ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 325 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 14η Νοεμβρίου του 2017 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή κήρυξης ακυρότητας αδικοπραξίας λόγω απάτης, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εν εκκαθαρίσει τελούσης, ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στη Ν. Ε. Α., επί της οδού Α. Θ., 7, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, .η οποία προκατέθεσε προτάσεις δυνάμει του από 15-9-2017 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδότησης του …, ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από το Α.Τ.Κηφισιάς, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Ροντήρη του Αναστασίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Αθηνών, οδός … και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Διονυσίου Κατσαμπέρη, άνευ εξουσιοδότησης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στη Ν. Ε. Α., επί της οδού Κ., …, νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Α. Γ. του Ε., κατοίκου Ν. Ε. Α., επί της οδού Κ., …., οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις, δυνάμει του από 11-9-2017 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδοτήσεως τους εκ μέρους του Α. Γ. του Ε., ατομικώς και ως Προέδρου τoυ ΔΣ και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από τον ακόλουθο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Σωτηρόπουλου του Σπυρίδωνος (Α.Μ.Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Αθηνών, οδός …, αλλά δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Ο ενάγων με την από 8-5-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 8-5-2017 και επιδόθηκε στις 10-5-2017 στους εναγόμενους, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, με θυροκόλληση στην πόρτα των γραφείων της εταιρείας με την παρουσία της μάρτυρα Ν. Θ., με την τήρηση ολόκληρης της διαδικασίας του άρθρου 128 παρ.1-4 ΚΠολΔ, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της αγωγής, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 11-10-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 14-11-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 5, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις του, οι δε ως άνω εναγόμενοι που προκατέθεσαν προτάσεις ζητούν την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρουν σε αυτές.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14-18 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδέχονται χρηματική αποτίμηση και συγχρόνως δεν περιλαμβάνονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων κατά το άρθρο 17 ΚΠολΔ. Διαφορές ανεπίδεκτες χρηματικής αποτίμησης είναι εκείνες, που το αντικείμενό τους από τη φύση του δεν έχει χρηματική αξία, έστω και αν η έκβαση της δίκης μπορεί να εμφανίσει οικονομικές παρενέργειες. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνεται και η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας σύμβασης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 εδ.α΄ ΚΠολΔ «διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτή, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή». Επιπλέον, από τη διατύπωση της διατάξεως της παρ.1 του άρθρου 46 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αρμοδιότητα, καθ’ ύλην και κατά τόπο, κρίνεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 46, σελ.105). Κατά τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, όποιος παρασύρεται με απάτη σε δήλωση βούλησης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παραγάγει ή ενισχύσει ή διατηρήσει πλανημένη αντίληψη ή εντύπωση είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίον απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 1458/2001 ΤΝΠ Νόμος). Απαιτείται δε προς ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, όπως αυτή παραχθεί με σκοπό προκλήσεως της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος και να προκλήθηκε πραγματικά αυτή εξαιτίας της απάτης, χωρίς περαιτέρω να εξετάζεται ούτε το καταλογιστό του απατήσαντος, αφού ο λόγος της ακυρώσεως δεν είναι η υπαιτιότητα του, αλλά το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης, αρκεί να υφίσταται κατά τον χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως (ΑΠ 1734/1998 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 15/2000 Δικογραφία 2000.189). Η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης επέρχεται με δικαστική απόφαση κατόπιν διαπλαστικής αγωγής ή και ενστάσεως με την οποία επέρχεται αναδρομικώς η ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων που παρήχθησαν (ΕφΠατρ 57/2004 ΑχΝομ 2005.2, ΠολΠρΘεσ 624/2009 ΕΠολΔ 2009.229). Είναι δε προφανές ότι αν ακυρωθεί η δικαιοπραξία, παύει υφισταμένη και η αιτία της παροχής που έδωσε ο απατηθείς, ο οποίος για τον λόγο αυτό μπορεί να ασκήσει αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού επιδιώκουσα την επιστροφή της (άρθρο 904επ. ΑΚ σε συνδυασμό προς 69 παρ.1δ` ΚΠολΔ, βλ. ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος με παραπομπή σε ΕφΑθ 2640/1968 Αρμ 23.3/1). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1458/2001 ΕλλΔνη 2002.1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (ΑΠ 715/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 74/1983 Αρμ 1983.656, ΠολΠρΛαρ 35/2015 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στην κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι χρηματικώς αποτιμητές διαφορές που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, που είναι δεικτικές χρηματικής αποτίμησης και έχουν αντικείμενο αξίας άνω των 250.000 ευρώ (άρθρο 14 ΚΠοΑΔ), καθώς και οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που δεν υπάγονται στην κατ’ άρθρο 17 αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και αν ακόμη η απόφαση μπορεί να έχει συνέπειες οικονομικής φύσης. Υπάγεται λοιπόν και η αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της σύμβασης, όπως επίσης και η αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας όρου ΓΟΣ λόγω καταχρηστικότητας, διότι δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα και δεν μπορούν από τη φύση τους να αποτιμηθούν σε χρήμα (ΜονΠρΑθ 757/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΡοδ 11/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Επίσης, κατά το άρθρο 154 ΑΚ, η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση κατά τα προεκτιθέμενα, ήτοι πρόκειται περί διαπλαστικού δικαιώματος, ασκούμενου διά εγέρσεως διαπλαστικής αγωγής (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 155, σελ.243), η οποία εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, για την οποία αρμόδιο δικαστήριο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΠολΔ, το πολυμελές πρωτοδικείο (ΠολΠρΘηβ 106/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ενώ πρβλ. ΠολΠρΞανθ 151/2007 ΤΝΠ Νόμος [μετά από παραπομπή], ΠολΠρΘηβ 203/1986 ΕΕΝ 1986 (56).481, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, και από τους θεωρητικούς βλ. αντί άλλων Ν.Νίκα, Πολιτική Δικονομία I [2003], §14.IV, αριθ.53-55, σελ.154-155, Κεραμεύς/Κονδύλης/[-Νίκας], ΕρμΚΠολΔ I [2000], άρθρο 18, αριθ.1, σελ.62), δεδομένου και του ότι η εν λόγω διαφορά δεν υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου κατ’ άρθρο 17 ΚΠολΔ. Εξάλλου, οι αγωγές αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που καθορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και της φύσης αυτής (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος Α΄, Αθήνα, 2001, υπό το άρθρο 57, αριθ.43, 48, σελ.282-283). Στο άρθρο 9 ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (εδ.α`), ότι δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ.β`) και ότι συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ.γ`). Στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αιτημάτων στην αγωγή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία περισσότερα αιτήματα του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο ίδιο δικαστήριο, στο οποίο εισάγονται. Όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις, του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, η σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή όχι, προσδιορίζεται από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι των άλλων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα ερευνήσει την αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση, ανάλογα με το ποσό αν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανάλογα με τη φύση της αν δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο θα εκδικαστούν από αυτό, ενώ αλλιώς το δικαστήριο θα κρατήσει εκείνη, για την οποία έχει αρμοδιότητα, και θα παραπέμψει την άλλη για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, το δικαστήριο διατάσσει τον χωρισμό των αιτημάτων και αφού παραπέμψει όσα υπάγονται σε άλλο δικαστήριο, δικάζει τα αιτήματα για τα οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο δικόγραφο, που εισάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, σωρεύονται αιτήματα, από τα οποία το ένα είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και το άλλο υπάγεται λόγω ποσού στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, το δικαστήριο, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως και αυτοτελώς για κάθε σωρευόμενη αξίωση την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διατάσσει τον χωρισμό κατ’ άρθρο 218 §2 ΚΠολΔ και κρατεί προς εκδίκαση την υπόθεση, που λόγω ποσού υπάγεται στη δική του αρμοδιότητα, τη δε ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά παραπέμπει στο πολυμελές πρωτοδικείο. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 218 ΚΠολΔ μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 ΚΠολΔ σχετικά με τη δωσιδικία της συνάφειας, που διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορούν να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Στην περίπτωση της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παρ.2 και 3 του άρθρου 31 ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο (βλ. σχετ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α΄, Αθήνα, 1996, υπό το άρθρο 9, αριθ.12, 14, σελ.132, 133, ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009, ΜονΠρΘηβ 156/2015 ΤΝΠ Νόμος). Από την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 31 παρ.3 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση (κυρίων) δικών που είναι συναφείς μεταξύ τους είναι το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, εφόσον βέβαια η δεύτερη κλπ., δίκη υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα ισόβαθμου ή κατωτέρου δικαστηρίου. Συναφείς δε είναι οι υποθέσεις όταν τα αντικείμενά τους εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση ή συνδέονται με τον δεσμό της προδικαστικότητας ή απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν (βλ. Νίκα σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠοΛΔ, τόμο I, άρθρο 31, αριθ.4-5, σελ.76, με σχετικές παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση που περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο (αντικειμενική σώρευση αγωγών), αρμόδιο δε προς εκδίκαση εκάστης είναι διαφορετικό δικαστήριο και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 218 ΚΠολΔ και το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου του, ώστε να γίνει συνυπολογισμός των συμπλεκτικά σωρευομένων αξιώσεων, επειδή το αντικείμενο μιας εξ αυτών δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτιμήσεως (ΜονΠρΘεσ 195/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, βλ. Π.Γ. Φαλτσή, Η Έννομη Δικονομική Τάξη, εκδ.1981, σελ.1-12, Β.Μπρακατσούλα, Η Πολιτική Δίκη, εκδ.2001, τόμος Α, σελ.212). Άλλωστε, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συμπεριφορά των διαδίκων (ΑΠ 51/2004 Δίκη 2004[35].965, ΕφΛαρ 92/2006 Δικογραφία 2006.304). Μάλιστα, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ερευνάται απαρεγκλίτως πριν από τη νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988 [55].751, ΜονΠρΘεσ 5410/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ν. Νίκα, ΠολΔ I, §20.1, αριθ.3, σελ.281). Κατά τη διάταξη του εδ.α΄ του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση εισαγωγής ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου υπόθεσης, για την οποία τούτο δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, το εν λόγω δικαστήριο, αφού αποφανθεί περί της αναρμοδιότητας του αυτεπαγγέλτως, ενόψει του ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1392/1987 EΕN 1988.751. ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 21.171), παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο (ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον …, εκθέτει ότι εξαπατήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του ιστιοφόρου επαγγελματικού σκάφους με την ονομασία «…», ελληνικής σημαίας και νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …, προσωπικό λογιστή του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της και ήδη εκκαθαριστή της (…), που εκμεταλλεύθηκε τη μεταξύ τους αναπτυχθείσα σχέσης εμπιστοσύνης και της πώλησε χωρίς να της μεταβιβάσει το ανωτέρω σκάφος, δυνάμει του από 1-3-2013 μεταξύ τους συναφθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, παριστάνοντάς του δολίως μία σειρά από γεγονότα ψευδή και παραπλανητικά, προκειμένου να τον πείσει να προβεί στην αγορά αυτού, προβαίνοντας σε παραπλανητικές και απατηλές δηλώσεις και διαβεβαιώσεις και παραστάσεις, με συνέπεια να εκτιμήσει ο νόμιμος εκπρόσωπός της εσφαλμένως την πραγματικότητα σχετικά με το εν λόγω σκάφος δηλ. ότι επρόκειτο για μία επικερδή για την ενάγουσα εταιρεία επένδυση στη ναυτιλία, με την αγορά και εκμετάλλευσή του και να προβεί τελικά στην αγοραπωλησία αυτή, χωρίς ουδέποτε να της παραδοθεί, ενώ μάλιστα το σκάφος ήταν βεβαρημένο με ναυτική υποθήκη, λόγω τραπεζικού δανείου, γεγονός που αγνοούσε ο νόμιμος εκπρόσωπός της και το οποίο ανακάλυψε εκ των υστέρων, προβαίνοντας εν τέλει σε επίδοση των από 26-5-2013 και 20-6-2013 εξώδικων δηλώσεων περί της ακυρότητας της εν λόγω δικαιοπραξίας λόγω απάτης σε βάρος του από τον δεύτερο εναγόμενο, καλώντας τον να του επιστρέψει το καταβληθέν εκ μέρους του τίμημα, ποσού 61.000 ευρώ, το οποίο ουδέποτε έπραξαν οι εναγόμενοι. Ότι αντιθέτως, το ποσό αυτό κατέπεσε σε βάρος της ενάγουσας, λόγω μη καταβολής του υπολοίπου οφειλόμενου τιμήματος των 30.000 ευρώ για την εν λόγω αγοραπωλησία, μετά την παρέλευση της ημερομηνίας της 31-12-2013 που είχε συμφωνηθεί για καταβολή του μεταξύ τους υπό το καθεστώς πλάνης και εξαπάτησης του αγοραστή και επιπλέον ότι ούτε η ενάγουσα κατάφερε να το εκμεταλλευθεί για να αποπληρώσει το τίμημα, αφού ουδέποτε το παρέλαβε, με συνέπεια την απώλεια εκτός του ως άνω καταβληθέντος εκ μέρους της τιμήματος των 61.000 ευρώ επιπλέον και διαφυγόντων κερδών από τη ματαίωση της απολύτως βάσιμης και πιθανής εμπορικής αξιοποίησής του, με βάση συγκεκριμένη συμφωνία ναύλωσης, η οποία έτσι δεν κατέστη εφικτό να εκτελεστεί υπέρ της, καθώς και με τη συμμετοχή του σε εγκεκριμένες αγωνιστικές διοργανώσεις (regatte), συνολικού ποσού 108.000 ευρώ για τα έτη 2013 έως 2016, όπως εκτίθεται ειδικότερα στην αγωγή, έχοντας υποστεί, εκτός της περιουσιακής της ζημίας, και ηθική βλάβη ως εταιρεία λόγω καταρράκωσης του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής της πίστης στην αγορά των συναλλαγών. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί η ακυρότητα, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή της λόγους, του από 1-3-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης του σκάφους μεταξύ τους, το οποίο υπέγραψε με την πρώτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη νομίμως από τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος εξαπάτησε τον δικό της ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο για να προβεί σε αυτήν, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να για τις αναφερόμενες στην αγωγή επιμέρους αιτίες να της καταβάλουν το ποσό του καταβληθέντος τιμήματος των 61.000 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 21-6-2013, ήτοι από την επομένη επίδοσης σε αυτούς της από 20-6-2013 εξώδικης δήλωσής της, άλλως από της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής της και μέχρις εξοφλήσεως, το ποσό των διαφυγόντων κερδών της ύψους 108.000 ευρώ για τα έτη 2013-2016 ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, νομιμοτόκως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, ήτοι συνολικά το ποσό των 199.400 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγομένου για τη μη συμμόρφωσή του στην εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση για την εξόφληση των ως άνω χρηματικών ποσών προς την ενάγουσα, διάρκειας έως ενός έτους, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, που έχει η κρινομένη αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στους ανωτέρω νομικούς συλλογισμούς, απαραδέκτως στο σύνολό της εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ελλείψει καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του,διότι το κύριο αντικείμενο της αγωγής που αφορά την κήρυξη της ακυρότητας (ακυρωσίας) στην πραγματικότητα) της επίδικης δικαιοπραξίας λόγω απάτης μεταξύ των διαδίκων πλευρών, είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης, ένεκα του διαπλασικού χαρακτήρα της αγωγής συνακόλουθα και της απόφασης που θα εκδοθεί εν προκειμένω, αρμόδιο, δε, για την εκδίκαση της εν λόγω αξιώσεως είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω του μη περιουσιακού χαρακτήρα αυτής της ένδικης διαφοράς (μη αποτιμητού χρηματικώς), κατ’ άρθρο 18 ΚΠολΔ. Το ίδιο δε ισχύει κατ’ άρθρο 31 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ και για τα αντικειμενικώς σωρευόμενα και επιδεκτικά χρηματικής αποτίμησης αιτήματα περί επιστροφής του καταβληθέντος τιμήματος, καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, ενόψει της προφανούς συνάφειάς όλων των αιτημάτων της αγωγής και προς αποτροπή του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων για την ίδια επίδικη διαφορά. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση και του αιτήματος της επιδίκασης αποζημίωσης λόγω θετικής περιουσιακής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας και της επικαλούμενης πλάνης και απάτης κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας (σύμβασης πώλησης) και της προκληθείσας αδικοπραξίας, τυγχάνει το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω και της συνάφειας των χρηματικών αυτών απαιτήσεων (επιστροφής καταβληθέντος τιμήματος, διαφυγόντων κερδών) με τη μη αποτιμητή σε χρήμα αξίωση για την απαγγελία (κήρυξη) ακυρότητας (ακυρωσίας) της ως άνω δικαιοπραξίας (αγοραπωλησίας σκάφους), δεδομένου ότι πρωτίστως αντικείμενο της δίκης, δεν είναι το ποσό που καταβλήθηκε συνεπεία της συμβάσεως αυτής ή τα διαφυγόντα κέρδη ή η τυχόν προκληθείσα αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας (περιουσιακή ζημία, ηθική βλάβη), αλλά η έρευνα της βουλήσεως των συμβληθέντων μερών (ΕφΠατρ 488/2006 ΤΝΠ Νόμος), χωρίς εν προκειμένω να ασκεί επιρροή η αντικειμενική σώρευση των αιτημάτων περί καταβολής στην ενάγουσα των προαναφερομένων ποσών ως αποζημίωση, με βάση τη συμβατική ή την αδικοπρακτική ευθύνη του δεύτερου των εναγομένων, ως οργάνου της πρώτης εναγομένης εταιρείας (ΑΚ 71), και ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, υπαγομένων αυτών στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι πρόκειται περί κυρίας αντικειμενικής σωρεύσεως (άρθρο 218 §1 ΚΠολΔ) διαφοράς, που έχει συναφές αντικείμενο με την αγωγή κήρυξης της ακυρότητας λόγω απάτης, άλλως αναγνωρίσεως ακυρότητας (ακυρωσίας) της συμβάσεως για τους προαναφερόμενους λόγους, αφού το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής περιέχει συναφείς αξιώσεις-αιτήματα της ενάγουσας κατά των εναγομένων που έχουν συνενωθεί στο ίδιο δικόγραφο και που απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν (που συνίσταται στην επικαλούμενη εκ μέρους του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, εξαπάτηση της ενάγουσας και δη του νομίμου εκπροσώπου αυτής για λογαριασμό της ενάγουσας εταιρείας), και για τις οποίες η παραδοχή της πρώτης είναι προαπαιτούμενο για την παραδοχή τους, ενώ, αν γίνει χωρισμός τους και οι σχετικές δίκες εξελιχθούν χωριστά, θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε ασυμβίβαστα ή αντιφατικά μεταξύ τους αποτελέσματα, οπότε καθ’ ύλην αρμόδιο και για την τελευταία αυτή διαφορά, κατ’ άρθρο 31 ΚΠολΔ, είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο και όχι το Δικαστήριο τούτο, ανεξαρτήτως του αν επιλήφθηκε πρώτο της εν λόγω διαφοράς (ΕφΑθ 7021/1989 ΕλλΔνη 31.1504, ΜονΠρΘεσ 195/2013, ΜονΠρΘεσ 29478/2009 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, το παρόν Δικαστήριο πρέπει αυτεπαγγέλτως να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, η δε υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) (ΑΠ 1750/2014, ΕφΠειρ 459/2016, ΠολΠρΑθ 876/2016, ΠολΠρΑθ 1186/2016, ΠολΠρΑθ 61/2016, ΠολΠρΣυρ 38/2015, ΠολΠρΑθ 1969/2013, ΠολΠρΑθ 3546/2013, ΠολΠρΑθ 2193/2013, ΠολΠρΑθ 798/2013, ΠολΠρΑθ 1499/2012, ΠολΠρΒολ 8/2011, ΠολΠρΑθ 5976/2011, ΜονΠρΑθ 404/2016, ΜονΠρΘεσ 5410/2016, ΜονΠρΘεσ 19666/2014, ΜονΠρΑθ 5797/2014, ΜονΠρΡοδ 67/2014, ΜονΠρΑθ 1425/2013, ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η παρούσα απόφαση είναι οριστική (ΕφΑθ 2339/1982 ΕλλΔνη 23.397, ΕφΑθ 6781/1978 ΝοΒ 27.1116,ΜονΠρΑθ 5797/2014 ΤΝΠ Νόμος, βλ.Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Α`, Αθήνα, 1996, υπό το άρθρο 46, σελ.305, αριθ.14, 15).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την παρούσα υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά την τακτική διαδικασία.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28-1-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ