ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1290/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χρήστου Ρογκάτσιου (ΑΜ ΔΣΑ 22848), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στη …, πράγματι δε στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στην αλλοδαπή, έχει εγκαταστήσει νομίμως δυνάμει του Α.Ν. 89/1967 γραφείο στην Ελλάδα και δη στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν υπέβαλαν προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 1-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3822/1775/4-6-2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1614/2022 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση αυτής. Ήδη η ενάγουσα επαναφέρει την ως άνω υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση με την από 26-5-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4735/2354/26-5-2022 κλήση, η οποία μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 σε συνδυασμό με 260 παρ. 2 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 26-5-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4735/2354/26-5-2022 κλήση, η από 1-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3822/1775/4-6-2021 αγωγή, μετά την έκδοση επ’ αυτής της υπ’ αριθ. 1614/17-5-2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση, λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας (λόγω μη προσήκουσας καταβολής του δικαστικού ενσήμου) και πραγματικής ερημοδικίας των εναγομένων. Σημειώνεται ότι η ένδικη κλήση για επαναφορά της συζήτησης της υπόθεσης κατατέθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 60 ημερών από τη ματαίωση της συζήτησής της, όπως ορίζει το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίησή του από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015.
Από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …, τις οποίες προσκομίζει, με επίκληση, η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κλήσης, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη αγωγή, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη με την οποία ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες εταιρείες, ειδικότερα δε αναφορικά με την πρώτη των εναγομένων επιδόθηκε στον αντίκλητο που αναγράφεται στην πράξη νηολόγησης του πλοίου αυτής, αναφορικά δε με τη δεύτερη εξ αυτών επιδόθηκε στην πραγματική έδρα αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ. 1, 126 παρ. 1 περ. γ΄, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, 130 παρ. 1, 142 παρ. 1, 215 παρ. 2 και 2 ΚΙΝΔ (ΑΠ 254/2019-ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1241/1989-ΕΝΔ 1989/448). Επίσης, από το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. 1614/2022 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι κυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής είχε επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες εταιρείες (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας). Οι τελευταίες, ωστόσο, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη, με την κατάθεση προτάσεων και πρέπει, επομένως, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσής τους (άρθρο 237 παρ. 6 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 του Ν.4842/2021), να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Ναυτικός πράκτορας είναι ο ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος αναλαμβάνει κατ’ επάγγελμα τη διενέργεια εργασιών πρακτορείας, που είναι σχετικές με τη θαλάσσια αποστολή. Ειδικότερα, αυτός αναλαμβάνει τη διαχείριση του πλοίου ή του φορτίου, τη διενέργεια διοικητικών διατυπώσεων (λιμενικών, τελωνειακών και υγειονομικών), που είναι απαραίτητες για τον απόπλου και τον κατάπλου του πλοίου από το λιμάνι, τη ναυλοχία, την παράδοση του φορτίου για φόρτωση, την παραλαβή του κατά την εκφόρτωση και τη παράδοσή του φορτίου στους παραλήπτες. Ακόμη αυτός αναλαμβάνει τη διενέργεια επισκευών, τη σύναψη δανείων και ναυλώσεων, τη σύναψη επιθαλάσσιας αρωγής, την εξεύρεση προσώπων για ναυτολόγηση, την ναυτολόγηση, την εξυπηρέτηση επιβατών κ.ά.(βλ. Ν. Δελούκα. Ναυτικό δίκαιο έκδοση 2η, παρ. 161 σελ. 24 επ., Αλίκη Κιάντου Παμπούκη Ναυτικό δίκαιο έτος 1985, παρ. 62 επ. σελ. 174 επ., της ίδιας μελέτης στην ΕΝΔ 15.1). Τέλος, ο ναυτικός πράκτορας, για την εκτέλεση των καθηκόντων του, δικαιούται αμοιβής, η οποία καθορίζεται στη σύμβαση, στο νόμο, σε συλλογικές συμβάσεις ή στην εμπορική συνήθεια, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την εκτέλεση αυτών (βλ. Ν. Δελούκα, ό.π. παρ. 162, 165 σελ. 243 επ., 349 και Αλίκη Κιάντου Παμπούκη ό.π.), με τη σημείωση ότι η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη (ή τον εφοπλιστή) είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου, καθ’ όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του τελευταίου (απόδοση λογαριασμών κλπ.) και του εκμισθωτή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εργολάβου, καθ’ όσον αφορά στην αμοιβή του και ως εκ τούτου στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις για την εντολή και τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου, ενώ ανάλογη εφαρμογή δύνανται να έχουν και οι διατάξεις για την εμπορική αντιπροσωπία (ΕφΠειρ 220/1997 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1996 – 1997, σ. 556 επ., ΜΠΠειρ 2499/2003-ΕΝΔ 31/183). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι παράγεται μια πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί, ακόμη και σιωπηρά, χωρίς να υπόκειται σε συστατικό τύπο (ούτε όταν η μεταξύ του οφειλέτη και του αναδοχέα αιτία απαιτεί τύπο), είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη δε του αναδοχέα (υποσχεθέντος) έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται παθητική ενοχή εις ολόκληρον (άρθρ. 481 επ. ΑΚ), με συνέπεια ο δανειστής να δικαιούται να εναγάγει οποιονδήποτε των συνοφειλετών ή όλους μαζί ή συγχρόνως ή διαδοχικά για το σύνολο ή για μέρος της παροχής (βλ. ΟλΑΠ 176/1976-ΝοΒ 24/706, ΑΠ 1850/2009 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1763/2007-ΝοΒ 2008/701, ΕφΘεσ 20/2006-Αρμ 2006/383, ΕφΘεσ 1420/2001-Αρμ 55/1333). Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014-ΧρΙΔ 2014/422). Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο λήξης του χρέους ή κατά κάποιον άλλο χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης, η οποία δεν συμπίπτει με τον χρόνο λήξης του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (Ταμπάκης σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 291 αριθ. 12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1884/2013-ΕΕμπΔ 2014/698, ΑΠ 678/2010-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 35/2014-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 36/2012-ΕΝΔ 2012/302, ΕφΠειρ 287/2011-ΕΝΔ 2011/401, ΕφΠειρ 153/2011-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 546/2010-ΕΝΔ 2010/397). Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ. B.Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 291 αριθ. 1, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτής και της δεύτερης των εναγομένων – διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία πλοίου «…», ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εξ αυτών, πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου, συνήφθησαν διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής πρακτορείας, από τις οποίες δημιουργήθηκε απαίτησή της για υπόλοιπο αμοιβής συνολικού ποσού ύψους 36.452,78 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως του σε ευρώ ισόποσου με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο της σύνταξης της ένδικης αγωγής 29.881,77 ευρώ. Ότι ειδικότερα μετά την προσήκουσα παροχή εκ μέρους της όλων των υπηρεσιών, για τις οποίες της δόθηκε εντολή πρακτόρευσης, εξέδωσε στο όνομα της δεύτερης εναγομένης: 1) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 10.590,37 δολαρίων ΗΠΑ, έναντι του οποίου η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε το ποσό των 1.535 δολαρίων ΗΠΑ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 9.055,37 δολαρίων ΗΠΑ, 2) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 15.682,08 δολαρίων ΗΠΑ, έναντι του οποίου η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε το ποσό των 10.413,89 δολαρίων ΗΠΑ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 5.268,19 δολαρίων ΗΠΑ και 3) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο, ποσού 22.129,22 δολαρίων ΗΠΑ, έναντι του οποίου ουδέν κατέβαλε η δεύτερη εναγομένη. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί την ίδια ως άνω απαίτηση και σε βάρος της δεύτερης των εναγομένων, ενεχόμενης αυτής εις ολόκληρον μετά της πρώτης εξ’ αυτών, στο πλαίσιο σωρευτικής αναδοχής χρέους που συνήφθη ατύπως μεταξύ της ανωτέρω εναγόμενης – διαχειρίστριας και της ενάγουσας, άλλως και σε επικουρική βάση ότι η δεύτερη εναγομένη συμβλήθηκε επ’ ονόματί της στις ένδικες συμβάσεις πρακτορείας, με αποτέλεσμα να υπέχει η ίδια συμβατική ευθύνη εκ των τελευταίων. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η κάθε μία, το ποσό των 36.452,78 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της έκδοσης και αποστολής εκάστου των τιμολογίων, ήτοι το ποσό των 9.055,37 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ νομιμότοκα από την 24-1-2020, το ποσό των 5.268,19 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ νομιμότοκα από την 2-2-2020 και το ποσό των 22.129,22 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ νομιμότοκα από την 3-3-2020, άλλως τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης ως δικαστήριο του τόπου της πραγματικής έδρας των εναγομένων (άρθρα 1 § 1, 4 § 1, 63 § 1 και 66 § 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 και 3 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την εν λόγω διαφορά είναι το ελληνικό και ειδικότερα: α) ως προς τις ιστορούμενες από την ενάγουσα συμβάσεις ναυτικής πρακτόρευσης, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η ένδικη σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα, ανατρεπομένων των τεκμηρίων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4, δεδομένου ότι αμφότερες οι εναγόμενες έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα, το πλοίο της πρώτης εξ αυτών έχει ελληνική σημαία, οι δε συμβάσεις ναυτικής πρακτόρευσης καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα (για τη δυνατότητα ανατροπής των μαχητών τεκμηρίων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 από τη ρήτρα διαφυγής της παραγράφου 3, με την οποία καθιερώνεται και στον ανωτέρω Κανονισμό της αρχή της στενότερης σύνδεσης βλ. Α. Αιμιλιανίδη «Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι», 2009, παρ. 6.2). Εξάλλου, το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της πρώτης των εναγομένων πλοιοκτήτριας από την δεύτερη εξ αυτών διαχειρίστρια του πλοίου κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πρακτόρευσης, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη Ι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015-ΝΟΜΟΣ). β) Αναφορικά με την επικαλούμενη από την ενάγουσα εις ολόκληρον ευθύνη της δεύτερης των εναγομένων λόγω σωρευτικής αναδοχής χρέους (σημειωτέον ότι η σωρευτική αναδοχή χρέους έχει τη δική της lex contractus, που δεν εμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτή της βασικής έννομης σχέσης – Σπ. Βρέλλη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σελ. 217), εφαρμοστέο δίκαιο είναι επίσης το ελληνικό, κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του ανωτέρω Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η ένδικη σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα, ανατρεπομένων των τεκμηρίων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4. Και τούτο διότι η δεύτερη των εναγομένων εδρεύει στην Ελλάδα, η σωρευτική αναδοχή χρέους αφορά οφειλή από σύμβαση πρακτόρευσης που, κατά τα προαναφερθέντα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, η δε ένδικη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους καταρτίσθηκε στην Ελλάδα (βλ. σχετ. ΜΠΠειρ 428/2021, προσκομιζόμενη). Σε κάθε δε περίπτωση, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενες λόγω της ερημοδικίας τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998-ΕΕµπΔ 1998/836, ΕφΠειρ 128/1994-ΕΝΔ 22/457, Δ. Ευρυγένη, Αρµ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066). Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει ορισμένη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής τόκων υπερημερίας από την επομένη της έκδοσης εκάστου τιμολογίου, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ αυτής και της δεύτερης εναγομένης ότι η καταβολή της αμοιβής της θα γίνει με την έκδοση εκάστου τιμολογίου κι ότι συνεπώς τέθηκε αυτή ως δήλη ημέρα για την εκπλήρωση της παροχής των εναγομένων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ. Κατά τα λοιπά η ένδικη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 345, 346, 471, 477, 481, 648 επ., 713 επ., 721, 722 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, ήτοι του ποσού των 36.452,78 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6§1 ν. 5422/1932 συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, όπως εν προκειμένω, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Πρέπει, επομένως, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 7-7-2021 έγγραφη ενημέρωση του νόμιμου εκπρόσωπου της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 Ν. 4640/2019 και β) καταβλήθηκε το αντίστοιχο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 3-10-2022 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της Τράπεζας ……….).
Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των τριάντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα οκτώ σεντς (36.452,78 $) με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίων ΗΠΑ – ευρώ κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Το αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ενόψει και της παλαιότητας της οφειλής και του εμπορικού χαρακτήρα αυτής (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτές κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, λόγω της ερημοδικίας και της ήττας τους (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγόμενων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τις εναγόμενες στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε μία από αυτές.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον την κάθε μία, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των τριάντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα οκτώ σεντς (36.452,78 $) με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίων ΗΠΑ – ευρώ κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη για το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ