Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

1804/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 25η Απριλίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κακολιά (ΑΜ ΔΣΑ 23509) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «….» και διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελισάβετ Πελτέκη (ΑΜ ΔΣΑλεξ 367) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 2-3-2023 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2209/1093/3-3-2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη ανακοπή η ανακόπτουσα ασφαλιστική εταιρεία ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, αφενός μεν η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 150.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και η οποία (διαταγή πληρωμής) είχε εκδοθεί για απαίτηση της καθ’ ης, που έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως με δικαστική απόφαση, αφετέρου δε η από 8-2-2023 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί η καθ’ ης να της καταβάλει το ποσό των 160.255 ευρώ, το οποίο πλήρωσε η ανακόπτουσα συμμορφούμενη προς την πληττόμενη επιταγή προς πληρωμή, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (βλ. άρθρα 14 παρ. 2, 632 παρ. 1, 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. θ΄ του ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄, 937 παρ. 3 σε συνδυασμό με 614 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ. 2 και 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ) τόσο κατά το μέρος που στρέφεται κατά της διαταγής πληρωμής, καθόσον η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 10-2-2023 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …) και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 3-3-2023 (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης …), όσο και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της επιταγής προς πληρωμή για λόγους που αφορούν στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και τους ισχυρισμούς των διαδίκων δεν προκύπτει ότι έχει επακολουθήσει άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης μετά από αυτή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, πλην του αιτήματος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και περί καταδίκης της καθ’ ης σε καταβολή ποσού 160.255 ευρώ, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 633 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠολΔ η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η ακυρωθείσα διαταγή πληρωμής υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της έφεσης και των πρόσθετων λόγων, είτε με τις ενώπιον του εφετείου προτάσεις του ανακόπτοντος.

Με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 ν. 2172/1993 συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ειδικό τμήμα, το οποίο εκδικάζει : α) τις ναυτικές διαφορές που εισάγονται στο Πρωτοδικείο αυτό, β) τις υποθέσεις που εισάγονται στο ίδιο Πρωτοδικείο και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον αφορούν στη ρύθμιση δικαιωμάτων ή καταστάσεων που σχετίζονται άμεσα με πράξεις αναφερόμενες στην παράγραφο 3 και γ) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων των περιφερειών των Πρωτοδικείων Πειραιώς και Αθηνών, που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις των προηγουμένων εδαφίων. Με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου ως άνω άρθρου ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιώς εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής, ενώ για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3Α του ίδιου άρθρου, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σε αυτό, μεταξύ δε αυτών που ενδεικτικά αναφέρονται ως ναυτικές διαφορές είναι αυτές που έχουν ως αιτία τη θαλάσσια ασφάλιση (παρ. 3Β περ. θ΄). Εξάλλου, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τόπον αρμόδιος είναι ο δικαστής του δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτη ή άλλης ειδικής δωσιδικίας (ΑΠ 1668/2017-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 214/2013-ΧρΙΔ 2013/507). Συνεπώς, το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζεται από το δανειστή, ο οποίος μεταξύ των ενδεχομένως πολλών τοπικώς αρμοδίων δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από τον δικαστή του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και το οποίο καθίσταται ως εκ τούτου κατά την κρατούσα γνώμη και αποκλειστικά κατά τόπον αρμόδιο και για την εκδίκαση της κατ’ αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 του ΚΠολΔ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, διά της υποβολής της αίτησης σε έναν από τους περισσότερους αρμοδίους κατά τόπον δικαστές, ασκεί συγχρόνως, και το δικαίωμα επιλογής, που έχει ως εναγών δανειστής, για την τυχόν μετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την ιδία δικονομική θέση, δηλαδή ο μεν καθ’ ου η ανακοπή τη θέση του ενάγοντος, ο δε ανακόπτων την θέση εναγόμενου (ΕφΠειρ 124/2020-ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολΔ, ενώ κατανέμει την προς έκδοση διαταγής πληρωμής καθ’ ύλην αρμοδιότητα μεταξύ ειρηνοδίκη και δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, δεν διαλαμβάνει περί της κατά τόπον αρμοδιότητος. Συνεπώς, η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητας (Ποδηματά εις Κεραμέως κ.λπ. Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 625 αριθ. 2 επ.), η εκ της οποίας δωσιδικία, κατά τον κανόνα του άρθρου 44 ΚΠολΔ, είναι αποκλειστική. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί διαφορών, ακόμη και μελλοντικών, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, τακτικό δικαστήριο που δεν είναι αρμόδιο είναι δυνατόν να καταστεί αρμόδιο εάν υπάρχει έγγραφη συμφωνία των διαδίκων και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές (ΕφΑθ 2138/1993-ΕλΔ 35/443). Η περί παρέκτασης συμφωνία είναι δυνατό να διατυπώνεται στο αποδεικτικό της απαίτησης έγγραφο χωρίς να αποκλείεται η περί παρέκτασης συμφωνία να αποδεικνύεται εξ ετέρου συνυποβαλλόμενου στο δικαστή εγγράφου, διότι η δικονομική αυτή σύμβαση δεν είναι περί των δικαιωμάτων που πηγάζουν εκ του τίτλου, αλλά πρόσθετη. Η περί παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφωνία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους. Όταν η συμφωνία περιέχεται σε εκτός του αξιογράφου έγγραφο πρέπει αυτό να προσκομίζεται μετά του αξιογράφου βάσει του οποίου ζητείται η έκδοση της διαταγής πληρωμής (ΜΠΠειρ 3015/2011-ΑΡΜ 2012/952). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου τυγχάνει ακυρωτέα, διότι ο δικαστής που την εξέδωσε ήταν κατά τόπον αναρμόδιος. Ότι αρμόδιο κατά τόπον Δικαστήριο για την έκδοση αυτής ήταν το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 3780/2020 απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε η απαίτηση της καθ’ ης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ότι επιπλέον έχει ασκήσει κατά της υπ’ αριθ. 1406/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε έφεσή της κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, την από 19-9-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2645/260/2022 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία δημιουργεί εκκρεμοδικία της ένδικης διαφοράς. Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ήταν καταρχάς το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτη (άρθρ. 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), ήτοι εν προκειμένω το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Όμως, ενόψει του ότι πρόκειται για ναυτική διαφορά, ήτοι για διαφορά που ως αιτία έχει τη θαλάσσια ασφάλιση, αποκλειστική δικαιοδοσία για όλο το νομό Αττικής έχει το Ναυτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήτοι εν προκειμένω το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επιπλέον, όμως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και για τον πρόσθετο λόγο ότι δυνάμει ειδικής προς τούτο συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία έχει συμπεριληφθεί ως άρθρο 21 στο υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο, ορίστηκε ότι «για κάθε διαφορά ή αμφισβήτηση που προκύπτει από την παρούσα σύμβαση ασφάλισης, αρμόδια είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά», ενώ από την παραδεκτή επισκόπηση της υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 10777/590/23-11-2022 αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής αποδεικνύεται ότι μεταξύ των εγγράφων που προσκομίστηκαν στον αρμόδιο για την έκδοση της διαταγής πληρωμής Δικαστή ήταν και το ως άνω ασφαλιστήριο, στο οποίο περιεχόταν η συμφωνία περί παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας. Εξάλλου, νομικά αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί εκκρεμοδικίας της ένδικης διαφοράς, καθότι με την άσκηση της αίτησης αναίρεσης καθώς και με την επ’ αυτής δίκη δεν αναβιώνει η εκκρεμοδικία, αφού με το έκτακτο αυτό ένδικο μέσο δεν ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται η ουσία της διαφοράς, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αναίρεσης (ΑΠ 621/2009-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 299/2021 δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς).

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρύ χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2001, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 151/2016, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (βλ. σχετικός ΑΠ 333/2019, ηλεκτρονικό site Αρείου Πάγου). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα εταιρεία εκθέτει ότι είναι καταχρηστική τόσο η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, όσο και η επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή, διότι: α) η αίτηση για την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής υποβλήθηκε ενόσω είχε αναβιώσει η εκκρεμοδικία στη μεταξύ των διαδίκων διαφορά, κατόπιν άσκησης της προαναφερθείσας αίτησης αναίρεσης, β) η κοινοποίηση από την καθ’ ης στην ανακόπτουσα της υπ’ αριθ. 1406/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης εξελήφθη από τη δεύτερη ως πρόθεση της πρώτης να αναμείνει την αμετάκλητη εκδίκαση της διαφοράς, γ) ουδεμία εξώδικη όχληση ή έστω γραπτή προειδοποίηση κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα ότι η καθ’ ης θα προέβαινε σε έκδοση διαταγής πληρωμής και δ) η καθ’ ης ουδόλως κοινοποίησε στην ανακόπτουσα απόγραφο για τις επιδικασθείσες σε αυτή δικαστικές δαπάνες, το οποίο αν είχε κοινοποιηθεί θα συνιστούσε όχληση και προειδοποίηση για την ανακόπτουσα εταιρεία. Με αυτό το περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής τυγχάνει ως προς το πρώτο σκέλος του απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στον πρώτο λόγο, η άσκηση αίτησης αναίρεσης δεν αναβιώνει την εκκρεμοδικία. Ως προς τα λοιπά δε σκέλη του ο υπό κρίση λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν κα­θιστούν την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ούτε την επισπευδόμενη δυνάμει αυτής διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλε­σης προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Τούτο διότι ούτε μακροχρόνια αδράνεια της καθ’ ης δανείστριας αναφέρεται ότι υπήρξε, ούτε μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί ως καταχρηστική η χρήση από την τελευταία των νομίμων δικαιωμάτων που της παρέχει ο νόμος, ούτε η ανακόπτουσα επικαλείται τη συνδρομή άλλων πρόσθετων, ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, προερχόμενων, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά της καθ’ ης, από τις οποίες να προκύπτει ότι αυτή δημιούργησε στην ανακόπτουσα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα επισπεύσει σε βάρος της τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 636 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση, καθώς και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη». Κατά την ορθή ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, στην έννοια του δημοσίου εγγράφου περιλαμβάνεται και η τελεσίδικη δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την απαίτηση ή το οφειλόμενο ποσό, η οποία εκδόθηκε σε άλλη δίκη επί αγωγής του ζητούντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής κατά του καθ’ ου πρόκειται να εκδοθεί αυτή. Έτσι, εκείνος που πέτυχε να εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπέρ αυτού, η οποία αναγνωρίζει τη χρηματική απαίτηση και αποτελεί δεδικασμένο στις μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του σχέσεις (άρθρα 321, 325 αρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς την ύπαρξη της διαγνωσθείσας απαίτησης, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο για την αναγνωρισθείσα τελεσιδίκως απαίτησή του, να ζητήσει να εκδοθεί υπέρ αυτού διαταγή πληρωμής κατά τη διαδικασία των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 694/2022, ΑΠ 1347/2011, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 448/2006, ΑΠ 124/2005, ΑΠ 1424/2004, ΕφΑθ 2649/2009, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αυτή τη δυνατότητα την έχει ο δανειστής παράλληλα με τη δυνατότητα άσκησης καταψηφιστικής αγωγής και εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια ποια από τις δύο θα επιλέξει για την είσπραξη της απαίτησής του. Στην περίπτωση δε αυτή, που το έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποτελεί τελεσίδικη αναγνωριστική δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε μεταξύ του αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής και του καθ’ ου αυτή η αίτηση ως διαδίκων, είναι απαράδεκτη η αμφισβήτηση με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής της ύπαρξης και της έκτασης της χρηματικής απαίτησης, όσον αφορά την πραγματική, αλλά και τη νομική της υπόσταση, διότι αυτά τα ζητήματα, όπως και τα τυχόν δικονομικά ζητήματα (π.χ. το ορισμένο της απαίτησης) που κρίθηκαν οριστικά, καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, το δεδικασμένο εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν κατά της απαίτησης του δανειστή κατά τη δίκη επί της αναγνωριστικής αγωγής του, καθώς και σε εκείνες που θα μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, με εξαίρεση αυτών που προβλέπονται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 330 ΚΠολΔ, όπως εκτείνεται και στα παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα, που αποτελούσαν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, υπό την προϋπόθεση του άρθρου 331 ΚΠολΔ. Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ) και επομένως λόγοι ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που αναφέρονται σε όλα τα παραπάνω ζητήματα επί των οποίων εκτείνεται το δεδικασμένο, απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Εξάλλου, μόνη η άσκηση αναίρεσης κατά της τελεσίδικης απόφασης που αναγνωρίζει την απαίτηση δεν αποκλείει την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού δεν καθιστά την απαίτηση υπό αίρεση ή υπό όρο, κατά την έννοια του άρθρου 624 ΚΠολΔ, η οποία ταυτίζεται κατά το περιεχόμενο με την έννοια του όρου ή της αίρεσης, όπως αυτή δίδεται στο ουσιαστικό δίκαιο. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, όταν η χρηματική απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε δεν μπορεί λόγω του δεδικασμένου να αμφισβητηθεί η ύπαρξή της με ανακοπή κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, ακόμη και αν ασκήθηκε κατά της απόφασης αυτής αναίρεση, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου δεν έχει διατάξει την αναστολή (άρθρο 565 ΚΠολΔ) του δεδικασμένου αυτής (ΕφΑιγ 23/2019, ΕφΠειρ 1071/1998, ΠΠΑ 1625/2013, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο και τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ασφαλιστική εταιρεία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι εκδόθηκε για ανύπαρκτη απαίτηση, ήτοι για απαίτηση που δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων. Ότι ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4α του ν. 4256/2014 προβλέπεται ότι αντικείμενο της ασφάλισης είναι πλοία αναψυχής και επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια, τα οποία μετακινούνται και κυκλοφορούν, καθώς κι ότι σύμφωνα με τον όρο 2 των Γενικών Όρων του υπ’ αριθ. 179267/0 ασφαλιστηρίου συμβολαίου προβλέφθηκε ρητά ότι παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης που συμβαίνει κατά τη διάρκεια πλόων και μόνον των ασφαλιζόμενων πλωτών μέσων. Ότι εν προκειμένω το σκάφος της καθ’ ης ούτε μετακινείτο, ούτε διενεργούσε πλόες, κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε αυτό, αλλά διανυκτέρευε στο λιμένα Θέρμων της Σαμοθράκης και δη στο αλιευτικό καταφύγιο αυτού, με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνεται η προκληθείσα ζημία συνεπεία θαλάσσιας ρύπανσης από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση. Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω δεδικασμένου, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η ύπαρξη της απαίτησης έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως με την υπ’ αριθ. 3780/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 1406/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, από την οποία παράγεται δεδικασμένο που καλύπτει τόσο την ύπαρξη όσο και το μέγεθος της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξή της με ανακοπή κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, ακόμη και αν ασκήθηκε κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης αίτηση αναίρεσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 «για τη σύνταξη της επιταγής προς ε­κτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγό­ρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάτα­ξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθο­ρίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Για αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού, που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπά­νης, που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα (άρθρο 127 ν. 3026/ 1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη α­μοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές α­νάλογα με το δικαστήριο, που είχε εκδώσει τον ε­κτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπο­ρούσε να υπερβαίνει το ύψος του ποσού της οφει­λής, που αφορούσε στον εκτελεστό τίτλο. Αντίθε­τα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την ο­ποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυ­τόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης. Επίσης, στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη α­μοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, πε­ριστάσεις, κ.λπ. Στη νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη, ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρό­σφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστο­λής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ’ ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης, που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και να αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να απο­φύγει ερμηνευτικά ζητήματα, που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε, και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθο­ρισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημο­νική εργασία, το χρόνο, που καταναλώθηκε, κ.λπ. Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διά­ταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφο­ροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 § 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργα­σία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρό­νου, που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση, που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσ­διορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό, που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την ε­κτίμησή του, είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντι­προσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά στην αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμμα­τική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρ­θρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικα­στική δαπάνη, αφενός μεν διότι η δικαστική δα­πάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες, που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχε­τικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμε­νο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατά­ξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει, αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Αλλά, επι­πλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπά­νη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβά­ρυνε τελικώς το δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο το συντάξαντα δικηγόρο (ΕφΠειρ 174/2022, ΕφΠειρ 362/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές σε ΕφΔυτΜακ 102/2018, ΕφΘ 22/2020 και ΕφΘ 187/2018, άπασες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 25 §1 του Συντάγμα­τος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρη­τικής Βουλής, ορίζεται ότι: «οι κάθε είδους περιο­ρισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επι­βληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατό­μου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέ­πει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύ­νταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύ­λαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με αυτή τη διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύ­ηση εκείνη, που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κρά­τους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμε­λιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκ­φραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική ε­ξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέ­λους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμί­δας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριό­τητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρω­ση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συ­νεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερ­μηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δι­καίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», καταλαμβάνοντας την επίλυ­ση ιδιωτικών διαφορών, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα ανατιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστα­σία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συ­νέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το ο­ποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέ­τρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για το διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλο­νται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκο­πό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης, που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν α­ναφέρεται σε αυτήν, απευθύνεται και στον δικα­στή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιε­ρώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαϊική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγ­ματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη πε­ριεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατά­χρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίω­μα υπερβαίνει τα ακραία όρια, που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην πε­ρίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευ­μένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώ­ματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κα­νόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαί­ου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύ­ος από εκείνους του Συντάγματος, είτε απαγγέλλε­ται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνεί­δησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυ­πώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστη­ρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 211/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πε­ραιτέρω, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 72 ΚΔικ εμφαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να λειτουργήσει η διάταξη αυτή ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις α­ξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της ε­κτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την κα­ταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύντα­ξης επιταγής προς εκτέλεση. Ουδόλως δε πρόκει­ται περί «διπλοπληρωμής» του ιδίου κονδυλίου, καθώς η δικαστική δαπάνη αφορά τα δικαστικά έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου μέχρι τη στιγμή (συζήτησης και) έκδοσης της απόφασης, ενώ η α­μοιβή για σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση αφορά αμοιβή μεταγενέστερης δικηγορικής ενέρ­γειας. Ούτε βεβαίως μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφόσον συνταχθεί επιταγή προς εκτέλεση δεν εισπράττεται πλέον δικαστική δαπάνη, αλλά μόνο η ισόποση αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέ­λεση, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθέως παραβίαση του διατακτικού της εκτελουμένης απόφασης αλλά και ζημία του επισπεύδοντος, που δεν θα εισέπραττε τα καταβληθέντα δικαστικά έ­ξοδα. Είναι προφανές επομένως ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 ΚΔικ υπηρετεί τον εύλογο νομοθετικό σκοπό της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου αυτού και επιπρόσθετα τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτή, αφ’ ης στιγμής ο ηττηθείς διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προς το επιδικασθέν σε βάρος του ποσό εκουσίως, αποφεύγοντας την επιβάρυνση (ΕφΑθ 3499/2021, ΕφΘεσ 13/2020, ΜΠΝαυπ 26/2022, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, όπου μεταξύ άλλων παραπομπή σε Σ. Σταματόπουλο, Ερμηνευτικά ζητήματα για τα όρια της εξουσίας του δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτέλεσης προς αναπροσαρ­μογή της δικηγορικής αμοιβής ως προς τη σύντα­ξη επιταγής προς πληρωμή, ΕλλΔνη 2018/389 επ.). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η από 8-2-2023 επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει ακυρωτέα, διότι δι’ αυτής η καθ’ ης την επέταξε να καταβάλει ως αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου για τη σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής το ποσό των 2.400 ευρώ, το οποίο είναι υπέρογκο και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, το μεν διότι υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο σε συνάρτηση με την παρεχόμενη νομική υπηρεσία, το δε διότι στην καθ’ ης επιδικάστηκε ήδη το συνολικό ποσό των 5.050 ευρώ ως δικαστική δαπάνη των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως και το ποσό των 2.400 ευρώ ως δικαστική δαπάνη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ωστόσο, ο παραπάνω λόγος είναι μη νόμιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον η προσβαλλόμενη αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, ορίστηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στις διατάξεις για τα δικαστικά έξοδα των άρθρων 63 επ. του ίδιου Κώδικα (ΕφΠειρ 699/2022-ΝΟΜΟΣ), ενώ περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη,  η διάταξη του άρθρου 72 του ν. 4194/ 2013 δεν στερείται συνταγματικής περιωπής. Κατά την προκριτέα άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη και της αντίθετης νομολογιακής τάσης, η ανωτέρω διάταξη, η οποία μετέβαλε τα μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (νέος Κώδικας Δικηγόρων) ισχύοντα σχετικά με την αμοιβή δικηγόρου για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, αποδεσμεύθηκε πλήρως από τα κριτήρια διαμόρφωσης, που ετίθεντο με τον προηγούμενο νόμο και εισήγαγε τον αυτόματο καθορισμό της αμοιβής αυτής, που ισούται πλέον με την επιδικασθείσα δικαστι­κή δαπάνη, αποτελώντας διακριτό κονδύλιο, μη συμπεριλαμβανόμενο σε αυτήν και σε κάθε περί­πτωση μη καθοριζόμενο από άλλους παράγοντες και όλα τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από τη σαφή και ρητή διατύπωση της διάταξης, χωρίς δυ­νατότητα άλλης ερμηνείας. Κάθε άλλη ερμηνεία είναι αυθαίρετη και δεν προκύπτει από καμία διάταξη νόμου, δεν συναρτά το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου από τη δυσχέρεια σύνταξης της ε­πιταγής, αλλά καθορίζει αυτή σε συγκεκριμένο ποσό και θέτει ουσιαστικά, για πρώτη φορά, ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο αυτής, συναρτώμενο με την ήδη υπολογισθείσα από το δικαστήριο, κατ’ αναλογία με το αντικείμενο της εκάστοτε ένδικης υπόθεσης, δικαστική δαπάνη, αποτρέποντας α­κριβώς τον αυθαίρετο και δυσανάλογο υπολογι­σμό της από τον συντάσσοντα αυτή δικηγόρο, ώ­στε δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 72 ν. 4194/ 2013 είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη υφιστάμενου άλλου λόγου ανακοπής προς διερεύνηση, θα πρέ­πει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος, η ανακόπτουσα, που ηττήθηκε στη δίκη, πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν βάσιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 63 και 65 Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                     , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ