ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1812/2023
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη ως Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Αθανασίου (ΑΜ ΔΣΑ 17620) κι εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …, 2) … 3) … 4) … 5) … 6) … 7) … 8) … 9) … και 10) … εκ των οποίων ο πρώτος, ο δεύτερος, η όγδοη, ο ένατος και ο δέκατος υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Δημητρίου Χλούπη (ΑΜ ΔΣΠ 3414) κι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, οι δε λοιποί υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ιωάννη Καραγκούνη (ΑΜ ΔΣΑ 21444) κι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γλυκερία Βερβίτα (ΑΜ ΔΣΑ 41439).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-11-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9980/2006 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικώς η υπ’ αριθ. 3972/2009 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δια της οποίας το τελευταίο κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών, εν συνεχεία η υπ’ αριθ. 4656/2010 μη οριστική απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2674/2011 απόφαση, δια της οποίας διατάχθηκε η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από τον επιμελέστερο των διαδίκων, ακολούθως η υπ’ αριθ. 2753/2012 απόφαση, δια της οποίας αντικαταστάθηκε ο ορισθείς με την προηγούμενη απόφαση πραγματογνώμονας και τελικά η υπ’ αριθ. 4202/2015 μη οριστική απόφαση, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, προκειμένου να κληθούν οι κληρονόμοι του αρχικώς εναγομένου …, ο οποίος απεβίωσε την 22-3-2014, και να επαναλάβουν νομότυπα τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Ακολούθως, η ενάγουσα επανέφερε την ως άνω υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση με την από 27-10-2017 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11400/5629/27-10-2017 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 6-2-2018, πλην όμως κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη η ενάγουσα επαναφέρει την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 6-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11366/5635/7-12-2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), όριζε ότι: «στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παράγραφος 2 και 237 παράγραφοι 1 και 2». Στο παραπάνω άρθρο ρυθμίζονται οι συνέπειες της μη κανονικής συμμετοχής όλων των διαδίκων στη δίκη που διεξάγεται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου, του μονομελούς ή του πολυμελούς δικαστηρίου. Διευκρινίζεται εδώ ότι μη κανονική συμμετοχή με συνέπεια τη ματαίωση της υπόθεσης, αποτελεί η μη κατάθεση ή η μη εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων από όλους τους διαδίκους. Αντίθετα, η μη κανονική συμμετοχή κάποιου μόνον από τους διαδίκους επιφέρει κατά περίπτωση τις συνέπειες της ερημοδικίας κατά τα ειδικότερα στα άρθρα 271 επ. ΚΠολΔ προβλεπόμενα. Με σκοπό επίσης, την εκκαθάριση των πινακίων από τις αδρανείς υποθέσεις, την ταχεία επίλυση της διαφοράς και την εξυπηρέτηση της ασφάλειας του δικαίου ορίζεται ότι αν εντός εξήντα ημερών από τη ματαίωση δεν γίνει (από τον επιμελέστερο διάδικο) νέος προσδιορισμός για τη συζήτηση της υπόθεσης, τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και ως εκ τούτου δεν παράγει (δικονομικού δικαίου) συνέπειες. Ο χρόνος με βάση τον οποίον υπολογίζεται η προθεσμία των εξήντα ημερών είναι ο χρόνος της τυπικής συζήτησης της αγωγής (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ ως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), κατά την οποία και κηρύσσεται η ματαίωση. Ως προσδιορισμός της συζήτησης νοείται η κατάθεση της κλήσης για τη νέα συζήτηση, η οποία μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 119 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 4335/2015). Τέλος, η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 260 του ΚΠολΔ ισχύει, όπως ορίζει το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 των μεταβατικών διατάξεων του ν. 4335/2015, από την 1η-1-2016 (ΕφΛαρ 2/2020-ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2020/253). Ειδικότερα, η παραπάνω μεταβατική διάταξη του ν. 4335/2015 ορίζει ότι: «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016». Και ναι μεν δεν γίνεται ειδική πρόβλεψη για το ζήτημα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 260 ΚΠολΔ σε εκκρεμείς δίκες, πλην όμως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αγωγές, συντασσόμενη προς τη διαπνέουσα τη διάταξη του άρθρου 17ΕισΝΚΠολΔ αρχή, κατά την οποία οι διατάξεις που αφορούν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στις αγωγές που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του νέου νόμου (βλ. σχετικά ΜΠΑ 1524/2013 και ΜΠΑ 1660/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα Τράπεζα άσκησε την υπό κρίση από 27-11-2006 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9980/2006 αγωγή σε βάρος του …, κατοίκου … (ως προς τον οποίο δεν εισάγεται η υπόθεση με την ένδικη κλήση) και των λοιπών εναγομένων που αναφέρονται στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν από το παρόν Δικαστήριο: α) η υπ’ αριθ. 3972/2009 μη οριστική απόφαση, δια της οποίας το Δικαστήριο κήρυξε εαυτό λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, β) η υπ’ αριθ. 4656/2010 μη οριστική απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2674/2011 απόφαση, δια της οποίας διατάχθηκε η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από τον επιμελέστερο των διαδίκων και διορίστηκε πραγματογνώμονας ο λογιστής – οικονομολόγος …, προκειμένου να αποφανθεί με πλήρως αιτιολογημένη έγγραφη γνωμοδότηση περί του ύψους του υπολοίπου που προκύπτει από την επίδικη σύμβαση έντοκου δανείου, υπολογίζοντας αυτό σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΠΥΣ 36/22-3-1990 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 876/1979, αφού λάβει υπόψιν του: 1) ότι το ποσοστό του τόκου υπερημερίας της ένδικης σύμβασης είναι ίσο προς το επιτόκιο που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (libor) για καταθέσεις διάρκειας 6 μηνών στο νόμισμα που εκφράζεται η οφειλή, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και 2) τον καταλογισμό ποσού 105.000 ευρώ για: έξοδα ποσού 43.759,53 ευρώ, τόκους εξόδων από 11-4-2003 έως 31-1-2008 ποσού 5.742,24 ευρώ και μέρος των οφειλόμενων τόκων από 16-6-2002 έως 16-12-2007 ποσού 55.498,23 ευρώ, το οποίο θα αφαιρεθεί από τα αντίστοιχα κονδύλια για την εξεύρεση του ακριβούς ποσού της οφειλής, γ) η υπ’ αριθ. 2753/2012 απόφαση, δια της οποίας αντικαταστάθηκε ο ως άνω πραγματογνώμονας από τον οικονομολόγο … και δ) η υπ’ αριθ. 4202/2015 μη οριστική απόφαση, μετά τη διενέργεια της από 7-6-2013 λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δια της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής, προκειμένου να κληθούν οι κληρονόμοι του …, ο οποίος απεβίωσε διαρκούσης της εκκρεμοδικίας την 22-3-2014, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρξε νομότυπη επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης, καθώς κι ότι μεταξύ των εναγομένων υφίστατο δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας. Ακολούθως, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι η ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 27-10-2017 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11400/5629/27-10-2017 κλήση, με την οποία αφενός παραιτήθηκε από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής ως προς τον … και τους κληρονόμους του κι αφετέρου επανέφερε την ένδικη αγωγή προς συζήτηση ως προς τους λοιπούς εναγομένους, ενώ κατόπιν σχετικής πράξης της Δικαστή προσδιορισμού ορίστηκε ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης η 6η-2-2018. Ωστόσο, κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, η δε ενάγουσα επανέφερε εκ νέου την υπόθεση προς συζήτηση με την από 6-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11366/5635/7-12-2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι από το χρόνο της συζήτησης της αγωγής, κατά την οποία και κηρύχθηκε η ματαίωση, ήτοι από την 6η-2-2018, έως το νέο προσδιορισμό για τη συζήτηση της υπόθεσης, ήτοι έως την 7η-12-2022 που κατατέθηκε η κλήση για τη νέα συζήτηση, παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπόθεση να διαγραφεί από το πινάκιο και η ένδικη αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων. Τούτο διότι, η παραπάνω διάταξη ήταν σε ισχύ (ήδη από την 1η-1-2016) κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η παραπάνω ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης και συνεπώς καταλαμβάνει και τη συζήτηση αυτής της αγωγής, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς όλους τους εναγομένους, ήτοι και ως προς τον …, για τον οποίο η παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής, που έλαβε χώρα με την κατάθεση της από 27-10-2017 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 11400/5629/2017 κλήσης, θεωρείται ανίσχυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, το μεν διότι δεν προκύπτει επίδοση του δικογράφου της παραπάνω κλήσης στον αντίδικο του παραιτούμενου (άρθρ. 297 ΚΠολΔ), ήτοι στους κληρονόμους (καθολικούς διαδόχους) του παραπάνω αρχικώς εναγομένου, οι οποίοι νομιμοποιούνταν να επαναλάβουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, το δε διότι δεν αποδεικνύεται η παροχή από την ενάγουσα Τράπεζα ειδικής πληρεξουσιότητας στη συντάξασα το δικόγραφο της παραπάνω κλήσης δικηγόρο Αθηνών, Αικατερίνη Αθανασίου, για να προβεί σε παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής (άρθρ. 98 περ. β΄ σε συνδυασμό με 296 ΚΠολΔ).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα και να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν βάσιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, αφού η παρούσα είναι οριστική απόφαση επιφέρουσα κατάργηση της δίκης με αναδρομική άρση των συνεπειών της εκκρεμοδικίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (2.650) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά την 15η Μαΐου 2023 και δημοσιεύτηκε την 7η Ιουνίου 2023 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ