ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
1583/2023
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ανακοπής 5364/2389/2021
Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ανακοίνωσης δίκης 6983/3142/2021)
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, και Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις :
Α. Της ανακόπτουσας: Εταιρείας με την επωνυμία … με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 23-11-2021, τις από 22-11-2021 προτάσεις της δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κυριάκου Σαραβελάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Καλ. 322), κατοίκου …, δυνάμει ακριβούς επικυρωμένου αντιγράφου του υπ’ αριθμό … Πρακτικού του Δ.Σ. της, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Της καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 19-11-2021, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Κοπαλίδου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 38799), συνεργάτη της δικηγορικής εταιρείας Μουργέλας-Δημητρόπουλος-Κωνσταντέλιας, που εδρεύει … δυνάμει του υπ’ αριθμό … πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Β. Της ανακοινώσασας τη δίκη – προσεπικαλούσας σε παρέμβαση: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας (διασπώμενης) με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία (επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την υπ’ αριθμό πρωτ. … απόφαση της Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρίσθηκε στο ΓΕ.Μ.Η., η οποία κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 19-11-2021, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Κοπαλίδου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 38799), συνεργάτη της δικηγορικής εταιρείας Μουργέλας-Δημητρόπουλος-Κωνσταντέλιας, που εδρεύει … δυνάμει του υπ’ αριθμό … πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Της προς ην η ανακοίνωση της δίκης – προσεπικαλούμενη: Εταιρεία με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον … νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-7-2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5364/15-7-2021 και 2389/15-7-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 26-8-2022 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η ανακοινώσασα τη δίκη – προσεπικαλούσα σε παρέμβαση ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-9-2021 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6983/13-9-2021 και 3142/13-9-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 26-8-2022 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 5-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5364/2389/15-7-2021, ανακοπή και η από 7-9-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6983/3142/13-9-2021, ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε παρέμβαση, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι προδήλως συναφείς και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 1 και 246 ΚΠολΔ), δεκτού εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμου του και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου αιτήματος περί συνεκδίκασης που προέβαλε η καθ’ ης η ανακοπή με τις προτάσεις της, και απορριπτομένου κατά τα λοιπά ως προς το σκέλος συνεκδίκασης με την από 13-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5367/2390/2021, ανακοπή και την από 7-9-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6985/3143/2021, ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, που εκκρεμούν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθώς δεν απορρέουν από την ίδια ιστορική βάση και ενδεχόμενη συνεκδίκασή τους θα δυσχέραινε τη διεξαγωγή κοινής δίκης.
Από την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, που νόμιμα προσκομίζει με επίκληση η ανακοινώσασα τη δίκη- προσεπικαλούσα σε παρέμβαση, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανακοίνωσης δίκης- προσεπίκλησης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξης ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην προς ην η ανακοίνωση της δίκης-προσεπικαλούμενη (άρθρα 122 § 1, 123, 124, 126 § 1 εδ. γ΄, 130 § 1 και 215 § 2 ΚΠολΔ), η δε εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσής της (άρθρο 237 § 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν έλαβε κανονικά μέρος στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο, καθώς δεν προκατέθεσε προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 §§ 1-3, και επομένως, πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην αυτής (άρθρα 115 § 3 και 271 § 1 ΚΠολΔ).
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 724 § 1 ΚΠολΔ ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή με τη διαταγή πληρωμής ότι πρέπει να καταβληθεί, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 722 § 2 ΚΠολΔ όποιος έχει κατασχέσει συντηρητικώς απαίτηση στα χέρια τρίτου, γίνεται από την τελεσιδικία της απόφασης που δέχεται την αγωγή για την κύρια υπόθεση, δικαιούχος ολόκληρης της απαίτησης ή μέρους της, ανάλογα με το περιεχόμενο της απόφασης. Ο τρίτος, εκείνος που επέβαλε τη συντηρητική κατάσχεση και ο οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, που προβλέπουν οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου και εφαρμόζεται η διαδικασία για την άσκηση ή την διαφύλαξή τους, που ορίζεται στις διατάξεις αυτές (ΑΠ 613/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 985 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται και στη περίπτωση συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου (άρθρο 712 § 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό, ενώ η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Την ανειλικρίνεια της ρητής δήλωσης του τρίτου και δη την εν όλω ή εν μέρει αρνητική δήλωση, προς την οποία εξομοιώνεται και η παράλειψη της δήλωσης, έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση με ανακοπή, κατ’ άρθρο 986 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΑθ 1752/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση, δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της κατάσχεσης παρά μόνο αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ΚΠολΔ (το οποίο εφαρμόζεται και στην περίπτωση της συντηρητικής κατάσχεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 712 § 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ), ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση (άρθρο 987 ΚΠολΔ, ΑΠ 500/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Δεδομένου δε ότι προϋπόθεση για την κατάσχεση είναι η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, που πρέπει να περιγράφεται στο κατασχετήριο (983 § 1 περ. α΄ ΚΠολΔ), γίνεται δεκτό ότι στην έννοια του νόμου εμπίπτει και η περίπτωση της μεταγενέστερης απώλειας του εκτελεστού τίτλου, εφόσον επέλθει ενώ εκκρεμεί η δίκη ανακοπής κατ’ άρθρο 986 ΚΠολΔ, γεγονός που δύναται να προβάλει ο τρίτος στο πλαίσιο της δίκης αυτής (βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2η, άρθρο 986, § 116, σελ. 786-787).
ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 712 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ επί συντηρητικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου (άρθρα 982-991 ΚΠολΔ), κατά τις οποίες μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου επιδοθεί το κατασχετήριο στον τρίτο (προκειμένου δε περί συντηρητικής κατάσχεσης από της επίδοσης της απόφασης που τη διέταξε με επιταγή προς τον τρίτο (άρθρο 712 § 1α ΚΠολΔ) οφείλει αυτός να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Η δήλωση γίνεται στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που δηλώνει και συντάσσεται έκθεση. Η παράλειψη της δηλώσεως εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση (αρ. 985 ΚΠολΔ). Την ειλικρίνεια της δηλώσεως αυτής μπορεί να ανακόψει εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από τη δήλωση, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. ΚΠολΔ Δικαστηρίου (αρ. 986 ΚΠολΔ). Η ανακοπή αυτή δημιουργεί δίκη μεταξύ του κατασχόντος και του τρίτου, αντικείμενο όμως αυτής είναι η αναγνώριση της απαιτήσεως του καθού η εκτέλεση κατά του τρίτου και η καταδίκη του τελευταίου να καταβάλει στον κατασχόντα το κατασχεθέν ποσό ή να παραδώσει το κατασχεθέν πράγμα (ΕΑ 3286/1986 ΕλΔ 27, 1182, ΕΑ 1433/77 Αρμ. 1978, 275, ΕΑ 7332/76 Αρμ. 1977, 139, ΕΑ 5252/75 ΝοΒ 24, 192, Μπρίνια Αναγκ. Εκτελ. εκδ. Β΄ §§ 467, 467α, 467β και 467γ). Σε περίπτωση δε συντηρητικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου χρημάτων ή άλλων πραγμάτων που κατά το νόμο επιδέχονται κατάθεση, ο τρίτος εφόσον είναι οφειλέτης έχει την υποχρέωση να τα καταθέσει δημοσίως, αμέσως μετά την κατάσχεση αν η εναντίον του απαίτηση είναι ληξιπρόθεσμη, διαφορετικά μόλις λήξει η προθεσμία (αρ. 716 § 3 ΚΠολΔ) (Τζίφρα Ασφαλ. Μέτρα εκδ. 1980 σελ. 160). Επομένως το αίτημα της ανακοπής κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου στα χέρια του οποίου επεβλήθη συντηρητική κατάσχεση κινητών πραγμάτων που επιδέχονται κατάθεση πρέπει να είναι η αναγνώριση της απαιτήσεως του καθού η εκτέλεση κατά του τρίτου και η υποχρέωση του τελευταίου να τα καταθέσει δημόσια μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της κυρίας υποθέσεως. Ανάλογο δε θα είναι και το διατακτικό της αποφάσεως εφ’ όσον γίνει δεκτή η ανακοπή.
ΙΙ. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 986 εδ. α΄ ΚΠολΔ, η ανακοπή ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. Δικαστηρίου. Με βάση τη ρύθμιση αυτή, ως κριτήρια για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας πρέπει να λαμβάνονται αφενός η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρα 14, 16 και 18 ΚΠολΔ) και αφετέρου η φύση της. Αφού, δε, αντικείμενο της ανακοπής είναι μόνο η ύπαρξη του ποσού της απαίτησης που κατασχέθηκε, και όχι η ύπαρξη της απαίτησης του κατασχόντος, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα (καθώς και η λειτουργική) κρίνεται με βάση το ποσό και το είδος της πρώτης. Λαμβάνεται, επομένως, υπ’ όψιν και η φύση της απαίτησης που κατασχέθηκε, ώστε, αν το αντικείμενο που κατασχέθηκε εμπίπτει στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα να κρίνεται χωρίς να ληφθεί κατ’ αρχήν υπ’ όψιν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς. Σε ότι αφορά ειδικότερα το κριτήριο της αξίας της διαφοράς, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα πρέπει να κρίνεται με βάση όχι το σύνολο της αξίας του κατασχεμένου αντικειμένου, αλλά μόνο το μικρότερο ποσό που ενδεχομένως κατασχέθηκε αφού αυτό θα αποτελέσει το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Η κατά τόπο αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν την αγωγή, και ως αρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο νοείται εκείνο στο οποίο θα εναγόταν ο τρίτος, αν ασκούσε αγωγή ο καθ’ ου η κατάσχεση. Λαμβάνεται δηλαδή υπ’ όψιν η γενική δωσιδικία του τρίτου (άρθρα 22 επ. ΚΠολΔ), ο οποίος αντιμετωπίζεται έτσι νομοθετικά ως εναγόμενος. Αν όμως υπάρχει συντρέχουσα ή αποκλειστική ειδική δωσιδικία που να καλύπτει την οφειλή της οποίας ζητείται η αναγνώριση, αφού αυτή συνιστά το αντικείμενο της ανακοπής, η κατά τόπο αρμοδιότητα μπορεί ή πρέπει να κριθεί με βάση αυτήν. Στις περιπτώσεις έτσι που υπάρχει συντρέχουσα δωσιδικία για την οφειλή του τρίτου, αναγνωρίζεται στον ανακόπτοντα – κατασχόντα δικαίωμα επιλογής (άρθρο 41 ΚΠολΔ) μεταξύ του Δικαστηρίου της γενικής και της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας. Η εν λόγω ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΠΠρΑθ 109/2016, ΠΠρΠειρ 3563/2014 ΤΝΠ NOMOS).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 51 §§ 1 και 6 του Ν. 2172/1993 συστήθηκαν στο Πρωτοδικείο Πειραιά και στο Εφετείο Πειραιά ειδικά τμήματα (Τμήματα Ναυτικών Διαφορών), στα οποία αποκλειστικά δικάζονται υποθέσεις ναυτικών διαφορών, καθώς και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων επ’ αυτών των διαφορών. Κατά την παράγραφο 3Α του ίδιου άρθρου, ναυτικές διαφορές, είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις θαλασσίου εμπορίου και από τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό, παρατιθεμένων ενδεικτικά, όχι αποκλειστικά, στην παράγραφο 3Β (στοιχ. α΄-ιζ΄) του ιδίου άρθρου περιπτώσεων, που θεωρούνται ναυτικές διαφορές, μεταξύ των οποίων και συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου. Κατά τις παραγράφους 1α, 2 και 6α του πιο πάνω άρθρου, για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του Πειραιά. Κατά την παράγραφο 5α διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιά και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με γενικό κανόνα, κάθε πράξη που διενεργεί έμπορος χάριν της εμπορίας του και εκείνη που δεν αποσκοπεί σε κέρδος είναι εμπορική. Αυτό προκύπτει από επιμέρους διατάξεις του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των Εμποροδικείων 2/14.5.1835 (ΔΑΕ), ιδίως δε των άρθρων 1 (εμπορικές είναι όλες οι “μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις”) και 8. Στο τελευταίο ορίζεται μεν αρχικά ότι “δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των εμποροδικείων […] αι κατ’ εμπόρων περί πληρωμής προϊόντων γης ή πραγματειών [αγωγαί], ηγορασμένων προς ιδίαν αυτών χρήσιν”, στη δε παρ. 2 εισάγεται τεκμήριο ότι: “Τα γραμμάτια όμως τα παρ’ εμπόρων υπογεγραμμένα θεωρούνται ως ένεκα του εμπορίου αυτών γενόμενα, εάν άλλη τις αιτία δεν υπάρχει ρητώς εκπεφρασμένη εις αυτά”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται αφενός μεν ο κανόνας της “παράγωγης εξ υποκειμένου εμπορικότητας”, αφετέρου δε το “τεκμήριο εμπορικότητας”. Ο κανόνας της εξ υποκειμένου παράγωγης εμπορικότητας αφορά χωρίς διάκριση κάθε πράξη του εμπόρου, που έχει σχέση (έστω και έμμεση) με την εμπορία του. Ο κανόνας, ως εκδήλωση της αρχής του παρεπομένου, δεν σημαίνει ότι η πράξη θα πρέπει να ωφελεί την εμπορία, αρκεί να έχει σχέση με αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ε.Ν., έμποροι είναι όσοι μετέρχονται κατά κύριο επάγγελμα πράξεις εμπορικές. Έτσι ναυτιλιακές εταιρείες διαχείρισης πλοίων, όπως είναι αυτές που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα σύμφωνα με τους ΑΝ 89/1967, 378/68 και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, που έχουν την εμπορική ιδιότητα, ως εκ του ότι ασκούν κατά κύριο επάγγελμα εμπορικές πράξεις συναφείς με το θαλάσσιο εμπόριο, κάθε σύμβαση που συνάπτουν θεωρείται ότι γίνεται χάριν της εμπορίας τους, ήτοι χάριν της οικονομικής λειτουργίας και χρησιμοποίησης του πλοίου και, γι’ αυτό το λόγο, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές θεωρούνται ναυτικές διαφορές που εκδικάζονται από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιά (βλ. ΕφΠειρ 34/2021, 69/2020 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr).
ΙV. Τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του N. ΓπΟΗ/1912 “Περί δικαστικών ενσήμων”, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 § 1 του Ν.Δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του Ν.Δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του Ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 § 1 ΚΠολΔ, όπως αυτή τέθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 30 Ν. 3994/2011 (ΑΠ 65/2022, ΑΠ 204/2014 ΤΝΠ NOMOS). Η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, αν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους (ΑΠ 65/2022 ό.π.). Εξάλλου, απώτατο χρονικό όριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ (ως ίσχυε, εν προκειμένω, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 Ν. 4842/2021), για την προσκομιδή του δικαστικού ενσήμου είναι η συζήτηση της υπόθεσης, ρύθμιση η οποία είναι σαφής, ειδική και ρητή. Συνεπώς, δεν χωρεί, πλέον, στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το Ν. 4335/2015, εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ σχετικά με το δικαστικό ένσημο, δηλαδή, πλέον η μη προσκομιδή του δεν μπορεί να θεωρηθεί τυπική παράλειψη ώστε να δοθεί προθεσμία στον υπόχρεο διάδικο να το προσκομίσει, όπως είχε παγιωθεί με το προϊσχύσαν καθεστώς στη δικαστηριακή πρακτική, ενόψει και της μη ύπαρξης σχετικής αντίστοιχης ρύθμισης στο προϊσχύσαν άρθρο 237 ΚΠΔ περί τέτοιου καταληκτικού χρονικού σημείου. Αντίθετη ερμηνεία και εξακολούθηση παροχής προθεσμίας με το άρθρο 227 ΚΠολΔ, παρά τη ρητή, πλέον, ρύθμιση του απώτατου χρονικού σημείου προσκομιδής του ενσήμου στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, θα συνιστούσε contra legem ερμηνεία, αντίθετη τόσο στο γράμμα, όσο και στο σκοπό της διάταξης, αλλά και του Ν. 4335/2015 συνολικά, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο ΚΠολΔ, που είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης (ΠΠρΠειρ 3009/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.protodikeio-peir.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα, με την κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή της, ισχυρίζεται ότι δυνάμει της υπ’ αριθμό … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οφειλέτρια εταιρεία «…» υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 660.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. ποσού 158.400,00 ευρώ και δικαστικής δαπάνης ποσού 7.800,00 ευρώ, βάσει των αναφερόμενων σε αυτήν τιμολογίων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του χρόνου πληρωμής εκάστου παραστατικού, που ανερχόταν μέχρι την 25η-5-2021 στο ποσό των 35.530,14 ευρώ. Ότι, στη συνέχεια, την 9η-6-2021 επέβαλε συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της καθ’ ης ως τρίτης επί των χρηματικών ποσών/καταθέσεων που διατηρούσε η οφειλέτρια στους τραπεζικούς της λογαριασμούς σε αυτήν, επί πάσης φύσης επιστρεπτέου κεφαλαίου σε αυτήν, καθώς και επί κάθε άλλης χρηματικής της απαίτησης από την καθ’ ης βάσει οποιασδήποτε έννομης μεταξύ τους σχέσης και επί των μελλοντικών, υπό αίρεση ή προθεσμία, απαιτήσεών της μέχρι του ποσού της κατάσχεσης, άλλως επί κάθε μικρότερου ποσού που τυχόν βρισκόταν εις χείρας της τρίτης και δικαιούταν η οφειλέτρια κατά το χρόνο της κατάσχεσης, όσο και σε κάθε μελλοντικό μέχρι την ολική κάλυψη της επισπευδόμενης απαίτησης, ποσού 861.730,14 ευρώ. Ότι παρόλο που η καθ’ ης όφειλε να δηλώσει ότι υπήρχε εις χείρας, της ολικά ή εν μέρει, η χρηματική απαίτηση της οφειλέτριας που κατασχέθηκε στον αναγραφόμενο σε αυτήν λογαριασμό και ότι δεν υφίστατο καμία άλλη κατάσχεση, εντούτοις προέβη στην προσβαλλόμενη από 16-6-2021 δήλωση, σύμφωνα με την οποία η οφειλέτρια, κατά το χρόνο επιβολής του μέτρου εις χείρας της, δεν διατηρούσε λογαριασμούς σε αυτήν κατά παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεών της και με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος τόσο της ίδιας, όσο και της οφειλέτριας. Ότι με την από 2-7-2021 καταγγελία/διαμαρτυρία της επισπεύδουσας γνωστοποιήθηκαν στην καθ’ ης αυθημερόν έγγραφα και στοιχεία έκδοσης της τελευταίας, βάσει των οποίων προέκυπτε η ανειλικρίνεια της ανωτέρω δήλωσής της. Ότι η καθ’ ης, δόλια και μεθοδευμένα, απέκρυψε εν γνώσει της την ύπαρξη τόσο του αναγραφόμενου σε αυτήν τραπεζικού λογαριασμού και του διαθέσιμου πιστωτικού υπολοίπου του, καθώς και την ύπαρξη άλλων λογαριασμών της οφειλέτριας, όπως και λοιπών επιστρεπτέων κεφαλαίων με δικαιούχο αυτήν, με σκοπό τη μη δημόσια κατάθεση των κεφαλαίων αυτών υπέρ της επισπεύδουσας με αντίστοιχη/ισόποση ζημία και βλάβη της. Ότι, επιπρόσθετα, η συμπεριφορά της καθ’ ης συνιστά αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, καθώς αποσκοπούσε στην εξαπάτησή της, στη στέρηση της ικανοποίησης της επισπευδόμενης απαίτησής της από τα υπαρκτά και διαθέσιμα κεφάλαια της οφειλέτριας εις χείρας της καθ’ ης και στην υπαίτια πρόκληση της ζημίας της. Με βάση τα ανωτέρω ζητεί : α) να αναγνωρισθεί ως ανειλικρινής η από 16-6-2021 δήλωση της καθ’ ης ως προς τη μη ύπαρξη τραπεζικού λογαριασμού της «…» εις χείρας της και ως προς τη μη ύπαρξη, προς δέσμευση, διαθέσιμων χρηματικών απαιτήσεων μέχρι του ποσού των 861.730,14 ευρώ, και να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης εις χείρας της καθ’ ης μέχρι του ποσού των 861.730,14 ευρώ, αναγνωριζόμενης και της ισόποσης υποχρέωσης της καθ’ ης προς απόδοσή της στην ανακόπτουσα, β) να ακυρωθεί η ανωτέρω δήλωση της καθ’ ης, καταχωρισθείσα στην υπ’ αριθμό 4281/2021 πράξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών, και να καταδικασθεί να καταβάλει στην ανακόπτουσα την εις χείρας της κατασχεθείσα απαίτηση, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας της, άλλως από την τελεσιδικία της παρούσας και γ) να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή του ποσού των 861.730,14 ευρώ, ως ισόποση αποζημίωση της ανακόπτουσας λόγω της σε βάρος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εκπροσώπων και εντολοδόχων της καθ’ ης και του ποσού των 49.900,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο τέλεσής τους, άλλως από την κοινοποίηση της ανακοπής, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή κατ’ άρθρο 986 ΚΠολΔ (ως ίσχυε το εν λόγω άρθρο πριν την πρόσθεση εδ. δ΄ με το άρθρο 75 Ν. 4842/2021, ενόψει του χρόνου κατάθεσής της), η οποία έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 986 ΚΠολΔ, καθώς κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 15-7-2021 και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, που προσκομίζει με επίκληση η ανακόπτουσα), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επομένη της δήλωσης της καθ’ ης (άρθρα 986 εδ. α΄ και 144 § 1 ΚΠολΔ), καθώς και η αντικειμενικά (άρθρο 218 ΚΠολΔ) σωρευόμενη αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης κατ’ άρθρο 985 § 3 ΚΠολΔ, παραδεκτά εισάγονται για να συζητηθούν κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η διαφορά από την κατασχεθείσα απαίτηση, ήτοι από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, το χαρακτήρα της οποίας φέρει η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα (βλ. ΑΠ 1220/2014 ΧρΙΔ 2015, σελ. 110), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο – ενόψει του κατασχθέντος ποσού και της φύσης της απαίτησης – είναι καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 10 και 18 ΚΠολΔ), λειτουργικά (άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993), λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθόσον έχει συναφθεί από ναυτική εταιρεία χάριν της εμπορίας της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 25 § 2 και 33 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ο τόπος απόδοσης των χρηματικών καταθέσεων της οφειλέτριας (830 ΑΚ σε συνδυασμό με 829 ΑΚ) είναι η έδρα της καθ’ ης, που βρίσκεται στην Αθήνα, όπου εκτείνεται η δικαιοδοσία του παρόντος Πρωτοδικείου για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, απορριπτομένης, συνεπώς, ως αβάσιμης της ένστασης περί τοπικής αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, που προέβαλε η καθ’ ης με τις προτάσεις της. Ως προς το υπό στοιχείο γ΄ αίτημα, όμως, περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου [εν αντιθέσει με το καταψηφιστικό αίτημα της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ για το οποίο δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω της φύσης της ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαίτησης για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (βλ. ΠΠρΠειρ 3563/2014 ό.π.)], όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η ανακόπτουσα-ενάγουσα, με επιμέλεια της οποίας γίνεται η συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης, δεν προσκόμισε το αναλογούν τέλος μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, ούτε, άλλωστε, το επικαλείται με τις προτάσεις της. Πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η σωρευθείσα αγωγή της, κατ’ άρθρο 272 § 1 ΚΠολΔ, με βάση την προαναφερθείσα υπό στοιχείο ΙV νομική σκέψη της παρούσας, ενώ, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς τα υπό στοιχεία α΄ και β΄ αιτήματα, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 712, 724 § 1, 983, 985, 986 και 176 ΚΠολΔ, πλην των αιτημάτων περί αναγνώρισης της υποχρέωσης της καθ’ ης προς απόδοση της κατασχεθείσας απαίτησης στην ανακόπτουσα και καταδίκης της περί καταβολής σε αυτήν (την ανακόπτουσα) της εις χείρας της κατασχεθείσας απαίτησης, τα οποία είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα, καθόσον, εν προκειμένω, έχει επιβληθεί συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της καθ’ ης, η οποία ως τραπεζική εταιρεία καθίσταται μεσεγγυούχος της κατασχεθείσας συντηρητικώς απαίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 716 §§ 1 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 722 § 2 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΑθ 878/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΠΠρΑθ 4511/1989 ΕλλΔνη 1992, σελ. 617, σύμφωνα με τις οποίες επί συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου χρημάτων ή άλλων πραγμάτων που κατά το νόμο επιδέχονται κατάθεση, αίτημα της ανακοπής κατά της αρνητικής δήλωσης του τρίτου πρέπει να είναι η αναγνώριση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου και η υποχρέωση του τελευταίου να τα καταθέσει δημόσια μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί της κύριας υπόθεσης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 716 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της.
Με την υπό στοιχείο Β΄, ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση, η καθ’ ης ως άνω ανακοπή ανακοίνωσε την ανοιχθείσα με την ανακοπή δίκη στην προς ην η ανακοίνωση εταιρεία με την επωνυμία «…», προσεπικαλώντας αυτήν να παρέμβει στη δίκη, ως έχουσα έννομο συμφέρον προς τούτο. Η ως άνω ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 89 και 91 ΚΠολΔ), πλην όμως, η σωρευόμενη προσεπίκληση σε παρέμβαση δεν είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί, αφού δε συντρέχει καμία από τις περιοριστικά αναφερόμενες στις διατάξεις των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ περιπτώσεις άσκησής της. Πρέπει δε να ορισθεί, λόγω της ερημοδικίας της προσεπικαλούμενης, το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ), χωρίς να ερευνάται από το παρόν Δικαστήριο η ύπαρξη ή μη εννόμου προς τούτο συμφέροντός της (ΟλΑΠ 15/2001 Δίκη 2002, σελ. 510). Τέλος, αναφορικά με την ανακοίνωση δίκης δεν θα περιληφθεί διάταξη στην παρούσα απόφαση, καθώς δεν συνιστά αίτηση παροχής έννομης προστασίας, ούτε διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης.
Η ανακόπτουσα, με το μοναδικό λόγο της ανακοπής της, εκθέτει ότι η αρνητική δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με την οποία η οφειλέτρια δεν διατηρούσε λογαριασμούς σε αυτήν, είναι ανακριβής, καθόσον από έγγραφα και στοιχεία έκδοσης της καθ’ ης που προσκόμισε η οφειλέτρια σε μεταξύ τους δίκη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που συζητήθηκε στις 2-7-2021, και κοινοποίησε αυθημερόν στην καθ’ ης με την από 2-7-2021 καταγγελία/διαμαρτυρία της, προέκυπτε η τήρηση του αναγραφόμενου σε αυτήν τραπεζικού λογαριασμού της οφειλέτριας στην καθ’ ης.
Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκόμισαν με επίκληση, τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), όπως μερικά από αυτά αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 25-5-2021 συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις … (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …), η ανακόπτουσα επέβαλε εις χείρας της καθ’ ης, ως τρίτης, μεταξύ άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, συντηρητική κατάσχεση επί των χρηματικών ποσών που διατηρούσε η οφειλέτρια εταιρεία με την επωνυμία «…» στους τραπεζικούς της λογαριασμούς σε αυτήν μέχρι του ποσού των 861.730,14 ευρώ, άλλως επί κάθε τυχόν μικρότερου, καθώς και επί κάθε άλλης χρηματικής απαίτησης της οφειλέτριας από την καθ’ ης βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, ακόμη και αν αφορά μελλοντική, υπό αίρεση ή προθεσμία, απαίτηση, με βάση την συγκοινοποιηθείσα υπ’ αριθμό … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αφορώσα απαίτηση της ανακόπτουσας από τιμολόγια, ύψους 660.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., τόκων και εξόδων. Ακολούθως, η καθ’ ης, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, κατέθεσε ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, την υπ’ αριθμό … αρνητική δήλωση, σύμφωνα με την οποία εις χείρας της καθ’ ης και επ’ ονόματι της ως άνω οφειλέτιδας δεν υφίστανται λογαριασμοί. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η παραπάνω οφειλέτιδα εταιρεία, καθ’ ης η εκτέλεση, στο πλαίσιο άσκησης της από 10-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4030/1853/2021, ανακοπής της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και της από … επιταγής προς πληρωμή, κατ’ άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, άσκησε τις με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4847/2164/2-7-2021, 5806/2576/26-7-2021 και 7475/3341/27-9-2021 αιτήσεις ανάκλησης συντηρητικών κατασχέσεων και μεταρρύθμισης κατάστασης (κατ’ άρθρα 724 § 2 και 731 ΚΠολΔ), αναφορικά μεταξύ άλλων και της ένδικης συντηρητικής κατάσχεσης, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν και επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 2233/20-10-2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, βάσει της οποίας ανακλήθηκε, μεταξύ άλλων, η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της καθ’ ης ως τρίτης με το προαναφερόμενο από 25-5-2021 κατασχετήριο, ενώ διατάχθηκε η καθ’ ης, ήδη ανακόπτουσα, να απόσχει από την επιβολή συντηρητικών μέτρων, κατ’ άρθρο 724 § 1 ΚΠολΔ, σε βάρος της αιτούσας – οφειλέτριας, δυνάμει της παραπάνω διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής. Επιπρόσθετα, τυγχάνει γνωστό στο παρόν Δικαστήριο, υπό την εν μέρει ίδια σύνθεση, από προηγούμενη δικαστική ενέργειά του, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 336 § 2 ΚΠολΔ, ότι επί της από 10-6-2021 ως άνω ανακοπής και των από 2-9-2021 πρόσθετων λόγων αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 1078/2022 οριστική απόφαση, με την οποία συνεκδικάσθηκαν τα ανωτέρω δικόγραφα και αφού χωρίσθηκε η σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η οποία παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της οφειλέτριας εταιρείας έγινε δεκτή ως βάσιμη και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Συνεπώς, μετά την ανωτέρω ανάκληση του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης – και όχι «αναστολή», ως έχει η γραμματική διατύπωση του άρθρου 724 § 2 ΚΠολΔ, καθόσον η επιβολή της είχε ήδη ολοκληρωθεί – η οποία συνεπάγεται την αποδυνάμωση (ανενέργεια) της διαταγής πληρωμής ως τίτλου για την επιβολή της, χωρίς, όμως, κατά τα λοιπά να θίγεται η ισχύς της ως τίτλου για την είσπραξη του ποσού της (βλ. ΕφΛαρ 190/2020, ΕφΛαρ 6/2019, ΠΠρΑθ 226/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., άρθρο 724 § 6, σελ. 228), που, όμως, και αυτός ακολούθως, ακυρώθηκε, η επιβληθείσα ένδικη συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της καθ’ ης είναι άκυρη, κατ’ άρθρα 983 § 1 περ. α΄ και 987 ΚΠολΔ, υπό την έννοια της μεταγενέστερης αποδυνάμωσης του εκτελεστού τίτλου, εν προκειμένω της διαταγής πληρωμής ως τίτλου για την επιβολή της, ακυρότητα την οποία παραδεκτά προέβαλε η καθ’ ης με τις προτάσεις της, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι ο έτερος ισχυρισμός της καθ’ ης ότι η ανακόπτουσα έχει παραιτηθεί της επίδικης κατάσχεσης σιωπηρά και δη με την επιβολή νέας κατάσχεσης, εις χείρας της ίδιας ως τρίτης, προς ικανοποίηση της ίδιας απαίτησής της την 1η-7-2021, και άρα, η εν λόγω κατάσχεση είναι άκυρη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού τέτοια νόμιμη παραίτηση δεν μπορεί να συναχθεί από μόνη την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά της ανακόπτουσας, ενόψει μάλιστα της άσκησης της κρινόμενης ανακοπής της (πρβλ. αναφορικά με παραίτηση από επιταγή προς εκτέλεση, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ, ΑΠ 80/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΑΘ 8180/2004 Αρμ 2006, σελ. 751), χωρίς να έχει προηγηθεί ρητή παραίτησή της, και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο επισπεύδων στερείται εννόμου συμφέροντος για την επιβολή νέας (δεύτερης) κατάσχεσης με ταυτόχρονη διατήρηση των δικαιωμάτων του από την πρώτη κατάσχεση, χωρίς δηλαδή προηγούμενη ή τουλάχιστον σύγχρονη παραίτηση από την πρώτη (ΕφΠατρ 168/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Π. Αρβανιτάκης, Κύρος δεύτερης κατασχέσεως εις χείρας του ίδιου τρίτου από τον ίδιο κατασχόντα για την αυτή απαίτηση Αρμ 2002, σελ. 1126, Κ. Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σελ. 196). Κατόπιν αυτών, πρέπει η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να απορριφθεί λόγω της ακυρότητας του από 25-5-2021 κατασχετήριου της ανακόπτουσας, και απορριπτομένης της υπό κρίση ανακοπής και της σωρευόμενης αγωγής προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ) σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1 και 68 § 1 N. 4194/2013, βλ. ΟλΑΠ 6/2021 αναφορικά με τον υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής με βάση κλιμακωτό και όχι ενιαίο συντελεστή), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Σημειωτέον ότι το περιεχόμενο στην προσθήκη των προτάσεων της ανακόπτουσας αίτημα περί ανάκλησης της προαναφερόμενης υπ’ αριθμό 2233/2021 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απαραδέκτως προβάλλεται με την προσθήκη, ενώπιον μάλιστα του Δικαστηρίου αυτού, με την προκείμενη τακτική διαδικασία και μεταξύ διαφορετικών διαδίκων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5364/2389/15-7-2021, ανακοπή και την από 7-9-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6983/3142/13-9-2021, ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση, ερήμην της ανακόπτουσας όσον αφορά τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της ανακοπής αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης και της προσεπικαλούμενης και κατά τα λοιπά αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας ως προς την ανακόπτουσα και την προσεπικαλούμενη στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00€) για εκάστη αυτών.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή στο σύνολό της και την προσεπίκληση σε παρέμβαση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων οκτακοσίων (13.800,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 27 Απριλίου 2023, και δημοσιεύθηκε στις 16 Μαΐου 2023, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ