Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :    1228   /2023

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)

       Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 04η Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ENΑΓΟΝΤΟΣ : Β. Α. του Π., ναυτικού και κατοίκου Π. Α., οδός … που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ανδρουλάκη Μαρίας του Ελευθερίου με Α.Μ. 001637 του Δ.Σ. Πειραιά.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Εταιρείας που εδρεύει στα … με την επωνυμία … Ν. 959/1979, που εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων : 1) Αλεξίας Ριτζάκη με Α.Μ. 000337 του Δ.Σ. Χανίων και 2) Γαρουφαλιάς Δάρρα με Α.Μ. 003407 του Δ.Σ. Πειραιά. 2) Εταιρείας που εδρεύει στην …) με την επωνυμία … Ν. 959/1979, που εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Ασημίνας Αγγελοπούλου με Α.Μ. 000983 του Δ.Σ. Πειραιά.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.12.2021 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με ΓΑΚ 10734/2021 και με ΑΚΔ 4986/2021, γράφτηκε στο πινάκιο, προσδιορίστηκε δε να συζητηθεί, το πρώτον, κατά τη δικάσιμο της 22.3.2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο της 04.10.2022 κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

       Α.α Η αγωγή του μισθωτού κατά του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές, από την έγκυρη σύμβαση εργασίας, έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων που εξομοιώνονται προς αυτές, οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης. β. Διχοστασία παρατηρείται στη νομολογία, αναφορικά με το ζήτημα της ένταξης στο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, των ποσών που ο εναγόμενος – εργοδότης κατέβαλε στον ενάγοντα – εργαζόμενο για κάθε αγωγικό κονδύλιο. Το πρόβλημα αυτό ανακύπτει όταν ο εργαζόμενος επιδιώκει δικαστικά την καταβολή του υπολοίπου διάφορων μισθολογικών παροχών, αναφέροντας στην αγωγή του τις καταβολές συγκεντρωτικά και όχι χωριστά για κάθε κεφάλαιο. Κατά μία γνώμη, η αγωγή πάσχει από αοριστία. Στην άποψη αυτή υποκρύπτεται αντιμετώπιση ανάλογη με εκείνη που θεωρεί απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή η οποία περιορίστηκε κατά το συνολικό της αίτημα και όχι κατά ειδικότερα κονδύλια (οράτε ΕφΑθ 3156/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 7640/1986 ΕλλΔνη 1987 σ. 1262, παραβάλλατε επίσης ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη 1988 σ. 1659, 639/1988 ΔΕΝ 45 σ. 470, ΜΠρΑθ 13/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 9/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, ωστόσο, με την αντίθετη, ορθότερη – και υιοθετούμενη από το παρόν Δικαστήριο ως τέτοια – άποψη, οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου, ώστε οποιαδήποτε καταβολή να αποτελεί γεγονός θεμελιωτικό του αμυντικού, κατ’ άρθρο 416 ισχυρισμού (οράτε ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999 σ. 315, 1291/94 ΔΕΝ 95 σ. 544, ΕΕΔ 96 σ. 32, 1545/1997, Δ. 29 σ. 409, ΕφΠειραιά 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010 σ. 397, 994/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΚρήτης 514/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1511, ΕφΑθ 10554/1997 ΕλλΔνη 1998 σ. 1967, ΠΠρΑθ 46/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο υποχρεούται να ενεργοποιήσει το άρθρο 236 ΚΠολΔ και να καλέσει τον ενάγοντα να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και ως έσχατη δε λύση προκρίνεται η εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, ως προς τον τρόπο καταλογισμού επί των περισσότερων χρεών (οράτε Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 102). Η ως άνω αναφορά, όμως, στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή, κατ’ άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχόμενη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθ. 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθ. 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (οράτε ΑΠ 1004/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 202/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑθ 1083/2019 Αρμ. 2021 σ. 428). γ. Κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας, είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου και χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ. β ΚΙΝΔ). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ και 76 ΚΙΝΔ και είναι ίση προς τις αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών, εφ` όσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας, και προς υπολογισμό της λαμβάνονται υπ` όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (οράτε Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, σ. 372, ΕφΠειραιά 676/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 45/2010 ΕΝΔ 2010 σ. 405, 172/2008 ΕΝΔ 36 σ. 100, 111/2007 ΕΝΔ 2007 σ. 406, 719/2006 ΕΝΔ 34 σ. 355, 276/2005 ΕΝΔ 2005 σ. 92, 140/2004 ΕΝΔ 2004 σ. 114, 123/2003 ΕΝΔ 2003 σ. 128, ΜΕφΠειραιά 57/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 434/2013, 231/2013). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ ο ναυτικός, όταν ενάγει για την καταβολή της κατά το άρθρο 72 του ίδιου Κώδικα αποζημίωσής του, αρκεί να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε μονομερώς, ύστερα από καταγγελία του πλοιάρχου. Η κατά τα άνω αξίωση του ναυτικού καταλύεται με την προβολή και την απόδειξη από τον εργοδότη του ισχυρισμού ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης, που έγινε από τον πλοίαρχο, οφείλεται σε παράπτωμα του ναυτικού, στο οποίο υπέπεσε υπαιτίως αυτός και το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (οράτε ΜΕφΠειραιά 57/2015 ό.π., ΕφΠειραιά 346/2011, 288/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

       Β. Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο και όπως το αίτημά της περιορίστηκε με μερική παραίτηση από τα κονδύλια υπ’ αριθμ. 7 και 8 αυτής και όπως το αίτημα, για το υπόλοιπο αξιούμενο ποσό, τράπηκε από καταψηφιστικό, σε έντοκο αναγνωριστικό κατά το 1/2 των επί μέρους κονδυλίων, (με αποτέλεσμα να διατηρείται ο καταψηφιστικός της χαρακτήρας για υπόλοιπο ½ αυτών), με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρα 223 εδ. β’, 295 § 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων αναφέρει ότι, με την πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, κατήρτισε προσύμφωνο ναυτολόγησης στον Πειραιά την 15.6.2020, ναυτολογηθείς στο Κερατσίνι, για αόριστο χρόνο, ως Γ΄ Μηχανικός επί του αναφερόμενου στην αγωγή ρυμουλκού πλοίου, αντί του αναφερόμενου στην αγωγή μηνιαίου κλειστού μισθού, όπως αυτός προσδιορίζεται από την αναφερόμενη ΣΣΝΕ, την ισχύ της οποίας οι διάδικοι αυτοί ρητά συμφώνησαν και η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με ΥΑ. Ότι, την 23.6.2020 προήχθη σε Β΄ Μηχανικό και παρέμεινε ναυτολογημένος έως και την 07.12.2020, οπότε η σύμβαση λύθηκε, λόγω καταγγελίας από τον πλοίαρχο, χωρίς υπαιτιότητά του. Ότι, με το από 28.6.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, το πλοίο μεταβιβάστηκε, από την πρώτη, στην δεύτερη εναγομένη, την 26.7.2021 (χρόνος εγγραφής της σύμβασης στο νηολόγιο), η οποία το αγόρασε, γνωρίζοντας ότι αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης. Εκτός αυτών, ο ενάγων παραθέτει 16, κατ’ αρχήν, συνολικά κονδύλια τα οποία υποστηρίζει ότι δικαιούταν βάσει της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, συνολικού ύψους 45.420,38 ευρώ, έναντι του οποίου, ελάμβανε κλειστό μισθό κατά μήνα και, συνολικά, ποσό ευρώ 15.634,62 ευρώ, όπως στην αγωγή αναλυτικά αναφέρει, με αποτέλεσμα να δικαιούται, κατ’ αρχήν, τη διαφορά ποσού ευρώ 30.785,76. Τέλος, προβάλλοντας ότι παρέμεινε ναυτολογημένος στο πλοίο έως και την 07.12.2020, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον Πειραιά, λόγω καταγγελίας της από τον πλοίαρχο, χωρίς υπαιτιότητά του, δικαιούται αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, η οποία ανέρχεται στο σύνολο των παντοίων αποδοχών του 15 ημερών, ήτοι, συνολικά, σε 2.869,32 ευρώ. Σύνολο του κατ’ αρχήν απαιτούμενου ποσού (30.785,76 + 2.869,32=) 33.655,08 ευρώ, από το οποίο, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αφαιρεί τα κονδύλια υπ’ αριθμ. 7 (1.268,66 ευρώ) και 8 (288,33 ευρώ), με αποτέλεσμα το τελικά αξιούμενο ποσό να διαμορφώνεται στο ποσό των 32.098,09 ευρώ που αρνούνται οι εναγόμενες να του καταβάλλουν παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του. Παράλληλα, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί το προνόμιο της απαίτησής του, κατ’ άρθρο 207 ΚΙΝΔ. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 32.098,09/2 = 16.049,04 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν το ίδιο ποσό, νομιμοτόκως από την απόλυσή του την 07.12.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθώς επίσης να αναγνωριστεί το προνόμιο των απαιτήσεών του, επί του ένδικου ρυμουλκού πλοίου, εξακολουθεί υφιστάμενο και μετά την συμβατική εκποίηση του προς την δεύτερη εναγομένη. Παρεπομένως, ζητείται να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην δικαστική του δαπάνη. Η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα και εφόσον έχει τηρηθεί η αναγκαία, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, διότι, από την παραδεκτή και αναγκαία, για την εξέταση του θέματος αυτού, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι έλαβε χώρα η ενημέρωση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (οράτε το με αναγραφόμενη ημερομηνία 03.11.2021 έγγραφο), παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 10, 14 § 2, 16 περ. 2 και 33 ΚΠολΔ  και 51 §§ 1, 2α και 3Α Ν. 2172/1993 και 82 ΚΙΝΔ, κατά την Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης των Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών. Περαιτέρω, η αγωγή είναι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της πρώτης των εναγομένων, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη εν μέρει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 346, 353, 361, 479, 481 επ. ΑΚ και 648 – 649, 651 – 653, 655, 656, 659 ΑΚ (ήδη 1-2, 3-5, 7, 8, 11 του ΚωδΠΔ 80/2022) και 669, 680 του ΑΚ, των διατάξεων της ΣΣΝΕ Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων ρυμουλκών ετών 2019-2020, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.9/87292 (ΦΕΚ Β΄ 4580/2019): απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, 39, 53, 54, 57, 60, 72, 75, 76 και 207 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), 68, 74, 176, 191 § 2 και 904 § 2α, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Διευκρινίζεται δε ότι η αγωγή έχει ασκηθεί εντός της ενιαύσιας αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 207 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ, εφόσον η μεταγραφή της εκποιητικής σύμβασης μεταβίβασης του πλοίου στο νηολόγιο αναφέρεται ότι έλαβε χώρα την 26.7.2021 και η άσκηση της αγωγής με την επίδοσή αντιγράφου της στις εναγόμενες την 28.12.2021 (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης …). Ωστόσο, το αίτημα επιδίκασης τόκων, από την απόλυση του ενάγοντος είναι αόριστο, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του ενάγοντος, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, με αποτέλεσμα το αίτημα επιδίκασης τόκων να είναι νόμω βάσιμο, μόνο για τον από την επίδοση της αγωγής χρόνο. Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι νόμω βάσιμο μόνο, καθ’  μέτρο το αίτημα της αγωγής διατηρεί τον καταψηφιστικό του χαρακτήρα, εφόσον προσωρινά εκτελεστές δύνανται να κηρυχθούν μόνο καταψηφιστικές αποφάσεις (904 § 2α ΚΠολΔ). Περαιτέρω, καθ’ ο μέτρο η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. …) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το τελικά αιτούμενο και προς καταψήφιση ποσό (16.049,04 ευρώ) υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ).

       Δ.α.α.α. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος – ενάγων υπογράφει ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες μισθολογικές αποδείξεις, αφενός δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τις ως άνω νόμιμες αποδοχές του, αφετέρου είναι άνευ νομίμου επιρροής, κατά τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 και 8 § 4 Ν. 4020/1959, σύμφωνα με την οποία κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (οράτε ΑΠ 1635/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1402/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 587/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1524/2004 ΝΟΜΟΣ, 495/2006 ΔΕΕ 2006 σ. 948, ΕφΠειραιά 6/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013 σ. 208, ΜΕφΑθ 38/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 698/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 499 με σημείωση Ευαγγέλου Στασινόπουλου). α.α.β. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν, όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται, από την επιχειρούμενη ανατροπή, αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς, απλώς, για τα συμφέροντα του επιπτώσεις. Στην περίπτωση δε αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτε ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 684, 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία. α.α.γ. Κατά μεν την διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ «ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», κατά δε την διάταξη του επόμενου άρθρου 441 ΑΚ «ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλείται με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνησία ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου, με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση «εξοφλήσεως» διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 664 ΑΚ, ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για την διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Μισθό όμως δεν αποτελεί η αξίωση αποζημιώσεως λόγω απολύσεως και συνεπώς δεν απαγορεύεται ο συμψηφισμός της αξιώσεως αυτής (οράτε 450/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 936/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 943/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1061, 980/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συναφώς και σε αρμονία με όσα αναφέρθηκαν στο υπό στοιχείο Δ.α.α.α. της παρούσας, προς αποφυγή της καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, ως προς την ελάχιστη προστασία των εργαζομένων, πρέπει, στην περί εξοφλήσεως των ελάχιστων αποδοχών ένσταση του εργοδότη, να διαλαμβάνεται όχι μόνο το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινήσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αόριστη δήλωση του εναγομένου και ενισταμένου εργοδότη, όπως και η υπ` αυτού επίκληση σχετικής εγγράφου απόδειξης του μισθωτού, για το ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για κάθε μία αιτία, είναι απαράδεκτη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθ. 262 § 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη. Η αοριστία της την καθιστά απαράδεκτη, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα και επιφέρει την απόρριψή της (οράτε ΕφΑθ 7344/2003 ΕλλΔνη 2005 σ. 552, ΕφΘεσ 307/1994 Αρμ. 48 σ. 923). α.β. Η πρώτη εναγομένη αρνείται την αγωγή και ζητεί την απόρριψή της, καθ’ ολοκληρίαν, συνομολογώντας μεν την ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα και με την ειδικότητα που σε αυτή διαλαμβάνεται, προβάλλοντας όμως ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, με το σκεπτικό ότι α) δεν αναφέρεται στην αγωγή το ύψος του «κλειστού» μισθού που -δήθεν- λάμβανε και β) για κάθε κονδύλι που διατείνεται ότι του οφείλεται, δεν αναφέρει τί του έχει ήδη καταβληθεί. Επίσης, ότι δεν υπάρχει καμία ανάλυση των αξιούμενων και καταβληθέντων ποσών ανά αιτία και ότι, επιπλέον, υπολογίζει τις μικτές αποδοχές που (δήθεν) δικαιούται βάσει της Σ.Σ.Ν.Ε. και αφαιρεί το σύνολο καθαρών αποδοχών που έχει ήδη λάβει βάσει του άρθρου 11 της Σ.Σ.Ν.Ε., χωρίς ανάλυση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση αναφέρονται, υπό στοιχείο Α.β. ο – κατ’ αυτόν τον τρόπο – γενόμενος περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δεν άγει σε αοριστία της αγωγής, αλλά καλείται το Δικαστήριο να προβεί σε καταλογισμό, όπως επίσης αναφέρθηκε εκεί. Εκτός αυτού, η πρώτη εναγομένη προβάλλει ισχυρισμό περί εξόφλησης των απαιτήσεων του ενάγοντος, ο οποίος συνιστά νόμω βάσιμη ένσταση.  Παράλληλα, η πρώτη εναγομένη προβάλλει ότι οι ένδικες αξιώσεις ασκούνται καταχρηστικά, επικαλούμενη ότι ο ενάγων έχει επιδείξει αντιφατική συμπεριφορά, άλλως συντρέχει αποδυνάμωση δικαιώματός του, δεδομένου ότι, πολλάκις προσήλθε και της ζήτησε εργασία, με αποτέλεσμα η αγωγή να έχει ασκηθεί για λόγους εκδίκησης και μόνο, ενώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε σε εκείνη, απολύτως εύλογα η πεποίθηση ότι ουδεμία αξίωση θα ασκήσει ο ενάγων, πεποίθηση που καθίστατο βεβαιότητα, όσο εκείνος αδρανούσε, όπως στις προτάσεις της προβάλλει. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος και σε κάθε περίπτωση ως νόμω αβάσιμος,  εφόσον δεν αναφέρονται επαρκή στοιχεία προς θεμελίωσή του, εφόσον μόνο το γεγονός της αναφερόμενης επίδειξης αδράνειας εκ μέρους του ενάγοντος, σε συνδυασμό με την αναζήτηση, εκ μέρους του εργασίας, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει απεμπολήσει τα δικαιώματά του από την επίδικη εργατική σύμβαση. Τέλος η πρώτη εναγομένη προτείνει σε συμψηφισμό το ποσό των [(2.238,624 + 14634,62 + 7379,49 =) 26.530,59 – 16.912,86]= 9.617,73 ευρώ, το οποίο έχει καταβάλλει στον ενάγοντα. Ο ισχυρισμός αυτός, αξιολογείται  δικονομικά ως νόμω βάσιμη ένσταση εξόφλησης, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, καίτοι εισάγεται ως ένσταση συμψηφισμού, εφόσον δεν προβάλλεται, με αυτόν, ότι η πρώτη εναγομένη διατηρεί αντίστοιχη ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση κατά του ενάγοντος, από κάποια αιτία, παρά μόνο ότι έχει καταβληθεί σε εκείνον το ποσό αυτό. β. Η δεύτερη, αντίστοιχα, εναγομένη προβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, επικαλούμενη ότι ο ενάγων, κατά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πρώτη των εναγόμενων, εισέπραξε όλα όσα είχε συμφωνήσει με την υπογραφή της σύμβασης εργασίας του, καθώς και όλες τις απαιτήσεις του για έξτρα εργασία, υπερωρίες, επιδόματα, αποζημίωση και γενικά κάθε απαίτησή του και υπέγραψε και τη σχετική εξοφλητική πράξη και ότι εκείνη, από την πλευρά της, όταν είχε αγοράσει το πιο πάνω πλοίο, έλεγξε την μερίδα του πλοίου στο νηολόγιο, η οποία ήταν ελεύθερη βαρών, ενώ δεν υπήρχαν σε αυτή εγγραφές δικαστικών διεκδικήσεων ναυτικών. Επίσης, ότι ζήτησε ενημέρωση από την πρώτη εναγομένη για τυχόν χρέη του πλοίου, λαμβάνοντας ρητή διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχουν βάρη στο πλοίο. Ο ισχυρισμός αυτός, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον δεν προβάλλεται, με αυτόν, ότι ο ενάγων είχε επιδείξει συμπεριφορά, εκτός της υπογραφής σχετικής εξοφλητικής απόδειξης, η οποία να μπορεί να δημιουργήσει στις εναγόμενες την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματά του από την επίδικη εργατική σύμβαση.

      Ε.α. Κατά το άρθρο 444 § 1 αρ. 3 ΚΠολΔ, ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου, μηχανική απεικόνιση είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος, «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα, και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού, μέσω και αυτής, εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β` του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει, υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα, στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ` αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, στη συνέχεια, υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξάλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη, κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (οράτε ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 374, ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009 σ. 1372, 1351/2007 ΝοΒ 2007 σ. 2390, ΜΕφΔωδ 14/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3629/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 3256/2015 με σημείωση Ευαγγέλου Στασινόπουλου ΕλλΔνη 2015 σ. 1085, ΜΠρΠειραιά 66/2018 ΕλλΔνη 2018 σ. 1133). Συναφώς, κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλιση του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του Ν. 3115/2003, «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: …γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου. που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων, αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις, ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις, γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας, δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)…» (οράτε ΠΠρΘεσ 3256/2015 ό.π.). Στον ανωτέρω κανόνα, ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτή εξαίρεση στην περίπτωση, κατά την οποία εκτυπώσεις του περιεχομένου τέτοιου είδους ηλεκτρονικών αρχείων στα οποία ενσωματώνονται τα στοιχεία της επικοινωνίας αυτής, οι οποίες (εκτυπώσεις) προσκομίζονται ενώπιον των δικαστηρίων στο πλαίσιο πολιτικής δίκης, με τη συναίνεση [έστω και έμμεση] του αποστολέα και του παραλήπτη των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου [ή και γραπτών μηνυμάτων τύπου sms ή διαμέσου της χρήσης ηλεκτρονικών εφαρμογών (Viber, Messenger κλπ.)] των οποίων αποτέλεσαν αντικείμενο, δεν συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19 § 3 του Συντάγματος και λαμβάνονται υπόψη, υπ’ αυτήν όμως ακριβώς την προϋπόθεση της ύπαρξης – έστω και έμμεσα συναγόμενης – συναίνεσης αποστολέα και παραλήπτη, δυνάμενης να προκύπτει και από την μη ρητή εναντίωση τους προς τούτο (οράτε σχετικά ΠΠρΑθ 4370/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 789). Σχετικά, γίνεται δεκτό ότι, όταν τρίτος προσκομίζει sms που αφορά σε ξεχωριστούς, από αυτόν, συνομιλούντες, τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός και αν ο επικαλούμενος τα sms διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών, οπότε όμως, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Σε εκείνες τις οριακές περιπτώσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμιτή αποτύπωση του προφορικού λόγου υφίσταται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν έχουμε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και μαζί εκδήλωση ιδιωτικής ζωής, αλλά κατάπτωση της προσωπικότητας, όπως ενδεικτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ιδιαίτερης απαξίας (οράτε ΜΕφΔωδ 14/2022 ό.π., ΜΠρΗρ 1085/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κονταξή, ΕρμΠΚ, Τόμος Β’, έκδοση γ’, 2000, σ. 3125). β.

Εν προκειμένω, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων) απόδειξη, οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία ναι μεν δε λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικά, πλην όμως, αυτό γίνεται υπό τους όρους πλέον των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, [οράτε Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ 2η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη σ. 51 πλαγ. 115, Παν. Γιαννόπουλου – Χρήστου Τριανταφυλλίδη (μελέτη) Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως], καθώς επίσης και την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του … που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νεάπολης Βοιών Ευγενίας Σταύρου Μανίκη και την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του …, πριν τη λήψη των οποίων κλητεύθηκαν να παραστούν, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εκπρόσωποι των εναγομένων (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων ……………… και την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης …), τις υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις του … και την υπ’ αριθμ. … …, αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Χανίων Ελένης Σγουρομάλλη του Νικολάου, πριν τη λήψη των οποίων κλητεύθηκε να παραστεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ο ενάγων (οράτε τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …), τις τρεις φωτογραφίες που συνιστούν έγγραφα, κατά την έννοια του νόμου – όχι όμως και την αποτύπωση της  επικοινωνίας μέσω της εφαρμογής viber, μεταξύ του ενάγοντος και του αρχιμηχανικού της πρώτης εναγομένης που έλαβε χώρα την 05.10.2022, εφόσον πρόκειται για επικοινωνία στην οποία μετέχει και μη διάδικο πρόσωπο, χωρίς παράλληλα να προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη που με επίκληση την προσκομίζει, στερείται άλλου αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη του σχετικού της ισχυρισμού, εφόσον το περιεχόμενοι της επικοινωνίας αυτής αναφέρεται σε αμφότερες τις ένορκες βεβαιώσεις που με επίκληση η ίδια προσκομίζει με αποτέλεσμα να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν – καθώς επίσης και τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται ανωτέρω και κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : ο ενάγων είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με στοιχεία … ναυτικού φυλλαδίου. Αντίστοιχα, η πρώτη εναγομένη ήταν πλοιοκτήτρια του υπό Ελληνική σημαία Πλοίου Ρυμουλκού … Νηολογίου Πειραιά … Με προσύμφωνο ναυτολόγησης που καταρτίστηκε στον Πειραιά, την 15.6.2020, μεταξύ των διαδίκων αυτών, ναυτολογήθηκε στο Κερατσίνι, για αόριστο χρόνο ως Γ΄ Μηχανικός, αμειβόμενος βάσει της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών πλοίων έτους 2019-2020, την ισχύ της οποίας ρητά οι διάδικοι αυτοί συμφώνησαν, όπως συνομολογείται από την εναγομένη, ΣΣΝΕ που κηρύχθηκε υποχρεωτική δυνάμει της ΥΑ 2242.5-1.9/87292/2019 (ΦΕΚ Β 4580/13.12.2019). Στο ως άνω πλοίο, παρέμεινε ναυτολογημένος, σε πρώτη φάση, έως και την 23.6.2020, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο Κερατσίνι, λόγω προαγωγής του σε Β΄ Μηχανικό, ναυτολογηθείς, εκ νέου αυθημερόν, στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα πλέον αυτή, μέχρι την 07.12.2020, χρόνο κατά τον οποίο, με βάση τη σχετική σημείωση στο ναυτικό του φυλλάδιο, απολύθηκε λόγω άδειας. Περαιτέρω, οι αποδοχές του ενάγοντος, βάσει της ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι οποίες θα έπρεπε να του καταβληθούν για το χρονικό αυτό διάστημα, υπολογίζονται ως εξής. Α) Ως βασικό μισθό, βάσει του άρθρου 1 της ΣΣΝΕ, δικαιούται 2.054,15 ευρώ/μήνα, με αποτέλεσμα, για την περίοδο αυτή των 5 μηνών και 22 ημερών, να δικαιούται, κατ’ αρχήν, [(5 μήνες Χ 2.054,15 ευρώ=) 10.270,75 ευρώ + 1.506,37 =] 11.777,12 ευρώ. Β) Ως επίδομα Κυριακών, βάσει του άρθρου 7 της ΣΣΝΕ, δικαιούται 451,13 ευρώ/μήνα, με αποτέλεσμα, για την περίοδο αυτή των 5 μηνών και 22 ημερών, να δικαιούται, κατ’ αρχήν, [(5 μήνες Χ 451,13 ευρώ=) 2.255,65 ευρώ + 330,82 =] 2.586,47 ευρώ. Γ) Ως επίδομα μερικής τροφοδοσίας, βάσει του άρθρου 2 στοιχ. 1) της ΣΣΝΕ, δικαιούται 102,70 ευρώ/μήνα, με αποτέλεσμα, για την περίοδο αυτή των 5 μηνών και 22 ημερών, να δικαιούται, κατ’ αρχήν, [(5 μήνες Χ 102,70  ευρώ=) 513,50 ευρώ + 75,31 =] 588,81 ευρώ. Δ) Ως επίδομα εξειδικευμένης εργασίας, βάσει του άρθρου 2 στοιχ. 2) της ΣΣΝΕ, δικαιούται 102,70 ευρώ/μήνα, με αποτέλεσμα, για την περίοδο αυτή των 5 μηνών και 22 ημερών, να δικαιούται, κατ’ αρχήν, [(5 μήνες Χ 102,70  ευρώ=) 513,50 ευρώ + 75,31 =] 588,81 ευρώ. Αντίθετα, απορριπτέο είναι το αίτημα για την επιδίκαση κονδυλίου υπό μορφή ειδικού επιδόματος I.S.M.εφόσον, βάσει του άρθρου 2 στοιχ. 3) της ανωτέρω σύμβασης, η χορήγησή του προβλέπεται μόνο στον Α΄ Μηχανικό και όχι και στον Β΄ ή στον Γ΄. ΣΤ) Ως άδεια, βάσει του άρθρου 8 της ΣΣΝΕ, δικαιούται 8 ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας, που υπολογίζεται στο 1/25 του συνόλου του βασικού μισθού του άρθρου 1 και των επιδομάτων του άρθρου 2. Ήτοι [(βασικός μισθός) 2.054,15 + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 102,70 + (επίδομα εξειδικευμένης εργασίας ευρώ) 102,71=] συνολικά 2.259,55 ευρώ /25 = ίσοι/ 90,38 ευρώ Χ 8 ημέρες = ευρώ 723,04 κατά μήνα και για την άνω περίοδο των 5 μηνών και 22 ημερών, δικαιούται, κατ’ αρχήν, [(5 μήνες Χ 723,04  ευρώ=) 3615,20 ευρώ + 530,22]= 4.145,42 ευρώ. Ζ) Αναφορικά με το επίδομα τροφοδοσίας, η καταβολή του (ύψους 8,65 ευρώ ημερησίως) είναι συνδεδεμένη, κατ’ άρθρο 13 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, με την διενέργεια ταξιδιών του ρυμουλκού, χωρίς να καταβάλλεται αυτό σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι, λοιπόν, στην υπό κρίση περίπτωση, το ρυμουλκό … πραγματοποίησε ταξίδια ως κάτωθι : Από Κερατσίνι στη Χαλκίδα, με χρόνο έναρξης την 16:10 της 17.6.2020 και πέρας την 19:15 της 19.6.2020 (51 ώρες και 5 λεπτά).  Από Κερατσίνι στην Πάτρα, με χρόνο έναρξης την 19:00 της 30.6.2020 και πέρας την 22:00 της 02.7.2020 (51 ώρες). Από Κερατσίνι στην Χαλκίδα, με χρόνο έναρξης την 21:30 της 09.11.2020 και πέρας την 13:30 της 13.11.2020 (88 ώρες). Σύνολο 190 ώρες και πέντε λεπτά που αντιστοιχούν σε 7,91 ημέρες + 0,003 ημέρες. Σύνολο 7,91 ημέρες Χ 8,65 ευρώ/ημέρα = 68,22 ευρώ που ο ενάγων, κατ’ αρχήν, δικαιούται για την αιτία αυτή. Η) Επίσης, ως προς το κονδύλιο που ζητείται υπό μορφή υπερωριακής εργασίας, για τις καθημερινές ημέρες, από την αναλυτική παράθεση των δρομολογίων του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου «…», που είναι θεωρημένο από την αρμόδια Λιμενική Αρχή προκύπτει ότι εργασίες στο πλοίο, πέραν του οχταώρου, εγένοντο μόνο τις κάτωθι ημέρες : 24.6 (μία ώρα), 26.6, (¼ της ώρας), 29.6 (¼ της ώρας) 06.8 (1/3) της ώρας, 09.8 (2 ώρες), και την 18.11 (8 ώρες). Σύνολο 11,83 ώρες Χ 15,73 ευρώ εκάστη = 186,08 ευρώ που ο ενάγων, κατ’ αρχήν, δικαιούται για την αιτία αυτή. Θ) Επίσης, ως προς το κονδύλιο που ζητείται υπό μορφή υπερωριακής εργασίας, για Σάββατα, Κυριακές και αργίες, από την αναλυτική παράθεση των δρομολογίων του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου «…», που είναι θεωρημένο από την αρμόδια Λιμενική Αρχή προκύπτει ότι δεν εκτελέστηκαν υπερωριακές εργασίες, ενώ το αυτό ισχύει και για το κονδύλιο που ζητείται ως αμοιβή για μη παροχή ημέρας ανάπαυσης (ρεπό) την 28.10.2020. Ι) Παράλληλα, αναφορικά με το κονδύλιο που ζητείται ως ειδικό επίδομα ταξιδιών εσωτερικού, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, το ένδικο πλοίο πραγματοποίησε τρία ταξίδια, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, που διήρκεσαν συνολικά 190 ώρες. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, δικαιούται για κάθε ώρα ταξιδιού, από την ώρα αναχώρησης του ρυμουλκού από τον Πειραιά [ή το λιμάνι βάσης του] και μέχρις επιστροφής σε αυτό, ειδικό επίδομα ίσο με 21 ώρες προσαυξημένες με 1,075 το 24ωρο, ενώ το ποσό της τροφοδοσίας (8,65 ευρώ) έχει υπολογιστεί  ήδη στο υπό στοιχείο Θ του παρόντος κεφαλαίου. Έτσι, δικαιούται εν προκειμένω, κατ’ αρχήν, ευρώ 234,36 για κάθε 24ωρο [21 ώρες επί 11,16 ευρώ/ώρα = 234,36 ευρώ] και συνολικά για 190 ώρες ταξιδιού, (234,36 Χ 190 ώρες) δια 24 = 1.855,35 ευρώ. Επίσης, το κονδύλιο που ζητείται ως επίδομα για πληρώματα βάσης, είναι απορριπτέο, εφόσον, με βάση το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 και 14

της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, τα οριζόμενα από την τελευταία διάταξη, μόνο τα πληρώματα των ρυμουλκών στις βάσεις (όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 αυτής) δικαιούνται αυτού του επιδόματος, ενώ η διάταξη αυτή ορίζει ότι : «Έδρα των ελληνικών ρυμουλκών για την εφαρμογή των όρων της παρούσας συλλογικής σύμβασης, ορίζεται ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη, β) Όλοι οι άλλοι λιμένες, εκτός περιοχής Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, θεωρούνται βάσεις». Ως εκ τούτου, λοιπόν, προκύπτει ότι το ρυμουλκό όπου ο ενάγων εργαζόταν και ήταν ναυτολογημένος, είχε έδρα (με την ευρεία έννοια του όρου) στον Πειραιά (λιμάνι που αποτελεί έδρα, κατά την έννοια της ΣΣΝΕ) και όχι σε κάποιο άλλο λιμένα που θα αποτελούσε βάση του, (κατά την έννοια της ΣΣΝΕ). Επίσης, αναφορικά με το κονδύλιο της αγωγής που ζητείται ως αμοιβή για επιφυλακή ρυμουλκού λιμένα Πειραιά, με βάση τις Αποφάσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Κ.Λ.Π./Γραφείο Γενικής Αστυνομίας που έχουν δημοσιευθεί και αναρτηθεί στο διαδίκτυο και που με επίκληση προσκομίζονται, προκύπτει ότι το ένδικο πλοίο ήταν σε επιφυλακή τις παρακάτω ημερομηνίες και ώρες : α) 18.9.2020 από 20:00 έως 6:00 της επομένης (10 ώρες), β) 29.10.2020 από 20:00 έως 6:00 της επομένης (10 ώρες), γ) 15.11.2020 από 20:00 έως 6:00 της επομένης (10 ώρες), ενώ  την 17/11/2020, σε επιφυλακή ήταν το πλοίο «…». Ως εκ τούτου, ήταν σε επιφυλακή για 30 ώρες. Έτσι, 30 ώρες Χ 12,76 ευρώ/ ώρα = 382,80 ευρώ που, κατ’ αρχήν, δικαιούται ο ενάγων. Επίσης, αναφορικά με το κονδύλιο που ο ενάγων αξιώνει για τις – με ξεχωριστή συμφωνία σε εκείνον ανατεθείσες – εργασίες που έγιναν στο πλοίο, η ουσιαστική βασιμότητά του δεν αποδείχτηκε, εφόσον, εκτός των όσων παρακάτω θα αναφερθούν, οι μάρτυρες ανταπόδειξης το απέκλεισαν. Ειδικότερα, εκτός του ότι η κατάρτιση σχετικής σύμβασης, μεταξύ των διαδίκων αυτών, δεν αποδείχτηκε και οι εργασίες αυτές εντάσσονται στα συμβατικά καθήκοντα του ενάγοντος, ως εκ της θέσεως και της ειδικότητάς του, η πρώτη εναγομένη προσκομίζει με επίκληση τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και αντίστοιχες προσφορές, απ’ όπου προκύπτει ότι είχαν συντελεστεί εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες στο πλοίο, οι οποίες είχαν ανατεθεί σε εξωτερικά συνεργεία και όχι στον ενάγοντα. Έτσι, αναφορικά με την επισκευή και τοποθέτηση μηχανικού στροφόμετρου τοπικά, αλλαγή λαδιών και φίλτρων πετρελαίου λόγω συμπλήρωσης ωρών, άντληση δεκαέξι κυβικών σεντινόλαδων και 4 sludge σε δεξαμενή slops, καθάρισμα υαλοδείκτη βόθρου, ρύθμιση και γρασάρισμα ταχύκλειστων πετρελαίου στην κουβέρτα, καθάρισμα και διευθέτηση αποθηκών ρυμουλκών, επισκευή και γρασάρισμα μηχανική επωτίδα στην κουβέρτα, αλλαγή ροδελών στο φυγοκεντρικό διαχωριστή του λαδιού για διαρροή, καθάρισμα στα σωληνάκια σε όλο το δίκτυο πετρελαίου No 2, επισκευή της emergency fire pump, συντήρηση του δικτύου λάτρας αυτά υπάγονται στα καθήκοντα του μηχανικού, συγκαταλέγονται στις συμβατικές υποχρεώσεις που εκείνος αναλαμβάνει και συνεπώς, δεν συνεπάγονται επιπλέον αμοιβής. Αντίστοιχα, με βάση τα υπ’ αριθμ. … τιμολόγια της επιχείρησης «…) στο όνομα της εκναυλώτριας εταιρίας του πλοίου «….» (…) και τις προσαγόμενες και με επίκληση προσκομιζόμενες με αυτά από 26.8.2020 και 03.11.2020 έγγραφες περιγραφές υλικών και εργασιών το εν λόγω συνεργείο έχει προχωρήσει στις κάτωθι εργασίες επί του ένδικου πλοίου : επισκευή χειριστηρίου γερανού, επισκευή αντλιών βόθρου, επισκευή alarm σεντινών μηχανοστασίου, επισκευή μπόμπας για την άγκυρα, επισκευή ηλεκτρονικού governor No 1, No 2, No 3, αλλαγή solenoidstop για λόγους ασφαλιστικών διατάξεων στη No 3, αλλαγή στο χειριστήριο τιμονιού αριστερά στη γέφυρα, αλλαγή ρύθμιση και τοποθέτηση κεραίας AIS (από την εταιρία …). Η δε αλλαγή και τοποθέτηση αντλίας πετρελαίου έγινε από την εταιρία «…» και εκδόθηκε το προσκομιζόμενο προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Τα σχετικά τιμολόγια εκδόθηκαν στο όνομα της εκναυλώτριας εταιρίας. Αναφορικά με τις λοιπές εργασίες, επισημαίνεται ότι η εργασία της επιθεώρησης AVR γενικά στις ηλεκτρομηχανές, δεν εκτελέστηκε από τον ενάγοντα ούσα απόλυτα εξειδικευμένη εργασία ειδικότητας ηλεκτρολόγου, ενώ η τοποθέτηση σπειρώματος στο δίκτυο πετρελαίου για διαρροή στη Νο2 δεν υφίσταται ως εργασία γενικά, ενώ η επισκευή και αντικατάσταση φωτιστικών στο χώρο των καμπινών και του μηχανοστασίου, επίσης δεν εκτελέστηκαν από τον ενάγοντα. Τέλος, οι εργασίες επισκευής διαρροής στο δίκτυο πετρελαίου, επισκευής διαρροής σε πρύμνιο … ηλεκτρομηχανών, των κεντρικών επιστόμιων …S στο δίκτυο της θάλασσας λόγω μη απομόνωσης τους στο δίκτυο ψύξης στην κύρια μηχανή, εκτελέστηκαν από εξειδικευμένο προσωπικό της εκναυλώτριας εταιρείας του ρυμουλκού … Ως εκ τούτου, το σχετικό κονδύλιο είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Σύνολο των κατ’ αρχήν επιδικαστέων κονδυλίων στον ενάγοντα (11.777,12 + 2.586,47 +588,81 + 588,81 + 4.145,42 + 68,22 + 186,08 + 1.855,35 + 382,80=) 22.178,81 ευρώ. Αντίστοιχα, η πρώτη εναγομένη έχει καταβάλει, στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των [16.945,86 (καθαρές αποδοχές ) + 7.339,46 ευρώ (κρατήσεις)=] 24.285,32 ευρώ. Ως εκ τούτου, είναι επιδικαστέο στον ενάγοντα το ποσό (22.178,81 – 16.945,86=) 5.232,95 ευρώ. Αναφορικά, τέλος, με το κονδύλιο που ζητείται, λόγω αποζημίωσης απόλυσης, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε λόγω άδειας την 07.12.2020 και ότι στη συνέχεια προσήλθε για εργασία χωρίς να γίνει δεκτό του αίτημά του να ναυτολογηθεί εκ νέου στο εν λόγω πλοίο. Επομένως, εφόσον η πρώτη εναγομένη μονομερώς κατήγγειλε την υφιστάμενη μεταξύ της ιδίας και του ενάγοντος σύμβαση ναυτικής εργασίας, κατά τον τρόπο αυτόν, χωρίς ο ενάγων να έχει υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα που να δικαιολογεί την απόλυσή του, ο τελευταίος δικαιούται την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 76 του ΚΙΝΔ αποζημίωση, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισούται με το μισθό 15 ημερών, αφού ο ενάγων απολύθηκε σε λιμάνι της ημεδαπής. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών αποδοχών κατά τον τελευταίο μήνα που καταβάλλονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των [(βασικός μισθός) 2.054,15 + (επίδομα μερικής τροφοδοσίας) 102,71 + (επίδομα εξειδικευμένης εργασίας) 102,71 + (επίδομα Κυριακής) 451,91 ευρώ + (αποδοχές αδείας) 723,06 + (αντίτιμο τροφής) 64,00 ευρώ + (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής μηνιαία) 698,61 ευρώ] = 4.197,15/2 = 2.098,57 ευρώ. Τέλος, το ένδικο πλοίο μεταβιβάστηκε, από την πρώτη εναγομένη, στην δεύτερη, με ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης που καταρτίστηκε την 28.6.2021 και η σύμβαση καταχωρίσθηκε την 26.7.2021 στο νηολόγιο, όπως συνομολογείται, ενώ η δεύτερη εναγομένη το αγόρασε, γνωρίζοντας ότι αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης, με αποτέλεσμα να γεννάται εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, κατ’ άρθρο 479 ΑΚ, για τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος. Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό και το αίτημα για την αναγνώριση του προνομίου της απαίτησής του, κατ’ άρθρο 207 ΚΙΝΔ, εφόσον συντρέχουν όλες οι προς τούτο προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον ευθυνόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (5.232,95 + 2.098,57=) 7.331,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή εν μέρει η απόφαση, ως προς την καταψηφιστική της αυτή διάταξη μέχρι του ποσού των 2.000,00 ευρώ, εφόσον κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και πρόκειται για διαφορά του άρθρου 614 αρ. 3 ΚΠολΔ (908 § 1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, εφόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των εφτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (7.331,52 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, μέχρι του ποσού των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το προνόμιό των απαιτήσεων του ενάγοντος επί του ένδικου ρυμουλκού πλοίου … … μετονομασθέν σε …  εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την συμβατική εκποίηση του έναντι της δεύτερης εναγομένης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

 

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του τη           Απριλίου 2023.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Περίληψη

Συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων μηχανικός. Στοιχεία ορισμένου αγωγής με την οποία ζητούνται αποδοχές από τον εργαζόμενο. Εις ολόκληρον ευθύνη κατ’ άρθρο 479 ΑΚ. Αποζημίωση σε ναυτικό λόγω καταγγελίας της σύμβαση ναυτολόγησης από πλοίαρχο. Διατήρηση εργατικού προνομίου κατ’ άρθρο 207 ΚΙΝΔ σε περίπτωση μεταβίβασης πλοίου λόγω σύμβασης. Τοκοδοσία. Σε περίπτωση που το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια και ο ενάγων περιορίζει το αγωγικό αίτημα, συμμέτρως για όλα, το αίτημα για επιδίκαση τόκων από το χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό καθίσταται αόριστο.

Νόμω βάσιμο το αίτημα για επιδίκαση τόκων, στην περίπτωση αυτή, είτε από την όχληση είτε από την επίδοση της αγωγής. Άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του. Καταχρηστική άσκηση της αγωγής. Προϋποθέσεις ευδοκίμησης της ένστασης. Ένσταση συμψηφισμού. Διαφοροποίηση από ένσταση εξόφλησης. Νόμω αβάσιμη ένσταση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Η προβαλλόμενη ως ένσταση συμψηφισμού συνιστά ένσταση εξόφλησης. Νόμω αβάσιμη και η ένσταση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ που προβάλλει η δεύτερη εναγομένη. Έννοια ιδιωτικών εγγράφων. Ελευθερία επικοινωνίας. Συνταγματικά κατοχυρωμένη. Αποδεικτικό μέσο που αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Εξαίρεση μόνο χάριν προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Μερικά δεκτή η αγωγή.