Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

30/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ : … – ΕΑΚ : …

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Οκτωβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η εταιρεία με την επωνυμία … που εδρεύει στην Α. (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθανάσιος Μαρκάκης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου Συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Ανδρεάδου, του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας Σ. Γ., και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Η εταιρεία με την επωνυμία “…” πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Π. πλοίου “…” αριθμ. ΙΜΟ 8125155, ΔΔΣ 3ΕΥΒ4, ολικής χωρητικότητας 2498 και καθαρής χωρητικότητας 1749 μετρικών τόνων που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει τύποις, σύμφωνα με το καταστατικό της, στις Ν. Μ. (T. C. C., Α. R., Α. I., R.   M. I.), στην πραγματικότητα όμως στην Κ. της Τ. (…) όπου διατηρεί γραφεία από τα οποία ασκεί το σύνολο της εταιρικής και επιχειρηματικής της δραστηριότητας και όπου εδρεύει και διατηρεί γραφεία και η ιδίων επιχειρηματικών συμφερόντων διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου εταιρεία με την επωνυμία “….”, για την οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αγγελική Ζαροκώστα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5770/14-6-2018 πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης … με θεώρηση και πιστοποίηση της υπογραφής του από τον Συμβολαιογράφο Fatiha Ozkan προσκομισθέντα σε επίσημη μετάφραση και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

H ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-2-2018 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 24-9-2018 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Με το άρθρο 1 του ν. 2735/1999, με τον οποίο υιοθετήθηκε, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Πρότυπος Νόμος που κατάρτισε η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL), τίθενται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρων 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά, για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κατά το άρθρο 8§1 του ως άνω νόμου, “το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή σε υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον αυτό υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή μη επιδεκτική εφαρμογής“. Ομοια είναι και η διάταξη του άρθρ. 2§3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, που υπογράφτηκε στις 10.6.1958 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4220/1961, σύμφωνα με την οποία “το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη εννοία του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής“. Αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρ. 263 περ.β΄ και 264 εδ.α΄ ΚΠολΔ, οι οποίες ως δικονομικές εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία με forum την Ελλάδα, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, ότι κατά την (πρώτη) συζήτηση της υπόθεσης προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, στην οποία ακολούθως το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ αν η διαιτησία συμφωνηθεί αργότερα, ορίζουν οι δικονομικές επίσης διατάξεις του άρθρ. 870 ΚΠολΔ ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι και πάλι απαράδεκτη. Η συμφωνία για τη διαιτησία γίνεται γενικώς δεκτό, αλλά και προκύπτει στην ελληνική έννομη τάξη από τις διατάξεις των άρθρ. 867, 868, 869 ΚΠολΔ, 7 και 16§1εδ.β του ν. 2735/1999, ότι είναι αυτοτελής, υπό την έννοια ότι το κύρος της κρίνεται ανεξάρτητα από το κύρος της κύριας σύμβασης, στην οποία αναφέρεται, είτε έχει είτε δεν έχει ενσωματωθεί σε αυτή (ΑΠ 877/2000, Νομος, ΑΠ 506/2010, Νομος, ΑΠ 102/2012, Νομος) και εκδήλωση ακριβώς της αυτοτέλειάς της αποτελεί και το ενδεχόμενο να διέπεται από δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει την κύρια σύμβαση. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 869§2 ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειες της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων. Σε αντιστοιχία με την ως άνω διάταξη του άρθρ. 869§2 ΚΠολΔ, εφαρμοστέα τυγχάνει για να κριθεί το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου με forum την Ελλάδα η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ [ΑΠ 1932/ 2006, Νομος, ΑΠ 1219/2004, Νομος, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ. (2017), σ. 477, Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο 2 (2001), σ. 238], που ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν τα μέρη υποβληθεί (lex voluntatis), διαφορετικά, αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (lex proper). Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΑΠ 1219/2004, Νομος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 170 ΚΙΝΔ, 78 παρ. 2 ΝΔ της 17/7-13/8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και 892 ΑΚ συνάγεται ότι ο παραλήπτης του φορτίου και κομιστής της φορτωτικής σε διαταγή ασκεί εξ ιδίου δικαίου τις απαιτήσεις του κατά του μεταφορέα για έλλειμμα ή βλάβη του φορτίου και δεν δεσμεύεται γι’ αυτό από τους όρους του ναυλοσύμφωνου που συμφωνήθηκαν μεταξύ εκναυλωτή και ναυλωτή ή φορτωτή, εκτός αν οι όροι αυτοί προσήκουν και στις σχέσεις μεταφορέα και παραλήπτη και έγινε με την φορτωτική ρητή και ευκρινής παραπομπή στις ειδικές ρήτρες του ναυλοσύμφωνου (μεταξύ των οποίων και ρήτρα διαιτησίας), ερμηνευομένη κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη (ΟλΑΠ 8/1996, ΕλλΔνη 1996.1052). Ειδική και ρητή όμως παραπομπή στις συγκεκριμένες ρήτρες του ναυλοσύμφωνου δεν απαιτείται όταν πρόκειται για φορτωτικές οι οποίες στις συναλλαγές χρησιμοποιούνται μαζί με τα ναυλοσύμφωνα, δηλαδή όταν πρόκειται για φορτωτικές οι οποίες είναι γνωστές στις ναυτιλιακές συναλλαγές με την κωδική ονομασία «…». Οι φορτωτικές αυτές, που αποκαλούνται και «φορτωτικές ναυλοσύμφωνου» (Charter – party bills), περιέχουν λίγους όρους και ενσωματώνουν κατά τα λοιπά όλους τους όρους του ναυλοσύμφωνου. Για το λόγο αυτό έχει γίνει δεκτό από τα αγγλικά δικαστήρια και είναι γνωστό στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική ότι η χρησιμοποίηση φορτωτικών αυτού του τύπου δημιουργεί κατά το αγγλικό δίκαιο τεκμήριο ότι ο κομιστής αυτών είχε «πρόσβαση» στο ναυλοσύμφωνο και μπορούσε να λάβει γνώση των όρων του όταν κατήρτιζε τη σύμβαση μεταφοράς με τη φορτωτική [βλ. Ο.K Petroleum A.B. v. Vitol Energy SA, σελ 1-642, Caresse Navigation Ltd v. Zurich Assurances MAROC and others (Channel Ranger) [2014] EWCA Civ 1366 και σε ιστοσελίδα www.incelaw.com και τις παραπομπές σε ΠολΠρΠειρ 3312/2011, ΕΝαυτΔ 2011.439). Εντούτοις, κατά τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων γίνεται δεκτό ότι η διαιτητική ρήτρα που περιέχεται σε ναυλοσύμφωνο μεταξύ ναυλωτή και εκναυλωτή και ενσωματώνεται στη φορτωτική με συμβαλλόμενο τον εκναυλωτή και τρίτο (παραλήπτη του φορτίου) καταλαμβάνει και τις διαφορές που προκύπτουν από τη φορτωτική, μόνο εφόσον η διατύπωση της διαιτητικής ρήτρας στο ναυλοσύμφωνο καταλαμβάνει ρητώς και τις διαφορές από την φορτωτική (Thomas v Portsea [1912] A.C. 1; The Annefield [1971] P. 168; [1971] 2 W.L.R. 320; The Varenna [1984] Q.B. 599; [1984] 2 W.L.R. 156; [1983] 2 Lloyd’s Rep. 592; and The Federal Bulker [1989] 1 Lloyd’s Rep. 103). Ας σημειωθεί δε ότι εφόσον εφαρμοστέο δίκαιο για την κύρια σύμβαση είναι οι Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, όπως αυτοί ισχύουν στην Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και του Πρωτοκόλλου υπογραφής αυτής της 25ης Αυγούστου 1924, οι τελευταίοι δεν ρυθμίζουν τη διαιτητική ρήτρα και το εφαρμοστέο επί αυτής δίκαιο και επίσης ότι το ζήτημα του ουσιαστικού κύρους της διαιτητικής ρήτρας που περιέχεται στο ναυλοσύμφωνο και τη φορτωτική εξαιρείται της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 (άρθρο 1 περ. ε΄αυτής – βλ. Φουστούκο σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 869, αριθμ. 6, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, ο.π., σ. 477), καθώς και του  Κανονισμού 1215/2012 (Βρυξέλλες Ια – άρθρο 1 περ. δ΄, βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, άρθρο 1, αριθμ. 77 επ.). Κρινόμενη, όμως, κατά το ελληνικό δίκαιο η ίδια ρήτρα («…») γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή η ρητή παραπομπή σε κάθε μία επί μέρους ρήτρα θα ήταν άσκοπη και περιττή, με την προϋπόθεση όμως ότι ο κομιστής της φορτωτικής είχε πράγματι την δυνατότητα να λάβει γνώση των όρων του ναυλοσύμφωνου [ΕφΠειρ 25/1998, ΔΕΕ 1998.1221, ΕφΠειρ 200/1997, ΕΝαυτΔ 1997.76, βλ. Κοροντζή, ΝαυτΔ ΙΙ, σ. 109 και γενικότερα για τις ρήτρες διαιτησίας επί ναυτικών διαφορών Οικονομόπουλο, Παρατηρήσεις σε ΕφΠειρ 604/1979, Δ 1980, σ. 783 επ. με αναφορά στη νομολογία προ και μετά τον ΚΠολΔ, Τσαβδαρίδη, Διεθνής Ναυτική Διαιτησία, 1999, σ. 286 επ., επισημαίνοντας ο τελευταίος ορθώς ότι η διαιτητική ρήτρα στις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκε κατά τo ελληνικό δίκαιο (lex fori)].

ΙΙ. Η ενάγουσα με την από 23-2-2018 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία, ως πλοιοκτήτρια – μεταφορέας του του υπό σημαία Π. πλοίου “… “αριθμ. ΙΜΟ 8125155, ΔΔΣ 3ΕΥΒ4, ολικής χωρητικότητας 2498 και καθαρής χωρητικότητας 1749 μετρικών τόνων να καταβάλει σε αυτήν τα αναφερόμενα ποσά αποζημιώσεως για τις βλάβες του φορτίου εκ. 3.276,40 μετρικών τόνων ουγγρικού μαλακού αλευροποιήσιμου σίτου χύδην εσοδείας 2016 που μετέφερε το παραπάνω πλοίο από το λιμάνι της Κονστάντα Ρουμανίας στο λιμάνι του Κερατσινίου (εγκαταστάσεις ….), ισχυριζόμενη ότι το ως άνω φορτίο παραδόθηκε σε εμφανώς καλή κατάσταση στις … εκδοθείσας φορτωτικής σε διαταγή που οπισθογραφήθηκε στην ενάγουσα με τη σημείωση επί αυτής (φορτωτικής) «καθαρή επί του πλοίου» (“clean on board”) κι ότι το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Κερατσινίου στις …. Ότι κατά την έναρξη της εκφόρτωσης διαπιστώθηκε ότι έφερε σημάδια μούχλας, μαύρους κόκκους, είχε επηρεαστεί από έντομα, είχαν δημιουργθεί μικροί σβόλοι, εμπερειείχε ξένες ύλες (όπως σίκαλη και ηλιόσπορους) και ανέδιδε ασυνήθη δυσοσμία, με αποτέλεσμα την εξώδικη διαμαρτυρία προς την εναγόμενη στις … και στον Πλοίαρχο του πλοίου στις …. Ότι συνεπεία των ως άνω ελαττωμάτων του φορτίου σίτου αρνήθηκε η εταιρία «….» την εκφόρτωση στις εγκαταστάσεις της στο λιμάνι Κερατσινίου λόγω κινδύνου επιμόλυνσης κι ότι μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και διαπίστωσης της ως άνω βλάβης του φορτίου, αυτό πωλήθηκε (ως κατάλληλο μόνο) για ζωοτροφή, αντί ποσού 13,74 € ανά μετρικό τόνο χαμηλότερη, υποστάσα η ενάγουσα ούτως (θετική) ζημία (3.276,140 μετρ. τόνοι Χ 13,74 € =) 45.014,16 ευρώ και περαιτέρω ζημία για έξοδα φόρτωσης/οδική μεταφορά προς τρίτους (3.276,140 μετρ. τόνοι Χ 13,74 € =) 16.380,70 ευρώ, αιτούμενη την καταβολή του συνολικού ποσού των (45.014,16 + 16.380,70 =) 61.394,86 ευρώ, εντόκως από της οχλήσεως της στις 22-6-2017, άλλως από την επομένη της επίδοσης της παρούσας, την κήρυξη της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά της έξοδα. Η εναγόμενη, αποκρούοντας την αγωγή, ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, γιατί υφίσταται στην σχετική φορτωτική, με ένδειξη “…” με συγκεκριμένη παραπομπή και επισήμανση ότι χρησιμοποιείται με το ναυλοσύμφωνο, ο όρος (1) της φορτωτικής που προβλέπει ότι «ενσωματώνονται στην παρούσα όλοι οι όροι και προϋποθέσεις, δικαιώματα και εξαιρέσεις του Ναυλοσυμφώνου με ημερομηνία όπως στο πρόσθιο φύλλο, συμπεριλαμβανομένης της Ρήτρας Εφαρμοστέου Δικαίου και Διαιτησίας», ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται με την προσθήκη της ότι αγνοούσε τους όρους του ναυλοσυμφώνου, στους οποίους δεν γινόταν με τις φορτωτικές σαφής, ρητή και ευκρινής παραπομπή κι ότι, επομένως η ρήτρα είναι άκυρη μη δεσμεύουσα αυτήν ως παραλήπτη του φορτίου – κομιστή της φορτωτικής. Από την φορτωτική, που προσκομίζουν οι διάδικοι σε φωτοτυπία και αποσπασματική μετάφραση, με ημερομηνία εκδόσεως … ως και από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Μ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Λήδας Τσακίρογλου κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Αθηνών …), προκύπτει ότι στον έντυπο όρο της επίδικης φορτωτικής (για χρήση με ναυλοσύμφωνα με ονομασία “…” και φορτωτή την εταιρία “…” εκδοθείσα εις διαταγήν) με αριθμό 1 ορίζεται ότι όλοι οι όροι, προϋποθέσεις και εξαιρέσεις που περιέχονται στο Ναυλοσύμφωνο η ημερομηνία του οποίου αναφέρεται στην όπισθεν σελίδα, συμπεριλαμβανομένων των όρων περί εφαρμοστέου δικαίου και διαιτησίας, ενσωματώνoνται στην φορτωτική, χωρίς άλλη αναφορά στο περιεχόμενο της ρήτρας διαιτησίας. Επίσης, στην ίδια φορτωτική περιλαμβάνεται ρήτρα “Paramount”, με την οποία καθιερώνονται εφαρμοστέοι οι “Κανόνες της Χάγης”, όπως οι τελευταίοι ισχύουν στη χώρα φορτώσεως, άλλως εκφορτώσεως των πραγμάτων, η οποία υπερισχύει μεν κάθε άλλης ρήτρας στη φορτωτική περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, πλην, εν όψει του περιορισμένου αντικειμένου των “Κανόνων της Χάγης”, η δια μέσου της ρήτρας αυτής γενόμενη επιλογή αφορά μόνο την αναγκαστική (και περιορισμένη) ευθύνη του μεταφορά και όχι όλες τις έννομες σχέσεις των προσώπων της φορτωτικής (βλ. ΑΠ 1580/2011, ΕΝαυτΔ 2011.433).  Περαιτέρω, από τo αναφερόμενo ναυλοσύμφωνο με ημερομηνία 1/6/2017 με πλοιοκτήτη – εκναυλωτή την εναγόμενη και ναυλωτή την άνω φορτωτή- εταιρία “…”, που προσκομίζει επίσης σε φωτοτυπία και αποσπασματική μετάφραση η εναγόμενη, προκύπτει ότι πραγματικά προβλέπεται εκεί διαιτησία στο Λονδίνο με εφαρμογή των Κανόνων Διαιτησίας LMAA (London Maritime Arbitrators) για κάθε διαφορά που θα ανακύψει από το ναυλοσύμφωνο και ορίζεται ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και περαιτέρω, ορίζεται ως εφαρμοστέα η ανωτέρω ρήτρα “Paramount” – Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ. Επομένως, με εφαρμοστεό δίκαιο επί της συμβάσεως εν γένει το αγγλικό, πλην των ζητημάτων που αναπτύσσουν ισχύ οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, εφαρμοστέο δίκαιο επί της ρήτρας (διεθνούς λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας) διαιτησίας είναι το αγγλικό, κατά το οποίο τεκμαίρεται η πλήρης γνώση της ρήτρας διαιτησίας σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ι) σκέψη της παρούσας, χωρίς να ανατρέπεται το ανωτέρω τεκμήριο από την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση του ενόρκως βεβαιούντος Α. Μ. – υπαλλήλου της ενάγουσας, ο οποίος εστιάζει στο ότι επρόκειτο για πώληση CIF (Cost Insurance Freight – πώληση στην οποία η μεταφορά και η ασφάλιση του φορτίου γίνεται από τον πωλητή και το σχετικό κόστος συμπεριλαμβάνεται στην τιμή) του φορτωτή – ναυλωτή προς την παραλήπτη του φορτίου – κομιστή της φορτωτικής, καθώς πρόκειται για ρήτρα διαιτησίας ευκρινή και γνωστή στη ναυτιλιακή πρακτική, σαφής και ειδική, υιοθετηθείσα από την “…” και επομένως κρίνεται ως ενσωματωθείσα στη φορτωτική. Εντούτοις, η ως άνω ρήτρα περιεχόμενη στο ναυλοσύμφωνο με την ως άνω λακωνικη διατύπωση δεν αναπτύσσει ισχύ ως μη αναφερόμενη ειδικώς (και) σε διαφορές που θα προκύψουν από φορτωτικές, όπως η κρινομενη διαφορά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ι) σκέψη της παρούσας και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το  υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία ως εκ του τόπου εκπλήρωσης της παροχής (άρθρο 6 Κανονισμού  Βρυξέλλες Ια που παραπέμπει επί εναγομένου μη έχοντος κατοικία/έδρα σε συμβαλλόμενο μέρος στο εθνικό δίκαιο του forum – βλ. Απόφαση ΔΕΚ Overseas Union της 27ης.6.1991 και Νίκα/Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 6, αριθμ. 1-2, σε συνδυασμό με άρθρο 33 ΚΠολΔ και 320 ΑΚ συναγόμενος εκ της δικαιοπραξίας) και τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον ως εκ του τόπου εκπλήρωσης της δικαιοπραξίας (άρθρο 33 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Eνόψει δε του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, ΓΜ, παρ. 2, σ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας (αντισυμβαλλομένης), εφαρμοστέοι είναι, σύμφωνα με τον όρο 2β (General Paramount Clause) της από 12.6.2017 φορτωτικής, οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ (Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979), όπως ισχύουν στο ουσιαστικό δίκαιο της χώρας φόρτωσης (που κατά τα συνομολογούμενα είναι η Ρουμανία που τους έχει κυρώσει) ή στη χώρα εκφόρτωσης (που κατά τα συνομολογούμενα είναι η Ελλάδα, που τούς έχει κυρώσει με το ν. 2107/1992), απορριπτομένων των ισχυρισμών της εναγομένης περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου στα ζητήματα που αφορούν την ευθύνη του μεταφορέα στην επίδικη διαφορά. Ενόψει αυτών, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο κονδύλιο για έξοδα φόρτωσης/οδική μεταφορά προς τρίτους ποσού (3.276,140 μετρ. τόνοι Χ 13,74 € =) 16.380,70 ευρώ, καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 εδ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23.2.1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών (ευεργετικών διατάξεων προς τον μεταφορέα), προκύπτει ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται βάσει της αξίας των εμπορευμάτων αυτών, στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή αν δεν υπάρχει καμιά από τις δύο, υπολογίζεται με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας και δεν αποκαθίσταται το διαφυγόν κέρδος ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική που προέκυψε από την απώλεια ή την βλάβη του μεταφερόμενου πράγματος (ΕφΠειρ 835/2010, ΕΝαυτΔ 2011.181, ΕφΠειρ 194/2009, ΕΝαυτΔ 2009.417, ΕφΠειρ 914/2009, ΕλλΔνη 2010.820) και, επομένως, δεν αποζημιώνονται οι αιτούμενες δαπάνες μεταφοράς από το λιμένα Πειραιώς προς τρίτους μετά την άρνηση εκφόρτωσης στις εγκαταστάσεις των Κυλινδρόμυλων στο λιμένα Πειραιώς λόγω ακαταλληλότητας του φορτίου. Αντιθέτως, ως προς το έτερο κονδύλιο της αγωγής αυτή είναι ορισμένη, αφού η ενάγουσα αναφέρει τιμή μονάδας σίτου προορισμένου προς ανθρώπινη κατανάλωση και τιμή μονάδος σίτου προορισμένου για ζωοτροφή, αιτούμενη την προκύπτουσα διαφορά κατά τον χρόνο εκφόρτωσης, απορριπτομένων των ισχυρισμών της εναγομένης περί αοριστίας (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς) και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β’, 2, 3§§1,4, 4§5β΄ και 10 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελών 25.8.1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές. Ως προς το παρεπόμενο περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας αίτημα, αυτό ως μη ρυθμιζόμενο από την ίδια ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση Βρυξελλών [βλ. αντίθετες ρυθμίσεις άλλων διεθνών συμβάσεων μεταφοράς CMR (άρθρο 27§1), CIM (άρθρο 38)] θα κριθεί κατά το αγγλικό δίκαιο, ήτοι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35Α του Νόμου Supreme Court Act του 1981 (ονομαζόμενη πλέον “Senior Courts Act”), κατά την οποία το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανεισθεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές εκδόσεις από την έκδοση τους (ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289, ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6, ΠολΠρΠειρ 1545/1980, ΕΝαυτΔ 9.124). Ως προς το επιτόκιο, ενόψει του ότι η ένδικη οφειλή είναι εκπεφρασμένη στην Ελλάδα και του χρόνου που θα κριθεί αν θα επιδικαστούν τόκοι, αυτοί θα υπολογιστούν κατά την ημερομηνία πώλησης των εμπορευμάτων σε μειωμένη τιμή λόγω της ζημίας τους, σύμφωνα με τα επικαλούμενα τιμολόγια (22-6-2017), οπότε και καθίσταται συγκεκριμένη και βέβαιη η ζημία σε ποσοστό τουλάχιστον 5,25% (βλ. πίνακα Τράπεζας Ελλάδος, που αποτελούσε και τον δικαιοπρακτικό τοιούτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 § 2 του Ν. 2842/2000). Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό τοιούτο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289, ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝΔ 19.6). Τέλος, η αγωγή ερείδεται στα άρθρα 907, 908 §1 στ΄ και 176 ΚΠολΔ ως προς το αίτημα της να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ως προς τα αιτούμενα δικαστικά έξοδα, αντίστοιχα. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Η εναγόμενη προβάλλει (δικονομική) ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, αμφισβητώντας της ιδιότητα της εναγομένης ως κομιστή της φορτωτικής μεταβιβασθείσα σε αυτήν δι’ οπισθογραφήσεως. Η ένσταση αυτή, ως προς την οποία εφαρμόζεται το αγγλικό δίκαιο, καθώς το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης επί φορτωτικής δεν ρυθμίζεται από την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση Χάγης – Βίσμπυ (Κοροντζής, ο.π., σ. 376), είναι νόμιμη [άρθρα 2§1 (a) και 5§2 (β) Τhe Carriage of Goods by Sea Act 1992, βλ. για τη νομιμοποίηση κατά το αγγλικό δίκαιο του κομιστή της φορτωτικής για αποζημίωση λόγω βλάβης/απώλειας του φορτίου τις αποφάσεις σε εφαρμογή του τελευταίου νομοθετήματος Milan Nigeria Limited v. Angeliki B Maritime Company HIGH COURT OF JUSTICE, QUEEN’S BENCH DIVISION COMMERCIAL COURT (8th April 2011), § 26 επ. και  Pace Shipping Co Ltd v. Churchgate Nigeria Ltd, HIGH COURT OF JUSTICE, QUEEN’S BENCH DIVISION COMMERCIAL COURT (7th October 2010), § 21 επ. και για την οπισθογράφηση της φορτωτικής υπό το προϊσχύσαν δίκαιο Scrutton on Charterparties and Bills of Lading, 18η έκδ. (1974), σ. 181 επ. και Payne and Ivamys, Carriage of Goods by Sea, 18η έκδ. (1985), σ.3 επ.] και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της. Περαιτέρω, η εναγόμενη αρνείται την ευθύνη της για την πρόκληση της επικαλούμενης ζημίας κατά τη μεταφορά του φορτίου ισχυριζόμενη ότι η ζημία οφείλεται στις συνθήκες αποθήκευσης και συντήρησης στην Ουγγαρία επί ένα σχεδόν έτος πριν την παραλαβή του φορτίου προς μεταφορά και επικουρικώς, στην περίπτωση που διαπιστωθεί υγρασία στην επί δεκαήμερο μεταφορά του στο Δούναβη, ισχυρισμός που συνιστά ένσταση κατά το άρθρο 4§1θ΄ της ανωτέρω Σύμβασης των Βρυξελλών (ΕφΠειρ 631/2007, ΕΝαυτΔ 2008.26) και πρέπει να εκτιμηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.

III. Από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από 26.06.2017 με αριθμό 008 KSM 2017 έκθεση επίβλεψης εκφόρτωσης και από 29-6-2017 έκθεση δειγματοληψίας, την από 08.06.2017 Έκθεση Ελέγχου Στεγανότητας (προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως σε αποσπασματική μετάφραση) και την από 10.6.2017 Έκθεση Επιθεώρησης χώρων Φόρτωσης, από … Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης (ιδιωτικής) που συνιστούν όλες ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ των εχόντων ειδικές γνώσεις συντήρησης – μεταφοράς φορτίων και πλοίων, από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, από την συνεκτίμηση των  προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων του Α. Μ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ουρανίας Καϋμενάκη και Λήδας Τσακίρογλου αντίστοιχα, κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Αθηνών … αντίστοιχα) και της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, ληφθείσα κατόπιν νομοτύπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελήτριας Εφετείου Πειραιώς) και από τις προσκομισθείσες από την εναγόμενη φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : H ενάγουσα, έμπορος χονδρικών ποσοτήτων δημητριακών, αγόρασε από την εταιρία με την επωνυμία «…» ποσότητα 3.276,40 μετρικών τόνων ουγγρικού μαλακού σίτου χύδην εσοδείας 2016 εκδοθέντος του με αριθμό … τιμολογίου, με σκοπό περαιτέρω μεταπωλήσεως στην διατηρούσα στον Πειραιά εγκαταστάσεις εταιρεία υπό την επωνυμία «…». Ειδικότερα, η πώληση συμφωνήθηκε ως «CIF» (Cost Insurance Freight – πώληση στην οποία η μεταφορά και η ασφάλιση του φορτίου γίνεται από τον πωλητή και το σχετικό κόστος συμπεριλαμβάνεται στην τιμή) του φορτωτή – ναυλωτή προς την παραλήπτη του φορτίου – κομιστή της φορτωτικής (βλ. και προαναφερθέν τιμολόγιο) και προς το σκοπό αυτό συμφωνήθηκε στις 11.6.2017 η θαλάσσια μεταφορά του σίτου με το υπό σημαία Π. πλοίο με την ονομασία «…» πλοιοκτησίας της εναγομένης, με ταυτόχρονη καταρτίσεως συμβάσεως (χωρο)ναυλώσεως μεταξύ, αφενός του ανωτέρω πωλητή – ναυλωτή και, αφετέρου, της εναγομένης – εκναυλωτή, ως και της διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου εταιρεία με την επωνυμία “….” (βλ. και ναυλοσύμφωνο). Το φορτίο φορτώθηκε στο προαναφερθέν πλοίο στο λιμάνι της Κωστάντζα της Ρουμανίας, από όπου και απέπλευσε στις …. Για τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς εκδόθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου της εναγομένης η με αριθμό 1 φορτωτική, με ημερομηνία εκδόσεως την 12η-6-2017 «σε διαταγή» (“to order”), που αποδεικνύει την παραλαβή και τη φόρτωση των πραγμάτων που περιγράφονται σε αυτήν (ποσότητα 3.276,140 μετρικών τόνων ουγγρικού σίτου αλέσεως χύδην εσοδείας 2016), η οποία (φορτωτική), όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα επικυρωθέν ως ακριβές φωτοτυπικό της αντίγραφο, οπισθογραφήθηκε από την “…” (port operator του φορτωτή) με τη θέση υπογραφής – σφραγίδας άνωθεν των όρων της φορτωτικής και ρητώς δηλούσας ότι ενεργεί για λογαριασμό της φορτώτριας (“for and on behalf of”), χωρίς, επομένως, να έχει γίνει λευκή οπισθογράφηση (in blank) ή ονομαστική, αποκλείουσα την περαιτέρω μεταβίβαση της φορτωτικής. Ακολούθως δε, η επίδικη φορτωτική φέρει την υπογραφή και την σφραγίδα της ενάγουσας (υπογραφή με σφραγίδα κάτωθεν όρων φορτωτικής). Επομένως, η ενάγουσα τυγχάνει νόμιμη κομίστρια ως τελευταία οπισθογράφος φορτωτικής σε διαταγή και όχι ονομαστικής ή εν λευκώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, και η ενάγουσα έχει, πέραν της συμβατικής αξίωσης της για προσήκουσα μεταφορά του φορτίου έως το λιμένα εκφόρτωσης και αξιογραφική εκ της συμβάσεως φορτωτικής τοιαύτη κατά της μεταφορέα των πραγμάτων – εναγομένης αξίωση να εκτελέσει τη μεταφορά και να παραδώσει τα πράγματα στο λιμένα προορισμού, ενώ, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων, ενσωματώνει την απαίτηση αποζημιώσεως, στην οποία τρέπεται η ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας ως δικαιούχου του φορτίου, κατά τα προεκτεθέντα (υπό ΙΙ), απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της ένστασης ενεργητικής νομιμοποίησης. Στην παραπάνω φορτωτική που εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα (και προσκομίζεται σε μετάφραση στην ελληνική) για χρήση με το συνοδεύον αυτή από 12-6-2017 ναυλοσύμφωνο, με τον όρο «…», τέθηκε η σημείωση «Clean οn Board» δηλαδή «καθαρή επί του πλοίου», η οποία ως όρος παριστά την ανυπαρξία αρνητικών παρατηρήσεων του πλοιάρχου σχετικά με την ποσότητα, την κατάσταση του προς μεταφορά φορτίου και, επομένως, τεκμαίρεται κατά το άρθρο 3§4 της ανωτέρω Συμβάσεως η καλή κατάσταση του μεταφερομένου φορτίου. Το μεταφερθέν φορτίο πιστοποιήθηκε και από την προσληφθείσα από την ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «C. U. R.», μετά από επισκόπηση του φορτίου κατά τη διαδικασία φόρτωσής του στον λιμένα φόρτωσης (βλ. το με αριθμό … Πιστοποιητικό Ποιότητας Κατάστασης). Ενόψει δε της ως άνω μεταβίβασης δι’ οπισθογραφήσεως της φορτωτικής στην ενάγουσα – τρίτη ενεργούσα με καλή πίστη, όπως προκύπτει και εκ του αμέσως προαναφερθέντος Πιστοποιητικού Ποιότητας Κατάστασης, το τεκμήριο που θέτει η Σύμβαση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3§4 αυτής, ως ισχύει μετά το Πρωτόκολλο του 1968 δεν είναι μαχητό (βλ. και Κοροντζή, ο.π., σ. 411). Σύμφωνα με το ως άνω πιστοποιητικό το φορτίο είχε υγρασία 12,40% (μέγιστο όριο 14,50 %), ξένες ύλες 1,12%, (μέγιστο όριο 2,0 %), πρωτεΐνες επί ξηρού 12,28 % (ελάχιστο όριο 11,50 %), αριθμό πτώσης 250 sec (ελάχιστο όριο 380 sec) και υγρή γλουτένη 25% (ελάχιστο όριο 23%) και πιστοποιήθηκε ότι είναι «εμπορεύσιμο, ουσιωδώς άνευ ζώντων εντόμων και κουρκουλιονοειδών, ουσιωδώς άνευ δηλητηριωδών σπόρων, χωρίς οσμή και χρώμα εκτός των φυσιολογικών τους, χωρίς αλλοιώσεις ή ζέστη, αυξημένη θερμοκρασία ή εφίδρωση». Το φορτίο μετά από θαλάσσιο πλου 5 ημερών κατέπλευσε τελικώς στο λιμένα προορισμού (Πειραιάς) την 20η.6.2017, οπότε και διαπιστώθηκε από την μελλοντική αγοράστρια του φορτίου εταιρία υπό την επωνυμία «…», ότι το τελευταίο απέπνεε δυσάρεστη οσμή, ενώ περαιτέρω έφερε διάτρητους ξένους κόκκους σε υψηλό ποσοστό από έντομα κι ότι, αναμιγνυόμενο, θα προκαλέσει βλάβη (επιμόλυνση) στις υγιείς πρώτες ύλες που ευρίσκοντο στις αποθήκες της. Μετά δε από δειγματοληψία και επιθεώρηση του φορτίου διαπιστώθηκε, ειδικότερα, σε αυτό ελαφριά μυρωδιά μούχλας, σπόρους σίτου επηρεασμένους από έντομα, και ποσότητα ξένης ύλης όπως σίκαλη και ηλιόσποροι μόνο σε ένα από τα δύο κύτη κι ότι φαινόταν νωπό με μυρωδιά πολυκαιρισμού και μούχλας και υγρασία (βλ. και από 23-6-2017 και από 29-6-2017 εκθέσεις “…”, μετά την από … με αριθμό πρωτ. … Εκθεση Δοκιμών Διεύθνσης Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης – Υπηρεσία Σταθμού Ελέγχου και Τυποποίησης Δημητριακών Θεσσαλονίκης και την από … “…” έκθεση δειγματοληψίας). Από τις ειδικότερες μετρήσεις προκύπτει ότι οι προσβεβλημένοι από έντομα κόκκοι ανέρχονται στο πρώτο κύτος σε 1,7 % και στο δεύτερο κύτος σε 2,3 %, χωρίς όμως να αναφέρεται επιτρεπτό όριο, μηδενικό ποσοστό σιτηρών και σίκαλης στο δεύτερο κύτος του πλοίου, αλλά 0,4 % ποσοστό άλλων σιτηρών και 13% σίκαλης στο πρώτο κύτος του πλοίου και ξένες ύλες σε ποσοστό 0,67 % στο πρώτο κύτος και 0,36 % στο δεύτερο κύτος, ενώ αναφέρεται «ελαφρά οσμή, πιθανότατα λόγω των συνθηκών αποθήκευσης των σιτηρών» στο πρώτο κύτος και «όξινη οσμή» στο δεύτερο κύτος. Από τα εκτιθέμενα στις δύο πιστοποιήσεις του φορτίου συγκρίσιμη είναι η τιμή ως προς τις ξένες ύλες σε ποσοστό 0,67 % στο πρώτο κύτος και 0,36 % στο δεύτερο κύτος που δεν υπερβαίνει το μέγιστο όριο του 2,0 %, ενώ στην επικαλούμενη από την εναγόμενη αναλυτική περιγραφή των ελέγχων του φορτίου από την με την επωνυμία «C. U. R.» αναφέρεται μεν η ύπαρξη εντόμων, πλην όμως σε τόσο μικρό αριθμό, ώστε το φορτίο να χαρακτηριστεί «ουσιωδώς άνευ ζώντων εντόμων». Ενόψει δε των διαφορετικών διαπιστώσεων στα δύο κύτη του πλοίου, όπου στο πρώτο εντοπίζεται η πρόσμιξη σε ποσοστό 13 % με άλλα δημητριακά (σίκαλη), ενώ στο δεύτερο όξινη οσμή, προκύπτει πλημμελής μεταφορά του φορτίου από πλευράς στεγανότητας, θερμοκρασίας, απεντόμωσης και καθαρισμού στα κύτη του πλοίου, αφού εάν υπήρχε κεκρυμμένο ελάττωμα στο φορτίο, αυτό θα είχε βλαφθεί κατά τον ίδιο τρόπο συνολικά και δεν θα παρατηρούνταν διαφορετικές αλλοιώσεις ανά κύτος στο ίδιο φορτίο, που σε αμφότερες όμως τις περιπτώσεις καθιστούν το φορτίο ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση. Ενόψει δε και των διαπιστωθέντων ήδη στο λιμάνι φόρτωσης (και) από τον πλοίαρχο της εναγομένης, ο οποίος ουδεμία επιφύλαξη διατύπωσε ως προς την κατάσταση του μεταφερόμενου φορτίου σε αντιπαραβολή με τις διαπιστώσεις στο φορτίο στον λιμένα εκφόρτωσης, οι οποίες είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού και αντιληπτές (οσμή), απορριπτέα κρίνεται στην ουσία της και η ένσταση κατά το άρθρο 4§1θ΄ της ανωτέρω Σύμβασης των Βρυξελλών περί ελαττώματος του φορτίου. Λόγω της κατά τα άνω ακαταλληλότητας του φορτίου για ανθρώπινη κατανάλωση, η ανωτέρω μελλοντική αγοράστρια του φορτίου απέστειλε στην ενάγουσα – κυρία του φορτίου την από 20.6.2017 ηλεκτρονική επιστολή της πληροφορώντας την για το γεγονός αυτό και επισημαίνοντας επιπροσθέτως ότι δεν θα αγοράσει το προϊόν καθόσον κρίνεται ακατάλληλο για ανθρώπινη χρήση, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να (μετα)πωλήσει αυτό προς χρήση για ζωοτροφές με μειωμένη τιμή ανά μετρικό τόνο. Ειδικότερα, η τιμή πωλήσεως του σίτου άνευ της βλάβης που υπέστη κατά την μεταφορά ανερχόταν στο ποσό των 185,74 ευρώ ανά μετρικό τόνο, ενώ η τιμή που το φορτίο ήταν δυνατό και εν τέλει μεταπωλήθηκε στις 22.6.2017 (ως ζωοτροφή) στον τόπο προορισμού κατά το χρόνο της εκφορτώσεως σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ανερχόταν σε 172 ευρώ ανά μετρικό τόνο (βλ. και προσκομιζόμενα υπ’ αριθμ. 102991, 102989, 102871 τιμολόγια ενάγουσας) ήτοι το φορτίο (μετα)πωλήθηκε με διαφορά 13,74 ευρώ ανά μετρικό τόνο. Μετά ταύτα, η συνολική περιουσιακή ζημία της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων δεκατεσσάρων ευρώ και δέκα έξι λεπτών (3.276,14 ευρώ X 13,74 ευρώ η διαφορά = 45.014,16€), το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα, εντόκως από τις 23.6.2017 με επιτόκιο 5,25% σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο και κατά τον νόμιμο τόκο επιδικίας από 31.3.2018, ήτοι από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (… – βλ. υπ’ αριθμ… έκθεση επίδοσης αγωγής Δικ. Επιμελητή Εφετείου Αθηνών …), κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω (υπό ΙΙ). Περαιτέρω, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, αφού η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν πρόκειται να προκαλέσει σημαντική ζημιά στον διάδικο που νίκησε, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, ενόψει της υπ’ αριθμ. 1848/2017 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου σε βάρος του πλοίου της εναγομένης και της μη παλαιότητας του χρέους. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της εν μέρει ήττας αυτής (άρθρα 176, 178 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Απορρίπτει τα ως απορριπτέα κριθέντα.-

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.-

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων δεκατεσσάρων ευρώ και δέκα έξι λεπτών (45.014,16€), εντόκως από τις 23.6.2017 με επιτόκιο 5,25% και κατά τον νόμιμο τόκο επιδικίας από 31.3.2018 κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό και μέχρι την εξόφληση.-

Καταδικάζει την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό ευρώ (2.100 €).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ