Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

Αριθμός απόφασης

1805/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … 2) … 3) … και 4) Ναυτιλιακής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία «…» που εδρεύει … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Αρίστιππου Μαστρογιάννη (ΑΜ ΔΣΑ 10452), κατοίκου … και εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ιωάννα Αλεξοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ 36345), κάτοικο …

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της Ναυτιλιακής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία «…», 2) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που έχει την έδρα της στον … και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Ναυτιλιακής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι υπέβαλαν προτάσεις δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Παναγιώτη Χιωτέλλη (ΑΜ ΔΣΠ 3264), κατοίκου … και Θεόδωρου Παναγιώτου (ΑΜ ΔΣΑ 32597), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 9-5-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4043/1999/9-5-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 949 εδ. α΄ του ΚΠολΔ «Όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη…». Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται ειδικός τρόπος αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επέρχεται, κατά πλάσμα του νόμου, από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει σε δήλωση βούλησης τον οφειλέτη. Προϋπόθεση είναι αφενός μεν η ιδιότητα του ενάγοντος ως φορέα της αξίωσης να δεχθεί τη δήλωση αυτή και αφετέρου η ιδιότητα του εναγομένου ως οφειλέτη της. Το άρθρο 949 του ΚΠολΔ δεν θεμελιώνει το ίδιο, αλλά προϋποθέτει ως δεδομένη από το ουσιαστικό δίκαιο την αξίωση για δήλωση βούλησης. Ειδικότερα, η υποχρέωση του εναγόμενου να προβεί στη δήλωση βούλησης προς τον ενάγοντα πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημιουργούν νόμιμη υποχρέωση του εναγόμενου να προβεί στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να απορρέει είτε απευθείας από το νόμο (π.χ. άρθρα 424, 758, 896 και 1945 του ΑΚ), είτε από σύμβαση ιδίως περιουσιακού χαρακτήρα (πώληση, ανταλλαγή, δωρεά, εταιρεία κλπ) ή από άλλες υποσχετικές συμβάσεις (λ.χ. η εντολή, η εταιρεία, η εργολαβία δίκης), τις οποίες ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα (άρθρα 166 και 361 του ΑΚ), είτε από μονομερή δικαιοπραξία (π.χ. προκήρυξη). Αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει αγωγή, δεν χωρεί εξαναγκασμός κατά τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ. Προέχουσα, δηλαδή, προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι η ύπαρξη ορισμένης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, η οποία πρέπει να απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο, καθώς η διάταξη αυτή δεν θεμελιώνει, αλλά προϋποθέτει ως δεδομένη την αξίωση προς δήλωση βούλησης από το ουσιαστικό δίκαιο και αυτή ρυθμίζει μόνο την πραγμάτωσή της αναγκαστικώς (ΑΠ 1919/2017, ΑΠ 335/2016, ΤρΕφΠειρ 555/2020, ΜΕφΑιγαιου 77/2021, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 166 του ΑΚ «η σύμβαση με την οποία τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση (προσύμφωνο) υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί». Καταρτισμένη σύμβαση αποτελεί και το προσύμφωνο, με το οποίο δημιουργείται τέλεια ενοχή, ήτοι γεννώνται υποχρεώσεις και από τα δύο μέρη για τη σύναψη της κύριας σύμβασης, οι υποχρεώσεις δε αυτές είναι αγώγιμες και καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούται να εγείρει αγωγή με αίτημα την, κατά το άρθρο 949 του ΚΠολΔ, καταδίκη σε δήλωση βούλησης, η οποία θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 862/2020-ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι με τη διάταξη του άρθρου 949 εδ. β΄ ΚΠολΔ προβλέπεται ότι «αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της», το κρίσιμο χρονικό σημείο λειτουργίας του πλάσματος και η αυτόματη, συνεπώς, εκτέλεση της απόφασης, μετατίθεται από το χρόνο τελεσιδικίας της στο μεταγενέστερο χρόνο της επέλευσης των γεγονότων αυτών, δηλ. της εκπλήρωσης της αντιπαροχής ή της υπερημερίας για την αποδοχή της (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, στο άρθρο 949 αριθ. 93, ιδίως σημ. 167), εάν όμως τα παραπάνω γεγονότα συνέτρεξαν πριν από την τελεσιδικία της απόφασης, η ενέργεια του πλάσματος δεν αναπτύσσεται ήδη από το χρονικό σημείο αυτό, αλλά κανονικά από το χρόνο τελεσιδικίας και εφεξής (βλ. ΠΠΑ 3321/2011-ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η πρώτη από αυτούς διατηρεί λογιστικό – φοροτεχνικό γραφείο στην …….. κι ότι από το έτος 2002 ασχολείται επαγγελματικά και με τον κλάδο της εκμετάλλευσης τουριστικών σκαφών, ιδρύοντας ως βασική και πλειοψηφούσα μέτοχος ναυτιλιακές εταιρείες πλοίων αναψυχής, μεταξύ των οποίων είναι και η τέταρτη ενάγουσα εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στη …….. Ότι ο πρώτος εναγόμενος ίδρυσε τον Ιανουάριο του 2017 την τρίτη εναγόμενη εταιρεία, στην οποία μέτοχοι ήταν ο ίδιος και η δεύτερη εναγομένη κατά ποσοστό 50% έκαστος. Ότι η τρίτη εναγομένη, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο πρώτος εναγόμενος, είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «……….», με αριθμό νηολογίου ……. …, το οποίο αγόρασε από την εταιρεία με την επωνυμία «»…», έναντι τιμήματος 268.000 ευρώ. Ότι ο πρώτος εναγόμενος το μήνα Μάρτιο του 2017 πρότεινε στην πρώτη ενάγουσα να διαχειριστεί, μέσω των εταιρειών με τις οποίες δραστηριοποιείτο, το παραπάνω σκάφος, πλην όμως ότι επειδή αργότερα έκρινε ότι η εν λόγω επένδυση δεν ήταν επικερδής για αυτόν, της πρότεινε να απεμπλακεί εκείνος από την τρίτη εναγομένη, προσυμφωνώντας τη μεταβίβαση των μετοχών της στην ίδια ή σε πρόσωπα που αυτή θα του υποδείκνυε, ήτοι στη δεύτερη, τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόντων, υπό τους όρους ότι η πρώτη ενάγουσα θα αναλάμβανε η ίδια το κόστος επένδυσης και εκμετάλλευσης του σκάφους, θα αποπλήρωνε το υπολειπόμενο μέρος του τιμήματος αγοράς του, ποσού 68.000 ευρώ, θα αποπλήρωνε δάνειο ποσού 100.000 ευρώ που είχε λάβει η τρίτη εναγομένη από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία και θα κατέβαλε στον πρώτο και δεύτερη των εναγομένων το ποσό των 100.000 ευρώ που είχαν καταβάλει για το μετοχικό κεφάλαιο της τρίτης εναγομένης, πλέον του ποσού των 20.000 ευρώ για την οριστική μεταβίβαση των μετοχών τους. Ότι η πρώτη ενάγουσα αποδέχθηκε την ως άνω πρόταση του πρώτου εναγομένου κι έτσι συνήφθη μεταξύ τους άτυπο προσύμφωνο μεταβίβασης των μετοχών της τρίτης εναγομένης. Ότι καίτοι η πρώτη ενάγουσα εκπλήρωσε προσηκόντως όλους τους όρους της παραπάνω συμφωνίας, πλην της καταβολής του ποσού των 120.000 ευρώ προς τους δύο πρώτους των εναγομένων, και παρά το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 2021 συντάχθηκαν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης και μεταβίβασης των ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης προς τους ενάγοντες, οι δύο πρώτοι των εναγομένων αρνούνται αντισυμβατικά να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους στους ενάγοντες. Ότι με την από 19-11-2021 εξώδικη πρόσκληση της πρώτης ενάγουσας, ως εκπροσώπου και των λοιπών εναγόντων, κλήθηκαν οι εναγόμενοι να προσέλθουν την 23-11-2021 στο γραφείο του πληρεξούσιου δικηγόρου της για να ολοκληρωθεί η συμφωνηθείσα μεταβίβαση των μετοχών της τρίτης εναγομένης στους ενάγοντες, πλην όμως ότι η ως άνω ταχθείσα προθεσμία παρήλθε άπρακτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν: 1) να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να μεταβιβάσει: α) στην πρώτη ενάγουσα 30.000 ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού 36.000 ευρώ, καταβλητέου σε τέσσερις ισόποσες δόσεις ποσού 9.000 ευρώ εκάστη την 30-11-2021, την 30-12-2021, την 30-1-2022 και την 28-2-2022, β) στη δεύτερη ενάγουσα 10.000 ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού 12.000 ευρώ, καταβλητέου σε δύο ισόποσες δόσεις ποσού 6.000 ευρώ εκάστη την 30-1-2022 και την 28-2-2022 και γ) στον τρίτο ενάγοντα 10.000 ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού 12.000 ευρώ, καταβλητέου σε τέσσερις ισόποσες δόσεις ποσού 3.000 ευρώ εκάστη την 30-11-2021, την 30-12-2021, την 30-1-2022 και την 28-2-2022, 2) να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη εναγομένη υποχρεούται να μεταβιβάσει στην τέταρτη ενάγουσα 50.000 ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού 60.000 ευρώ, καταβλητέου σε τέσσερις ισόποσες δόσεις ποσού 15.000 ευρώ εκάστη την 30-11-2021, την 30-12-2021, την 30-1-2022 και την 28-2-2022, 3) να καταδικαστεί ο πρώτος εναγόμενος στην υπογραφή συμφωνητικού μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών, σύμφωνα με το οποίο θα μεταβιβάζει: α) στην πρώτη ενάγουσα τις παραπάνω 30.000 ανώνυμες μετοχές που κατέχει στην τρίτη εναγομένη, έναντι του ποσού των 36.000 ευρώ, καταβλητέου ως άνω, β) στη δεύτερη ενάγουσα τις παραπάνω 10.000 ανώνυμες μετοχές που κατέχει στην τρίτη εναγομένη, έναντι του ποσού των 12.000 ευρώ, καταβλητέου ως άνω και γ) στον τρίτο ενάγοντα τις παραπάνω 10.000 ανώνυμες μετοχές που κατέχει στην τρίτη εναγομένη, έναντι του ποσού των 12.000 ευρώ, καταβλητέου ως άνω, 4) να καταδικαστεί η δεύτερη εναγομένη στην υπογραφή συμφωνητικού μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών, σύμφωνα με το οποίο θα μεταβιβάζει στην τέταρτη ενάγουσα τις παραπάνω 50.000 ανώνυμες μετοχές που κατέχει στην τρίτη εναγομένη, έναντι του ποσού των 60.000 ευρώ, καταβλητέου ως άνω, 5) να καταδικαστούν οι δύο πρώτοι των εναγομένων, με την υπογραφή των ανωτέρω συμφωνιών μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών, να παραδώσουν στους ενάγοντες τους μετοχικούς τίτλους των αντίστοιχων μετοχών που μεταβιβάζονται, 6) να καταδικαστεί η τρίτη εναγομένη, σε περίπτωση που δεν έχει εκδώσει, να εκδώσει μετοχικούς τίτλους κι ακολούθως να υποχρεωθούν οι δύο πρώτοι των εναγομένων να παραδώσουν τους τίτλους που θα εκδοθούν στους ενάγοντες κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και 7) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3Α και Β του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 166, 361, 513 επ. ΑΚ, 6 παρ. 1 και 2 του ν. 3182/2003, ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το ν. 4926/2022, 70, 949 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να καταδικαστεί η τρίτη εναγομένη, σε περίπτωση που δεν έχει εκδώσει, να εκδώσει μετοχικούς τίτλους, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο κι ως εκ τούτου απορριπτέο, αφού αίτημα της καταψηφιστικής από το άρθρο 949 ΚΠολΔ αγωγής είναι η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βούλησης, ήτοι νομικής πράξης ή ενδεχομένως και σε παράδοση του πράγματος, που οφείλεται βάσει της δήλωσης αυτής και όχι η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση υλικής πράξης, όπως είναι η έκδοση μετοχικών τίτλων (βλ. Χ. Απαλαγάκη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, άρθρ. 949, σελ. 2124-2125). Σε κάθε δε περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 33 του ν. 4926/2022, ορίζεται ότι πλέον οι μετοχές των Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ) είναι μόνο ονομαστικές, συνεπώς δεν εκδίδονται πλέον ανώνυμες μετοχές, ενώ βάσει του άρθρου 71 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου ανώνυμες μετοχές που έχουν εκδοθεί από ΝΕΠΑ ονομαστικοποιούνται υποχρεωτικά μέχρι την 31η-12-2023. Κατόπιν δε τούτου, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη και να καταδικασθούν οι ενάγοντες, λόγω της ήττας τους, στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, κατόπιν βάσιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Κατά τα λοιπά, πρέπει η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζονται α1) οι από 9-5-2022 έγγραφες ενημερώσεις των τριών πρώτων εναγόντων και του νόμιμου εκπρόσωπου της τέταρτης ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και α2) το από 21-9-2022 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από το διαμεσολαβητή και τα συμμετέχοντα μέρη και β) καταβλήθηκε το αντίστοιχο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από … απόδειξη πληρωμής e-παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας).

Οι εναγόμενοι με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους αρνούνται την ένδικη αγωγή και επικουρικά ισχυρίζονται ότι: α) ενόψει του ότι για την κατάρτιση της κύριας σύμβασης της μεταβίβασης κυριότητας πλοίου απαιτείται η τήρηση έγγραφου τύπου, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΙΝΔ, το άτυπο (προφορικό) προσύμφωνο που επικαλούνται οι ενάγοντες τυγχάνει άκυρο λόγω μη τήρησης του έγγραφου και συστατικού τύπου κι ως εκ τούτου δεν παράγει υποχρέωση των εναγομένων να προβούν σε δήλωση βούλησης, β) ότι δεν συντρέχει ο δικαιοπαραγωγικός και δικαιοπρακτικός λόγος για να παραχθεί η αξίωση των εναγόντων να προβούν οι εναγόμενοι σε δήλωση βούλησης για την πώληση και μεταβίβαση των μετοχών τους, αφού ουδέποτε υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για το τίμημα της αγοραπωλησίας των εν λόγω μετοχών, το οποίο είναι ουσιώδες στοιχείο για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, αφού ακόμα και στα προσχέδια των ιδιωτικών συμφωνητικών ο όρος περί του τιμήματος καταλείφθηκε παντελώς κενός και γ) ότι επειδή η εκποιητική δικαιοπραξία της μεταβίβασης των μετοχών εξαρτήθηκε από την αίρεση της προηγούμενης εξόφλησης του τιμήματος των μετοχών, η οποία ουδέποτε έλαβε χώρα, το δικαίωμα προσδοκίας των υπό αίρεση δικαιούχων εναγόντων αποσβέστηκε και το προσύμφωνο μεταβίβασης των επίδικων μετοχών θεωρείται ως μη γενόμενο. Ο πρώτος από τους παραπάνω ισχυρισμούς πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού η κύρια σύμβαση που προσυμφωνήθηκε να καταρτιστεί μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου δεν ήταν αυτή της μεταβίβασης κυριότητας πλοίου, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι, αλλά αυτή της μεταβίβασης των ανωνύμων μετοχών ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ), η οποία είναι άτυπη και δη γίνεται με συμφωνία και παράδοση του τίτλου των μετοχών (άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3182/2003 ως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το ν. 4926/2022). Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί είναι νόμιμοι και δη ο μεν δεύτερος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 166 και 513 ΑΚ, ο δε τρίτος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 201, 210 ΑΚ και 6 παρ. 2 του ν. 3182/2003 και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ στις υποθέσεις οι οποίες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα τα οποία πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία εκάστου, όσο και αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία (ΑΠ 150/2022, ΑΠ 1721/2014, ΑΠ 1423/2012, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 432, 433 και 435 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠολΔ) και να είναι γνήσιο. Περαιτέρω, ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη (άρθρο 443 ΚΠολΔ), ενώ δεν αποδεικνύει, καταρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠολΔ). Επομένως, ιδιωτικά έγγραφα χωρίς υπογραφή δεν έχουν καταρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 και 447 ΚΠολΔ. Δεν παύουν όμως να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των εγγράφων και είναι υποστατά ως έγγραφα. Αποτελούν αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, λαμβάνονται δε υπόψη και συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, στην τακτική διαδικασία, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμού (ΑΠ 1135/2021-ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις νομίμως προσαγόμενες από τους ενάγοντες υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των …, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης των εναγομένων (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), τις νομίμως προσαγόμενες από τους εναγομένους υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των …, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης των εναγόντων (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …), καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νομίμως προσκομισθείσες από αμφότερες τις διάδικες πλευρές φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα είναι λογίστρια Α΄ τάξης – φοροτεχνικός και διατηρεί λογιστικό γραφείο στην …… με την επωνυμία «…». Παράλληλα, από το έτος 2002 ασχολείται και με την εκμετάλλευση επαγγελματικών τουριστικών σκαφών, στο νησί της ……. ιδρύοντας ναυτιλιακές εταιρείες πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ) και μετέχοντας σε αυτές ως βασική και πλειοψηφούσα μέτοχος. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μετέχει στις ακόλουθες εταιρείες: στην τέταρτη ενάγουσα, η οποία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής «…», στη «…», η οποία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής «…» και στην «…», η οποία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής «…». Επίσης, η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόντων, οι οποίοι είναι τέκνα της πρώτης ενάγουσας, έχουν συστήσει την εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη ……. κι έχει ως σκοπό την παροχή τουριστικών υπηρεσιών, διαφημίζοντας παράλληλα και τις παραπάνω εταιρείες εκμετάλλευσης τουριστικών σκαφών. Ο πρώτος εναγόμενος είναι έμπορος και συγκεκριμένα ασχολείται με το χονδρικό εμπόριο τροφίμων, διατηρώντας διάφορες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, μεταξύ των οποίων τη δεύτερη εναγομένη, στην οποία κατέχει την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων. Από το έτος 2004 δραστηριοποιείται επαγγελματικά και στη ……., όπου λειτουργεί υποκατάστημα της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά με τα σκάφη αναψυχής, έχοντας υπό την πλοιοκτησία της δεύτερης εναγομένης, που ουσιαστικά είναι εταιρεία σχεδόν αποκλειστικών συμφερόντων του, το σκάφος αναψυχής «…». Την 10-1-2017 ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων συνέστησαν την τρίτη εναγόμενη ΝΕΠΑ, μετέχοντας στο εταιρικό της κεφάλαιο κατά ποσοστό 50% έκαστος και δη καταβάλλοντας καθένας το ποσό των 50.000 ευρώ και αναλαμβάνοντας αντίστοιχα 50.000 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας της κάθε μίας ενός (1) ευρώ, με σκοπό την αγορά και εκμετάλλευση επαγγελματικού τουριστικού σκάφους αναψυχής. Για το λόγο δε αυτό ο πρώτος εναγόμενος την 16-1-2017 προσυμφώνησε με την εταιρεία «…» την αγορά του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού σκάφους αναψυχής «…….», με αριθμό νηολογίου ……. …, τύπου Lagoon 450, έτους κατασκευής 2011, έναντι τιμήματος 268.000 ευρώ, προκαταβάλλοντάς της το ποσό των 20.000 ευρώ, με την έκδοση της υπ’ αριθ. … ισόποσης επιταγής πληρωτέας από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ακολούθως, την 7-3-2017 υπεγράφη μεταξύ της ως άνω πωλήτριας εταιρείας και της τρίτης εναγομένης το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης κυριότητας σκάφους αναψυχής, η αγοράστρια εταιρεία κατέβαλε επιπλέον το ποσό των 180.000 ευρώ, με την παράδοση στην πωλήτρια της υπ’ αριθ. … ισόποσης επιταγής πληρωτέας από την ίδια ως άνω Τράπεζα, συμφωνήθηκε μεταξύ των άνω συμβαλλομένων η καταβολή του υπολειπόμενου μέρους του τιμήματος που ανερχόταν σε 68.000 ευρώ σε τέσσερις ισόποσες δόσεις ποσού 17.000 ευρώ εκάστη, πληρωτέες την 25-7-2017, την 25-8-2017, την 25-9-2017 και την 25-10-2017, ενώ προς εξασφάλιση της καταβολής των παραπάνω δόσεων η τρίτη εναγομένη χορήγησε στην πωλήτρια εταιρεία απλή ναυτική υποθήκη επί του παραπάνω σκάφους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το …, σύζυγο της πρώτης και πατέρα της δεύτερης και του τρίτου των εναγόντων, τον οποίο γνώρισε υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντή της ΔΟΥ Καλλιθέας, στην οποία υπάγονταν φορολογικά όλες οι επιχειρήσεις του. Στα πλαίσια της παραπάνω σχέσης ο πρώτος εναγόμενος γνώρισε την πρώτη ενάγουσα κι έμαθε για το δίκτυο εταιρειών που διατηρούσε, για το λόγο δε αυτό, λειτουργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης, της πρότεινε το μήνα Μάρτιο του 2017 να συνεργαστούν στην εκμετάλλευση του παραπάνω επαγγελματικού σκάφους αναψυχής. Ειδικότερα, αυτή η συνεργασία θα συνίσταντο στο να διαχειρίζεται η πρώτη ενάγουσα το σκάφος «……», έναντι ετήσιας αμοιβής που θα συμφωνούσαν. Επί της εν λόγω πρότασης, η πρώτη ενάγουσα εξήγησε στον πρώτο εναγόμενο ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνεργασία τους ήταν η προηγούμενη ανακαίνιση και το σέρβις του σκάφους, τα οποία θα κόστιζαν κατ’ ελάχιστο 30.000 ευρώ, ενώ περαιτέρω απαιτούνταν πρόσθετα λειτουργικά έξοδα, ως προς τα οποία του υπέδειξε συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό πλάνο απόδοσης κατ’ έτος. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος, κρίνοντας ότι η ως άνω επένδυση ήταν τελικά ασύμφορη γι’ αυτόν, αποφάσισε να απεμπλακεί από το εγχείρημα της εκμετάλλευσης επαγγελματικού τουριστικού σκάφους και αντιπρότεινε στην πρώτη ενάγουσα να της παραδώσει άμεσα προς εκμετάλλευση το σκάφος αναψυχής «…….» και, υπό την προϋπόθεση ότι η ίδια θα εκπλήρωνε προηγουμένως κάποιες υποχρεώσεις, να της μεταβιβάσει στη συνέχεια τις μετοχές της τρίτης εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρείας. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα: 1) θα αναλάμβανε εξ ολοκλήρου το κόστος επένδυσης και εκμετάλλευσης του σκάφους, ήτοι την ανακαίνιση, διαφήμιση και εκμετάλλευση αυτού στη …….μέσω του δικτύου εταιρειών, με τις οποίες δραστηριοποιούνταν, 2) θα αποπλήρωνε το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος αγοράς του σκάφους ποσού 68.000 ευρώ, κατά τον τρόπο που είχε οριστεί στο από 7-3-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης κυριότητας σκάφους αναψυχής, 3) θα αποπλήρωνε στη δεύτερη εναγομένη δάνειο ύψους 100.000 ευρώ, που είχε χορηγήσει στην τρίτη εναγομένη και 4) θα κατέβαλε στον πρώτο και τη δεύτερη των εναγομένων το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, που οι τελευταίοι είχαν καταβάλει για το μετοχικό κεφάλαιο της τρίτης εναγομένης, πλέον του ποσού των 20.000 ευρώ, ήτοι πλέον του ποσού των 10.000 ευρώ σε καθέναν από αυτούς, για την οριστική μεταβίβαση των μετοχών της τρίτης εναγομένης στην πρώτη ενάγουσα και σε τυχόν άλλα πρόσωπα που αυτή θα υποδείκνυε. Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος ανέθεσε τη διαχείριση της τρίτης εναγομένης στον τρίτο ενάγοντα, υιό της πρώτης και πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης της, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Κάβουρα – Καϊάφα, ενώ προς εξασφάλιση των συμφερόντων του ίδιου και της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας του διατήρησε την κυριότητα των μετοχών της τρίτης εναγομένης, με τη συμφωνία να τις μεταβιβάσει τυπικά μετά την εκπλήρωση των ως άνω συμβατικών όρων. Ο πρώτος εναγόμενος αρνείται την ένδικη αγωγή και ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε την πρώτη ενάγουσα κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω ειδικού πληρεξουσίου, αλλά ότι τη συνάντησε πρώτη φορά σε κοινωνική εκδήλωση του συζύγου της το έτος 2020, ότι ανέθεσε τη διαχείριση και μόνο της τρίτης εναγομένης στον τρίτο ενάγοντα, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την εμπιστοσύνη που του έδειξε, υπεξαιρώντας το ποσό των 327.740 ευρώ που αντιστοιχούσε σε κέρδη από την εκμετάλλευση του σκάφους «…….», χωρίς ποτέ να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του, καθώς κι ότι ουδέποτε συμφώνησε να μεταβιβάσει τις μετοχές της τρίτης εναγομένης έναντι του ποσού των 120.000 ευρώ, αφού ο ίδιος είχε δαπανήσει για την αγορά του ως άνω σκάφους το συνολικό ποσό των 368.000 ευρώ και δη είχε καταβάλει πλέον του φανερού τιμήματος των 268.000 ευρώ, το ποσό των 100.000 ευρώ από ίδια κεφάλαια τοις μετρητοίς. Ωστόσο, όλοι οι ως άνω ισχυρισμοί καταρρίπτονται από τα εισφερθέντα στην παρούσα δίκη αποδεικτικά μέσα. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε την πρώτη ενάγουσα τουλάχιστον από το Μάρτιο του 2017, αφού στην από 20-11-2021 έγκληση που υπέβαλε σε βάρος αυτής και του τρίτου των εναγόντων αναφέρει ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί της (βλ. σελ. 2 της έγκλησης), ενώ και από περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης του … προκύπτει ότι την Πρωτομαγιά του 2017 είχαν πάει όλοι μαζί για φαγητό, προκειμένου να γιορτάσουν την απόκτηση ενός ακόμα σκάφους αναψυχής από την πρώτη ενάγουσα (βλ. ένορκη βεβαίωση: «…ο λόγος της μάζωξης αυτής ήταν τα “καλορίζικα” στη … (ενν. πρώτη ενάγουσα) για το σκάφος. Στη συνάντηση αυτή ο κ. … ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος και ευχόταν κατ’ ανάλογο τρόπο στη … “καλορίζικο το σκάφος”»). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι η συμφωνία μεταβίβασης των μετοχών έναντι τιμήματος 120.000 ευρώ θα ήταν οικονομικά ασύμφορη για τον ίδιο, αφού είχε δαπανήσει το ποσό των 368.000 ευρώ για την αγορά του σκάφους «……..» δεν ενισχύεται από οποιοδήποτε πειστικό αποδεικτικό μέσο, αφού ακόμη και ο ενόρκως βεβαιών υπέρ αυτού, …, ουδέν σχετικό επιβεβαιώνει, αντίθετα αναφέρει ότι δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή του κάτι συγκεκριμένο περί του ότι το τίμημα αγοράς του σκάφους ήταν μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στο ιδιωτικό συμφωνητικό. Επίσης, δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό μέσο, από το οποίο να προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης, ασχολήθηκε από τον Απρίλιο του 2017, που χορήγησε το ως άνω πληρεξούσιο στον τρίτο ενάγοντα, είτε με τον τρόπο διαχείρισης της παραπάνω εταιρείας, είτε με τα κέρδη που είχε αποφέρει σε αυτήν η εκμετάλλευση του σκάφους «…….», η πρώτη δε φορά που ζήτησε από τον τρίτο ενάγοντα να προβεί σε λογοδοσία ήταν το Δεκέμβριο του 2021 (βλ. σχετικό από 6-12-2021 εξώδικο που κοινοποίησε την 10-12-2021 στην πρώτη και τον τρίτο των εναγόντων). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα προχώρησε σε ανακαίνιση του σκάφους, δαπανώντας περί τις 30.000 ευρώ κι έθεσε σε αυτό τα διακριτικά γνωρίσματα του δικτύου εταιρειών της, δηλαδή το “vista yachting”, ενώ προωθούσε τη μεταφορά προσώπων με το εν λόγω σκάφος μέσω του τουριστικού γραφείου «…» που ανήκει στο δίκτυο εταιρειών της. Επίσης, αποδείχθηκε από την ένορκη βεβαίωση της … ότι η πρώτη ενάγουσα εξόφλησε εμπροθέσμως και προσηκόντως το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς του σκάφους στην πωλήτρια εταιρεία «…», με αποτέλεσμα το σκάφος να αποδεσμευτεί από την απλή ναυτική υποθήκη που είχε εγγραφεί επ’ αυτού, ακολούθως δε κατέβαλε τμηματικά στη δεύτερη εναγομένη το ποσό των 100.000 ευρώ που η τελευταία είχε δανείσει στην τρίτη εναγομένη, με την τελευταία καταβολή να λαμβάνει χώρα την 17-1-2019. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι τόσο η αποπληρωμή του τιμήματος αγοράς του σκάφους, όσο και του παραπάνω δανείου έγινε από την τρίτη εναγομένη και όχι από την πρώτη ενάγουσα προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού ναι μεν ως καταβάλλουσα φέρεται η τρίτη εναγομένη, όμως τα χρήματα που καταβλήθηκαν προέρχονταν από τα κέρδη που απέφερε στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία η εκμετάλλευση του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, ήτοι του σκάφους «………», από την πρώτη ενάγουσα. Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης ότι η τρίτη εναγομένη δεν είχε ιδία κεφάλαια για να αποπληρώσει τα παραπάνω ποσά αποτελεί το γεγονός ότι κατά το χρόνο που η διαχείρισή της ανατέθηκε τυπικά στον τρίτο ενάγοντα (Απρίλιος 2017) το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ανερχόταν μόλις στο ποσό των 59,41 ευρώ. Εν συνεχεία, αποδείχθηκε ότι την 25-8-2021 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης (δυνάμει της υπ’ αριθ. … πράξης τροποποίησης του καταστατικού της δεύτερης εναγομένης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαργαρίτας Ιωάννη Λουμάκη), για την υπογραφή των ιδιωτικών συμφωνητικών μεταβίβασης των μετοχών της τρίτης εναγομένης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μετά την ανταλλαγή μεταξύ των δύο πλευρών σχεδίων ιδιωτικών συμφωνητικών και τις εκατέρωθεν διορθώσεις που έγιναν επ’ αυτών, συντάχθηκαν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά φέροντα ημερομηνία 6-9-2021, με το πρώτο από τα οποία ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το σύνολο των μετοχών του στην τρίτη εναγομένη και δη 30.000 ανώνυμες μετοχές στην πρώτη ενάγουσα, έναντι τιμήματος 36.000 ευρώ, 10.000 ανώνυμες μετοχές στη δεύτερη ενάγουσα, έναντι τιμήματος 12.000 ευρώ και 10.000 ανώνυμες μετοχές στον τρίτο ενάγοντα, έναντι τιμήματος 12.000 ευρώ και με το δεύτερο από τα οποία η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το σύνολο των μετοχών της στην τρίτη εναγομένη και δη 50.000 ανώνυμες μετοχές στην τέταρτη ενάγουσα, έναντι τιμήματος 60.000 ευρώ. Επίσης, συντάχθηκε και ένα τρίτο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των εναγόντων και των δύο πρώτων εναγομένων, φέρον ημερομηνία … Νοεμβρίου 2021 και τίτλο «ιδιωτικό συμφωνητικό – δηλώσεις», δια του οποίου ρυθμίζονταν κυρίως θέματα που αφορούσαν τη μέχρι τότε λειτουργία της τρίτης εναγομένης, διευκρινιζόταν ότι οι εναγόμενοι ουδεμία ανάμιξη είχαν από τη σύσταση της τρίτης εναγομένης μέχρι τότε στη διαχείριση, εκπροσώπηση και γενικά στη λειτουργία της εταιρείας και γενικώς περιέχονταν όροι που αφορούσαν στην προστασία των δύο πρώτων εναγομένων από τυχόν εταιρικές υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί κατά το διάστημα διαχείρισης του τρίτου ενάγοντος. Ωστόσο, καίτοι τα ως άνω τρία ιδιωτικά συμφωνητικά είχαν οριστικοποιηθεί την 2-11-2021 κι εκκρεμούσε μόνο η υπογραφή τους από τα συμβαλλόμενα μέρη, μια εβδομάδα αργότερα και δη την 9-11-2021 ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης, ανακάλεσε το πληρεξούσιο που είχε χορηγήσει στον τρίτο ενάγοντα με την υπ’ αριθ. … πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Καϊάφα. Ακολούθως, η πρώτη ενάγουσα κοινοποίησε στους εναγομένους το από 19-11-2021 εξώδικο, δια του οποίου διαμαρτυρόταν για την αντισυμβατική συμπεριφορά τους, τους δήλωνε ότι δεν θα τους παραδώσει το σκάφος «……» μέχρις ότου υπογραφούν οι συμφωνίες μεταβίβασης των ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης και παραδοθούν οι τίτλοι αυτών, με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος των 120.000 ευρώ και τους καλούσε να παραστούν στο γραφείο του πληρεξούσιου δικηγόρου της για να εκκαθαριστούν οριστικά οι μεταξύ τους σχέσεις. Κατόπιν κοινοποίησης της ως άνω εξωδίκου ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης, υπέβαλε μήνυση σε βάρος της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων για το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης του ως άνω σκάφους αναψυχής, την αξία του οποίου σημειωτέον αποτίμησε στο ποσό των 200.000 ευρώ και ουχί στο ποσό των 368.000 ευρώ που αναληθώς ισχυρίστηκε ότι το αγόρασε. Με βάση όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το Μάρτιο του 2017 καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, ατομικά και για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας αποκλειστικών συμφερόντων του (κατά το διάστημα εκείνο ναι μεν νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης ήταν ο μη εταίρος …, πλην όμως βασικός και πλειοψηφών εταίρος αυτής ήταν ο πρώτος εναγόμενος), άτυπο (προφορικό) προσύμφωνο μεταβίβασης των ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρείας (άρθρ. 166 ΑΚ σε συνδυασμό με 6 παρ. 2 ν. 3182/2003), το οποίο ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα και από το οποίο απορρέει η υποχρέωση των δύο πρώτων εναγομένων να προβούν στη σχετική δήλωση βούλησης προς τους ενάγοντες για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης σε αυτούς των επίδικων ανώνυμων μετοχών. Οι εναγόμενοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους το δικονομικό ισχυρισμό ότι μη νόμιμα και δη κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 393 παρ. 1 ΚΠολΔ επιχειρούν οι ενάγοντες να αποδείξουν με μάρτυρες την κατάρτιση και το περιεχόμενο του ως άνω προσυμφώνου για τη μεταβίβαση μετοχών, αξίας 120.000 ευρώ, αφού τα ανυπόγραφα ιδιωτικά συμφωνητικά που προσκομίζουν δεν συνιστούν καν αρχή έγγραφης απόδειξης (άρθρο 394 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ), καθότι δεν έχουν αποδεικτική δύναμη. Ωστόσο, ο παραπάνω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος. Τούτο διότι, τα παραπάνω φέροντα ημερομηνία 6-9-2021 ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης 50.000 ανώνυμων μετοχών της «…» ναι μεν δεν έχουν την αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού εγγράφου, αφού είναι ανυπόγραφα, πλην όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, στα πλαίσια της προκείμενης τακτικής διαδικασίας λαμβάνονται υπόψιν ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, κατά τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, και δη συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, προς απόδειξη του ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της παρούσας δίκης αγωγικού ισχυρισμού ότι οι διάδικοι είχαν προσυμφωνήσει τη μεταβίβαση των μετοχών της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, αφού στην προκείμενη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγομένους. Ειδικότερα, από το προσκομιζόμενο με επίκληση από 30-8-2021 ενυπόγραφο έγγραφο του …, πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγομένων, το οποίο ρητώς αναφέρει ότι ασχολήθηκε με το θέμα της μεταβίβασης των μετοχών της …, ότι οι εντολείς του δεν έχουν οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς τη μεταβίβαση των μετοχών, καθώς και ότι οι πωλητές ουδεμία ανάμειξη είχαν με τη διαχείριση της ΝΕΠΑ και του πλοίου, κρίνεται ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός και συνεπώς, υφίσταται αρχή έγγραφης απόδειξης, χωρίς να απαιτείται προς τούτο πρόταση από τον διάδικο και επιτρέπεται βάσει αυτής η δια μαρτύρων απόδειξη, καθόσον το εν λόγω έγγραφο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου, είναι υποστατό ως τέτοιο έγγραφο και ως αποδεικτικό μέσο που πληροί οπωσδήποτε τους όρους του νόμου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 340 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑθ 1840/2022-ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς το ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης πώλησης των μετοχών, ήτοι ως προς το τίμημα αυτών, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή του τιμήματος για την πώληση των μετοχών είχε αναχθεί σε αίρεση του προσυμφώνου, έτσι ώστε η παρέλευση του χρόνου αυτής να καθιστά το προσύμφωνο ως μηδέποτε γενόμενο, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών των εναγομένων ως ουσία αβάσιμων. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου είχε προσυμφωνηθεί η μεταβίβαση των μετοχών της τρίτης εναγόμενης ΝΕΠΑ, έναντι συνολικού τιμήματος 120.000 ευρώ και δη η μεταβίβαση από τον πρώτο εναγόμενο α) στην πρώτη ενάγουσα 30.000 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ η κάθε μία, έναντι τιμήματος 36.000 ευρώ και β) σε καθέναν από τους δεύτερη και τρίτο ενάγοντες 10.000 ανωνύμων μετοχών, αντίστοιχης ονομαστικής αξίας, έναντι τιμήματος 12.000 ευρώ, καθώς και η μεταβίβαση από τη δεύτερη εναγομένη στην τέταρτη ενάγουσα 50.000 ανωνύμων μετοχών, αντίστοιχης ονομαστικής αξίας, έναντι τιμήματος 60.000 ευρώ. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των παραπάνω διαδίκων ως προς το χρόνο και τρόπο καταβολής του τιμήματος, αφού τα μεν από 6-9-2021 ιδιωτικά συμφωνητικά είναι ασυμπλήρωτα στο σχετικό σημείο, το δε επικαλούμενο από τους ενάγοντες πλάνο αποπληρωμής που κοινοποιήθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων, ………., με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την 20-10-2021, ουδέν αποδεικνύει, αφού περιορίζεται στον προσδιορισμό της κατάθεσης κάποιων δόσεων εκ μέρους των εναγόντων και δη τεσσάρων δόσεων ποσού 9.000 ευρώ η κάθε μία εκ μέρους της πρώτης εξ αυτών, δύο δόσεων ποσού 6.000 ευρώ η κάθε μία εκ μέρους της δεύτερης από αυτούς, τεσσάρων δόσεων ποσού 3.000 ευρώ η κάθε μία εκ μέρους του τρίτου εξ αυτών και τεσσάρων δόσεων ποσού 15.000 ευρώ η κάθε μία εκ μέρους της τέταρτης από αυτούς, χωρίς όμως να περιέχει τις ημερομηνίες κατάθεσης των παραπάνω δόσεων, ενώ από την ένορκη βεβαίωση της … αποδεικνύεται ότι ο ως άνω πληρεξούσιος ουδέποτε αποδέχθηκε για λογαριασμό των εναγομένων τον παραπάνω τρόπο αποπληρωμής του τιμήματος των επίδικων μετοχών της τρίτης εναγομένης (βλ. ένορκη βεβαίωση … όπου αναφέρει: «… πράγματι, στις 20-10-2021 απέστειλα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον κ. … το πλάνο αποπληρωμής, για το οποίο δεν μου εξέφρασε γραπτά ή προφορικά καμία αντίρρηση»). Τέλος, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρξε υπερημερία των εναγομένων ως προς την αποδοχή της αντιπαροχής των εναγόντων, καθότι από το περιεχόμενο της από 19-11-2021 εξώδικης διαμαρτυρίας – δήλωσης – πρόσκλησης της πρώτης ενάγουσας αποδεικνύεται ότι η τελευταία κάλεσε τους εναγομένους να παραστούν την 23-11-2021 και ώρα 12:00 μ.μ. στο γραφείο του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αρίστιππου Μαστρογιάννη, «προκειμένου να υπογραφούν τα συμφωνητικά μεταβίβασης μετοχών και να εκκαθαριστούν οριστικά οι σχέσεις τους». Η παραπάνω πρόσκληση κατά τον αόριστο και γενικόλογο τρόπο που είναι διατυπωμένη δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως πραγματική προσφορά, υπό την έννοια του άρθρου 349 ΑΚ, ικανή να καταστήσει τους εναγομένους υπερήμερους δανειστές ως προς την αντιπαροχή των εναγόντων, αφού δεν αρκεί η δήλωση του οφειλέτη ότι είναι έτοιμος προς εκπλήρωση, ούτε η ρηματική μόνο προσφορά της παροχής προς το δανειστή, αλλά πρέπει η παροχή να προσφέρεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπολείπεται παρά μόνον η παραλαβή ή η αποδοχή της από το δανειστή (ΕφΑθ 6664/2002-Ελλ Δνη 2004/560). Κατόπιν τούτων, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 949 εδ. β΄ ΚΠολΔ, η δήλωση βούλησης των δύο πρώτων εναγομένων να θεωρηθεί ότι έγινε από τη στιγμή που θα εκπληρωθεί η αντιπαροχή των εναγόντων ή θα επέλθει υπερημερία αποδοχής της από τους εναγομένους και συνεπώς η εκτέλεση της παρούσας απόφασης, μετατίθεται από το χρόνο τελεσιδικίας της στο μεταγενέστερο χρόνο της επέλευσης των γεγονότων αυτών, δηλαδή της εκπλήρωσης της αντιπαροχής ή της υπερημερίας για την αποδοχή της, εκτός εάν τα παραπάνω γεγονότα συντρέξουν πριν από την τελεσιδικία της απόφασης, οπότε η ενέργεια του πλάσματος θα αναπτυχθεί κανονικά από το χρόνο τελεσιδικίας και εφεξής.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη ως προς τους δύο πρώτους των εναγομένων και 1) να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να μεταβιβάσει: α) στην πρώτη ενάγουσα τριάντα χιλιάδες (30.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού τριάντα έξι χιλιάδων (36.000) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα δέκα χιλιάδες (10.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ και γ) στον τρίτο ενάγοντα δέκα χιλιάδες (10.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, 2) να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη εναγομένη υποχρεούται να μεταβιβάσει στην τέταρτη ενάγουσα πενήντα χιλιάδες (50.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, 3) να καταδικαστεί ο πρώτος εναγόμενος σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης: α) τριάντα χιλιάδων (30.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στην πρώτη ενάγουσα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από την πρώτη ενάγουσα του ποσού των τριάντα έξι χιλιάδων (36.000) ευρώ ή της περιέλευσης του πρώτου εναγομένου σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής, β) δέκα χιλιάδων (10.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στη δεύτερη ενάγουσα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από τη δεύτερη ενάγουσα του ποσού των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ή της περιέλευσης του πρώτου εναγομένου σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής και γ) δέκα χιλιάδων (10.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στον τρίτο ενάγοντα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από τον τρίτο ενάγοντα του ποσού των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ή της περιέλευσης του πρώτου εναγομένου σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής και 4) να καταδικαστεί η δεύτερη εναγομένη σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης πενήντα χιλιάδων (50.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στην τέταρτη ενάγουσα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από την τέταρτη ενάγουσα του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ ή της περιέλευσης της δεύτερης εναγομένης σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής. Τέλος, πρέπει οι δύο πρώτοι των εναγομένων να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τους δύο πρώτους των εναγομένων.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να μεταβιβάσει: α) στην πρώτη ενάγουσα τριάντα χιλιάδες (30.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού τριάντα έξι χιλιάδων (36.000) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα δέκα χιλιάδες (10.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ και γ) στον τρίτο ενάγοντα δέκα χιλιάδες (10.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη εναγομένη υποχρεούται να μεταβιβάσει στην τέταρτη ενάγουσα πενήντα χιλιάδες (50.000) ανώνυμες μετοχές της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, έναντι ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον πρώτο εναγόμενο σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης: α) τριάντα χιλιάδων (30.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στην πρώτη ενάγουσα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από την πρώτη ενάγουσα του ποσού των τριάντα έξι χιλιάδων (36.000) ευρώ ή της περιέλευσης του πρώτου εναγομένου σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής, β) δέκα χιλιάδων (10.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στη δεύτερη ενάγουσα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από τη δεύτερη ενάγουσα του ποσού των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ή της περιέλευσης του πρώτου εναγομένου σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής και γ) δέκα χιλιάδων (10.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στον τρίτο ενάγοντα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από τον τρίτο ενάγοντα του ποσού των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ή της περιέλευσης του πρώτου εναγομένου σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τη δεύτερη εναγομένη σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης πενήντα χιλιάδων (50.000) ανωνύμων μετοχών της τρίτης εναγομένης, ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μία, στην τέταρτη ενάγουσα, η οποία θα συντελεστεί με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών και την παράδοση του μετοχικού τίτλου αυτών, υπό τον όρο καταβολής από την τέταρτη ενάγουσα του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ ή της περιέλευσης της δεύτερης εναγομένης σε υπερημερία αποδοχής της παραπάνω αντιπαροχής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της τρίτης εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν είκοσι (1.120) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους δύο πρώτους εναγομένους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων (5.700) ευρώ.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                     , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ