Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης

1724/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. έφεσης 5828/2870/2022)

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και για τις σχέσεις της με την αλλοδαπή «….» και το διακριτικό τίτλο «….», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …, αριθμός …., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Στυλιανού (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2705), κατοίκου …, βάσει της από 19-9-2022 δήλωσής της, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Της εφεσίβλητης : Ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, επί της οδού …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κόκκινο (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 6661), κατοίκου …, βάσει της από 16-9-2022 δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Θ.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 17-2-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2197/64/2020, αγωγή της κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 36/2022 απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την από 23-6-2022 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6760/144/23-6-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5828/24-6-2022 και 2870/24-6-2022 αντίστοιχα, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμό 36/2022 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 499, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2  ΚΠολΔ) με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 23-6-2022, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Εισάγεται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το σχετικό παράβολο ποσού εβδομήντα πέντε (75,00) ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με το από 23-6-2022 αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς), σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ.

Με την από 17-2-2020 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι δυνάμει δύο συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς που συνήφθησαν στον Πειραιά στις 29-5-2019 και 4-6-2019 η εναγόμενη ανέλαβε για λογαριασμό της τη μεταφορά με κοντέινερ των ειδικότερα αναφερόμενων σε αυτήν ποσοτήτων λεμονιών, συσκευασμένων σε κιβώτια, από το λιμάνι της Βαλένθια με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, τα οποία είχε προηγουμένως αγοράσει από την εταιρεία …. Ότι λόγω του είδους του μεταφερόμενου προϊόντος απεστάλησαν σαφείς οδηγίες προς τους εκπροσώπους της αντιδίκου για τήρηση συγκεκριμένων ορίων υγρασίας και θερμοκρασίας εντός του χώρου που θα αποθηκευόταν. Ότι η εναγόμενη παρέλαβε τα φορτία σε εξαιρετική κατάσταση και προέβη στη φόρτωση αυτών, προς απόδειξη της οποίας εξέδωσε τα δελτία θαλάσσιας μεταφοράς με στοιχεία … και …, πλην, όμως, μετά την παραλαβή τους στο λιμάνι εκφόρτωσης, η ίδια (ενάγουσα) διαπίστωσε ότι μέρος αυτών είχε υποστεί αλλοίωση σε βαθμό αχρησίας, που οφειλόταν στη μη τήρηση των οδηγιών που είχε θέσει ως προς τις συνθήκες μεταφοράς και δη υγρασίας και θερμοκρασίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη αφενός την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης και αφετέρου την αδικοπρακτική συμπεριφορά της, λόγω της παραβίασης από τους εκπροσώπους της των οδηγιών της για σωστή αποθήκευση και διατήρηση της καλής κατάστασης των εμπορευμάτων, ζητούσε, κατόπιν περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει για την αποκατάσταση της ζημίας της από την απώλεια του αλλοιωμένου φορτίου το συνολικό ποσό των 12.074,41 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται το κονδύλιο αυτό, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού απέρριψε την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, έκρινε νόμιμη την αγωγή μόνο ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης (απορριπτομένης ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας) και δέχθηκε αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.074,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 12-3-2020, επόμενη της επίδοσης της αγωγής και επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη-εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, καθώς και την καταδίκη της εφεσίβλητης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 25 §§ 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τον οποίο καταργήθηκε ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (βλ. άρθρο 80 Καν 1215/2012) και ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ή καταγράφονται και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015 (βλ. άρθρο 66 Καν 1215/2012), «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται : α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. 2. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί “γραπτά”». Υπό την έννοια αυτή η ανωτέρω συμφωνία μπορεί να καταχωρηθεί στη φορτωτική που εκδίδεται από το θαλάσσιο μεταφορέα για τη μεταφορά πραγμάτων και, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 25 § 1 του Καν 1215/2012 (η οποία αντικατέστησε την ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 23 § 1 του Καν 44/2001, που είχε αντικαταστήσει την επίσης ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 17 § 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών), καταρτίζεται γραπτώς ή προφορικώς με γραπτή επιβεβαίωση, πρέπει, δηλαδή, καταρχήν η φορτωτική να φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων, ήτοι του εκδότη (πλοιάρχου ή εξουσιοδοτημένου πράκτορα) και του φορτωτή των προς μεταφορά πραγμάτων ή του παραλήπτη αυτών (ΕφΘεσ 1133/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 § 1 του Καν 44/2001 και ήδη η διάταξη του άρθρου 25 § 1 του εφαρμοζόμενου στην προκειμένη περίπτωση Καν 1215/2012 δεν απαιτεί υποχρεωτικά γραπτή κατάρτιση της συμφωνίας, αλλά αρκείται και : α) «σε μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι» ή και β) «σε μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν…»· όμως, έστω και αν από τη φύση της η ως άνω μορφή χαλαρώνει την εκδήλωση της συμφωνίας των μερών, η ίδια ύπαρξη της συμφωνίας αποτελεί προϋπόθεση της παρέκτασης και θα πρέπει να γίνεται επίκληση αυτής. Σημειώνεται ότι η τελευταία περίπτωση αφορά, κυρίως, στις ρήτρες παρέκτασης που περιέχονται στους λεγόμενους «Γενικούς Όρους των Συναλλαγών». Η τήρηση, όμως, της προϋπόθεσης αυτής δεν αρκεί προς απόδειξη της συναίνεσης του αντισυμβαλλόμενου, δοθέντος ότι πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας βουλήσεων για να συμπεριληφθούν στη σύμβαση γενικός όρος και οι επί μέρους ρήτρες τους [βλ. σχετ. με την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 23 § 1 Καν 44/2001, την αιτιολογική σκέψη 11 του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία αυτή ακριβώς η σύμπτωση βουλήσεων των μερών είναι που δικαιολογεί την υπεροχή η οποία απονέμεται, δυνάμει της αρχής της αυτονομίας της βούλησης, στην επιλογή άλλου δικαιοδοτικού οργάνου από εκείνο που θα ήταν ενδεχομένως αρμόδιο δυνάμει του Κανονισμού (αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, El Majdoub, C-322/14, ΕU:C:2015:334, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 20ης Απριλίου 2016, PROFIT INVESTΕMENT SIM, C-366/13, ΕU:C:2016:282, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) – ΑΠ 1166/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS]. Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 25 § 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονται στενώς (ΔΕΚ C-64/2017, απόφαση 8-3/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, πρβλ. ΑΠ 1166/2019, ΕφΘεσ 1133/2012 ο.π.).

ΙΙ. Εξάλλου, η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να συμφωνηθεί είτε για ήδη γεννημένες είτε και για μελλοντικές διαφορές, στην τελευταία, όμως, περίπτωση η συμφωνία των μερών πρέπει να προσδιορίζει ρητά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση την οποία αφορά και ισχύει μόνο για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή, χωρίς πάντως να πρέπει να μνημονεύονται ρητά και οι επιμέρους διαφορές. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιος να ερμηνεύσει τη ρήτρα παρέκτασης με σκοπό τον προσδιορισμό των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της είναι ο εθνικός δικαστής που καλείται να την εφαρμόσει (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 10ης-3-1992 επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-214/1989, Powell Duffryn plc κατά Wolfgang Petereit, Συλλ. Νομολογίας 1992 I-01745, σκέψεις 30-31 και 36). Η υπαγωγή αξιώσεων από αδικοπραξία σε συμφωνία παρέκτασης, που καταρτίσθηκε για μια σύμβαση, αποτελεί πολύ διαδεδομένο ζήτημα, ιδίως διότι οι ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν διατυπώνονται με μεγάλη νομική σχολαστικότητα και συνήθως αναφέρονται σε «ζητήματα που ανακύπτουν από ή με αφορμή τη σύμβαση». Όταν οι αξιώσεις από την αδικοπραξία πηγάζουν από την ύπαρξη της σύμβασης ή σχετίζονται στενά μαζί της, όταν συμβατικές και αδικοπρακτικές αξιώσεις ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση, η συμφωνία παρέκτασης που αφορά τη σύμβαση ορθότερο είναι να συμπαρασύρει και τις αξιώσεις από αδικοπραξία, εκτός και αν προκύπτει με σαφήνεια αντίθετη βούληση των δυο πλευρών (ΑΠ 1697/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, E. Σαχπεκίδου, σε N. Νίκα/Έ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 25, αρ. 76, σελ. 396). Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπραξίες των μερών, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη ή υπάρχει αντίθετη βούληση των μερών, καθώς και τις συναφείς αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού που τυγχάνουν, ως προς την ύπαρξη νόμιμης αιτίας, σε συνάρτηση προς τα συμφωνηθέντα του οικείου ευρύτερου συμβατικού πλαισίου [πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 21.5.2015 επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-352/2013, Cartel Damage Claims (CDC) Hydrogen Peroxide SA vs. Akzo Nobel NY, Solvay SA/NV, Kemira Oyj, FMC Foret, SA, κ.λπ., Ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας (eur-lex), σκέψεις 69-70, και ΑΠ 783/2018, ΑΠ 468/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS].

ΙΙΙ. Περαιτέρω, τα υποκειμενικά όρια της συμφωνίας παρέκτασης επεκτείνονται μόνο στους ειδικούς, καθολικούς και οιονεί καθολικούς διαδόχους των προσώπων που την κατήρτισαν, επειδή μόνο αυτοί υπεισέρχονται δυνάμει έννομης σχέσης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δικαιοπαρόχων τους και εφόσον δεν έχουν συνάψει αντίθετη συμφωνία. Ειδικότερα, επί φορτωτικής, με την οποία συνομολογήθηκε εγκύρως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012, ρήτρα αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, που κρίνεται σε ελληνικό forum, τέτοιος (ειδικός) διάδοχος του φορτωτή, δεσμευόμενος (ή ωφελούμενος) από το περιεχόμενό της, κατά το εφαρμοστέο εθνικό (ελληνικό) ουσιαστικό δίκαιο (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97, Trasporti Castelletti Spedizioni lntemazionali SpA κατά Hugo Trumpy SpA, ο.π., σκέψη 41), μπορεί να είναι ο παραλήπτης του φορτίου και κάθε επόμενος κομιστής αυτής (ΕφΘεσ 434/2006 ΕπισκΕΔ 2006, σελ. 781) αλλά και ο ασφαλιστής της μεταφοράς του φορτίου (ΕφΘεσ 1505/1987 ΕΕμπΔ 1988, σελ. 102), από τους οποίους και με την κτήση της φορτωτικής οι μεν δύο πρώτοι διαδέχονται τον φορτωτή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και ο τρίτος υποκαθίσταται σ’ αυτά (άρθρα 171 ΚΙΝΔ και 14 § 1 Ν. 2496/1997). Η δέσμευση όμως (ή η ωφέλεια) αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί και σε άλλο πρόσωπο, το οποίο παρεμβάλλεται μεν κατά το νόμο στην έκδοση της φορτωτικής αλλά δεν αναλαμβάνει εξ αυτής υποχρεώσεις ούτε αρύεται δικαιώματα, όπως συμβαίνει με το ναυτικό πράκτορα, ο οποίος αντιπροσωπεύει μεν κατ’ αυτήν τον πλοίαρχο ή/και τον πλοιοκτήτη ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπός τους, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 211 ΑΚ, χωρίς, όμως, να είναι και ο ίδιος συμβαλλόμενος ούτε από τη δράση του να παράγεται ατομική του ευθύνη, εκτός αν στοιχειοθετείται αδικοπραξία κατ’ άρθρα 914 και 919 ΑΚ, οπότε ευθύνεται και προσωπικά (περί αυτών βλ. ΑΠ 2219/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 87/1993 ΕΕμπΔ 1993, σελ. 259, ΕφΠειρ 516/2009 ΔΕΕ 2009, σελ. 1373, ΕφΠειρ 341/2001 ΕΕμπΔ 2002, σελ. 648, Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, Δ΄ έκδ., αριθ. 45, σελ. 26, Α. Κιάντου — Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τ. Α, 2003, σελ. 314). Επομένως, αν η φορτωτική εκδόθηκε από ναυτικό πράκτορα, ενεργούντα υπό την ως άνω ιδιότητά του, ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας που περιελήφθη σ’ αυτήν, δεν ενεργεί καταρχήν ούτε υπέρ ούτε σε βάρος του. Μπορεί, όμως, αυτός, εναγόμενος από τον αντίδικο εκείνου τον οποίο κατά την έκδοση της φορτωτικής αντιπροσώπευσε, να την επικαλεστεί προς όφελός του, εφόσον ο τελευταίος εγκύρως συγκατατέθηκε στη λειτουργία της ρήτρας [και] υπέρ (όχι όμως και σε βάρος) του πράκτορα (ΜΠρΠειρ 3937/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.protodikeio-peir.gr, βλ. Π. Αρβανιτάκης-Ε. Βασιλακάκης, Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. 2020, σελ. 511, E. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25, αριθ. 65, σελ. 393, σύμφωνα με την οποία μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ρήτρα υπέρ τρίτου, ακόμη και όταν δεν συμβάλλεται ο ίδιος, αντίθετα Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, Β΄ εκδ., σελ. 299, ο ίδιος, Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία, σε ΕΠολΔ 2012, σελ. 163 επ., κατά τον οποίο η συμφωνία παρέκτασης δεν μπορεί να δεσμεύει παρά μόνο τους συμβαλλόμενους και τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους τους, καθόσον πέραν αυτών δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου, ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν πληρούται η προϋπόθεση του υποστατού της συμφωνίας, δηλαδή η ουσιαστική συμφωνία του εκάστοτε συμβαλλόμενου με τον εκάστοτε μη συμβαλλόμενο τρίτο). Πράγματι, εφόσον κατά την κατάρτισή της ο καθ’ ου η προστατευτική ενέργεια της ρήτρας, προτείνεται είχε συγκατατεθεί στην προβολή της και από τον αναφερόμενο σ’ αυτήν τρίτο, λ.χ. τον πράκτορα του τότε αντισυμβαλλομένου του και μετέπειτα αντιδίκου του, δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι ο υπέρ ου καταρτίστηκε η συμφωνία δεν συμβλήθηκε ο ίδιος (ΜΠρΠειρ 3937/2019 ό.π.).

  1. IV. Τέλος, από 1η-2-2020 το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται επισήμως τρίτη, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρα, αλλά σύμφωνα με τη “Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας”, που έχει κυρωθεί και ισχύει (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 29 της 31ης-1-20202), για μία μεταβατική περίοδο έντεκα (11) μηνών, δηλαδή μέχρι την 31η-12-2020, το δίκαιο της Ένωσης θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού (με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων). Ειδικότερα, στο άρθρο 126 της εν λόγω Συμφωνίας ορίζεται ότι «Προβλέπεται μεταβατική περίοδος ή περίοδος υλοποίησης, η ημερομηνία έναρξης της οποίας είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020», στο άρθρο 127 § 3 ορίζεται ότι «Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης παράγει σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός του Ηνωμένου Βασιλείου τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία παράγει εντός της Ένωσης και των κρατών μελών της, και ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης», ενώ στο άρθρο 67 υπό τον τίτλο “Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, και σχετική συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών” στο άρθρο 1 αυτού προβλέπεται ότι «Στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, σε σχέση με αγωγές που ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και σε σχέση με διαδικασίες ή ενέργειες που σχετίζονται με τέτοιου είδους αγωγές σύμφωνα με τα άρθρα 29, 30 και 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (73), το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 ή τα άρθρα 12 και 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου (74), εφαρμόζονται οι ακόλουθες πράξεις ή διατάξεις : α) οι διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 …». Εξάλλου, επειδή οι συμφωνίες παρέκτασης παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι, αν και συνήθως συνάπτονται στο πλαίσιο συμβάσεων ουσιαστικού δικαίου, αναπτύσσουν έννομες συνέπειες στο δικονομικό πεδίο σε μεταγενέστερο κατά κανόνα χρόνο, τίθεται ζήτημα σχετικά με τον κρίσιμο χρόνο συνδρομής των προϋποθέσεων ουσιαστικής και τυπικής εγκυρότητας τους, με τη μεν ουσιαστική εγκυρότητα της συμφωνίας παρέκτασης, που ελέγχεται με βάση τη lex forum prorogati, το δίκαιο αυτό να είναι εφαρμοστέο και όσον αφορά το ζήτημα ποιος είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί το ουσιαστικό της κύρος, ως προς δε την τυπική εγκυρότητα της εν λόγω συμφωνίας, που κρίνεται αυτόνομα με βάση το ενωσιακό δίκαιο, κρίσιμος να θεωρείται ο χρόνος άσκησης της αγωγής (Π. Αρβανιτάκης-Ε. Βασιλακάκης, ό.π., σελ. 516, ομοίως Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25, αριθ. 90, σελ. 401).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προέβαλε (κατ’ άρθρο 263 εδ. α΄ ΚΠολΔ), πριν από κάθε άλλο ισχυρισμό, ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επομένως και του Ειρηνοδικείου Πειραιά, στο οποίο εισήχθη η ένδικη αγωγή, επικαλούμενη συμφωνία που είχε καταρτισθεί μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ως παραλήπτριας, και της εδρεύουσας στη …, ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «….» ως μεταφορέως, της οποίας η ίδια είναι ναυτική πράκτορας, κατά την οποία αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς από την εμπορική τους συνεργασία θα ήταν το Ανώτερο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης του Λονδίνου και εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, η οποία περιλαμβανόταν στον υπό στοιχείο 10.3 όρο των υπό στοιχεία … και … θαλάσσιων φορτωτικών που εξέδωσε στο λιμάνι φόρτωσης η εταιρεία με την επωνυμία «…», ενεργούσα ως τοπική πράκτορας της ως άνω μεταφορέως, σε συνδυασμό με τον υπό στοιχείο 4.2 όρο αυτών, βάσει του οποίου οποιοσδήποτε υπηρέτης ή πράκτορας ή υπεργολάβος του μεταφορέα, εναγόμενος από τον έμπορο, θα έχει το όφελος όλων των όρων και προϋποθέσεων οποιασδήποτε φύσης που περιέχεται σε αυτές, οι οποίες (φορτωτικές) εκδόθηκαν αναφορικά με τις δύο επιμέρους μεταφορές των επίδικων εμπορευμάτων υπό τύπο που ανταποκρινόταν στην πρακτική που είχε καθιερωθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων στις μεταξύ τους σχέσεις και ότι, σε κάθε  περίπτωση, ο ως άνω τύπος επικρατεί στο διεθνές εμπόριο, αποτελεί συνηθισμένο τύπο που γνώριζε η ενάγουσα και τηρείτο από αυτούς τακτικά σε συμβάσεις μεταφοράς, τον όρο δε αυτό είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα η αντίδικός της και, για το λόγο αυτό ζήτησε την απόρριψη της ένδικης αγωγής ως απαράδεκτης. Η με το ως άνω περιεχόμενο προβληθείσα εκ μέρους της εναγόμενης ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας είναι νόμιμη με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 § 1 του Κανονισμού 1215/2012, που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας και τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση ως προς το παρεκτεινόμενο Δικαστήριο του Λονδίνου, λόγω της μεταβατικής περιόδου από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε., εντός της οποίας ασκήθηκε η αγωγή (που είναι ο κρίσιμος χρόνος για την κρίση της τυπικής εγκυρότητας της συμφωνίας), καθώς αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-3-2020 και επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 11-3-2020 (βλ. την κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … επί του προσκομιζόμενου από την εναγόμενη αντιγράφου της αγωγής), σύμφωνα με όσα διεξοδικά εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη της παρούσας, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάρτισης της συμφωνίας και της έδρας των συμβαλλόμενων μερών, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυριζόμενων από την ενάγουσα με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και ήδη με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δηλαδή, δεν είναι εφαρμοστέος ο Κανονισμός 1215/2012 διότι αφενός η έδρα της … … είναι στην …, που δεν είναι χώρα μέλος της Ε.Ε. και αφετέρου ότι το οριζόμενο δικαστήριο δεν είναι κράτους μέλους της Ε.Ε. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης της 30-06-2005 για τις συμφωνίες επιλογής Δικαστηρίου (HCCA – Hague Convention on Choise of Court Agreements), καθώς η …, όπου εδρεύει η … …, δεν έχει κυρώσει ή προσχωρήσει στην εν λόγω Σύμβαση (βλ. status table 37: Convention of 30 June 2005 on Choice of Court Agreements στην ιστοσελίδα www.hcch.net, για την ανάγκη δε κύρωσης της Σύμβασης από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και τη σχέση της με τον Κανονισμό βλ. E. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25, αριθ. 35, σελ. 383).

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα … του …, που δόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά …, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα … του …, που δόθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά … Σουρέλη, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά … …), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους είτε σε νόμιμη, αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, είτε χωρίς μετάφραση στην ελληνική, τα οποία (αμετάφραστα έγγραφα) ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 340 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1/2011, ΑΠ 1627/2010 ΤΝΠ NOMOS), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Αναφορικά με τις επίδικες μεταφορές εμπορευμάτων που η εδρεύουσα στη … εταιρεία με την επωνυμία «….» ανέλαβε να πραγματοποιήσει ως μεταφορέας από το λιμένα της … στην … στο λιμένα του Πειραιά, η παραπάνω μεταφορέας εξέδωσε, αντιπροσωπευόμενη από την εκεί τοπική της πράκτορα, εταιρεία με την επωνυμία «…», τα με στοιχεία … και … δελτία θαλάσσιας μεταφοράς (sea – waybill, τα οποία καταρτίσθηκαν στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται από την εναγόμενη σε αντίγραφα και σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική) και επί των οποίων η ενάγουσα στηρίζει τις επίδικες αξιώσεις της. Στην εμπρόσθια σελίδα κάθε δελτίου αναγράφηκαν τα στοιχεία της φορτώτριας, ήτοι της πωλήτριας εταιρείας των εμπορευμάτων «….», της παραλήπτριας, ήτοι της ενάγουσας, του ειδοποιούμενου μέρους, που ήταν η εταιρεία «…», του πλοίου, των λιμένων φόρτωσης και εκφόρτωσης, καθώς και η πλήρης περιγραφή του φορτίου που αφορούσαν, ενώ στο κάτω δεξιό μέρος του τέθηκε η ημερομηνία έκδοσης και φόρτωσης και η ηλεκτρονική σφραγίδα της προαναφερόμενης τοπικής πράκτορα για λογαριασμό της μεταφορέως. Επίσης, στην ίδια ως άνω σελίδα, και δη στο κάτω μέρος αυτής, αναγράφηκε ρητά ότι οι όροι συνεχίζονται στην οπίσθια σελίδα. Στην οπίσθια δε σελίδα εκάστου δελτίου αποτυπώθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις της μεταφοράς, μεταξύ των οποίων και οι κάτωθι : α) 1ος όρος υπό τον τίτλο «Ορισμοί», όπου ορίσθηκε, μεταξύ άλλων ότι «Έμπορος : Συμπεριλαμβάνει τον Φορτωτή, τον Δικαιούχο, τον κομιστή της παρούσας Φορτωτικής, τον Παραλήπτη των Εμπορευμάτων και οποιοδήποτε Πρόσωπο που είναι ιδιοκτήτης ή δικαιούται ή διεκδικεί την κατοχή των Εμπορευμάτων ή της παρούσας Φορτωτικής ή οποιονδήποτε που ενεργεί για λογαριασμό αυτού του προσώπου.», β) 4ος όρος υπό τον τίτλο «Υπεργολαβία και αποζημίωση», κατά τον οποίο «4.2. Ο Έμπορος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην εγείρει οποιαδήποτε απαίτηση ή ισχυρισμό ερειδόμενα είτε στην σύμβαση (μεταφοράς), είτε σε εγγυοδοσία, είτε σε αδικοπραξία ή άλλως πως εναντίον οποιουδήποτε υπηρέτη, πράκτορα ή υπεργολάβου του Μεταφορέα, με την οποία αποδίδεται ή επιχειρείται να αποδοθεί σε οποιονδήποτε από αυτούς ή οποιοδήποτε πλοίο που τελεί υπό την κυριότητά τους ή είναι ναυλωμένο από οποιονδήποτε από αυτούς, οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τα εμπορεύματα ή την μεταφορά των εμπορευμάτων ανεξαρτήτως του εάν η ευθύνη αυτή πηγάζει ή όχι από αμέλεια από την πλευρά του προσώπου αυτού. Εάν τέτοια απαίτηση ή ισχυρισμός εγερθούν παρά ταύτα, ο Έμπορος συμφωνεί να αποζημιώνει τον Μεταφορέα για όλες τις εντεύθεν συνέπειες. Χωρίς να επηρεάζονται τα προεκτεθέντα, οποιοσδήποτε τέτοιος (εναγόμενος) υπηρέτης ή πράκτορας ή υπεργολάβος θα έχουν το όφελος όλων των όρων και προϋποθέσεων οποιασδήποτε φύσεως που περιέχονται στην παρούσα άλλως πως ενεργούν επωφελώς για τον μεταφορέα σύμφωνα με την παρούσα φορτωτική ως εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις αυτές ετέθησαν ρητώς προς όφελός τους. Συνάπτοντας την παρούσα σύμβαση ο Μεταφορέας, στην έκταση των πιο πάνω όρων και προϋποθέσεων, πράττει τούτο τόσο για δικό του λογαριασμό, όσο επίσης και ως πράκτορας και θεματοφύλακας των πιο πάνω υπηρετών, πρακτόρων και υπεργολάβων» και γ) 10ος όρος υπό τον τίτλο «Έγερση απαιτήσεων, παραγραφή, δικαιοδοσία» όπου ορίσθηκε ότι «10.3: Δικαιοδοσία: Συμφωνείται ειδικότερα στο παρόν ότι οποιαδήποτε αγωγή εκ μέρους του Εμπόρου, και, όπως πρόσθετα ορίζεται κατωτέρω, οποιαδήποτε αγωγή εκ μέρους του Μεταφορέα, θα κατατίθεται αποκλειστικά ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης (High Court of Justice) του Λονδίνου και αποκλειστικά εφαρμοστέο θα είναι το Αγγλικό Δίκαιο, εκτός και αν η μεταφορά που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας σύμβασης διενεργήθηκε προς ή από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής … Ο Έμπορος συμφωνεί ότι δεν θα καταθέσει αγωγή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο… Ο Έμπορος παραιτείται από κάθε ένσταση επίκλησης της εφαρμοζόμενης στην περίπτωσή του δικαιοδοσίας έναντι της παρούσας (ρητής) παρέκτασης αρμοδιότητας…». Στα ως άνω δελτία θαλάσσιας μεταφοράς δεν τέθηκε η υπογραφή ούτε της φορτώτριας των προς μεταφορά πραγμάτων και πωλήτριάς τους ούτε της παραλήπτριας των φορτίων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα με την από 3-6-2019 επιστολή του νόμιμου εκπροσώπου της … (η οποία καταρτίσθηκε στην αγγλική γλώσσα και προσάγεται από την εναγόμενη σε αντίγραφο και σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική), στην οποία έχει βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του, απευθυνόμενη προς την εταιρεία «….» και κοινοποιούμενη στην εναγόμενη, με θέμα «εξουσιοδότηση στους πράκτορες», ενημέρωσε την ανωτέρω εταιρεία ότι διόρισε την εταιρεία «…» («…») να ενεργήσει ως αντιπρόσωπός της και την εξουσιοδότησε να ενεργήσει για λογαριασμό της προκειμένου να παραλάβει τα εμπορεύματα που έχει φορτώσει η ως άνω εταιρεία («….»). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι εξουσιοδοτεί ρητά την εταιρεία «…» να ζητήσει παράδοση από την εταιρεία … των εμπορευμάτων που απεστάλησαν ή κατόπιν οπισθογράφησης μεταβιβάσθηκαν σε αυτήν με πρωτότυπες φορτωτικές, καθώς και ότι εξουσιοδοτεί ρητά την εταιρεία … να αποδεσμεύσει τα εμπορεύματά της στην εταιρεία «…» με την εμφάνιση μιας πρωτότυπης φορτωτικής ή την ταυτοποίηση έναντι μιας θαλάσσιας φορτωτικής, εκτός εάν έχει δώσει προγενέστερη αντίθετη έγγραφη ειδοποίηση. Ακολούθως, η εταιρεία «…» («…») με δύο επιστολές της επιβεβαίωσης για παράδοση (εμπορεύματος) έναντι τηλετυπικής αποδέσμευσης της φορτωτικής (συνταγμένες στην αγγλική γλώσσα και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη σε αντίγραφο και σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική), καθεμία προς συσχετισμό με τα προαναφερόμενα δελτία θαλάσσιας μεταφοράς, που φέρουν την εταιρική σφραγίδα και υπογραφή και η μια εκ των οποίων φέρει ημερομηνία 5-6-2019, ενώ η άλλη δεν φέρει ούτε προκύπτει άλλως η ημερομηνία υπογραφής της, κατά τα λοιπά, όμως, έχουν ίδιο περιεχόμενο, επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι έχει λάβει γνώση του περιεχομένου της φορτωτικής που σε εκάστη αναφέρεται και των όρων και προϋποθέσεων της εταιρείας «….» που εφαρμόζονται επ’ αυτών, όπως αναφέρονται στην οπίσθια όψη εκάστης φορτωτικής, ότι αποδέχεται ότι οι πιο πάνω όροι της ως άνω εταιρείας έχουν εφαρμογή, καθώς και ότι δεσμεύεται από τους πιο πάνω όρους και προϋποθέσεις σε αντάλλαγμα της αποδέσμευσης ή παράδοσης των εμπορευμάτων που περιγράφονται σε εκάστη φορτωτική. Στις εν λόγω δε επιστολές, πέραν του ότι αναφέρονται οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις της ιστοσελίδας της εταιρείας … στο διαδίκτυο όπου είναι διαθέσιμοι οι όροι και προϋποθέσεις της, επισυνάπτονται και αυτούσιοι, αποτελούντες ενιαίο σώμα με αυτές. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ενάγουσα, η οποία είναι ναυτικός πράκτορας της μεταφορέως στην Ελλάδα (βλ. την από 6-9-1994 ανακοίνωση καταχώρησης στο Μ.Α.Ε. -Φ.ΕΚ. 5295/15-9-1994 τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε. ως προς το σκοπό της εταιρείας, σε συνδυασμό με το Φ.Ε.Κ. 1558/11-4-1995  τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αλλά και μεταξύ άλλων τις προσκομιζόμενες από την ίδια διατακτικές προς την ελεύθερη ζώνη αναφορικά με τις επίδικες φορτωτικές, καθώς και τα από 18-9-2019 και από 13-9-2019 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ενάγουσας προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης, σε άπαντα των οποίων ρητά αναγράφεται ότι ενεργεί ως πράκτορας) παραδεκτά πρότεινε την περιεχόμενη στον όρο 10.3 των επίδικων δελτίων θαλάσσιας μεταφοράς ρήτρα αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, που ενεργεί επωφελώς για τη μεταφορέα, όπως είχε τη δυνατότητα ως τρίτη να το πράξει με βάση τον ανωτέρω αναφερόμενο υπ’ αριθμό 4.2 όρο, αφού η ενάγουσα εγκύρως συγκατατέθηκε στη λειτουργία της ρήτρας υπέρ αυτής, με την έγγραφη αποδοχή, μέσω της αντιπροσώπου της, των παραπάνω όρων, θεμελιώνοντας παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας και ως προς τις κατ’ αυτής αξιώσεις της, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθμό ΙΙΙ μείζονα πρόταση για την προβολή της συμφωνίας παρέκτασης από τρίτον προς όφελός του, σε περίπτωση που ο αντίδικός του είχε εγκύρως συμφωνήσει στη λειτουργία της ρήτρας υπέρ αυτού, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο κρίνει ως ορθότερη. Ο πρωτόδικα δε προβληθείς ισχυρισμός της ενάγουσας με την προσθήκη – αντίκρουσή της και ήδη και με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι από την εξουσιοδότησή της προς την εταιρεία «…» δεν προκύπτει η ειδική εντολή για αποδοχή της συμφωνίας παρέκτασης δικαιοδοσίας αβασίμως προβάλλεται, αφού από όσα αναφέρθηκαν είναι σαφές ότι η παραπάνω εταιρεία εξουσιοδοτήθηκε από την ενάγουσα να ενεργήσει ό,τι είναι απαραίτητο για την παραλαβή των εμπορευμάτων της και η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε να προβεί στην παραλαβή τους, χωρίς αποδοχή των σταθερά διατυπωμένων όρων και προϋποθέσεων των δελτίων θαλάσσιας μεταφοράς, οι οποίοι επισυνάφθηκαν στο σύνολό τους, με ρητή μάλιστα μνεία περί αυτού, και στις επιστολές της προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας ή ασάφειας. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι στην επίδικη περίπτωση πληρούνται και οι δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 για το κύρος της ρήτρας απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας ενεργούσας υπέρ της εναγόμενης, δεδομένου ότι υπήρξε έγκυρη συμφωνία, που συνήφθη με τη σαφή συγκατάθεση των μερών, για διαφορές που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, και ακριβής προσδιορισμός του παρεκτεινόμενου δικαστηρίου. Επίσης, πέραν των ανωτέρω, στον κλάδο αυτό των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, υπάρχει παγιωμένη διεθνώς εμπορική συνήθεια και πρακτική να καθορίζεται το περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης, καθώς και το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας μέσω γενικών όρων συναλλαγών, που είναι εκτυπωμένοι στο σώμα των φορτωτικών ή των θαλάσσιων αγωγιαστήριων, πράγμα που γνωρίζουν οι συναλλασσόμενοι στον εν λόγω κλάδο ή οφείλουν να γνωρίζουν, καθώς ο συγκεκριμένος τύπος φορτωτικής ή θαλάσσιου αγωγιαστήριου (bill of lading/sea waybill) είναι συνήθης σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρείται τακτικά από τους συμβαλλόμενους στις συμβάσεις θαλάσσιων μεταφορών (βλ. περί αυτών την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, …, υπαλλήλου της), εν προκειμένω δε προκύπτει ότι είναι ευχερώς προσπελάσιμοι μέσω της ιστοσελίδας της μεταφορέως (βλ. το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα σε έντυπη μορφή κείμενο αυτών, σχετ. 40). Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, στη συμφωνία παρέκτασης υπάγονται και οι αξιώσεις από αδικοπραξία της οποίας ο παραγωγικός λόγος συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων και άρα, εν προκειμένω, στη ρήτρα αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων υπάγεται τόσο η ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης, όσο και η αδικοπρακτική, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας-εφεσίβλητης, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η επελθούσα ζημία συνιστά το αποτέλεσμα της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγόμενης. Τέλος, ο ισχυρισμός της ενάγουσας – εφεσίβλητης ότι η εναγόμενη, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4β των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ, δεν νομιμοποιείται να προβάλει προς απαλλαγή της ενστάσεις του μεταφορέα, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθώς, εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25ης-8-1924, για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23ης-2-1968 και της 21ης-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2107/1992, δοθέντος ότι για την εν λόγω διεθνή θαλάσσια μεταφορά δεν έχει εκδοθεί φορτωτική ή άλλο έγγραφο με παρόμοια με αυτή λειτουργία, αλλά δελτία θαλάσσιας μεταφοράς (sea – waybill) (βλ. ΕφΠειρ 219/2021, 545/2020 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, ό.π., υποσημ. 573, σελ. 303, αριθ. 643, σελ. 328-329), τα οποία δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις, όπως στην επίδικη, μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων (βλ. για τη νομική φύση του δελτίου θαλάσσιας μεταφοράς ΕφΠειρ 223/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝαυτΔ 2009, σελ. 384). Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απέρριψε την προβληθείσα ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του, για το λόγο ότι η ενάγουσα δεν εξαρτά δικαιώματα και δεν θεμελιώνει την αγωγική της αξίωση επί των φορτωτικών και σε κάθε περίπτωση, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 23 § 1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και συγκεκριμένα, η έγγραφη σχετική συμφωνία με την υπογραφή των φορτωτικών από αμφότερα τα μέρη, ή η επίτευξη συμφωνίας υπό ανταποκρινόμενο στην πρακτική τύπο που οι συμβαλλόμενοι είχαν καθιερώσει στις μεταξύ τους σχέσεις, έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον αποδεικνύεται ότι η προταθείσα ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ουσιαστικά βάσιμη και, συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της εκδίκασης της ένδικης διαφοράς. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εβδομήντα πέντε (75,00) ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ένδικης έφεσης, σε αυτήν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 36/2022 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του υπ’ αριθμό … e -παραβόλου της παρούσας έφεσης στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 30 Μαΐου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ