Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

Αριθμός απόφασης

1139/2023

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Ευτυχία Φερεντίνου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 10η Ιανουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην … κι εκπροσωπείται νόμιμα δια της ειδικής πληρεξουσίας, αντιπροσώπου και αντικλήτου αυτής ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «…» (όπως τροποποιήθηκε η επωνυμία της από «…»), η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ν. 4354/2015 όπως ισχύει σήμερα, έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από πιστώσεις του ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 326/2/17-9-2019 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της ΤτΕ, εδρεύει στην … κι εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 18-9-2019 Σύμβασης Παροχής Υπηρεσιών (Service Level Agreement) που υπεγράφη μεταξύ των αυτών εταιρειών καθώς και του υπ’ αριθ. … συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Κωνσταντίνου Βασιλάκη, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Σταυρογιάννη (ΑΜ ΔΣΑ 39959).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Αλλοδαπής ανώνυμης νομίμως εκπροσωπούμενης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … έχει εγκαταστήσει νομίμως ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά επί της οδού Κολοκοτρώνη αρ. 118, όπου επίσης νομίμως εκπροσωπείται, 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … κι εκπροσωπείται νόμιμα και 3) εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … κι εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Ανδρεουλάκη (ΑΜ ΔΣΠ 2418).

ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …) και κατέστη ειδική διάδοχος της εδρεύουσας στην Αθήνα Τράπεζας με την επωνυμία «…», δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ και 61 του ν. 4548/2018, νομίμως εκπροσωπούμενης, δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, δια της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «….», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», η οποία εδρεύει στην … κι εκπροσωπείται νόμιμα, έχει λάβει νόμιμη άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει της υπ’ αριθ. 326/2/17-9-2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ενεργεί ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Σταυρογιάννη (ΑΜ ΔΣΑ 39959).

Οι ανακόπτουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 2-10-2020 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 7446/3500/2-10-2020 ανακοπή που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2241/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Ακολούθως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς εξέδωσε την υπ’ αριθ. 2356/2022 μη οριστική απόφασή του, δια της οποίας κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στη συνέχεια, η εν λόγω υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 7-9-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 7963/3966/2022 κλήση, πλην όμως πριν την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης οι καλούσες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της ως άνω κλήσης, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι το παραπάνω εισαγωγικό της συζήτησης δικόγραφο ουδέποτε ασκήθηκε. Ήδη η καθ’ ης η ανακοπή επαναφέρει την ως άνω ανακοπή προς περαιτέρω συζήτηση με την από 15-11-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 10635/5276/2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-12-2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12104/5993/23-12-2022, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 15-11-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 10635/5276/2022 κλήση της καθ’ ης η ανακοπή, η από 2-10-2020 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 7446/3500/2-10-2020 ανακοπή των ανακοπτουσών μετά από: α) την έκδοση επ’ αυτής αρχικά της υπ’ αριθ. 2241/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κι εν συνεχεία της υπ’ αριθ. 2356/2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δια της οποίας το παρόν Δικαστήριο κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) την επαναφορά της προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 7-9-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 7963/3966/2022 κλήση, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν νομίμως και παραδεκτώς οι καλούσες πριν από την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι το παραπάνω εισαγωγικό της συζήτησης δικόγραφο ουδέποτε ασκήθηκε. Σημειώνεται ότι η παραπάνω κλήση, δια της οποίας φέρεται προς συζήτηση η ένδικη ανακοπή, είναι καθ’ όλα παραδεκτή, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των ανακοπτουσών, καθόσον η καλούσα – καθ’ ης η ανακοπή «…» διεξάγει την παρούσα δίκη και παρίσταται στο όνομά της ως αρχική δικαιούχος της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και ουχί δια της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστεί πληρεξουσία της δυνάμει του υπ’ αριθ. … πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Στέφανου Βασιλάκη (βλ. τις από 10-1-2023 έγγραφες προτάσεις της, όπως και το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών της δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνας Σταυρογιάννη, όπου ως εντολέας αναφέρεται η ………….).

Οι ένδικες από 2-10-2020 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 7446/3500/2-10-2020 ανακοπή και από 22-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 12104/5993/23-12-2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της υπάρχουσας μεταξύ τους συνάφειας, αφού υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 και 591 ΚΠολΔ), συνδέονται με σχέση κύριου προς παρεπόμενο και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επιπλέον επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση ανακοπή, οι ανακόπτουσες ζητούν, για τον ειδικότερα εκτιθέμενο στο δικόγραφο της ανακοπής λόγο, να ακυρωθεί η με αριθμό 338/2020 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία, μέρος της οφειλής τους προς αυτήν, ήτοι το, κατά την ημέρα της πληρωμής της οφειλής, ισόποσο σε ευρώ εκ 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και το ποσό των 8.880 ευρώ για δικαστική δαπάνη, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση πίστωσης, στην οποία οι ανακόπτουσες συμβλήθηκαν η μεν πρώτη εξ αυτών ως πιστούχος, οι δε λοιπές ως εγγυήτριες, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (βλ. άρθρα 18, 632 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 614 επ. ΚΠολΔ). Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, δεδομένου ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από ελληνικό δικαστήριο, γεγονός που καθιστά κατά τόπον αρμόδιο βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ το Πρωτοδικείο Πειραιώς (ΜΠΠ 1964/2020-ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν διεθνή δικαιοδοσία κατόπιν ειδικής προς τούτο συμφωνίας μεταξύ της καθ’ ης και της τρίτης ανακόπτουσας, βάσει του υπ’ αριθ. 13.2 όρου της από 9-8-2017 σύμβασης εταιρικής εγγύησης, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια). Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), ήτοι εντός τριάντα εργασίμων ημερών από την επίδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία επιδόθηκε στην μεν πρώτη ανακόπτουσα την 14η-9-2020 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …), στις δε λοιπές ανακόπτουσες την 18η-9-2020 (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 2-10-2020 (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας … επί του επικυρωμένου αντιγράφου της κρινόμενης ανακοπής). Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής και του νομίμου του λόγου της, καθ’ ο μέρος αυτός άπτεται των τυπικών προϋποθέσεων έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής θα κριθούν αποκλειστικά με βάση το ελληνικό δίκαιο (lex fori), καθ’ ο μέρος δε ο λόγος της ανακοπής βάλλει κατά της απαίτησης, η οποία στην προκείμενη περίπτωση φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα πάλι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους βάσει του όρου 13.1 της από 9-8-2017 σύμβασης εταιρικής εγγύησης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο, άλλωστε, οι ανακόπτουσες ρητά επικαλούνται με την ανακοπή και τις προτάσεις τους και η καθ’ ης δεν αντιλέγει, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (βλ. ΑΠ 1091/2010-ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και συγκεκριμένα μετά την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, ασκήθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με ιδιαίτερο δικόγραφο, η από 22-12-2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την οποία η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…» ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί ειδική διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή «…», δυνάμει της συναφθείσας μεταξύ τους από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία έχει νομίμως καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …., με την οποία έχουν μεταβιβαστεί σε αυτήν απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση απαίτηση, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, αναφέρει ότι δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που συνήφθη μεταξύ αυτής και της διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία καταχωρίσθηκε στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …. ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω μεταβιβασθεισών απαιτήσεων στην παραπάνω διαχειρίστρια εταιρεία, στην οποία χορήγησε και το από 16-3-2021 σχετικό πληρεξούσιο. Ότι κατόπιν τούτων κατέστη φορέας και δικαιούχος της ένδικης απαίτησης, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από τη δίκη αυτή (άρθρο 325 ΚΠολΔ), κι έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης και κατά των ανακοπτουσών, ζητώντας να απορριφθεί η ανακοπή, καθώς και να καταδικαστούν οι ανακόπτουσες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή στην εκκρεμή δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη ανακοπή, η οποία φέρει το χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, διότι η παρεμβαίνουσα κατέστη ειδική διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή κατά τη διάρκεια της δίκης, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (80, 81 § 1, 82, 83, 31 § 1 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία, καθώς προσδιορίζεται με σαφήνεια στο σχετικό δικόγραφο τόσο το έννομο συμφέρον της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας ως τρίτης όσο και ο διάδικος, για την υποστήριξη του οποίου ασκείται η παρέμβαση (81 § 1 του ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12104/5993/23-12-2022 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρ. 591 παρ. 1 στ. β΄ ΚΠολΔ), τόσο στην υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …) όσο και στις καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Περαιτέρω, η ένδικη αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 225, 80, 81, 83 και 85 ΚΠολΔ και πρέπει συνεπώς να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της από 16-3-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, η οποία συνήφθη μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση («…») και της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…», με έδρα στο …, μεταβιβάστηκε από την πρώτη στην δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ. 13 ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή και έχουν καταγγελθεί ή έχουν ρυθμιστεί. Η ως άνω συμφωνία καταχωρίσθηκε την 17-3-2021 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …, στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003. Ενόψει δε του ότι από την παραπάνω καταχώρισή τους στο ως άνω δημόσιο βιβλίο επήλθε η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από την παραπάνω Τράπεζα στην ως άνω αναφερόμενη εταιρεία ειδικού σκοπού, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, η μεταβίβαση αυτή έχει αποτελέσματα εκχώρησης, η δε καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης στο δημόσιο βιβλίο έχει αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον οφειλέτη, η εταιρία με την επωνυμία «…» κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η απαίτηση με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, ως ειδική διάδοχος της μεταβιβάσασας Τράπεζας (καθ’ ης η ανακοπή και υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση). Ειδικότερα, η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης με την προαναφερόμενη σύμβαση, έχει καταχωρισθεί στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο, με αριθμό καταχώρισης …….. και με υπόλοιπο οφειλής κατά την 12-3-2021 ποσού 4.526.650,20 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το από 18-3-2021 επικυρωμένο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών απόσπασμα από το κατατεθειμένο με αριθμό πρωτοκόλλου … παράρτημα της ως άνω σύμβασης μεταβίβασης. Περαιτέρω, με την από 11-6-2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003, ανατέθηκε η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου στην εταιρεία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», η οποία συστάθηκε την 16-9-2019 δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015, εποπτεύεται δε και αδειοδοτήθηκε νομίμως από την «…», δυνάμει της υπ’ αριθμόν 326/2/17-9-2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό ΦΕΚ 3533/Τεύχος Δεύτερο/20-9-2019. Η ως άνω σύμβαση διαχείρισης καταχωρίσθηκε την 29-7-2021 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …… Επιπλέον, δυνάμει του από 11-6-2021 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Δουβλίνου Clodagh O’ Hagan, ορίστηκε ως νέα διαχειρίστρια και πληρεξούσια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η ένδικη για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, η εταιρία με την επωνυμία «…» με διακριτικό τίτλο «….»). Συνεπεία των ανωτέρω, η τελευταία εταιρία, είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6-9-2021 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 6740/3042/6-9-2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας και κατά των ανακοπτουσών, υπό την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστρια και πληρεξουσία των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…», ειδική διάδοχος της ………. στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της δίκης. Ωστόσο, ενόψει του ότι μεσολάβησε η έκδοση της υπ’ αριθ. 822/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι όταν η μεταβίβαση απαιτήσεων γίνεται με τιτλοποίηση, κατά τους ορισμούς του Ν. 3156/2003, οι διαχειρίστριες εταιρείες δεν αποκτούν την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου και δεν νομιμοποιούνται ούτε κατ’ εξαίρεση ενεργητικώς να διεξαγάγουν τις σχετικές δίκες, δεν επαναφέρθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της διαχειρίστριας εταιρείας, αλλά ασκήθηκε νέα από τη δικαιούχο των απαιτήσεων εταιρεία με την επωνυμία «…». Συνεπώς, από όλα τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι η νυν αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς, ως ειδική διάδοχος της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, να παρέμβει και μάλιστα αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της αρχικής δικαιούχου και δικαιοπαρόχου της, «…», προς απόκρουση της κρινόμενης ανακοπής, καθόσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και αυτήν, διεξάγοντας τη δίκη και παριστάμενη στο όνομά της (βλ. τις από 10-1-2023 έγγραφες προτάσεις της, όπως και το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών της δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνας Σταυρογιάννη, όπου ως εντολέας αναφέρεται η …) και ουχί δια της πληρεξουσίας της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι ανακόπτουσες, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού τους περί απαράδεκτης εκούσιας αντιπροσώπευσης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 εδ. α’, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων, που επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα και παραμένουν υποχρεωτικά στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής για να μπορεί ο καθ’ ου να λάβει γνώση της απαίτησης (άρθρο 632 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ). Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, αν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί για το οφειλόμενο κατάλοιπο του λογαριασμού που εξυπηρετεί σύμβαση δανείου, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του λογαριασμού, το κλείσιμό του και το χρεωστικό κατάλοιπο, το οποίο αποτελεί την απαίτηση της τράπεζας που χορήγησε το δάνειο (ΜΕφΘεσ 2613/2017-ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. δ΄ και ε΄ ΚΠολΔ που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι αυτή, δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ). Η αναφορά ειδικότερα στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται, προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση του τίτλου, αν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία. Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (ΑΠ 1094/2006, ΕφΛαμ 6/2020, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Συναφώς, επί διαταγής πληρωμής την οποία πέτυχε μία τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ακυρότητας ως προς έναν ή περισσότερους Γ.Ο.Σ. λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση του λόγου της που στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση – εφόσον βεβαίως ο λόγος είναι ορισμένος, πλήττοντας συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης – επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του/των Γ.Ο.Σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 105/2019-Αρμ 2019/348). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994, ως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν.3587/2007, καθόσον οι διατάξεις του Ν. 4512/2018 δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί έως την έναρξη ισχύος τους (18-3-2018), όπως είναι η επίδικη από 29-7-2002 σύμβαση πίστωσης (βλ. μεταβατική διάταξη άρθρου 111 Ν. 4512/2018), ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1738/2009, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε, τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει, αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία, σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι, από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994, δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες, είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης, προς περαιτέρω μεταβίβασή τους (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Έτσι, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994, όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 13/2015, ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 368/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής πίστωση. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου, απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1463/2017-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1332/2012-Αρμ. 2013/909, ΑΠ 7/2011-ΝοΒ 2011/562, ΑΠ 904/2011-Αρμ. 2612/1708, ΕφΠατρ 9/2021, ΕφΛαρ 139/2020, ΕφΔυτΜακ. 19/2020 και 25/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΕφΔυτΜακ. 25/2019-ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 298/2008-ΕπισκΕμπΔ 2008/1063, ΕφΑθ 1558/2007-ΕλλΔ/νη 48/902), ήτοι, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της, και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 2037/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ (σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία), με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη, ως καταχρηστικών, των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον τον καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε, στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει, κάθε φορά, το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών, των οποίων γίνεται αξιολογική στάθμιση, εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή, για κατάργησή του. Ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου, με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005-ΕλλΔ/νη 2005/802, ΕφΔυτΜακ 25/2019 – ΝΟΜΟΣ). Λαμβάνονται, ως εκ τούτου, υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006-ΝΟΜΟΣ). Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος, είναι κάθε Γ.Ο.Σ., ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του Γ.Ο.Σ., αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Έτσι, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός Γ.Ο.Σ., εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων Γ.Ο.Σ. που θεωρούνται «per se» καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ. περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα, θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α΄ και β΄ της § 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Δέον να σημειωθεί ότι τα περιστατικά τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη, ως καταχρηστικού, του σχετικού όρου (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 561/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ., δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι, ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της 181 ΑΚ. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας, μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ, έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική βούληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, ΕφΚρητ. 13/2021, ΕφΛαρ 17/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία, είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγόρευσης. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα (ΑΠ 368/2019-ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από μακρού χρόνου, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), οπότε, υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους, δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, ενόψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975, δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη, μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 917/2011, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη, αποτέλεσε από την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά ότι, για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 Ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β’ του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Άλλωστε, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Ειδικότερα, η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και ως προς τον εκτοκισμό και ανατοκισμό του ποσού της εισφοράς, καθώς αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΕφΛαρ 504/2019, ΕφΠειρ 127/2019, ΕφΘεσ 2256/2018, ΕφΘεσ 1224/2017, ΕφΘεσ 16/2016, ΕφΘεσ 1034/2013, δημοσιευμένες στη NOMOΣ, Ψυχομάνη Σπ., Τα τραπεζικά επιτόκια ΝοΒ 1995/16).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτουσες εκθέτουν ότι η υπ’ αριθ. 338/2020 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τυγχάνει ακυρωτέα, διότι εκδόθηκε για απαίτηση μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, η οποία ενσωματώνει παράνομες χρεώσεις, που στηρίζονται σε άκυρους και καταχρηστικούς Γ.Ο.Σ. περιλαμβανόμενους στην επίδικη από 29-7-2002 σύμβαση πίστωσης και δη ενσωματώνει ποσά που προέρχονται από την παράνομη μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 καθώς από τον παράνομο και καταχρηστικό ανατοκισμό αυτής. Ότι ειδικότερα από τα αποσπάσματα της κίνησης του λογαριασμού της σύμβασης από τα εμπορικά βιβλία της, που η καθ’ ης προσκόμισε ενώπιον της Δικαστή που εξέδωσε την ανακοπτόμενη, προκύπτει ότι η τελευταία κεφαλαιοποιούσε ενδεχομένως και την εισφορά του Ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους και υπερημερίες και ακολούθως μετά την ανακεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προέβαινε σε ανατοκισμό του ποσού της εισφοράς. Ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη, αφού η ακυρότητα των επιμέρους αυτών ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης της καθ’ ης, αφού στα εν λόγω αποσπάσματα δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό ενδεχομένως των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ ης. Ότι τέλος η κατά τα άνω επιβολή της εισφοράς του Ν. 128/1975 προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, καθότι σε κανένα σημείο της σύμβασης δεν αναφέρεται αν τα αναγραφόμενα επιτόκια περιέχουν ή όχι την παραπάνω εισφορά. Με τέτοιο περιεχόμενο, ο λόγος αυτός ανακοπής, κατά το σκέλος που αφορά στην παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, παραδεκτά μεν προβάλλεται, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, άπασες οι ανακόπτουσες εταιρείες έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, αφού η χορήγηση στην πρώτη από αυτές ανακυκλούμενης πίστωσης από την καθ’ ης, δυνάμει της επίδικης σύμβασης πίστωσης, την εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν η δεύτερη και η τρίτη από αυτές, συμπεριλαμβάνεται στις συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες (χορήγηση δανείων και πιστώσεων), που απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, συνιστούν, δηλαδή, παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης, προς περαιτέρω μεταβίβασή τους (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), πλην όμως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον οι ανακόπτουσες δεν προσβάλλουν επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και δεν προσδιορίζουν το επιπλέον ποσό, με το οποίο παράνομα, όπως ισχυρίζονται, επιβαρύνθηκε η οφειλή τους, και κατά το οποίο επωφελήθηκε, αντίστοιχα, η καθ’ ης Τράπεζα, ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή και να κριθεί εάν εξ αυτού του λόγου είναι όντως σημαντική. Ειδικότερα, οι ανακόπτουσες αμφισβητούν απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, είτε ποιο συγκεκριμένο μέρος του επιτασσόμενου με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ποσού προέρχεται από την παράνομη, κατά την άποψή τους, μετακύλιση και τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού τους και η αντίκρουσή του από την καθ’ ης, σε περίπτωση δε, ουσιαστικής παραδοχής του, το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το παρανόμως επιδικασθέν χρηματικό ποσό, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα είχε διαμορφωθεί, αν δεν είχαν λάβει χώρα τα ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού. Επίσης, ουδόλως διευκρινίζουν, αν η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ) ή, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ακυρότητα περιορίζεται στο συγκεκριμένο όρο, ποια η επίδραση της στη διαμόρφωση του ύψους της οφειλής, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να ακυρώσει την πληττόμενη διαταγή πληρωμής κατά το ακριβές υπερβάλλον ποσό. Τουναντίον, ο συγκεκριμένος λόγος της ανακοπής περιλαμβάνει νομικά μόνον επιχειρήματα χωρίς όμως να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο της επίδικης απαίτησης. Ανεξαρτήτως όμως και πέραν της αοριστίας αυτής, ο κρινόμενος λόγος είναι και νομικά αβάσιμος, διότι αφενός μεν η μετακύλιση στον πιστούχο της εν λόγω εισφοράς γίνεται νόμιμα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, καθώς δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, το αυτό δε ισχύει και ως προς τον ανατοκισμό αυτής, καθόσον η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια, και συνεπώς νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, εφόσον ο συνυπολογισμός της στο επιτόκιο δεν συνεπάγεται υπέρβαση του ανώτατου θεμιτού ορίου, την οποία εξάλλου δεν επικαλούνται οι ανακόπτουσες (ΑΠ 669/2020, ΕφΛαμ 5/2022, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δε ο καταλογισμός τυχόν παράνομων κονδυλίων σε βάρος του οφειλέτη δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη, ώστε να δημιουργείται διαδικαστικό κώλυμα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 624 ΚΠολΔ. Αρκεί δε ότι αναφέρεται σ’ αυτήν το ποσό που διατάσσεται ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής να πληρώσει και αποτελεί το εις βάρος του χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε από τη λειτουργία του λογαριασμού που εξυπηρετεί τη σύμβαση δανείου, τυχόν δε παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού μπορούν να υπολογιστούν με μαθηματικές πράξεις και να αφαιρεθούν με αντίστοιχη μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής, κατόπιν προβολής σχετικού (έτερου) λόγου ανακοπής, που όμως εν προκειμένω δεν προβάλλεται (ΜΕφΠατρ 380/2021-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο ισχυρισμός των ανακοπτουσών ότι η επιβολή της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην πιστούχο πρώτη ανακόπτουσα έγινε κατά τρόπο κεκαλυμμένο που προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού οι ανακόπτουσες, καίτοι έφεραν το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι πράγματι έγινε μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην παραπάνω εταιρεία. Ειδικότερα, από το σύνολο των προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, μεταξύ των οποίων η από 29-7-2002 σύμβαση πίστωσης, καθώς και τα παραρτήματα αυτής, όπως άλλωστε και από τα αποσπάσματα των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, στα οποία αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού που τηρήθηκε, προς εξυπηρέτηση της παραπάνω σύμβασης και τα οποία φέρουν σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον αρμόδιο υπάλληλο που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελούντα έτσι πρωτότυπα έγγραφα, ουδόλως αποδεικνύεται η επιβολή της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην πιστούχο εταιρεία, με αποτέλεσμα να μην τίθεται επί της ουσίας ζήτημα έλλειψης προηγούμενης επαρκούς ενημέρωσής της περί της επιβολής της παραπάνω εισφοράς. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 δεν είναι παράνομη και η εισφορά νόμιμα ανατοκίζεται, δεν επηρεάζεται ούτε η αποδεικτικότητα της απαίτησης της καθ’ ης με έγγραφα, ούτε το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (ΕφΠατρ 58/2021-ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της ένδικης ανακοπής στο σύνολό του.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ως προς την πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα που επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (ΑΠ 715/1998-ΕλλΔ/νη 40/630, ΕφΠειρ 111/2016-ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011-ΕλλΔ/νη 53/822). Τέλος, οι ανακόπτουσες – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, που ηττήθηκαν στη δίκη, πρέπει να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατόπιν βάσιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρ. 176, 182 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 63 και 65 Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 2-10-2020 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 7446/3500/2-10-2020 ανακοπή και την από 22-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 12104/5993/23-12-2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. 338/2020 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις ανακόπτουσες – καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων (8.800) ευρώ, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων τριάντα (730) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 24 Μαρτίου 2023 και δημοσιεύτηκε στις 4 Απριλίου 2023 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ…………………………………..Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ