ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1288/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου …, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Χριστογεώργη (ΑΜ ΔΣΠ 2177), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον … κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ανδρέα – Κωνσταντίνου Τζήμα (ΑΜ ΔΣΠ 2230), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18-4-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3471/1707/18-4-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωση του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειες του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004-ΕΝΔ 2004/3), η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/2008-ΧρΙΔ 2008/880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009, ΑΠ 2247/2009, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω το άρθρο 107 ΚΙΝΔ ορίζει τα ακόλουθα: «Η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της σύμβασης μεταφοράς πραγμάτων, εφόσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσης της σχέσης, εφαρμόζονται αι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναύλωσης. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ανωτέρω άρθρου, αλλά και από την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (strictu sensu ναύλωση, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση) και, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2, στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη «Ναυτικό Δίκαιο», τομ. II, εκδ.2007, σελ. 7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη latu sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και από όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (Ιω. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 2ος, εκδ. 2005, υπ’ αρθρ. 107, παρ.4.1, σελ. 100, αντιθ. Πην.Αγαλλοπούλου- Ζερβογιάννη «Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών» σελ. 381-383, που θεωρεί ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 ΚΙΝΔ μόνον οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου). Στο μέτρο, όμως, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 932 ΑΚ (Ιω. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» ο.π., υπ’ αρθρ. 174, παρ.3, σελ. 471-472). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικειμενική στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973-ΝοΒ 22/505). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1734/2009-ΧριΔ 2011/100, ΕφΠειρ 53/2012-ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 ν. 3587/2007, ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Το Κράτος μεριμνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών…. ”, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 1α του ίδιου ως άνω νόμου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 100 παρ. 5 ν. 4512/2018 ορίζεται ότι είναι: “1. καταναλωτής: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα, 2. προμηθευτής: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο ονόμά του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες”. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ίδιου νόμου (2251/1994) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3587/2007, ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν. 5. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα” (βλ. σχετ. ΑΠ 1295/2019, ΑΠ 1359/2018, ΑΠ 1849/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Από τη δεύτερη ανωτέρω διάταξη, η οποία αποτελεί εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999, ΑΠ 1849/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ) και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο: Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προβλεπόμενες από το άρθρο 8 προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον Α.Κ.) ν’ αξιώσει την αποκατάστασή της (ΑΠ 1295/2019, ΑΠ 1849/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσής του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π.). Οι προϋποθέσεις εξάλλου εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε να μη μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης, αλλά για εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 1849/2017 ό.π.), με τη διαφορά ότι με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος ζημιωθέντος δεν συνίσταται στην απόδειξη υπαιτιότητας του εναγομένου, η οποία τεκμαίρεται, αλλά στην απόδειξη παροχής της υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρέχοντος την υπηρεσία και ζημίας (ΑΠ 1295/2019 ό.π., ΑΠ 865/2017). Το περιεχόμενο της συναλλακτικής υποχρέωσης της ασφάλειας, ως αόριστης νομικής έννοιας, προσδιορίζεται στο ναυτικό πεδίο από ένα πλέγμα εθνικών και διεθνών κανόνων, που αφορούν την αξιοπλοϊα του πλοίου, την ικανότητα των προσώπων που χρησιμοποιεί ο μεταφορέας και την ασφαλή διαχείριση της επιχείρησής του. Υπηρεσία που δεν πληροί τους κανόνες αυτούς και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ασφάλεια, που ευλόγως δικαιούται να αναμένει ο μέσος ταξιδιώτης – αποδέκτης της υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη και των ειδικότερων συνθηκών, κρίνεται ως υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά και μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του φορέα της. Η πρακτική χρησιμότητα της νομικής αυτής βάσης είναι προφανής, διότι επιτρέπει στον ζημιωθέντα ν’ απαιτήσει την αποκατάσταση «κάθε ζημίας» και, συνεπώς, και της ηθικής βλάβης, χωρίς, όμως, να φέρει το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητας του μεταφορέα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, τεκμαίρεται (βλ. σχετ. Λ. Αθανασίου, Ευθύνη θαλάσσιου μεταφορέα προς αποζημίωση επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, ΝοΒ 2003.1582 επ., ιδίως §§26-29, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι την 25-4-2021 επιβιβάστηκε στο πλοίο «…», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, προκειμένου να ταξιδέψει από την Τήνο στη Ραφήνα. Ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επισκέφθηκε τις τουαλέτες του πλοίου, στην είσοδο κάθε μίας των οποίων υπάρχει σιδερένια ράβδος, την οποία χρειάζεται κάποιος να σηκώσει το πόδι του και να υπερβεί, προκειμένου να εισέλθει στο χώρο της τουαλέτας. Ότι κατά την έξοδό της από την τουαλέτα σκόνταψε στην ως άνω ράβδο, η οποία δεν φαίνεται, καθότι καλύπτεται από την πόρτα της τουαλέτας, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω και να υποστεί κάταγμα δεξιάς επιγονατίδας, συνεπεία του οποίου χρειάστηκε να υποβληθεί σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις και σε φυσικοθεραπείες, ενώ για διάστημα ενός μηνός αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Ότι ο τραυματισμός της οφείλεται στην αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία όφειλε να είχε ειδική προειδοποιητική σήμανση και κατά την έξοδο από το χώρο της τουαλέτας. Ότι επιπλέον υφίσταται αντικειμενική ευθύνη της εναγομένης σύμφωνα με τις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή, αφού η πλημμελής παροχή των υπηρεσιών της είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό της ενάγουσας, αλλά κυρίως τη σοβαρή ψυχική και σωματική της ταλαιπωρία. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις της περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει: α) το ποσό των 9.601,02 ευρώ για νοσήλια, β) το ποσό των 3.600 ευρώ για πλασματικές δαπάνες αποκλειστικής νοσοκόμας και οικιακής βοηθού, γ) το ποσό των 300 ευρώ για βελτιωμένη διατροφή και δ) το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια σε βάρος της συμπεριφορά της εναγομένης, άπαντα δε τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. δ΄ Ν. 2172/1993 λόγω της φύσης της διαφοράς ως ναυτικής) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 299, 330, 346, 914, 929, 932 ΑΚ, 174 επ. ΚΙΝΔ, 1, 8 του ν. 2251/1994 και 70, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται 1) η από 14-4-2022 έγγραφη ενημέρωση της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και 2) το από 16-6-2022 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από τη διαμεσολαβήτρια και τα συμμετέχοντα μέρη, ενώ μετά την τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε αναγνωριστικό δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (άρθρο 2 παρ. 1 του ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 4640/2019).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221 παρ. 1 εδ. α΄, 222, 308 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ , συνάγεται ότι η άσκηση της αγωγής μεταξύ άλλων συνεπειών επιφέρει και την εκκρεμοδικία, η οποία εμποδίζει την έναρξη και εξέλιξη μεταγενέστερης δίκης με το ίδιο αντικείμενο. Προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας είναι η ταυτότητα της διαφοράς, ήτοι η ταυτότητα ιστορικής βάσης και νομικής αιτίας, η ταυτότητα του αιτήματος και η ταυτότητα των διαδίκων (ΕφΑθ 423/2022-ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα έχει ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 29-7-2021 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5991/2651/2021 αγωγή σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την ένδικη αγωγή και για το λόγο αυτό συντρέχει λόγος εκκρεμοδικίας που εμποδίζει την πρόοδο της παρούσας δίκης. Επιπλέον, αρνείται την ένδικη αγωγή, ισχυριζόμενη ότι αποκλειστικά υπαίτια για το ιστορούμενο ατύχημα και για την επέλευση του τραυματισμού της, τυγχάνει η ενάγουσα, επικουρικά δε, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα τυγχάνει συνυπαίτια κατά ποσοστό τουλάχιστον 95% για το ιστορούμενο ατύχημα και για την επέλευση του τραυματισμού της, δεδομένου ότι όπως η ίδια συνομολογεί είχε επισημάνει κατά την είσοδό της στην τουαλέτα ότι υπήρχε ύψωμα και μάλιστα ότι υπήρχε σχετική σήμανση. Ο πρώτος ισχυρισμός περί ύπαρξης εκκρεμοδικίας συνιστά δικονομική ένσταση, η οποία όμως πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, αφού σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, ελλείπει εν προκειμένω η συνδρομή της προϋπόθεσης ύπαρξης ταυτότητας διαδίκων, αφού στην μεν επικαλούμενη με την ένσταση εκκρεμή αγωγή εναγόμενη είναι η εταιρεία με την επωνυμία «…», ενώ στην ένδικη αγωγή η εταιρεία με την επωνυμία «…», χωρίς να προκύπτει ότι οι εν λόγω δύο εταιρείες συνιστούν ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο, γεγονός το οποίο, άλλωστε, δεν επικαλείται ούτε η εναγομένη, αφού η μεν πρώτη έχει ΑΦΜ …, ενώ η δεύτερη έχει ΑΦΜ …. Περαιτέρω, ο δεύτερος ισχυρισμός περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας αποτελεί ένσταση νόμιμη, καταλυτική εν μέρει της αγωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300, 330 ΑΚ, 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τη νομίμως προσαγόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 886/14-9-2022 ένορκη βεβαίωση της Κυριακής Καφφά του Αντωνίου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. 3553γ΄/9-9-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ηλία Δεδούση), τη νομίμως προσαγόμενη από την εναγομένη υπ’ αριθ. 892/16-9-2022 ένορκη βεβαίωση του Ηλία Γρηγοράτου του Σπυρίδωνος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. 3006Β΄/13-9-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μιχαήλ Γεωργούλη), καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νομίμως προσκομισθείσες από την ενάγουσα φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 25-4-2021, η ενάγουσα, ηλικίας τότε 67 ετών, επιβιβάστηκε στο λιμάνι της Τήνου στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ «…», με αριθμό νηολογίου …, πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, με προορισμό το λιμάνι της Ραφήνας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επισκέφθηκε τις τουαλέτες του πλοίου, οι οποίες αποτελούνται από διάφορες καμπίνες, απομονωμένες μεταξύ τους. Στην είσοδο κάθε μίας καμπίνας και δη στη βάση της πόρτας υπήρχε μία μεταλλική ράβδος, ελαφρώς υπερυψωμένη σε σχέση με το δάπεδο της τουαλέτας, η οποία ήταν σηματοδοτημένη με κίτρινο και μαύρο χρώμα. Η ενάγουσα εισήλθε στον εσωτερικό χώρο της μεσαίας καμπίνας της τουαλέτας χωρίς κανένα πρόβλημα, πλην όμως κατά την έξοδό της από αυτήν μπλέχτηκε το δεξί της πόδι στην ως άνω μεταλλική ράβδο, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της, να πέσει στο έδαφος της τουαλέτας με το δεξί γόνατο και να υποστεί κάταγμα δεξιάς επιγονατίδας. Μετά τον τραυματισμό της, της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες από νοσηλεύτρια, η οποία ήταν εν πλω και κλήθηκε για βοήθεια από τα μεγάφωνα του πλοίου, κατά την άφιξή της δε στο λιμάνι της Ραφήνας την παρέλαβε ασθενοφόρο και τη μετέφερε στο Νοσοκομείο «…», όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική αποκατάσταση (εσωτερική οστεοσύνθεση με τεχνική tension band) του ως άνω κατάγματος, ενώ λίγους μήνες αργότερα και δη τον Ιανουάριο του 2022 υποβλήθηκε και σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των υλικών της οστεοσύνθεσης. Η ενάγουσα συνομολογεί με την ένδικη αγωγή ότι κατά την είσοδό της στην καμπίνα της τουαλέτας διαπίστωσε τόσο την ύπαρξη της μεταλλικής αυτής ράβδου, όσο και το χρωματισμό της με κίτρινο και μαύρο χρώμα, πλην όμως αποδίδει αμέλεια στην εναγομένη, επικαλούμενη ότι όφειλε να είχε ειδική προειδοποιητική σήμανση και κατά την έξοδο από το χώρο που βρισκόταν η λεκάνη της τουαλέτας, όπως ακριβώς είχε πράξει και κατά την είσοδο στο χώρο αυτό. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία σηματοδότησε το συγκεκριμένο σημείο, όπου υπήρχε μόνιμος κίνδυνος πτώσης, βάφοντας την επίμαχη μεταλλική ράβδο με το συνδυασμό των χρωμάτων κίτρινου – μαύρου, ως είχε υποχρέωση εκ του νόμου και δη εκ της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 4 του Π.Δ. 1349/1981 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία». Από την επισκόπηση δε των προσαγόμενων φωτογραφιών αποδεικνύεται ότι η πόρτα της καμπίνας της τουαλέτας άνοιγε προς τα μέσα κι ότι η μεταλλική ράβδος ήταν σηματοδοτημένη με το συνδυασμό των παραπάνω χρωμάτων από την πάνω πλευρά της, που ήταν παράλληλη προς το δάπεδο. Συνεπώς, αν κάποιος, που βρισκόταν εντός της καμπίνας, άνοιγε την πόρτα και πάλι ήταν εμφανής η σχετική σήμανση επί της ράβδου. Κατόπιν τούτου σε ουδεμία παράνομη συμπεριφορά και δη σε ουδεμία παράλειψη προέβη η εναγόμενη εταιρεία, αφού ενήργησε ως ήταν υποχρεωμένη εκ της προαναφερθείσας διάταξης του νόμου να ενεργήσει, σηματοδοτώντας με τον κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων την είσοδο της τουαλέτας, όπου υφίστατο κίνδυνος πτώσης, λόγω της ύπαρξης ελαφρώς υπερυψωμένης, σε σχέση με το δάπεδο, μεταλλικής ράβδου. Αντίθετα, η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης ως παρέχουσας υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών ανταποκρινόταν στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλονταν, αφού η εναγομένη έλαβε τα μέσα ασφαλείας που μπορούσε να λάβει στη σφαίρα επιρροής της, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον μέσο καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα. Επιπλέον, δεν υφίσταται υπαιτιότητα της εναγομένης, αφού αποκλειστικά υπαίτια για τον τραυματισμό της κρίνεται ότι ήταν η ίδια η ενάγουσα, η οποία ενώ κατά την είσοδό της στην καμπίνα της τουαλέτας πρόσεξε τη σηματοδοτημένη ράβδο, σήκωσε το πόδι της και την υπερέβη, ωστόσο κατά την έξοδό της από αυτή, δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια του μέσου συνετού επιβάτη, παρότι όφειλε και μπορούσε υπό τις ως άνω περιστάσεις, ενόψει του ότι κατά το άνοιγμα της πόρτας η μεταλλική ράβδος εξακολουθούσε να είναι εμφανής, με αποτέλεσμα από δική της αποκλειστικά αμέλεια να προκαλέσει τον τραυματισμό της. Ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου περί της ύπαρξης αποκλειστικής υπαιτιότητας στο πρόσωπο της ενάγουσας αποτελεί το γεγονός ότι ο χρόνος παραμονής στο συγκεκριμένο χώρο είναι εκ φύσης ελάχιστος, σε σχέση με τον αντίστοιχο χρόνο παραμονής σε άλλους χώρους ενδιαίτησης του πλοίου όπως λ.χ. στις καμπίνες, όπου οι επιβάτες μπορούν να διανυκτερεύσουν, για το λόγο δε αυτό δεν δικαιολογείται η ενάγουσα να ξέχασε την ύπαρξη της ράβδου στη βάση της πόρτας. Τέλος, δεν υφίσταται ούτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της εναγομένης και του επιζήμιου αποτελέσματος, αφού αποδείχθηκε ότι σε ουδεμία παράλειψη προέβη η εναγομένη, το δε επιζήμιο αποτέλεσμα επήλθε κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς της ενάγουσας.
Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι δεν αποδεικνύονται από την ενάγουσα, που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, ότι συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, ούτε άλλωστε ότι συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας της εναγομένης και της ζημίας της ενάγουσας, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία, τόσο ως προς την αδικοπρακτική της βάση, όσο και ως προς τη βάση της που ερείδεται στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή και να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν βάσιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 63 και 68 Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ογδόντα (1.580) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ