Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :    1747/2023

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών)

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 03η Νοεμβρίου, με την παρουσία και της Γραμματέα Μαρίνας Γρηγοριάδου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ : 1) …, κατοίκου … άνευ ελληνικού ΑΦΜ. 2) …) του … κατοίκου … άνευ ελληνικού ΑΦΜ, οι οποίες αμφότερες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πασχάλη Μόσχου με Α.Μ. 004127 του Δ.Σ. Πειραιά.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…) με πραγματική έδρα στην …………στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης, στην οδό …, …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται. 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «….) με καταστατική έδρα στην … και πραγματική έδρα, άλλως νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, στην οδό …, ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Σπαϊδιώτη με Α.Μ. 015705 του Δ.Σ. Αθηνών.

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16.12.2021, με ΓΑΚ : 10486/2021 και ΑΚΔ : 4844/2021 αγωγή τους, με αντικείμενο αξίωση από εργατικό ατύχημα, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί, το πρώτον τη δικάσιμο της 24.02.2022, αναβληθείσα για τη δικάσιμο της 03.5.2022, αναβληθείσα για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

       Α.α. Κατά το άρθρο 3 § 1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (οράτε ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 2000 σ. 1599, 108/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 1392, ΕφΑθ 4467/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 717/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 558, 6073/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 209, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 1466, 6073/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 209, ΜΕφΑθ 1039/2021 ΕλλΔνη 2023 σ. 1091). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν, επί του δικονομικού μεν πεδίου, αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου, το από τις διατάξεις του Ελληνικού Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (οράτε ΕφΑθ 4467/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑθ 1039/2021 ό.π.). Τέτοια στοιχεία, θεμελιωτικά της αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων και, επομένως, της διεθνούς δικαιοδοσίας τους είναι, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 33 ΚΠολΔ, αναφορικώς με δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, ο τόπος καταρτίσεως ή εκπληρώσεώς της (οράτε ΜΕφΑθ 1039/2021 ό.π.). β.α. Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και, αν δεν ορίσθηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (οράτε ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24 σ. 124, ΕφΠειραιά 220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 1466). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Σύμβασης της Ρώμης του έτους 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988 και αποτελεί από 01.4.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σ’ αυτό το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Με τη διάταξη του άρθρου 3 της σύμβασης αυτής, τίθεται ο γενικός κανόνας ότι, στις συμβατικές ενοχές, εφαρμόζεται, κατ` αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Στο άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης, ορίζεται ότι: « …2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4, και εφ’ όσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας», ενώ, τέλος, στο άρθρο 10 § 1, ορίζεται ότι: «1. Τα σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6 και 12 εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο διέπει ειδικότερα : α) την ερμηνεία της, β) την εκπλήρωση των ενοχών που δημιουργεί, γ) μέσα στα όρια των εξουσιών που παρέχει στο δικαστήριο το δικονομικό δίκαιό του, τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης, ολικής ή μερικής, των ενοχών αυτών, συμπεριλαμβανομένου και του υπολογισμού της ζημίας εφ’ όσον ρυθμίζεται από κανόνες δικαίου, δ) τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών, καθώς και τις παραγραφές και εκπτώσεις λόγω παρόδου προθεσμίας ε) τις συνέπειες της ακυρότητας της σύμβασης». Λεκτέον ότι οι παραπάνω διατάξεις, συμπεριλήφθηκαν και στον αμέσως ισχύοντα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπ` αριθ. 593/2008 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (οράτε ΜΕφΑθ 1039/2021 ΕλλΔνη 2023 σ. 1091). Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τη Σύμβαση, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 § 3, 7 § 2, 5 § 2 και 6 § 1 αυτής, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά στους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά την ατομική σύμβαση εργασίας, ορίζεται ότι «1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας, η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή. 2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως και, εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, το οποίο δίκαιο σε περίπτωση συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι αυτό της σημαίας του πλοίου, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την § 2 δε του άρθρου 7 ορίζεται, συναφώς με τα παραπάνω, ότι «οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο». Από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και, κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα (οράτε ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29 σ. 283, 541/2001 ΕΝΔ 29 σ. 286, ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27 σ. 355=ΕλλΔνη 2000 σ. 724, 654/1997 ΕΝΔ 25 σ. 372, 515/1998 ΕΕΔ 58 σ. 646=ΕΝΔ 26 σ. 375, ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π.) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ’ άρθρο 7 § 2 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Εν προκειμένω, πρόκειται για τους λεγόμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποίοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 § 3 της Σύμβασης αυτής, δηλαδή εκείνον από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (οράτε ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15 σ. 385, ΑΠ 906/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 1698, 561/2001 ό.π., 541/2001 ό.π., 654/1997 ό.π., 1197/1999 ό.π., 515/1998 ό.π., ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π., 384/2006 ΕΝΔ 34 σ. 374, 307/2005 ΕΝΔ 33 σ. 82, Ζωή Παπασιώπη-Πασιά: Η κοινοτική σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, όπως ισχύει στην Ελλάδα σ. 16 – 17, 27, 50, 52, 61, 62, Αναστ. Γραμματικάκη-Αλεξίου : Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ατομική σύμβαση εργασίας κατά την κοινοτική σύμβαση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του 1980, σ. 28, 31, 32, 37, 41, 50 – 52, 62, 63, 80 – 81, 110, 111 – 112, Σπυρ. Βρέλλης προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη σύμβαση εργασίας σ. 23 – 24, 33, 34, 44 – 45, 52 – 53). Τέτοιοι θεμελιώδεις κανόνες (αναγκαστικού δικαίου) είναι και οι διατάξεις των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των Διαιτητικών Αποφάσεων που ορίζουν τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων και έχουν εφαρμογή όταν βάσει των ανωτέρω διατάξεων είναι εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο (οράτε ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15 σ. 385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14 σ. 76). Ωσαύτως, αναφορικά με το Ελληνικό Δίκαιο, στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (οράτε ΕφΠειραιά 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 466/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 220/2010 ό.π. 299/1998 ΕΝΔ 26 σ. 391, 59/1998 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜΕφΠειραιά 371/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 321/2019, Αρμ. 2021 σ. 1737, 2/2019 Αρμ. Αρμ. 2021 σ. 1744). β.β. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007, ο οποίος εφαρμόζεται σε ατυχήματα που συνέβησαν από την 11.01.2009 (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αρ. 31 και 32 Καν 864/2007- ΔΕΕ, απόφ. της 17ης Νοεμβρίου 2011, υπόθ. C- 412/10, Deo Antoine Homawoo v GMF Assurances SA, Δούγκα-Κουμπλή, Σκέψεις σχετικά με το εφαρμοστέο στις αδικοπρακτικές ενοχές δίκαιο και τα όριά του ιδία σε περίπτωση πρόκλησης θανάτου αλλοδαπού υπηκόου και με εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό, ΝοΒ 2013, σ.), προβλέπεται ότι «1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό. 2. Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. 3. Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14 § 1 του ως άνω Κανονισμού προβλέπεται ότι: «Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν την υπαγωγή της εξωσυμβατικής ενοχής στο δίκαιο που αυτά επιλέγουν: α) με συμφωνία μεταγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος· ή β) εφόσον όλα τα μέρη ασκούν εμπορική δραστηριότητα, επίσης με συμφωνία η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης πριν από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τα δεδομένα της υπόθεσης και δεν θίγει δικαιώματα τρίτων. 2. Εφόσον, κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, όλα τα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα άλλη από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της άλλης αυτής χώρας, από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία. 3. Εφόσον, κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, όλα τα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η επιλογή από τα μέρη εφαρμοστέου δικαίου άλλου από εκείνο κράτους μέλους δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία, ενδεχομένως όπως αυτές εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή.». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ως άνω Κανονισμού προβλέπεται ότι: «Κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του φερομένου ως υπαιτίου, λαμβάνονται υπόψη, ως πραγματικό στοιχείο και στο μέτρο που είναι αναγκαίο, οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ίσχυαν στον τόπο και κατά τον χρόνο επέλευσης του γεγονότος που θεμελιώνει την ευθύνη.». Εξάλλου, με το άρθρο 16 ορίζεται ότι «Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή. Ο ανωτέρω Κανονισμός ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά την επέκταση της Σύμβασης της Ρώμης στο πεδίο των εξωσυμβατικών ενοχών, τυγχάνει ήδη σημαντικής εφαρμογής σε ατυχήματα οδικής κυκλοφορίας, καθόσον αυτά αποτελούν την ίσως πιο συχνά συνταντώμενη περίπτωση αδικοπραξίας (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Γεωργαντή, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, ΕΠολΔ 2010, σ. 168, Κουμπλή, σε Μπώλου – Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών, 2014, σ. 185). Βασικό στόχο του Κανονισμού 864/2007 αποτελεί η κατάργηση της νομικής πολυπλοκότητας με τη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων σύγκρουσης για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ (με εξαίρεση τη Δανία), προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου, να βελτιωθεί η προβλεψιμότητα των δικαστικών αποφάσεων και να εξασφαλιστεί εύλογη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του φερόμενου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος, αλλά και να αποτραπεί όσο είναι δυνατό το forumshopping (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Μπώλο, σε Μπώλου-Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών, 2014, σ. 18), υπαγορεύθηκε δε κυρίως από λόγους οικονομικής φύσης (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., αναλυτικά Μασούρο, Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές μετά τον Κανονισμό «Ρώμη II» (ΕΚ 864/2007)-Μία εισαγωγή στην οικονομική ανάλυση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των αδικοπραξιών, ΕφΑΔ 2008, σ. 625 επ.). Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο επί αδικοπρακτικών ενοχών, προτεραιότητα δίνεται καταρχάς στην ελεύθερη επιλογή του δικαίου μεταξύ των μερών (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Γεωργαντή, ό.π., σ. 173). Συνεπώς, αρχικά εξετάζεται η ύπαρξη συμφωνίας των μερών για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (αρ. 14). Η επιλογή γίνεται είτε με μεταγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος συμφωνία είτε, εφόσον όλα τα μέρη ασκούν εμπορική δραστηριότητα, με προγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος συμφωνία. Η ελευθερία, όμως, των μερών περιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 14 §§ 2 και 3 (η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου δεν πρέπει να θίγει δικαιώματα τρίτων, αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας). Εάν δεν υφίσταται συμφωνία σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο (ή εάν αυτή είναι άκυρη) εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που στην οποία αμφότερα τα μέρη έχουν τη συνήθη διαμονή τους. Στην περίπτωση που τα μέρη δεν έχουν κοινή συνήθη διαμονή εφαρμόζεται ο βασικός κανόνας του άρθρο 4 § 1 (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Κουμπλή, ό.π., σ. 185-186). Η § 1 του άρθρου 4 του ως άνω Κανονισμού επέλεξε ως συνδετικό στοιχείο τη χώρα στην οποία επήλθε η ζημία, με άλλα λόγια υιοθέτησε τον κανόνα της lex loci damni. Ο κανόνας αυτός αποτελεί εξειδίκευση του κανόνα της εφαρμογής της lex loci delicti comissi που αποτελούσε τη βασική λύση στα εθνικά δίκαια του συνόλου σχεδόν των κρατών μελών (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Μεταλληνό, σε Μπώλου-Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών, 2014, σ. 150). Έτσι επέρχεται μεταβολή στο ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα ως προς το άρθρο 26 ΑΚ το οποίο εφαρμόζοντας την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης επιτρέπει στον ενάγοντα να επιλέξει εναλλακτικά την εφαρμογή είτε του δικαίου του τόπου ενέργειας είτε εκείνου του τόπου του αποτελέσματος. Σκοπός της ρύθμισης είναι η ενίσχυση της ασφάλειας του δικαίου, καθώς είναι εκ των προτέρων απόλυτα προκαθορισμένο το εφαρμοστέο δίκαιο. Άλλωστε η εφαρμογή του δικαίου του τόπου του αποτελέσματος είναι προβλέψιμη για το ζημιωθέντα, αφού κατά κανόνα ο τόπος επέλευσης της ζημίας θα συμπίπτει με τον τόπο συνήθους διαμονής του (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Γεωργαντή, ό.π., σ. 174). Περαιτέρω, ο νομοθέτης όρισε ότι δεν είναι σημαντικές, κατά τη διάταξη αυτή, ούτε η χώρα στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός ούτε η χώρα ή οι χώρες στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Μεταλληνό, ό.π., σ. 150-151). Εξάλλου, το άρθρο 16 του Κανονισμού ρυθμίζει την εφαρμογή [και στο πεδίο των εξωσυμβατικών ενοχών] των διατάξεων αμέσου εφαρμογής της χώρας του δικάζοντος Δικαστή. Σύμφωνα δε με την σκέψη 32 του ως άνω Κανονισμού η καταφυγή στους κανόνες άμεσης εφαρμογής πρέπει να γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ειδικότερα όταν λόγοι δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν την αναγνώριση στα Δικαστήρια των κρατών μελών της δυνατότητας να κάμουν χρήση εκτάκτως εξαιρέσεως για λόγους δημόσιας τάξεως και υπερισχύοντος δεσμευτικού κανόνος. Με την ως άνω διάταξη, δίνεται η δυνατότητα στο Δικαστή του forum να εφαρμόζει σε μία υπόθεση τις διατάξεις άμεσης εφαρμογής της έννομης τάξης του. Η δυνατότητα αυτή θεωρείται ως θεμελιώδης έκφραση της κρατικής κυριαρχίας (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Λιάσκο, σε Μπώλου-Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών, 2014, σ. 472). Κανόνες άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με τον κρατούντα ορισμό του Φωκίωνα Φραντζεσκάκη, είναι αυτοί η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας για τη διαφύλαξη της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσης του συγκεκριμένου κράτους, ούτως ώστε να επιβάλλεται η τήρησή τους από όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται επί του εδάφους του κράτους αυτού ή σε κάθε έννομη σχέση που εντοπίζεται εντός του κράτους αυτού (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Λιάσκο, ό.π., σ. 479, Τσούκα, Οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του Κανονισμού 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) και του Κανονισμού 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, ΧρΙΔ 2011, σ. 394). Συνεπώς, οι κανόνες αμέσου εφαρμογής είναι αναγκαστικού δικαίου κανόνες της έννομης τάξης του δικάζοντος Δικαστή που είναι τόσο σημαντικοί για το δικαιικό του σύστημα, ώστε να θέτουν εκποδών τους κανόνες συγκρούσεως και το, δυνάμει αυτών, εφαρμοστέο δίκαιο. Ωστόσο, αν και οι κανόνες άμεσης εφαρμογής είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, κανόνες δηλαδή από τους οποίους δε χωρεί παρέκκλιση με αντίθετη συμφωνία, όλοι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου δεν είναι κανόνες άμεσης εφαρμογής (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Τσούκα, ό.π., σ. 394). Οι κανόνες άμεσης εφαρμογής έχουν μία εγγενή υποχρεωτικότητα, η οποία οφείλεται στο σκοπό τον οποίο υπηρετούν. Σε αυτήν, άλλωστε, οφείλεται η άμεση εφαρμογή τους από το Δικαστή. Προστατεύονται δε, με τους κανόνες αυτούς, τα συμφέροντα της ολότητας δια μέσου της προστασίας των συμφερόντων μίας κατηγορίας προσώπων, όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενοι, οι μισθωτές, οι καταναλωτές ή οι ανήλικοι (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Λιάσκο, ό.π. σ. 484). Ένας κανόνας δικαίου δεν χαρακτηρίζεται a priori ως άμεσης εφαρμογής. Οι συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης οδηγούν το Δικαστή να διαπιστώσει την υποχρεωτικότητα εφαρμογής ενός κανόνα δικαίου, ενόψει, αφενός, του σκοπού που ο συγκεκριμένος κανόνας δικαίου σκοπεύει να διαφυλάξει και, αφετέρου, της σύνδεσης της υπόθεσης με την έννομη τάξη, η οποία έχει υιοθετήσει τον κανόνα αυτό (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Λιάσκο, ό.π., σ. 484). Η άμεση εμπλοκή του κράτους στις ιδιωτικές υποθέσεις δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό πολλών κανόνων δικαίου ως άμεσης εφαρμογής. Πρόκειται ιδίως για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, της κοινωνικής ασφάλισης και της εκπαιδευτικής συνδρομής (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Λιάσκο, ό.π., σ. 483). Εξάλλου, το υποδεικνυόμενο σύμφωνα με τον Καν 864/2007 δίκαιο διέπει κατά το άρθρο 15 αυτού: α) τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους· Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται η νομική φύση της ευθύνης (αντικειμενική ή πταισματική), ο απαιτούμενος βαθμός πταίσματος, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης και της ζημίας, ο τυχόν νόμιμος περιορισμός της ευθύνης (π.χ. επί νομοθετικής πρόβλεψης ανώτατου ορίου αποζημίωσης, η θεμελίωση της προϋπόθεσης του παρανόμου (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Κατσά, σε Μπώλου- Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών, 2014, σ. 460), β) τους λόγους αποκλεισμού της ευθύνης/απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμό και καταμερισμό της ευθύνης, ήτοι, μεταξύ άλλων, τη συνυπαιτιότητα του παθόντος, γ) την ύπαρξη, τον χαρακτήρα και την αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας. Στην περίπτωση αυτή, περιλαμβάνονται η θεμελίωση και η έκταση της αποζημιωτικής αξίωσης, το είδος της αποζημίωσης και της προκληθείσας ζημίας (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Κατσά, ό.π., σ. 461), δ) τα μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη ή την παύση βλάβης ή ζημίας ή για την εξασφάλιση της παροχής αποζημίωσης, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του επιληφθέντος δικαστηρίου δυνάμει του οικείου δικονομικού δικαίου, ε) τη δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης ή αποκατάστασης της ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομικής διαδοχής, στ) τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν. Στην περίπτωση αυτή, περιλαμβάνονται ιδίως τα θέματα αποκατάστασης της περιουσιακής και της ηθικής βλάβης τρίτων προσώπων πέραν του αμέσως ζημιωθέντος, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων αυτών. Εδώ εντάσσονται, ιδίως, η ηθική βλάβη, υπό την έννοια της οδύνης που προκαλείται από το θάνατο οικείου προσώπου και η περιουσιακή βλάβη που προκαλείται στα τέκνα ή τη σύζυγο του θανόντος, ιδίως ως προς τις αξιώσεις διατροφής λόγω θανατώσεως στενού συγγενούς που κατέβαλε διατροφή (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Κατσά, ό.π., σ. 466-467), ζ) την ευθύνη για πράξεις τρίτου, η) τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών καθώς και τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας και τη διακοπή ή την αναστολή τους. Τέλος, το άρθρο 3 του πιο πάνω κανονισμού 864/2007 προβλέπει ότι «το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν είναι δίκαιο κράτους μέλους». Με το άρθρο αυτό, θεσπίζεται η αρχή της οικουμενικότητας ορίζοντας ότι οι κανόνες σύγκρουσης του κανονισμού ισχύουν επί περιπτώσεων, όπου καλούνται σε εφαρμογή όχι μόνο οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, αλλά και έννομες τάξεις τρίτων χωρών. Δικαιολογητικοί λόγοι της εν λόγω πρωτοβουλίας είναι η ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των οικονομικών φορέων και των πολιτών που εμπλέκονται σε διασυνοριακή διαφορά, ο κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού, η πάταξη των φαινομένων forumshopping και τέλος η ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π., Τζάκα, σε Μπώλου-Τζάκα, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο των Εξωσυμβατικών Ενοχών, 2014, σ. 133). Έτσι, το άρθρο 26 ΑΚ εφαρμόζεται πλέον μόνο στις περιπτώσεις οι οποίες βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού ή σε αδικοπραξίες προγενέστερες της θέσης σε ισχύ του Κανονισμού (οράτε ΜΠρΘεσ 7229/2018 ό.π.,  Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Βασιλακάκη, Γραμματικάκη – Αλεξίου, Παπασιώπη – Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2012, σ. 343). γ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ 1, 2, 3 επ. της ως άνω Συμβάσεως της Ρώμης, 914 του ΑΚ, 1, 16 του Ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και, ειδικότερα, τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 01.4.1991) από τις διατάξεις της παραπάνω Συμβάσεως της Ρώμης (οράτε ΑΠ 1078/1998 ΕΝΔ 27 σ. 1, 1023/1996 ΕλλΔνη 1998 σ. 838, 1486/1995 ΕΝΔ 24 σ. 222, ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π., ΜΕφΠειραιά 249/2015 ΕλλΔνη 2017 σ. 1446 με σημείωση Αντωνίου Αλαπάντα). Αυτά δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το Ν. 2321/1995 που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού όπως εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (οράτε ΕφΠειραιά 220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). δ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (οράτε ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 σ. 1605, ΑΠ 19/2014 με σημείωση Κ. Παπαδημητρίου ΕλλΔνη 2014 σ. 1024, 1858/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 1554, 52/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 1611, 460/2010, 138/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1612, 1085/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1481/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 745/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 201/2015 ΕλλΔνη 2015 σ. 1726 με ενημερωτικό σημείωση Αντ. Αλαπάντα). Στην έννοια δε του εργατικού ατυχήματος, κρίθηκε ότι εντάσσεται και εκείνο που επέρχεται εκτός του τόπου και του χρόνου της εργασίας, πριν ή ύστερα από αυτήν, ειδικότερα δε και κατά την μετάβαση στην εργασία ή την επιστροφή από αυτή, συνδέεται όμως με την εργασία με σχέση αιτίου και αποτελέσματος (οράτε ΕφΠειραιά 89/1993 ΕΝΔ 22, σ. 158). Παράλληλα, σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος, οφείλεται, κατ’ αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του άνω νόμου αποζημίωση για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 § 4 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του νόμου αυτού, να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποζημίωση, μέχρι το μισό της, μόνο όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην, από μέρους του, αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, κυρώθηκαν από την αρχή (οράτε ΑΠ 1858/2011 ό.π.). ε. Εξάλλου, επί ναυτεργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει, από τον κύριο της επιχείρησης, είτε την περιορισμένη αποζημίωση, κατ’ αποκοπή, του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων. Στην τελευταία περίπτωση, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξή τους και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας (άρθρο 662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου (οράτε ΟλΑΠ 26/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 804/2008 ΕλλΔνη 2011 σ. 127, 2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 963/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 571/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1046 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία, 1357/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 761, ΕφΠειραιά 93/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 191). Σε κάθε άλλη δε περίπτωση, (όπως όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των μέτρων που επιβάλλονται από τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και όχι από ειδική διάταξη νόμου) ο παθών υποχρεούται να αρκεσθεί στην καθοριζόμενη από το Ν. 551/1915 κατ’ αποκοπήν αποζημίωση (οράτε Δ. Ζερδελή  Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις § 19 σ. 824-825 πλαγ. 1292). Εξ αυτών, παρέπεται ότι ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, που συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης, αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά στη διαζευκτική ενοχή, σε κάθε δε περίπτωση, δηλαδή, και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα, ήτοι, σε δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής (οράτε ΑΠ 804/2008 ό.π., ΑΠ 2014/2007 ό.π., ΑΠ 1627/2007 πάγια νομολογία), ενώ ρητά διευκρινίζεται ότι η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτή απαιτείται υπαιτιότητα και δη αρκεί ότι στο εργατικό ατύχημα συνετέλεσε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, ήτοι οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι απαραίτητα η ειδική αμέλεια που περιγράφεται στο άρθρο 16 § 1 του Ν. 551/1915 (οράτε ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 370/2018 ΕλλΔνη 2019 σ. 104 με παρατηρήσεις Χρήστου Μαστροκώστα, ΑΠ 614/2017, ΑΠ 963/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 90/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1357/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 761, 274/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ). στ. Επί πλέον, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση προϋποθέτει ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος και της επέλευσης της ζημίας, με την έννοια ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό να επέλθει χωρίς την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη (οράτε ΑΠ 370/2018 ό.π., 757/2015, 145/2014). ζ.α. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (οράτε ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009 σ. 103, 929/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 1661, ΕφΑθ 2044/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46 σ. 650, ΕφΑθ 9826/1989 ΕλλΔνη 1991 σ. 1631, ΜΕφΠειραιά 536/2017 προσκομιζόμενη – αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, 63/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 180). ζ.β. Από τις διατάξεις των άρθρων 84, 105 § 1 και 106 ΚΙΝΔ, κατά την έννοια των οποίων, πλοιοκτήτης είναι ο εκμεταλλευόμενος πλοίο κυριότητος του ιδίου, εφοπλιστής δε ο εκμεταλλευόμενος πλοίο κυριότητος τρίτου, προκύπτει, αφ’ ενός, ότι η εκμετάλλευση του πλοίου από τον εφοπλιστή, η οποία δύναται να στηρίζεται είτε επί ορισμένης έννομης σχέσης είτε επί απλής πραγματικής κατάστασης, προϋποθέτει ότι ο τελευταίος έχει τη βούληση να ασκεί και πράγματι ασκεί, δι’ ίδιον λογαριασμό, τη ναυτιλιακή επιχείρηση, η οποία συγκροτεί το πλοίο, και απολαμβάνει τα κέρδη και επωμίζεται απεριορίστως τον οικονομικό κίνδυνο από την εν λόγω εκμετάλλευση, αφ` ετέρου, ότι οφείλει να δηλώσει εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου προς τη λιμενική αρχή του τόπου της νηολογήσεως ότι ασκεί την εκμετάλλευση του πλοίου, ενώ, εάν δεν έχει γίνει η εν λόγω δήλωση, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ως πλοιοκτήτης ο κύριος του πλοίου (οράτε ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 954/2004 ΕΝΔ 32 σ. 342, ΕφΠειραιά 110/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΠειραιά 1879/2008 ΕλλΔνη 2010 σ. 590, ΕφΠατρών 114/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Κιάντου – Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο έκδοση τρίτη 1993 σ. 89). Σχετικά, από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 § 4 και 106 εδ. α` του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958) προκύπτει ότι ο εφοπλιστής, δηλαδή αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος (άρθρο 53 του ΚΙΝΔ), υπέχει δηλαδή, κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις, την ίδια ευθύνη με τον πλοιοκτήτη, από δε τη διάταξη του άρθρου 106 § 2 εδ. α` ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, παράλληλα με εκείνον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι` αυτές (οράτε ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006 σ. 1435, ΕφΠειραιά 59/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 795/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρών 114/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 799/2001 ΕΝΔ 2001 σ. 361). Στην περίπτωση, όμως, της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι όμως και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος (άρθρο 84 ΚΙΝΔ) (οράτε ΕφΠειραιά 59/2011 ό.π., 156/2002 ΕΝΔ 2002 σ. 388, Δ. Καμβύση, «Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο», έκδ. 1982, σ. 292, Δ. Γεωργακόπουλου, «Ναυτικό Δίκαιο», έκδ. 2006, § 19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους. Από καμιά διάταξη δεν προκύπτει υποχρέωση του εφοπλιστή για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κυρίου του πλοίου και μάλιστα εις ολόκληρο με τον τελευταίο. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του το πλοίο και, συνεπώς, ο κύριος του πλοίου δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις γι` αυτό, η ανάληψη δηλαδή τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (οράτε ΕφΠειραιά 408/2008 ΕΝΔ 2009 σ. 19). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού (οράτε ΕφΠειραιά 59/2011 ό.π., 832/2008 ΕΝΔ 2009 σ. 13, 1109/2003 ΕΝΔ 2003 σ. 453, 156/2002 ό.π., παραβάλλατε ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992 σ. 70, σημείωση Γ. Θεοχαρίδη κάτω από την ΕφΠειραιά 746/2003 ΕΝΔ 2003 σ. 368). Συνακόλουθα δε είναι δυνατή, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθμ. 1 εδαφ. β` του ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου (οράτε ΕφΠατρών 114/2008 ό.π.).

       Β. Mε την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγουσες, σύζυγος η πρώτη και θυγατέρα η δεύτερη του … ουκρανού πολίτη, εκθέτουν ότι ο ανωτέρω προσελήφθη, την 01.7.2020, από τη δεύτερη εναγομένη – εφοπλίστρια με ατομική σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, (πρόκειται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, περί «προσυμφώνου» σύμβασης ναυτολόγησης), με την ειδικότητα του μάγειρα, προκειμένου να ναυτολογηθεί στο πλοίο «…» του οποίου κυρία είναι η πρώτη. Ότι, την 10.7.2020, η δεύτερη εναγομένη, οργάνωσε την μεταφορά του συγγενούς τους και άλλων ναυτικών, από την Μαριούπολη της Ουκρανίας, οδικά, σε αεροδρόμιο του Κιέβου, με μισθωμένο λεωφορείο, για να μεταβούν, κατόπιν, αεροπορικώς, προς συνάντηση του πλοίου. Ότι την ημέρα εκείνη, επικρατούσαν ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες στην περιοχή, κατάσταση ολότελα ξένη και δύσκολη για τους ουκρανούς, τη στιγμή που το χρησιμοποιηθέν λεωφορείο ήταν παλαιό, μη διαθέτον κλιματισμό και ότι ο εν λόγω ναυτικός υπέφερε, εξ αυτού του λόγου, καθώς τους ενημέρωσε. Ότι, την επομένη, μετά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο και ενόσω ο ναυτικός – συγγενής τους βρισκόταν στο χώρο του αεροδρομίου, λιποθύμησε και, λίγο αργότερα, πέθανε. Ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας, όντας σε καλή φυσική κατάσταση, κριθείς ικανός για το ναυτικό επάγγελμα και έχοντας επανειλημμένα ναυτολογηθεί στο παρελθόν. Ότι ο θάνατός του δεν σχετίζεται με προϋφιστάμενη παθολογική κατάσταση της υγείας του αλλά οφείλεται, αποκλειστικά, στις συνθήκες του ταξιδιού, όπως αναφέρεται στην αγωγή. Επίσης, ότι δεν ήταν τυχαίος ή αναπότρεπτος, εφόσον η δεύτερη εναγομένη δεν είχε φροντίσει, από αμέλειά της, για την υγεία και την ασφάλειά του ως μέλος του πληρώματος, υπαγόμενος, όπως επήλθε, στην έννοια του εργατικού ατυχήματος του Ν. 551/1915. Περαιτέρω ότι, βάσει προβλεπόμενου στη σύμβαση ναυτολόγησης όρου, είχε συμφωνηθεί να υπάγεται η σύμβαση αυτή στους όρους της αντίστοιχης ΣΣΕ για τους Ουκρανούς ναυτικούς, όπου προβλέπεται ότι, σε περίπτωση θανάτου του ναυτικού, από οποιαδήποτε αιτία, κατά την διάρκεια της εργασίας του, θα καταβάλλεται από τον εργοδότη, σε συγκεκριμένα συγγενικά πρόσωπα του ναυτικού 80.000,00 $ δολάρια ΗΠΑ και 15.000,00 $ δολάρια ΗΠΑ, αντίστοιχα, καθώς επίσης και τα έξοδα της κηδείας του (1.100,00 $ εν προκειμένω), αιτίες για τις οποίες η πρώτη ενάγουσα αξιώνει, ως επιζώσα σύζυγος, το ισάξιο, κατά την άσκηση της αγωγής (20.12.2021), σε ευρώ, ποσό των 70.843,48 ευρώ και 974,00 ευρώ, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα αξιώνει την αποζημίωση του άρθρου 6 Ν. 551/1915, η επιδίκαση της οποίας δεν απαιτεί υπαιτιότητα (αντικειμενική ευθύνη) ύψους 33.429,75 ευρώ. Πέραν δε των ανωτέρω ποσών, οι ενάγουσες ζητούν την επιδίκαση ποσού 150.000,00 ευρώ η πρώτη και 100.000,00 ευρώ η δεύτερη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη την οποία υποστηρίζουν ότι έχουν υποστεί συνεπεία του ένδικου θανάτου του συζύγου και πατέρα τους, επικαλούμενες ότι ο θάνατός του οφείλεται σε αμελή ενέργεια, κατά κύριο λόγο, της δεύτερης εναγομένης. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η μεν πρώτη ενάγουσα …, ως επιζώσα σύζυγος του …, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των (70.843,48 + 974,00 + 33.429,75 + 150.000,00=) 255.247,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και η δεύτερη, ως θυγατέρα του, επίσης εις ολόκληρον, το ποσό των 100.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Παρεπομένως, οι ενάγουσες ζητούν την κήρυξη της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής και, τέλος, την καταδίκη των εναγομένων στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα και εφόσον έχει τηρηθεί η αναγκαία, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, διότι, από την παραδεκτή και αναγκαία, για την εξέταση του θέματος αυτού, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι έλαβε χώρα η ενημέρωση των εναγουσών, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (οράτε το με αναγραφόμενη ημερομηνία 01.11.2021 έγγραφο), με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή, για την εκδίκασή της,  δικαιοδοσία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 21 § 1 α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.12.2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με το άρθρο 80 του οποίου καταργήθηκε ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 44/2001 (Βρυξέλλες Ι) του Συμβουλίου της 22.12.2000 (LI2/16-1-2001) «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 10.01.2014, εφόσον, κατά τα στην αγωγή ιστορούμενα, αμφότερες οι εναγόμενες έχουν την πραγματική τους εγκατάσταση εντός της ελληνικής επικράτειας (στον Πειραιά, άρθρα 1, 3 § 1, 25 § 2 και 74 αριθμ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ και 51 Ν. 2172/1993), αφού η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων καθορίζονται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της αλλοδαπής εταιρείας (οράτε ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 388, 2/1999 ΕΝΔ 1999 σ. 81, ΑΠ 803/2010, 812/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 249/2015 ΕλλΔνη 2017 σ. 1446 με σημείωση Αντωνίου Αλαπάντα) και δε δύναται να θεμελιωθεί δικαιοδοσία του δικαίου της σημαίας του πλοίου, ως τόπου παροχής της εργασίας του συγγενούς των εναγουσών, καθόσον αυτή είναι σημαία ευκαιρίας, με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο (οράτε ΕφΠειραιά 77/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειραιά 249/2015 ό.π.). Περαιτέρω, συντρέχει και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθ’ ύλη (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 § 2 και 16 περ. 2 ΚΠολΔ) για να δικασθεί η υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών 614 § 3 και 621 ΚΠολΔ, χωρίς να είναι αναγκαία, για την επί της ουσίας εξέτασή της, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον η διάταξη του άρθρου 15 § 2 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 24.7/25.8.1920 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ, διάταξη του Ελληνικού Δικαίου που, εν προκειμένω, είναι εφαρμοστέο, προβλέπει ότι οι αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από το Ν. ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου, ενώ, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα, εφόσον συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού (οράτε ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 36/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛάρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 20371/2012 Αρμ. 2012 σ. 1292, Κ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 142-143). Περαιτέρω, ως προς το Ουσιαστικό Εθνικό Δίκαιο που, εν προκειμένω, καλείται σε εφαρμογή, θα πρέπει, σε αρμονία με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση ανωτέρω, υπό στοιχείο Α.β. και κατ’ εφαρμογή των προβλέψεων του άρθρου 8 § 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17.6.2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 10.01.2014, να αποκλειστεί η εφαρμογή του Δικαίου της Μάλτας, εφόσον δε πρόκειται ούτε για το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση (εν προκειμένω της δεύτερης των εναγομένων) που προσέλαβε το θανόντα εφόσον, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, η επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, από το σύνολο των περιστάσεων, συνδέεται, στενότερα με άλλα Δίκαια και, συγκεκριμένα και δη το Ουκρανικό, (όπως κατωτέρω θα εκτεθεί αναλυτικά) και το Ελληνικό Δίκαιο, ενόψει του ότι πλοίο «…» είναι ελληνικών συμφερόντων, εφόσον η επ’ αυτού διοίκηση ασκείται εντός της ελληνική επικράτειας. Παράλληλα, καίτοι, από την προαποδεικτική εξέταση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι, στη σύμβαση ναυτολόγησης και δη στον όρο 06 αυτής, υπό τον τίτλο «Δικαιοδοσία», είχε συμφωνηθεί ότι «οι όροι και ρήτρες που περιέχονται στην σύμβαση ναυτολόγησης θα υπόκεινται στους εφαρμοστέους κανόνες του Κράτους του οποίου την σημαία φέρει το πλοίο (δηλαδή της Μάλτας) και κάθε διαφορά για τους όρους και ρήτρες αυτής της συμβάσεως θα κρίνεται με βάση τους νόμους του Κράτους του οποίου την σημαία φέρει το πλοίο (δηλαδή της Μάλτας), δεν παύει, στην υπό κρίση περίπτωση, να πρόκειται περί σημαίας ευκαιρίας, με την οποία το πλοίο «…» δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, εφόσον ούτε η έδρα των εναγομένων βρίσκεται εκεί, ούτε, με κάποιον άλλο τρόπο, προκύπτει σύνδεσή του με το κράτος της Μάλτας. Τονίζεται δε ότι οι εναγόμενες, προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, είναι εφαρμοστέο το δίκαιο της Μάλτας, ως το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ουδέν εισφέρουν σχετικά προς ενίσχυση του συνδέσμου του πλοίου «…» με την χώρα αυτή, ενσωματώνοντας μόνο στο κείμενο των προτάσεών τους, τον σχετικό όρο της σύμβασης. Αντίθετα, ως εφαρμοστέο Ουσιαστικό Δίκαιο, στην υπό κρίση περίπτωση, προκρίνεται, το Δίκαιο της Ουκρανίας. Ειδικότερα και σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση αναφέρθηκαν ανωτέρω υπό στοιχείο Α.β., πρόκειται για το Ουσιαστικό Δίκαιο που με βάση τον πρώτο όρο της από 01.7.2020 σύμβασης ναυτολόγησης υιοθέτησαν τα μέρη, επιλογή που βαρύνει, κατ’ αρχήν (άρθρα 3 και 8 § 1 του Κανονισμού αριθ. 593/2008) εφόσον και ο Κοινοτικός Νομοθέτης, ως πρώτο κριτήριο για το εφαρμοστέο δίκαιο, προκρίνει την βούληση των μερών. Ειδικότερα, το περιεχόμενο του όρου έχει ως εξής : 01. Ο ναυτικός θα εργασθεί στο προαναφερθέν πλοίο σύμφωνα με τους όρους της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ “ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΝΟΤΙΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ” (MARINE TRADE UNIONS’ FEDERATION OF THE SOUTH OF UKRAINE) της 10ης Ιουλίου 2013, εφεξής καλούμενη “Η Σύμβαση”. Ο Ναυτικός είναι μέλος της “Συνδικαλιστικής Ένωσης Ναυτικών Υπερπόντιων Πλοίων” (Trade Union of Overseas Going Seamen). Η “Συλλογική Σύμβαση Εργασίας” συνήφθη μετά από ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ-ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (όπως ανωτέρω), και των Κυρίων του πλοίου ή των Αντιπροσώπων τους και οι όροι της είναι σύμφωνοι με τους νόμους της Ουκρανίας. Η παρούσα Σύμβαση Εργασίας βασίζεται και διέπεται από τη “Συλλογική Σύμβαση Εργασίας” (Σ.Σ.Ε.) και τα Παραρτήματά της, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσης Σύμβασης Εργασίας και πρέπει να τηρούνται αυστηρά και πιστά.» Το γεγονός ότι τα μέρη έθεσαν ως πρώτο τον συγκεκριμένο όρο, ενόψει και του σαφούς, ξεκάθαρου και αναλυτικού περιεχομένου του, αναμφίβολα δείχνει και την βαρύτητα που απέδωσαν στην εφαρμογή του Ουκρανικού ουσιαστικού Δικαίου στην επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης. Παράλληλα, ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, καλούνται σε εφαρμογή, εφόσον αποτελούν, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση αναφέρθηκαν υπό στοιχείο Α.β., «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του Δικάζοντος Δικαστή και οι διατάξεις του Ν. 551/1915, καθώς επίσης και διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου για τις αδικοπραξίες. Ειδικότερα, η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 83, 84, 105 § 1, 106 Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ) [που είναι, εν προκειμένω, εφαρμοστέος, εφόσον, κατά τη γενική αρχή του δικαίου της επιβιώσεως του καταργηθέντος προγενέστερου νόμου, που ρητά καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 2 του ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ, οι ενοχές από οποιοδήποτε λόγο των οποίων τα παραγωγικά γεγονότα συντελέσθηκαν κατά τη διάρκεια που ίσχυε κάποιος νόμος, ο οποίος μεταγενέστερα καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, διέπονται και μετά την κατάργηση ή τροποποίησή του, από το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο τα παραγωγικά αυτά γεγονότα συντελέσθηκαν (οράτε ΑΠ 308/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 388/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 1707, 141/2000 ΕλλΔνη 2005 σ. 447, 292/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)], 1, 2, 3 § 5, και 6 N. 551/1915, 297, 298, 330, 346, 361, 481 επ. 662 (ήδη 12 του ΚωδΠΔ 80/2022), 914, 922, 926 εδ. α΄ περ. πρώτη, (με την αναγκαία διευκρίνιση ότι η ευθύνη της πρώτης εναγομένης ανέρχεται μέχρι της αξίας του πλοίου, υφισταμένης, εν προκειμένω, νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής) και 932 ΑΚ, σε εκείνες της «Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (CBA) για τους Ουκρανούς ναυτικούς του Σωματείου Ναυτικών της Ουκρανίας (Ukrainian Marine Trade Unions’ Federation)», σε αυτές της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ –  ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ για Ουκρανούς Ναυτικούς σε πλοία Αλλοδαπών Πλοιοκτητών η οποία περιέχει κανόνες αμέσου εφαρμογής, σε εκείνες της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που κυρώθηκε με το Ν. 4078/2012. Περαιτέρω, η αγωγή στηρίζεται και στις διατάξεις των άρθρων 176, 180 § 3, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, καθ’ ο μέρος αυτή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α478318) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

       Γ. Οι εναγόμενες αρνούνται την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της, ζητώντας, παράλληλα, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 169 ΚΠολΔ, εγγυοδοσία ποσού 1.000,00 ευρώ ή άλλου ευλόγου ποσού που θα ορίσει το Δικαστήριο, προς εξασφάλιση των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, σε περίπτωση ήττας τους. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο εφόσον η διάταξη του άρθρου 170 στοιχ. 6 ΚΠολΔ αποκλείει τη δυνατότητα αυτή σε εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.        Δ.α. Κατά το άρθρο 444 § 1 αρ. 3 ΚΠολΔ, ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά την § 2 του ίδιου άρθρου, μηχανική απεικόνιση είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος, «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα «πρωταρχικά», αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β` του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει, υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα, στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ` αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη, κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (οράτε ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 374, ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009 σ. 1372, 1351/2007 ΝοΒ 2007 σ. 2390, ΜΕφΔωδ 14/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3629/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 3256/2015 με σημείωση Ευαγγέλου Στασινόπουλου ΕλλΔνη 2015 σ. 1085, ΜΠρΠειραιά 66/2018 ΕλλΔνη 2018 σ. 1133). Συναφώς, κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλιση του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του Ν. 3115/2003, «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: …γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου. που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων, αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις, ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις, γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας, δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)…» (οράτε ΠΠρΘεσ 3256/2015 ό.π.). Στον ανωτέρω κανόνα, ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτή εξαίρεση στην περίπτωση, κατά την οποία εκτυπώσεις του περιεχομένου τέτοιου είδους ηλεκτρονικών αρχείων στα οποία ενσωματώνονται τα στοιχεία της επικοινωνίας αυτής, οι οποίες (εκτυπώσεις) προσκομίζονται ενώπιον των δικαστηρίων στο πλαίσιο πολιτικής δίκης, με τη συναίνεση [έστω και έμμεση] του αποστολέα και του παραλήπτη των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου [ή και γραπτών μηνυμάτων τύπου sms ή διαμέσου της χρήσης ηλεκτρονικών εφαρμογών (Viber, Messenger κλπ.)] των οποίων αποτέλεσαν αντικείμενο, δεν συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19 § 3 του Συντάγματος και λαμβάνονται υπόψη, υπ’ αυτήν όμως ακριβώς την προϋπόθεση της ύπαρξης – έστω και έμμεσα συναγόμενης – συναίνεσης αποστολέα και παραλήπτη, δυνάμενης να προκύπτει και από την μη ρητή εναντίωση τους προς τούτο (οράτε σχετικά ΠΠρΑθ 4370/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 789). Σχετικά, γίνεται δεκτό ότι, όταν τρίτος προσκομίζει sms που αφορά σε ξεχωριστούς, από αυτόν, συνομιλούντες, τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός και αν ο επικαλούμενος τα sms διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών, οπότε όμως, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Σε εκείνες τις οριακές περιπτώσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμιτή αποτύπωση του προφορικού λόγου υφίσταται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν έχουμε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και μαζί εκδήλωση ιδιωτικής ζωής, αλλά κατάπτωση της προσωπικότητας, όπως ενδεικτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ιδιαίτερης απαξίας (οράτε ΜΕφΔωδ 14/2022 ό.π., ΜΠρΗρ 1085/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κονταξή, ΕρμΠΚ, Τόμος Β’, έκδοση γ’, 2000, σ. 3125). β. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτίμησε όλα τα έγγραφα συντεταγμένα, είτε στην ελληνική γλώσσα είτε σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων) απόδειξη, οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία ναι μεν δε λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικά, πλην όμως, αυτό γίνεται υπό τους όρους πλέον των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, [οράτε Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ 2η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη σ. 51 πλαγ. 115, Παν. Γιαννόπουλου – Χρήστου Τριανταφυλλίδη (μελέτη) Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως], καθώς επίσης και την από … ένορκη βεβαίωση του … που λήφθηκε ενώπιον της Δικηγόρου Πειραιά Μπεττίνας Ρίχτερ του ΒΙΛΦΡΙΔ (άρθρο 421 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 21 Ν. 4842/2021), πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ο πληρεξούσιος των εναγουσών (οράτε την  υπ’ αριθμ. … ημέρα Τρίτη έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), [οράτε, ως προς το παραδεκτό της κλήτευσης με την επίδοση σχετικής κλήσης στον υπογράφοντα το αγωγικό δικόγραφο πληρεξούσιο Δικηγόρο των εναγουσών ΑΠ 1069/1991 ΕλλΔνη 1992 σ. 820, ΠΠρΘεσ 18352/2014 ΧρΙΔ 2014 σ. 693, ΠΠρΑθ 1276/2010, ΠΠρΑθ 1233/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 24938/2009 ΧρΙΔ 2009 σ. 896, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 270 αρ. 18, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 270 αρ. 9 σ. 559, Ν. Νίκα Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας Γ΄ έκδοση σ. 514] και την από … ένορκη βεβαίωση της … που λήφθηκε ενώπιον της ίδιας δικηγόρου και την από … ένορκη βεβαίωση της … που λήφθηκε ενώπιον της Litviona I.O. συμβολαιογράφου της συμβολαιογραφικής περιφέρειας της Μαριούπολης, περιφέρειας Μαριούπολης, περιοχής Ντονέτσκ Ουκρανίας, μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών … (για το παραδεκτό της προσκομιδής σε πολιτική ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί ενώπιον αλλοδαπού συμβολαιογράφου, οράτε ΑΠ 581/2010 ΕΕμπΔ 2011 σ. 142, ΜΕφΘεσ 113/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 388/2015 ΕλλΔνη 2016 σ. 829), με εξαίρεση τα δύο μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ήτοι το από …, του … προς την δεύτερη εναγομένη, εφόσον δεν πρόκειται για έγγραφο εμπεριεχόμενο σε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, ώστε να μπορεί να συναχθεί συναίνεση, έστω και έμμεση του αποστολέα, για προσκομιδή του στην παρούσα δίκη ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη των ισχυρισμών των εναγομένων, εφόσον, από την παραδεκτή επισκόπησή του, προκύπτει ότι το περιεχόμενό του, ουσιαστικά υπερκαλύπτεται από τις ένορκες βεβαιώσεις που με επίκληση προσκόμισαν οι εναγόμενες. Αντίστοιχα, η από 16.01.2022 ηλεκτρονική επιστολή, όπου φαίνεται ως συντάκτης αποστολέας απροσδιόριστο πρόσωπο (αναγράφεται ως αποστολέας μόνο … αγνώστων λοιπών στοιχείων), με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για (ιδιωτικό) έγγραφο κατά την έννοια του νόμου (443 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενώ, εκτός αυτών, ισχύουν και όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω ως προς την πρώτη ηλεκτρονική επιστολή. Από όλα, λοιπόν, τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα για τα οποία έγινε λόγος, καθώς και τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : δυνάμει της από 01.7.2020 ατομικής σύμβασης που καταρτίστηκε στην Μαριούπολη της Ουκρανίας μεταξύ, αφενός, του ναυτικού … (χρόνος γέννησης …) Ουκρανού πολίτη, συζύγου και πατέρα των εναγουσών, κατόχου του υπ’ αριθμ. (ουκρανικού) ναυτικού φυλλαδίου … και, αφετέρου, της δεύτερης των εναγομένων εταιρείας «…» η οποία έχει μεν καταστατική έδρα στη …, πλην όμως η πραγματική της βρίσκεται στον Πειραιά (οδός …) συμφωνήθηκε ότι ο ανωτέρω ναυτικός θα εργασθεί ως μάγειρας στο πλοίο «…», (σημαίας Μάλτας, … τύπος πλοίου: μεταφοράς χύδην φορτίου) για αόριστο χρονικό διάστημα. Του εν λόγω πλοίου κυρία είναι η πρώτη εναγομένη εταιρεία «…)», η οποία έχει την έδρα της στην ως άνω διεύθυνση στoν ………. όπου είναι εγκατεστημένη η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, που εκμεταλλευόταν το πλοίο για δικό της λογαριασμό, καθόσον διενεργούσε τις σχετικές ναυτολογήσεις των μελών του πληρώματος έχοντας την διεύθυνση του πλοίου για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν στην λειτουργία και εκμετάλλευσή του, με σκοπό το κέρδος, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της. Επομένως, η δεύτερη εναγομένη ενήργησε, κατά την σύναψη της επίδικης εργασιακής σύμβασης, όπως προκύπτει εναργώς και από το περιεχόμενο της, χωρίς να δηλώσει ρητώς ότι ενεργεί για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Ούτε όμως συνάγεται από τις διαγνωστέες, στον αντισυμβαλλόμενο ναυτικό, περιστάσεις ότι επιχειρούσε τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό της ιδίας, δεδομένου ότι η δεύτερη εναγομένη ενεργούσε ρητά, ως εργοδότρια, χωρίς από πουθενά να προκύπτει ότι ενεργούσε για λογαριασμό κάποιας άλλης εταιρείας και δη της πρώτης εναγομένης, ενώ αυτό δεν μπορούσε να διαγνωστεί από κάποιον καλόπιστο τρίτο όπως ο εδώ αντισυμβαλλόμενος ναυτικός. Αξίζει να αναφερθεί σχετικά και ότι, με βάση την από 09.01.1998 απόφαση του Δ.Σ. της δεύτερης εναγομένης ο … είχε οριστεί νόμιμος εκπρόσωπος, όπως αναφέρεται στην σχετική απόφαση, της εταιρείας στην Ελλάδα και του γραφείου της στην Ελλάδα. Επίσης, το ίδιο φυσικό πρόσωπο υπογράφει το από 16.02.2017 ενημερωτικό έγγραφο προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ως νόμιμος αυτής εκπρόσωπος, με το οποίο η πρώτη εναγομένη, απευθυνόμενη προς το ανωτέρω Υπουργείο, δηλώνει ότι έχει αναθέσει την διαχείριση του πλοίου «…» στην δεύτερη εναγομένη. Αντίστοιχα, το ίδιο φυσικό πρόσωπο, με την ιδιότητα, αυτή τη φορά, του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, συντάσσει την, με ίδια ημερομηνία, υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, απευθυνόμενη προς το ανωτέρω Υπουργείο, όπου δηλώνει ότι αποδέχεται την διαχείριση του ίδιου πλοίου. Έτσι, είναι σαφές, με βάση τα ανωτέρω, ότι το ίδιο δηλαδή φυσικό πρόσωπο – Έλληνας πολίτης διευθύνει, εκπροσωπεί και διαχειρίζεται ταυτόχρονα και τις δύο εναγόμενες. Με βάση τα ανωτέρω, ο ισχυρισμός περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης είναι απορριπτέος, εφόσον το τεκμήριο του άρθρου 105 ΚΙΝΔ έχει, στην υπό κρίση περίπτωση, ανατραπεί. Περαιτέρω, ως προς το χρόνο προσέγγισης του ναυτικού στο πλοίο, ορίστηκε η 06.7.2020. Περαιτέρω, βάσει του πρώτου αυτής όρου, ο ναυτικός θα εργασθεί στο προαναφερθέν πλοίο «σύμφωνα με τους όρους της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ “ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΝΟΤΙΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ” (MARINE TRADE UNIONS’ FEDERATION OF THE SOUTH OF UKRAINE) της 10ης Ιουλίου 2013», όντας ο ίδιος μέλος της «Συνδικαλιστικής Ένωσης Ναυτικών Υπερπόντιων Πλοίων» (Trade Union of Overseas Going Seamen). Στον ίδιο όρο, αναφέρεται, επίσης και ότι η ανωτέρω ΣΣΕ είχε συναφθεί, μετά από ελεύθερες διαπραγματεύσεις, μεταξύ του παραπάνω συνδικαλιστικού οργάνου των Ουκρανών ναυτικών και των κυρίων του πλοίου ή των αντιπροσώπων τους, ότι οι όροι της είναι σύμφωνοι με τους νόμους της Ουκρανίας και ότι η ατομική σύμβαση εργασίας του ναυτικού βασίζεται και διέπεται από την ανωτέρω Σ.Σ.Ε. και τα παραρτήματα της, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ατομικής σύμβασης εργασίας και πρέπει να τηρούνται αυστηρά και πιστά. Με το δεύτερο όρο προσδιορίστηκαν οι μηνιαίες αποδοχές ως εξής : 02. Μισθοί (Α) Μισθός μηνιαίας βάσεως $ 1088,68 (Β) Πάγιος αριθμός υπερωριών (104 ώρες ανά μήνα) $ 680, 42 (Γ – Τάξη) Εγγυημένες ώρες υπερωρίας 0,00 (Δ) Εγγυημένη αποζημίωση για υπερωρίες ανά μήνα 0,00 (Ε) Ωριαία αμοιβή υπερωριών (πέραν των καθορισμένων και εγγυημένων ωρών υπερωρίας) 6,54 (Ζ) Πληρωμή αδείας (2,5 ημέρες ανά μήνα) $ 90,72 (Η) Πληρωμή αδείας για δημόσιες εορτές $ 52,34, Μπόνους Πλοιοκτητών 0,00, Σύνολο $ 1912,16. Η σύμβαση αυτή αξιολογείται ως προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης, εφόσον η σύμβαση ναυτολόγησης συνομολογείται με τον πλοίαρχο και συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο (53 ΚΙΝΔ). Ωστόσο, δεν παύουν να απορρέουν, από αυτή, δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανάλογα με το περιεχόμενό της. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, εντάσσεται και η υποχρέωση, στη συγκριμένη περίπτωση, του εν λόγω ναυτικού να μεταβεί, από τον τόπο της κατοικίας του στην Μαριούπολη της Ουκρανίας, στον τόπο όπου βρίσκεται το πλοίο στο οποίο θα ναυτολογηθεί και θα προσφέρει την υπηρεσία του, αλλά και από την πλευρά των εναγομένων, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, υποχρέωση για την καταβολή μισθού στο συγκεκριμένο ναυτικό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σύμβαση ναυτολόγησης δεν έχει ακόμα καταρτισθεί και υφίσταται προσύμφωνο ναυτολόγησης. Σε εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής, ο συγκεκριμένος ναυτικός ξεκίνησε το ταξίδι αυτό, το απόγευμα της Παρασκευής 10.7.2020, επιβιβασθείς στη Μαριούπολη σε μικρό τουριστικό λεωφορείο με το οποίο θα μετέβαινε στο αεροδρόμιο του Κιέβου (περί τα 760 χλμ. απόσταση) απ’ όπου, στη συνέχεια, θα επιβιβαζόταν σε αεροπλάνο με τελικό προορισμό το πλοίο «…». Το λεωφορείο, μετά από δέκα περίπου ωρών ταξίδι, έφτασε στον προορισμό του νωρίς το πρωί της 11.7.2020, ο δε … αποβιβάστηκε από το λεωφορείο και εισήλθε πεζός εντός του χώρου του αεροδρομίου, όπου ξαφνικά έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε στο έδαφος. Σε μικρό χρονικό διάστημα, έφτασαν οι διασώστες του αεροδρομίου για παροχή πρώτων βοηθειών, χωρίς αποτέλεσμα και έτσι ο εν λόγω ναυτικός πέθανε ξαπλωμένος στον διάδρομο του αεροδρομίου. Από εκεί μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο του Boryspil, όπου και παρέλαβαν το νεκρό σώμα του τα συγγενικά του πρόσωπα. Αναφορικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, από τη Μαριούπολη μέχρι το αεροδρόμιο του Κιέβου, αυτό που ξεκάθαρα προκύπτει είναι ότι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, πόρρω απέχουν από αυτές που στην αγωγή περιγράφονται (θερμοκρασία 35°c και 38 °c υπό σκιάν, κατά την μάρτυρα των εναγουσών). Συγκεκριμένα, η θερμοκρασία, σε κανένα σημείο της διαδρομής, δεν ξεπέρασε τους 25°c, ενώ η υψηλότερη τιμή της (ώρα 15:00 που δεν ταξίδεψε το λεωφορείο) ήταν 27°c. Πολύ επίσης κρίσιμο είναι να τονιστεί ότι δεν προσκομίζονται σε εκτύπωση τα μηνύματα τα οποία ο θανών ναυτικός αντάλλαξε, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, με την σύζυγό του και στα οποία, ο ναυτικός παραπονιόταν, στη σύζυγό του ότι υπέφερε ένεκα των συνθηκών του ταξιδιού. Τα ανωτέρω αποδυναμώνουν, εν συνόλω, τους σχετικούς αγωγικούς ισχυρισμούς, κατά τους οποίους, εκτός των ανωτέρω, οι εναγόμενες είχαν ναυλώσει παλαιό και στερούμενου κλιματισμού λεωφορείο, τη στιγμή που η πλευρά των εναγομένων, κάθε άλλο παρά τους συνομολογεί, υποστηρίζοντας πως καμία εμπλοκή δεν είχε στη μίσθωση του (μικρών διαστάσεων – mini bus) λεωφορείου στην οποία είχαν προβεί, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο θανών ναυτικός και άλλοι συνάδελφοί του που θα ναυτολογούνταν και θα επάνδρωναν το πλοίο «…» και ότι το λεωφορείο που τελικά χρησιμοποιήθηκε είχε κατασκευαστεί το έτος 2016 (εργοστασίου κατασκευής MERCEDES τύπου Vito), διαθέτον σύστημα κλιματισμού που λειτουργούσε κανονικά. Περαιτέρω, ο θάνατος του ναυτικού και συγγενούς των εναγουσών, στην υπό κρίση περίπτωση, επήλθε ένεκα ισχαιμικού επεισοδίου, όπως συνομολογείται από την εναγόμενες (261 και 352 ΚΠολΔ). Στο ερώτημα αν ο θάνατος του …, συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του Ν. 551/1915, προσήκει αρνητική απάντηση. Ειδικότερα, δεν συντρέχει εδώ ο αναγκαίος, για τη θεμελίωσή του, όρος της εκδήλωσης βίαιου συμβάντος στον ναυτικό. Ωσαύτως, ούτε και για περίπτωση έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής, μπορεί να γίνει λόγος, εν προκειμένω, εφόσον, σε αρμονία με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η ύπαρξη επενέργειας οποιουδήποτε αιτίου στον οργανισμό του παθόντος (λ.χ. υπέρμετρη υγρασία, ζέστη, κούραση κλπ.), κατά την διενέργεια του επίδικου ταξιδιού, δεν αποδείχθηκε, αλλά ο θάνατός του οφείλεται σε άσχετα – με το επίδικο ταξίδι – παθολογικά αίτια και είναι αδιάφορο ότι, μέχρι το ένδικο συμβάν, δεν είχε εκδηλώσει συμπτώματα, εφόσον είναι πλέον από προφανές ότι το πρόβλημα υγείας του υπήρχε σε λάνθανουσα κατάσταση και συμπτωματικά εκδηλώθηκε κατά το ταξίδι του προς ναυτολόγηση. Σύστοιχα με τα ανωτέρω και κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ούτε αδικοπραξία στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον, κατά κανένα τρόπο, δεν αποδείχθηκε και δη σε βαθμό σχηματισμού σαφούς και εδραίας δικανικής πεποίθησης, ότι συνέτρεξε αμέλεια των προστηθέντων εκ μέρους των εναγομένων, ούτε εξωτερική ούτε εσωτερική τοιαύτη, εφόσον, αφενός, δεν αποδείχτηκε ότι αυτές είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στην μίσθωση του ανωτέρω λεωφορείου, ώστε να μπορεί να τους αποδοθεί επιλήψιμη συμπεριφορά (συνισταμένη λ.χ. στην μη λήψη κάποιων μέτρων ασφαλείας) καλυπτόμενη αντίστοιχα από εσωτερική αμέλεια, αλλά, αντίθετα, τα επίδικα γεγονότα εντάσσονταν, στον κύκλο δράσης του θανόντος ναυτικού και όχι σε αυτόν των εναγομένων. Με βάση τα παραπάνω, τα αγωγικά κονδύλια α) της πρώτης ενάγουσας που αφορούν στην αποζημίωση, κατ’ άρθρο 6 Ν. 551/1915 και β) αμφοτέρων των εναγουσών που αφορούν στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, αναφορικά με τα δύο πρώτα αγωγικά κονδύλια, εφόσον ο επίδικος θάνατος έλαβε χώρα κατά τη διαδρομή του θανόντος ναυτικού προς το πλοίο για να ναυτολογηθεί και να αναλάβει υπηρεσία, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ –  ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ για Ουκρανούς Ναυτικούς σε πλοία Αλλοδαπών Πλοιοκτητών η οποία περιέχει κανόνες αμέσου εφαρμογής και εξοβελίζει τυχόν δυσμενέστερους, για τους Ουκρανούς ναυτικούς, όρους των ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, όπως εν προκειμένω. Στο άρθρο 26 αυτής προβλέπεται : «26.1 Σε περίπτωση που ναυτικός αποβιώσει από οποιαδήποτε αιτία κατά την διάρκεια της εργασιακής του σχέσης με την Εταιρεία, συμπεριλαμβανομένου θανάτου από φυσικά αίτια και θανάτου που συμβεί ενώ ταξιδεύει προς και από το πλοίο … η Εταιρεία θα καταβάλλει τα ποσά που εξειδικεύονται στο συνημμένο Προσάρτημα 3 προς τον κατονομασθέντα δικαιούχο του και σε κάθε εξαρτώμενο τέκνο μέχρι τέσσερα (4) τέκνα κάτω από την ηλικία των 18 ετών. Η Εταιρεία θα μεταφέρει επίσης με δικές της δαπάνες την σορό του Ναυτικού στον τόπο κατοικίας του όσο είναι πρακτικά δυνατόν και κατ’ αίτηση της οικογένεια θα καταβάλλει και τα έξοδα κηδείας του.» Περαιτέρω, στο Προσάρτημα 3 (της ΣΣΕ) ορίζονται και τα αντίστοιχα ποσά. Έτσι, λοιπόν, το ποσό που, ως αποζημίωση ορίζεται σε περίπτωση θανάτου συγγενούς, ανέρχεται σε 80.000,00 δολάρια ΗΠΑ που εδώ είναι η πρώτη ενάγουσα. Οι όροι πληρούνται, εν προκειμένω, εφόσον, μεταξύ των διαδίκων υπάρχει προσύμφωνο έστω ναυτολόγησης και εφόσον ο συντάκτης της σύμβασης έχει υιοθετήσει μια πολύ ευρεία διατύπωση, αποσυνδέοντας την παροχή της αποζημίωσης και από χρονικά σημεία, όπως η ναυτολόγηση, η ανάληψη θαλάσσιας υπηρεσίας κλπ. Έτσι, τίθεται εκποδών ο όρος (3ος στο τέλος) της από 01.7.2020 ατομικής σύμβασης εργασίας με το κάτωθι περιεχόμενο : «3. ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΟΘΕΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ Μόνο σε περίπτωση θανάτου που έλαβε χώρα κατά τον χρόνο που ο ναυτικός ευρίσκετο επί του πλοίου θα καταβάλλεται αποζημίωση όπως στην περίπτωση 1(α).» Αντίθετα, είναι εφαρμοστέος ο όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας βάσει του οποίου, σε περίπτωση, θανάτου του ναυτικού, οι πλοιοκτήτες θα μεριμνήσουν και πληρώσουν για την μεταφορά της σορού μέχρι τον τόπο καταγωγής του ναυτικού και θα καλύψουν τα έξοδα κηδείας, με αποτέλεσμα η πρώτη ενάγουσα να δικαιούται το σχετικό κονδύλιο ύψους 974 ευρώ. Πρέπει, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή, αναφορικά με την πρώτη ενάγουσα και να απορριφθεί ως προς την δεύτερη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες (η πρώτη μέχρι της αξίας του πλοίου), εις ολόκληρον, να καταβάλουν, στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 80,000$ ΗΠΑ που σύμφωνα με την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ (1€/1,12925$) κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής (20.12.2021), αντιστοιχεί σε 70.843,48 € και τα έξοδα κηδείας του τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 1.100 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι με την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου ΗΠΑ (1€/1,12925$) κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής (20.12.2021), αντιστοιχεί σε 974,00 ευρώ, αμφότερα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Πρέπει δε κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, μέχρι του ποσού των 10.974,00 ευρώ, εφόσον κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα αυτή και εφόσον πρόκειται για διαφορά του άρθρου 614 αρ. 3 ΚΠολΔ (908 § 1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, εφόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρούσες τις διαδίκους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή αναφορικά με την δεύτερη ενάγουσα.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο, ως προς την πρώτη ενάγουσα.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εβδομήντα μίας χιλιάδων οχτακοσίων δέκα εφτά ευρώ και σαράντα οχτώ λεπτών (71.817,48 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή, εν μέρει, μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (10.974,00 €).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε τη        Ιουνίου 2023 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση.

 

O ΔIKAΣTHΣ                                                                H ΓPAMMATEAΣ

 

 

 

 

Περίληψη

Ναυτική

διαφορά. Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων. Πότε αυτή υπάρχει. Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Εφαρμοστέο δίκαιο επί συμβατικών ενοχών, βάσει του άρθρου 25 ΑΚ, Διεθνούς Σύμβασης Ρώμης και στη συνέχεια Κανονισμού 1215/2012 και ειδικά για την σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας. Κανόνες αμέσου εφαρμογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή. Είναι πάντοτε εφαρμοστέοι. Κανονισμός 593/2008 για εφαρμοστέο δίκαιο σε συμβατικές ενοχές Κανονισμός 864/2007 για εφαρμοστέο δίκαιο σε εξωσυμβατικές ενοχές. Επί ναυτεργατικού ατυχήματος, εφαμοστέο δίκαιο βάσει των διατάξεων για ενδοσυμβατική ευθύνη (25 ΑΚ και Κανονισμού 593/2008). Έννοια εργατικού ατυχήματος του Ν. 551/1915. Δυνατότητες παθόντος. Δυνατή σωρευτικά η απαίτηση αποζημίωσης κατ’ άρθρο 6 Ν. 551/1915 (αντικειμενική ευθύνη) και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (υποκειμενική ευθύνη).  Αντιπροσώπευση και πληρεξουσιότητα. Αν κάποιος δεν μπορεί διαγνωστεί ότι ενεργεί στο όνομα τρίτου του λογίζεται ότι ενεργεί για ίδιο όνομα. Εφοπλιστής – πλοιοκτήτης. Ορισμοί. Πραγματικά περιστατικά. Συντρέχει αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, έχοντας διεθνή δικαιοδοσία. Χαλαρός ο σύνδεσμος της σημαίας του πλοίου. Εφαρμογή Ουκρανικού βάσει του Κανονισμού 593/2008 και κανόνων αμέσου εφαρμογής Ελληνικού Δικαίου (Ν. 551/1915 και 914 ΑΚ επ.) και διατάξεων του παλαιού ΚΙΝΔ βάσει της αρχής της επιβίωσης του Δικαίου. Νόμω βάσιμη η αγωγή. Δεν χρειάζεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου. Ένσταση του 169 ΚΠολΔ για καταβολή εγγυοδοσίας. Νόμω αβάσιμη στις εργατικές διαφορές. Απόρρητο επικοινωνίας. Πότε αίρεται, χάριν εξυπηρέτησης σκοπών υπέρτερου συμφέροντος. Προσύμφωνο ναυτολόγησης. Δεν στερείται εννόμων συνεπειών. Ανατροπή του τεκμηρίου του 106 ΚΙΝΔ. Εν προκειμένω υπήρχε ταύτιση απόλυτη των συμφερόντων, η δεύτερη εναγομένη στην σύμβαση ουδόλως κατέστησε σαφές ότι ενεργεί για άλλη εταιρεία Μη ύπαρξη εργατικού ατυχήματος εφόσον ο θάνατος δεν είχε σχέση με την παροχή της εργασίας. Επίσης, ανυπαρξία πράξεως και πταίσματος από την δεύτερη εναγομένη εφόσον δεν είχε αναλάβει τη μεταφορά του θανόντος. Απορρίπτει σχετικά κονδύλια ως ουσία αβάσιμα. Δεκτό το κονδύλιο για αποζημίωση εφ’ άπαξ βάσει ΣΣΕ των Ουκρανών ναυτικών και των δαπανών κηδείας.