, οικονομική αδυναμία της οποίας ο ενάγων ήταν γνώστης και ένεκα της οποίας δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στις, προς τον ενάγοντα, υποχρεώσεις τους. Επίσης, προβάλλουν ότι ο ενάγων, ουδέποτε, το προηγούμενο χρονικό διάστημα, είχε κινηθεί προς την κατεύθυνση της διεκδίκησης των δεδουλευμένων του. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων, αποτελώντας δικαστική ομολογία, κατά την έννοια του άρθρου 352 ΚΠολΔ, εμπεριεχόμενος στο δικόγραφο των προτάσεών τους, αποτελεί πλήρη, σε βάρος τους απόδειξη. Αντίθετα, ο περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον μόνο το γεγονός της αδράνειας που, κατά τις εναγόμενες, επέδειξε ο ενάγων, ως προς την διεκδίκηση των δεδουλευμένων του, το χρονικό αυτό διάστημα, δεν είναι επαρκής, ώστε να καταστήσει την άσκηση της αγωγής καταχρηστική, αλλά απαιτούνται και πρόσθετα στοιχεία, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση  αναφέρθηκαν ανωτέρω υπό στοιχείο Γ.α.α. Επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, κατά την κύρια αυτής βάση, εφόσον είναι και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης. Επίσης, θα πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.500,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν το ποσό των 212.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα που καθένα από τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

Περαιτέρω, θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, εφόσον κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και πρόκειται για διαφορά του άρθρου 614 αρ. 3 ΚΠολΔ (908 § 1 ε΄ ΚΠολΔ), ενόψει και τη συνομολόγησης της οφειλής από την πλευρά των εναγομένων. Τέλος, θα πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, σε βάρος των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον (άρθρα 179 και 180 § 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή κατά την κύρια αυτής βάση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεφτά χιλιάδων πεντακοσίων (17.500,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα που καθένα από τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες οφείλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των διακοσίων δώδεκα χιλιάδων (212.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα που καθένα από τα επί μέρους ποσά που το αποτελούν κατέστη ληξιπρόθεσμο και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε εφτά χιλιάδες (7.000,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του τη           Απριλίου 2023.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Περίληψη

Σύμβαση ναυτικής εργασίας με αλλοδαπή εταιρεία. Εις ολόκληρον ευθύνη της με το εν Ελλάδι εγκατεστημένο νόμιμο εκπρόσωπό της. Έννοια ναυτικής διαφοράς. Υπάρχει όταν συντρέχει παροχή ναυτικής εργασίας, έστω και αν δεν εξαντλούνται σε αυτή τα καθήκοντα του εργαζομένου. Αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αόριστη αν, επικουρικά προβαλλόμενη, δεν γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης η οποία στηρίζει την κύρια βάση. Νόμω βάσιμη αγωγή. Καταχρηστική άσκηση της αγωγής. Μόνη η επίδειξη αδράνειας από τον ενάγοντα – δικαιούχο δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την άσκησή της. Δικαστική ομολογία. Παράγει πλήρη – σε βάρος του ομολογούντος – απόδειξη. Δεκτή η αγωγή.