Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

…1881…./2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Α΄ έφεσης 5655/2813/2022,

Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Β΄ έφεσης 6497/3165/2022)

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2023, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :

Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου : …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Κοντοσέα (Α.Μ. Δ.ΣΠ. 3643), συνεργάτη της δικηγορικής εταιρείας Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 30026), που εδρεύει στον …, βάσει της από 31-10-2022 δήλωσής της κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνη Σταματελοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 30698), κατοίκου …, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 30-12-2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 13214/177/30-12-2019, αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 58/2021 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν : α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 20-6-2022 έφεσή του (εφεξής υπό στοιχείο Α΄), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6579/136/21-6-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5655/2813/21-6-2022, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο, και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 4-7-2022 έφεσή της (εφεξής υπό στοιχείο Β΄), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7685/183/13-7-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6497/3165/13-7-2022, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες δύο αντίθετες εφέσεις και ειδικότερα, η από 20-6-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5655/2813/21-6-2022, υπό στοιχείο Α΄ έφεση και η από 4-7-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6497/3165/13-7-2022, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι προδήλως συναφείς, στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμό 58/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 σε συνδυασμό με και 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 3, 246 και 524 § 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, οι ως άνω αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 21-6-2022 και 13-7-2022, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2  ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγονται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, αμφότερες οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την από 30-12-2019 αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας απόφασης, και με τις προτάσεις του (άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ),  ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος εξέθετε ότι είναι επαγγελματίας ναυτικός του Εμπορικού Ναυτικού, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιθαλαμηπόλων – Θαλαμηπόλων Ε.Ν., που είναι μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας, ενώ η εναγόμενη, που δραστηριοποιείται με τα πλοία της σε ακτοπλοϊκές μεταφορές επιβατών και οχημάτων, είναι μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας. Ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ……..σημαία, … πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, κ.ο.χ. …, ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, τα διαστήματα από 6-2-2018 έως και 3-8-2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον Πειραιά, λόγω αδείας έως την 3η-9-2018, και από 31-8-2018 έως και 11-11-2018, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον Πειραιά λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του, με τις αποδοχές που προβλέπονταν στην ισχύουσα Συλλογική Σύβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και συγκεκριμένα, στη ΣΣΝΕ του έτους 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.5/80350/2018-ΦΕΚ Β΄5084/14-11-2018). Ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, ο ίδιος απασχολούνταν στις αναφερόμενες σε αυτήν εργασίες προς εκτέλεση των καθηκόντων του και κάλυψη των αναγκών του πλοίου, που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά-Ηράκλειο Κρήτης, και μάλιστα υπερωριακά, καθώς εργαζόταν τουλάχιστον επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, ενώ τις αναφερόμενες ημερομηνίες κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε «εξπρές» δρομολόγια εργαζόταν τουλάχιστον επί δεκαεπτά (17) ώρες ημερησίως. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 16.974,37 ευρώ, για διαφορές επί των νόμιμων αποδοχών του, αμοιβής υπερωριακής εργασίας, επιδομάτων εορτών και αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, στις 11-11-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.413,27 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από 12-11-2018, πλην των κονδυλίων για διαφορά επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, τα οποία επιδικάσθηκαν με το νόμιμο τόκο από 1η Μαΐου και από 1η Ιανουαρίου αντίστοιχα του επόμενου έτους που αφορούν, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 3.000,00 ευρώ, και καταδικάζοντας την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη, με τις υπό κρίση εφέσεις τους αντίστοιχα, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, κατά δε την εναγόμενη να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρίαν.

  1. I. Το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) συνθέτουν οι διατάξεις του Α.Ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία» (ΦΕΚ Α 172/6-7-1943), που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητά με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Στο άρθρο 1 § 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8-3-1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα αυτού Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη ΣΣΝΕ με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 § 1 εδ. α΄ του Α.Ν. 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους από το χρόνο της υπογραφής της, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 350/2021, 1905/1987, 1267/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜΕφΠειρ 48/2021, 100/2019, 368/2019, 494/2018, 376/2017 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, ΜΕφΠειρ 177/2016, 218/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ 498/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο κατάρτισής της, που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 ΑΚ τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017, ΑΠ 453/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 § 1 του Α.Ν. 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επέκτασης και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης (ΜΕφΠειρ 285/2015, 459/2015, 591/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν ενοχικώς και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜΕφΠειρ 371/2016, 376/2016, 719/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28-2-2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή είναι γνήσια ερμηνευτική και διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του ασαφούς άρθρου 5 § 1 εδ. α΄ του Α.Ν. 3276/1944, με αποτέλεσμα να ρυθμίζει με γνήσια αναδρομή τις (ενοχικές) έννομες συνέπειες των ΣΣΝΕ που είχαν καταρτιστεί και λήξει ακόμα και πριν από τη θέσπισή της και στην πραγματικότητα από την έναρξη της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου (ΟλΑΠ 1/2014, ΑΠ 1191/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, βλ. για όλα τα ανωτέρω ΕφΠειρ 544/2022, 234/2022, 205/2019 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). ΙΙ. Περαιτέρω, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8-3-1990) για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε, υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Αν δε με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 860/2010, ΑΠ 277/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟS) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS) και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΕφΠειρ 740/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7-4-2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 544/2022, 205/2019 ό.π.). ΙΙΙ. Εξάλλου, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται “κλειστός” και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε.) είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αμοιβές που προβλέπονται στη Σ.Σ.Ν.Ε. δεν είναι μεγαλύτερες από τον κλειστό μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη κατά το μέρος αυτό και ο ναυτικός δικαιούται της διαφοράς (ΑΠ 516/2017, ΑΠ 1013/2003, ΑΠ 225/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη παροχή πρόσθετης (υπερωριακής) απασχόλησης του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 Ν.Δ. 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για τη πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Τσούμα, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 23-6-2021 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκλήση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος), της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που δόθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά …, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, σε συνδυασμό με την από 28-6-2021 γνωστοποίηση -κλήση της πληρεξούσιας δικηγόρου της εναγόμενης), και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, ακόμη και αυτών που παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, προσάγονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη ως νέα αποδεικτικά μέσα, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261 εδ. β΄ και 352 § 1 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει δύο διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατά τους κατωτέρω αναφερομένους χρόνους, μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπ’ αριθμό … ναυτικού φυλλαδίου, και νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, ο ενάγων προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου …….. …, κ.ο.χ. …, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, κατά τα εξής χρονικά διαστήματα : α. από 6-2-2018 μέχρι 3-8-2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας ανάπαυσης διάρκειας ενός μηνός, ήτοι έως 3-9-2018, και β. από 31-8-2018 μέχρι 11-11-2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου. Για την μεν πρώτη, από 6-2-2018, σύμβαση εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος (βλ. την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη σύμβαση) και προκύπτει, μεταξύ άλλων συμβατικών ρυθμίσεων, ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο ποσό των 2.721,87 ευρώ (μικτών), συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίσθηκε, του βασικού μισθού (οριζομένου από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο), επιδόματος Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, αδείας μετά τροφοδοσίας, υπερωριών, τυχόν επιδόματος της εταιρείας και όλων των διάφορων προβλεπόμενων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς, επίσης, ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Κατά το πρώτο ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε στις 27-10-2017 με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οπότε κατέστη γενικά υποχρεωτική (μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της), και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 17-11-2017 (ΦΕΚ Β 4005/17-11-2017), ως η τελευταία ισχύσασα, δοθέντος ότι με την από 6-2-2018 έγγραφη σύμβαση εργασίας είχε συμφωνηθεί ρητά να καταστούν περιεχόμενό της οι όροι της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα πρόταση της παρούσας, ενώ οι ρυθμίσεις της διάδοχης ΣΣΝΕ του έτους 2018, που υπογράφηκε στις 4-9-2018, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 14-11-2018 (ΦΕΚ Β 5084/14-11-2018), ουδέποτε κατέλαβαν την εν λόγω σύμβαση εργασίας, καθώς είχε λυθεί ήδη πριν την υπογραφή της. Κατά το δεύτερο ως άνω διάστημα της ναυτολόγησής του, όμως, ίσχυσε η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ του έτους 2018, στην οποία περιελήφθη ρήτρα (ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1-1-2018 ισχύος της, οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά και, ενοχικώς, πριν από αυτήν, δεδομένου ότι υπεγράφη διαρκούσης ακόμη της σύμβασης εργασίας και αμφότεροι ήταν μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιθαλαμηπόλων – Θαλαμηπόλων Εμπορικού Ναυτικού, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Η ιδιότητά τους αυτή προκύπτει, για μεν τον ενάγοντα από την υπ’ αριθμό πρωτ. 35/7-7-2020 έγγραφη βεβαίωση της ως άνω συνδικαλιστικής οργάνωσής του, με την οποία πιστοποιείται ότι υπήρξε εγγεγραμμένο μέλος της από 15-10-2001 μέχρι και τη σύνταξη της εν λόγω βεβαίωσης, καθώς και από το γεγονός της παρακράτησης από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), υπερκείμενης οργάνωσης στην οποία υπαγόταν η κλαδική επαγγελματική οργάνωση των ναυτικών της ειδικότητάς του, για δε την εναγόμενη, που, άλλωστε, δεν προβάλλει σχετικά συγκεκριμένο αρνητικό ισχυρισμό, από το από τον αντίδικό της προσκομιζόμενο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του ΣΕΕΝ στο Διαδίκτυο και αναφέρονται τα μέλη του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εφάρμοσε για τη δεύτερη ως άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου κι ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (του εκκαλούντος-ενάγοντος), κατά το σχετικό αυτού σκέλος, ενώ πρέπει να απορριφθεί ο ίδιος λόγος καθ’ ο μέρος αφορά τη ΣΣΝΕ που ήταν εφαρμοστέα στην πρώτη ως άνω σύμβαση, ως προς την οποία ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε η εκκαλουμένη. Επομένως, οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβει ο ενάγων όσον αφορά την πρώτη σύμβαση ναυτολόγησής του, καθορίζονταν κατά την ΣΣΝΕ του έτους 2017 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2), βάσει της οποίας ανέρχονταν στο ποσό των (1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 417,13 ευρώ [(1.157,99 € + 254,76 €=1.412,75 € / 22=) 64,215 + 19,21 = 83,425 χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, ήτοι στο ποσό των 1.865,10 ευρώ. Στις ανωτέρω αποδοχές δεν συμπεριλαμβάνεται το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας ύψους 19,21 € την ημέρα διότι ο ενάγων σιτιζόταν στο πλοίο. Οι δε ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές που δικαιούνταν να λάβει όσον αφορά την δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησής του, καθορίζονταν κατά την ΣΣΝΕ του έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2), ανερχόμενες στο ποσό των (1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 425,45 ευρώ [(1.181,15 € + 259,86 €=1.441,01 € / 22=) 65,50 + 19,59 = 85,09 χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, χωρίς, ομοίως, να συμπεριλαμβάνεται το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας ύψους 19,59 € λόγω της σίτισης του ενάγοντος εντός του πλοίου, ήτοι στο ποσό των 1.902,38 ευρώ. Επομένως, για το πρώτο ως άνω χρονικό διάστημα ο ενάγων δικαιούνταν το ποσό των 11.134,65 ευρώ [1.865,10 χ 5,97 μήνες (179 ημέρες/30)] και για το δεύτερο το ποσό των 4.622,78 ευρώ [1.902,38 χ 2,43 μήνες (73 ημέρες/30)] και συνολικά το ποσό των 15.757,43 ευρώ. Όπως δε ο ίδιος συνομολογεί με το αγωγικό δικόγραφο (και προκύπτει από τις αντίστοιχες ενυπόγραφες αποδείξεις πληρωμής) λάμβανε από την εναγόμενη μηνιαίως για τις ανωτέρω αιτίες τα ποσά των 1.157,99 ευρώ ως μισθό ενέργειας, 254,76 ευρώ για επίδομα Κυριακών, 35,22 ευρώ για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και 417,13 ευρώ για αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, ήτοι το ποσό των 1.865,10 ευρώ, και συνεπώς, έλαβε το συνολικό ποσό των [1.865,10 χ (252/30=) 8,4=] 15.666,14 ευρώ, ενώ επιπρόσθετα από την από 31-12-2018 αναλυτική απόδειξη πληρωμής αναδρομικών για ολόκληρη την επίδικη περίοδο, που προσκόμισε η εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της, προκύπτει ότι έλαβε το ποσό των 468,03 ευρώ, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, γεγονός που συνομολόγησε ο ενάγων με την προσθήκη- αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεών του, εκ του οποίου, έλαβε ειδικότερα για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 306,88 ευρώ, γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με τις προτάσεις της, και ως εκ τούτου, εφόσον έλαβε το ποσό των 15.973,02 ευρώ, δεν του οφείλεται το αιτούμενο ποσό των 411,76 ευρώ. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν δικαιούτο πέραν του αντιτίμου τροφής, όπως προαναφέρθηκε, ούτε επίδομα ιματισμού για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνταν να φέρει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 3 περ. Ε, 5 § 1 και 20 των προαναφερόμενων ΣΣΝΕ, ως μέλος του κατώτερου πληρώματος, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, και ορθά δεν συνυπολογίσθηκε (σιγήν) με την εκκαλουμένη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν παρείχε εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό, ώστε να καταβάλλει το ανωτέρω επίδομα (άρθρο 5 § 3 των ΣΣΝΕ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το ως άνω πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ο ενάγων, ήταν ενταγμένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς-Ηράκλειο Κρήτης-Πειραιάς και συγκεκριμένα, αναχωρούσε καθημερινά από το λιμάνι του Πειραιά στις 21:00 μ.μ. και κατέπλεε στις 6:15 π.μ. της επόμενης ημέρας στο λιμάνι του Ηρακλείου, από το οποίο, ακολούθως, απέπλεε στις 21:00 μ.μ. της αυτής ημέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέφθανε στις 6:15 π.μ. της επόμενης ημέρας. Ωστόσο, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες το ως άνω πλοίο πραγματοποίησε αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας του, πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών από την άφιξή του σε αυτό και, συνεπώς, πραγματοποίησε δρομολόγια «εξπρές», κατ’ άρθρο 33 § 4 και 5 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., και ειδικότερα : α) στις 27-4-2018, μετά την άφιξή του στις 6:15 π.μ. στο λιμάνι του Ηρακλείου αναχώρησε στις 8:00 π.μ. με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλευσε στις 17:00 μ.μ., β) στις 6-4, 12-7, 19-7, 26-7 και 31-7-2018 μετά την άφιξή του στις 6:15 π.μ. στο λιμάνι του Πειραιά αναχώρησε στις 10:00 π.μ. με προορισμό το Ηράκλειο όπου κατέπλευσε στις 18:45 μ.μ., γ) στις 5-7, 28-7, 2-8 και 2-9-2018 μετά την άφιξη του στις 6:15 π.μ. στο λιμάνι του Ηρακλείου αναχώρησε στις 10:00 π.μ. με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλευσε στις 18:45 μ.μ. και δ) την 4η-9-2018 αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά στις 10:00 π.μ. και αφίχθη στο λιμάνι του Ηρακλείου στις 19:30 μ.μ., από όπου αναχώρησε στις 22:00 μ.μ. προς Πειραιά, όπου αφίχθη στις 7:30 π.μ. της επομένης ημέρας, 5ης-9-2018. Η οργανική σύνθεση του πλοίου ως προς το προσωπικό υπηρεσίας ενδιαιτημάτων αποτελούνταν κατά τη μεν χειμερινή περίοδο, ήτοι από 1 Νοεμβρίου μέχρι 31 Μαρτίου, από 13 θαλαμηπόλους και 10 επίκουρους, κατά δε τη θερινή περίοδο, ήτοι από 1 Απριλίου μέχρι 31 Οκτωβρίου, από 25-28 θαλαμηπόλους και 15-17 επίκουρους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του Π.Δ. 177/1974, όπως αποδεικνύεται τόσο από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, όσο και από τους προσκομιζόμενους καταλόγους εργαζομένων, που προσκόμισε η εναγόμενη πρωτοδίκως. Ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο απασχολούνταν με καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του [βλ. άρθρα 116, 117 και 118 Β.Δ. υπ’ αριθμό 683/1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσία επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4-10-1960) αναφορικά με τα καθήκοντα των θαλαμηπόλων], ως θαλαμηπόλος ενδιαιτημάτων και εστιατορίου, βοηθούμενος από έναν επίκουρο θαλαμηπόλο. Ειδικότερα, κατά κανόνα, όταν οι πλόες ήταν οι συνήθεις νυχτερινοί, η πρωινή βάρδιά του ξεκινούσε από τις 6:00 π.μ., όταν εκκενώνονταν οι καμπίνες επιβατών, απασχολούμενος ως διαμεριστής με το καθάρισμα και την αλλαγή του ιματισμού των ανατιθέμενων σε αυτόν καμπινών, περίπου σε αριθμό 25-28 τη χειμερινή περίοδο και 11-13 τη θερινή περίοδο, χωρητικότητας εκάστης δύο ή τεσσάρων κλινών, καθώς και των κοινόχρηστων χώρων έξωθεν αυτών, εργασία που διαρκούσε το αργότερο μέχρι τις 10:00 π.μ., και άρχιζε εκ νέου εργασία στις 18:00 μ.μ. απασχολούμενος στην υποδοχή των επιβατών και την υπόδειξη σε αυτών των θέσεών τους ή των καμπινών τους και μετά τον απόπλου, στο εστιατόριο «a la carte» του πλοίου που λειτουργούσε για το επιβατικό κοινό μέχρι ώρα 23:00 μ.μ., ο ίδιος, όμως, έπρεπε να επιμεληθεί για το κλείσιμο του εστιατορίου και τον καθαρισμό του χώρου, αποχωρώντας προς ανάπαυση περίπου μια ώρα αργότερα. Κατά δε τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο έπρεπε να τελειώσει συντομότερα τον καθαρισμό των καμπίνων, ώστε να υποδεχθεί τους επόμενους επιβάτες μέχρι τον απόπλου του πλοίου στις 10:00 π.μ., ενώ πλέον των ανωτέρω, αναλάμβανε καθήκοντα εξυπηρέτησης των επιβατών στην τραπεζαρία τις μεσημβρινές ώρες, η οποία τις ημέρες εκείνες λειτουργούσε 12:00 με 14:00 μ.μ., απασχολούμενος κατά δύο ώρες παραπάνω σε σχέση με τα υπόλοιπα διαστήματα της ναυτολόγησής του. Τέλος, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, όπως όλοι οι θαλαμηπόλοι του πλοίου, εκτελούσαν φυλακές πυρασφάλειας δύο φορές την εβδομάδα τη χειμερινή περίοδο και δύο φορές το μήνα το υπόλοιπο διάστημα, λόγω της αύξησης του προσωπικού των θαλαμηπόλων, πλην όμως, η εν λόγω υπηρεσία δεν ήταν υπερωριακή εργασία, πλέον του νόμιμου ωραρίου, αλλά συνέπιπτε με τη βάρδια που κάθε φορά εκτελούσε. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και της κίνησης των επιβατών. Για να ανταποκριθεί, όμως, στα προαναφερόμενα καθήκοντά του, εργαζόταν, κατ’ εντολή του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκε και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και δη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης, αποδεικνύονται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος είχε εργασθεί στο ίδιο πλοίο, συνυπηρετώντας με τον ενάγοντα για επτά μήνες το επίδικο έτος με την ίδια ειδικότητα, χωρίς το γεγονός ότι βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγόμενη εταιρεία, εγείροντας παρόμοιες αξιώσεις (βλ. την ασκηθείσα από 11-11-2019, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11146/5597/2019, αγωγή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), να αποκλείει μόνο αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (βλ. ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχαΝομ 2004, σελ. 266), όσο και αναφορικά με την ανάγκη παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις ημέρες που το πλοίο έκανε πρόσθετους πλόες, ενόψει της λειτουργίας της μεσημεριανής τραπεζαρίας, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα τα επίδικα διαστήματα ως αρχιθαλαμηπόλος, καθώς επίσης και από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, του καταβάλλονταν χρηματικά ποσά για απασχόληση «Σάββατα και αργίες» και για «αμοιβή υπερωριών». Βάσει των προεκτεθέντων και ενόψει : α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, β) των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος, δοθέντος ότι τη θερινή περίοδο που ήταν αυξημένη η επιβατική κίνηση ήταν ναυτολογημένο μεγαλύτερο προσωπικό, γ) τη μεταφορική δυνατότητα του πλοίου 1.500 περίπου επιβατών, δ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του απασχολούνταν στο πλοίο της εναγόμενης επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, με εξαίρεση τις ημέρες που πραγματοποιούνταν πρόσθετο δρομολόγιο εντός της ημέρας, οπότε κρίνεται ότι απασχολούνταν επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί της μη ανάγκης απασχόλησής του πέραν του οκταώρου και λήψης μηνιαίως ποσών προς κάλυψη τυχόν υπερωριακής εργασίας του σταθερά και ανεξάρτητα των πραγματικά παρασχεθεισών ωρών υπερωριακής εργασίας, δεν βρίσκεται σε λογική ακολουθία με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ήτοι την εκτέλεση συνεχών πλόων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας και τα καθήκοντα του ενάγοντος, που δεν ήταν εφικτό να εκτελούνται μέσα στο νόμιμο οκτάωρο, ενώ από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να γίνει δεκτός και ο ισχυρισμός του τελευταίου περί 14ωρης και 17ωρης καθημερινής εργασίας αντίστοιχα, καθώς κρίνεται υπερβολικός και δεν συνάδει ούτε με την ειδικότητά του και τα καθήκοντα που είχε αναλάβει, ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθώς η εξακολουθητική απασχόληση του ενάγοντος επί τόσες πολλές ώρες καθημερινά θα επέφερε οπωσδήποτε την φυσική του εξάντληση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το ως άνω πλοίο, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, είχε πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 124). Ομοίως, δεν αναιρεί τα παραπάνω αποδειχθέντα, και ο ισχυρισμός της εναγόμενης, ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυετούς ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του, ενώ λάμβανε κάθε μήνα τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, καθόσον τούτο δικαιολογείται αφενός από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, αφετέρου διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 Α.Ν. 539/1945 και 8 § 4 Ν.Δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζόμενου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 875/2018, ΕφΠειρ 55/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), απορριπτομένων κατά συνέπεια των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, καθόσον αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, για την οποία του οφείλεται αμοιβή κατά τα κάτωθι παρατιθέμενα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκτελούσε υπερωριακή εργασία για δέκα ώρες όταν εκτελούνταν τα συνήθη δρομολόγια (με τη μνεία ότι εκ παραδρομής αναγράφεται σε ένα σημείο στην εκκαλουμένη εννέα ώρες) και δώδεκα ώρες όταν πραγματοποιούνταν πρόσθετα δρομολόγια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και του πρώτου λόγου έφεσης της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης στο σύνολό του αναφορικά με την παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση από τον ενάγοντα. Με βάση, επομένως, τα παραπάνω αποδειχθέντα και σύμφωνα με το οικείο αγωγικό αίτημα, ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, με βάση τις προαναφερόμενες Σ.Σ.Ν.Ε., για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, για το μεν πρώτο διάστημα από 6-2-2018 έως 3-8-2018 τα ακόλουθα ποσά : α) 1 Σάββατο (28-7) και 1 αργία (6-4), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, οπότε εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως και 24 Σάββατα (10, 17, 24/2, 3, 10, 17, 24, 31/3, 7, 14, 21, 28/4, 5, 12, 19, 26/5, 2, 9, 16, 23, 30/6, 7, 14, 27/7) και 6 αργίες (19/2, 25/3, 9/4, 23/4, 1 και 17/5) οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι 324 ώρες υπερωρίας χ 10,04 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 3.252,96 ευρώ και β) 7 καθημερινές και Κυριακές (27/4, 5/7, 12/7, 19/7, 26/7, 31/7 και 2/8), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, οπότε εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 4 υπερωρίες, και 140 καθημερινές και Κυριακές, οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 2 ώρες υπερωρίες, ήτοι 308 ώρες υπερωρίας χ 8,37 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 2.577,96 ευρώ, και για το δε δεύτερο διάστημα από 31-8-2018 έως 11-11-2018, τα ακόλουθα ποσά : α) 11 Σάββατα (1, 8, 15, 22, 29/9, 6, 13, 20, 27/10, 3 και 10/11) και 2 αργίες (14/9 και 28/10) οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι 130 ώρες υπερωρίας χ 10,25 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 1.332,25 ευρώ και β) 1 καθημερινή και 1 Κυριακή (2/9 και 4/9), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, οπότε εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 4 υπερωρίες, και 58 καθημερινές και Κυριακές, οπότε εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων οι 2 ώρες υπερωρίες, ήτοι 124 ώρες υπερωρίας χ 8,54 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 1.058,96 ευρώ, και συνολικά, το ποσό των 8.222,13 ευρώ. Έναντι του παραπάνω ποσού, ο ενάγων έλαβε ως υπερωριακή αμοιβή για τα παραπάνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του το συνολικό ποσό των 4.945,58, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αντίγραφα των αναλυτικών αποδείξεων πληρωμής του, γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με την έφεσή της, και επομένως, αφού οι συμφωνημένες και καταβαλλόμενες σε αυτόν αποδοχές υπολείπονταν των νόμιμων, δικαιούται να λάβει την διαφορά, ποσού (8.222,13-4.945,58 =) 3.276,55 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι ο ενάγων δικαιούνταν το μικρότερο ποσό των 3.228,42 ευρώ για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της ΣΣΝΕ του έτους 2017 όσον αφορά τα ωρομίσθια, με βάση τα οποία υπολόγισε τις υπερωρίες του δεύτερου διαστήματος εργασίας του, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην ορθή εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου εν μέρει ως ουσία βάσιμου του σχετικού δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης το εν λόγω πλοίο, κατά τις ως άνω χρονικές περιόδους απασχόλησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσε έως και πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σε αυτό και επέστρεφε σε αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες, εν προκειμένω, δε, πραγματοποίησε συνολικά 28,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης (σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα), που αντιστοιχούν σε 3,53 δρομολόγια εξπρές, εκ των οποίων 24,5 ώρες, που αντιστοιχούν σε 3,06 δρομολόγια εξπρές αναφορικά με το πρώτο διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, και 3,75 ώρες, που αντιστοιχούν σε 0,47 δρομολόγια εξπρές αναφορικά με το δεύτερο διάστημα της ναυτολόγησής του. Ως εκ τούτου, δικαιούνταν το 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και ειδικότερα, για το μεν πρώτο διάστημα, κατά το οποίο οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν συνολικά σε 3.455,22 ευρώ (1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος) + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 452,05 ευρώ [(1.157,99 € + 254,76 € + 576,30 €=1.989,05 € / 22=) 90,41 χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 978,90 ευρώ μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του [(8.222,13 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του / 252 ημέρες = 32,63 χ 30), το ποσό των (3.455,22 χ 1/30 χ 3,06 δρομολόγια εξπρές=) 352,42 ευρώ, για το δε δεύτερο διάστημα, κατά το οποίο οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν συνολικά σε 3.504,58 ευρώ (1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος) + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 461,05 ευρώ [(1.181,15 € + 259,86 € + 587,70 €= 2.028,71 € / 22=) 92,21 χ 5 ημέρες] αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 978,90 ευρώ μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του [(8.222,13 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του/ 252 ημέρες = 32,63 χ 30), το ποσό των (3.504,58 χ 1/30 χ 0,47 δρομολόγια εξπρές=) 54,90 ευρώ και συνολικά, το ποσό των (352,42 + 54,90=) 407,32 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 349,31 ευρώ από την εναγόμενη, γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με τις προτάσεις της, απομένοντος υπολοίπου 58,01 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι οφείλεται το ποσό των 56,58 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς οδηγήθηκε σε εσφαλμένους εν μέρει υπολογισμούς ως προς το μέσο μηνιαίο όρο υπερωριακής αμοιβής και κατ’ επέκταση αποδοχών του ενάγοντος και συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης ως προς το πρώτο σκέλος του πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου σκέλους του αυτού λόγου, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για το λόγο ότι προς εξεύρεση της αμοιβής για δρομολόγια εξπρές δεν συμπεριέλαβε στις αποδοχές του ενάγοντος την κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για δώρα εορτών (βλ. ΜΠρΠειρ 2698, ΜΠρΠειρ 1491/2022 προσκομιζόμενες, ΜΠρΠειρ 1966/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.protodikeio-peir.gr), και ομοίως απορριπτομένου του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένο υπολογισμό της εν λόγω αμοιβής και ειδικότερα, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού της κατά μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος. Προσέτι, ο ενάγων δικαιούτο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του από 6-2-2018 έως 30-4-2018, ήτοι για περίοδο 84 ημερών, αναλογία επιδόματος Πάσχα, το οποίο ισούται με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του με την εναγόμενη δε διήρκησε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από 1-1 έως 30-4, το οποίο με βάση τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, ποσού 3.455,22 ευρώ (1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ αντίτιμο τροφής + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 452,05 ευρώ αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 978,90 ευρώ μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του), ανερχόταν στο ποσό των [3.455,22 € χ 1/2 χ 1/15 χ (84 ημέρες /8=) 10,5 οκταήμερα=] 1.209,28 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 700,65 ευρώ, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με τις προτάσεις της, απομένοντος υπολοίπου 508,63 ευρώ. Επιπρόσθετα, ο ενάγων δικαιούτο : α) για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του από 1-5-2018 έως 3-8-2018, ήτοι για περίοδο 95 ημερών, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων, που ισούται με 2/25 του μηνιαίου μισθού, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, και κατά συνέπεια, με βάση τις ως άνω μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, ποσού 3.455,22 ευρώ, ανερχόταν στο ποσό των [(3.455,22 € χ 2/25) =276,42 € χ (95 ημέρες /19=) 5 δεκαεννεαήμερα=] 1.382,10 ευρώ, και β) για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του από 31-8-2018 έως 11-11-2018, ήτοι για περίοδο 73 ημερών, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων, που με βάση τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, ποσού 3.504,58 ευρώ (1.181,15 ευρώ μισθός ενέργειας + 259,86 ευρώ επίδομα Κυριακών + 587,70 ευρώ αντίτιμο τροφής + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 461,05 ευρώ αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 978,90 ευρώ μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής), ανερχόταν στο ποσό των [(3.504,58 € χ 2/25 =) 280,37 € χ (73 ημέρες /19=) 3,84 δεκαεννεαήμερα=] 1.076,62 ευρώ, και συνολικά για την αιτία αυτή (1.382,10+1.076,62=) 2.458,72 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 1.409,51 ευρώ, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης (άρθρο 416 ΑΚ) που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και ήδη επαναφέρει με τις προτάσεις της, απομένουσας διαφοράς 1.049,21 ευρώ. Στις ανωτέρω αποδοχές, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών, συνυπολογίζεται το ημερήσιο αντίτιμο τροφής είτε η τροφοδοσία παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως (ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 521/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), όπως εν προκειμένω, αλλά δεν συνυπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜΕφΠειρ 496/2015, 164/2014, 328/2014, ΕφΠειρ. 177/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), παρά μόνο αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΜΕφΠειρ 464/2021, EφΠειρ 66/2013, ΜΕφΠειρ 590/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που συνυπολόγισε το μέσο όρο δρομολογίων εξπρές έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, ενώ, λόγω μη εφαρμογής της ΣΣΝΕ του έτους 2018 αναφορικά με μέρος της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων και συγκεκριμένα, ως προς τη δεύτερη σύμβαση που συνήψε ο ενάγων, προέβη σε εσφαλμένους υπολογισμούς ως προς τις αποδοχές του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης. Ωστόσο, ορθά δεν συνυπολόγισε την επικαλούμενη με την αγωγή κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή έκτακτων (εξτρά) εργασιών, ποσού 122,49 ευρώ, διότι δεν αποδείχθηκε ότι πρόκειται για παροχή που καταβαλλόταν πάγια και τακτικά, απορριπτομένου κατά το σκέλος αυτό του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη, διότι εσφαλμένα επιδίκασε την αναλογία δώρων εορτών, με το νόμιμο τόκο από 1η-5 και 1η-1 αντίστοιχα του επόμενου έτους που αφορούσαν και όχι από την ημέρα της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος, όπως αιτείτο με την αγωγή του. Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος όσον αφορά το δώρο Πάσχα, δοθέντος ότι τούτο κατέστη μεν απαιτητό από την 1η-5-2018, πλην, όμως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), και να απορριφθεί ως αβάσιμος όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων, το οποίο ορθά με την εκκαλουμένη επιδικάσθηκε με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου κατά το οποίο κατέστη απαιτητό, ήτοι από 1η-1-2019 (βλ. σχετικά ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 233/2004, ΕφΑθ 3734/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω οι υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεις πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες, σύμφωνα με τις ειδικότερα αναφερόμενες παραπάνω διακρίσεις, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (3.276,55 + 58,01 + 508,63 + 1.049,21 =) 4.892,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από 12-11-2018, πλην του κονδυλίου που αφορά στη διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους που αφορούσε, ήτοι από 1η-1-2019. Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με την αγωγή, την έφεση και τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης-εφεσίβλητης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός (άρθρα 178 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 20-6-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5655/2813/2022, υπό στοιχείο Α΄ έφεση, και την από 4-7-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6497/3165/2022, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις κρινόμενες εφέσεις.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 58/2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (4.892,40 €), με το νόμιμο τόκο για το μεν επιμέρους ποσό των 3.843,19 ευρώ από 12-11-2018 και για το επιμέρους ποσό των 1.049,21 ευρώ από 1η-1-2019.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης-εφεσίβλητης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εκκαλούντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 13 Ιουνίου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ