Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 Αριθμός απόφασης

1983/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 14η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ – ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Στυλιανού Φαζάκη (ΑΜ ΔΣΠ …….) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Ο ΠΡΟΣΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ ……) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνουν δεκτοί: α) η από 26-1-2023 ανακοπή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 868/444/27-1-2023 και β) ο από 3-3-2023 πρόσθετος λόγος ανακοπής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2232/1103/3-3-2023, οι οποίοι προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 26-1-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 868/444/27-1-2023 ανακοπή και β) ο από 3-3-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2232/1103/3-3-2023 πρόσθετος λόγος ανακοπής, οι οποίοι πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων (άρθρ. 246, 585 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης της επέδωσε την 9-1-2023 αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 4063/2019 τελεσίδικης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την παρά πόδας αυτής από 9-1-2023 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία την επέτασσε να καταβάλει: α) το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ποινή που της επιβλήθηκε ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της ως άνω απόφασης, για την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας κατάθεσης από την ανακόπτουσα έκθεσης λογοδοσίας για τη διαχείριση από την τελευταία δύο επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, πλοιοκτησίας της καθ’ ης, β) το ποσό των 63.923,29 ευρώ ως πιθανολογούμενο έλλειμα λογοδοσίας, γ) το ποσό των 1.534,15 ευρώ για τέλος απογράφου, δ) το ποσό των 2 ευρώ για έξοδα αντιγράφου, ε) το ποσό των 1.000 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα και σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή και στ) το ποσό των 70 ευρώ για την επίδοση της τελευταίας, ήτοι συνολικά το ποσό των 71.529,44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή έως την ολοσχερή εξόφληση. Ότι ακολούθως η καθ’ ης επέδωσε την 16-1-2023 κατασχετήριο εις χείρας των Τραπεζών «…», «…», «…», «…», «…» και «…», ως τρίτων, δια του οποίου επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 71.529,44 ευρώ σε κάθε είδους απαιτήσεις της ανακόπτουσας εναντίον τους, γεγενημένες ή και μελλοντικές. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη λόγους που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ζητεί την ακύρωση της από 9-1-2023 επιταγής προς πληρωμή και του από 13-1-2023 κατασχετηρίου εγγράφου εις χείρας των παραπάνω Τραπεζών ως τρίτων, καθώς και την καταδίκη της καθ’ ης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (βλ. άρθρα 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 παρ. 3 σε συνδυασμό με 614 επ. ΚΠολΔ), απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ ης περί τοπικής αναρμοδιότητας, καθόσον η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε η ανακοπτόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προέρχεται από σύμβαση διαχείρισης ναυλώσεων, η οποία αφορούσε στη μεσιτεία ναυλώσεων δύο σκαφών αναψυχής, πλοιοκτησίας της καθ’ ης, καθώς και στην εν γένει προώθησή τους στην εγχώρια και διεθνή αγορά για την προσέλκυση πελατείας, η οποία συνιστά ναυτική διαφορά υπό την έννοια του άρθρου 51 παρ. 3 του Ν. 2172/1993 και συνεπώς το παρόν Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για ολόκληρο το νομό Αττικής (βλ. άρθρ. 51 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός οκτώ ημερών από την κοινοποίηση στην ανακόπτουσα του κατασχετηρίου εγγράφου, αφού η εν λόγω κοινοποίηση έλαβε χώρα την 19-1-2023 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης την 27-1-2023 (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ «όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, εκ μόνου του γεγονότος ότι από κάποια έννομη σχέση (όπως η εντολή), κάποιος προέβη σε διαχείριση εν όλω ή εν μέρει ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπιφέρουσες εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεούται να παράσχει λόγο αυτής της διαχείρισής του. Ειδικότερα, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι σύμφωνος με τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου περί ανακοίνωσης του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ. Η έγερση της αγωγής αυτής αποκλείεται, εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία ή εάν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 474 ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάσσει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 477 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. Αν ζητήθηκε με την αγωγή για λογοδοσία κατά το άρθρο 473 να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα, για την περίπτωση που δεν θα κατατεθεί ο λογαριασμός και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάσσει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του πιο πάνω άρθρου 473 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν ο εναγόμενος-δοσίλογος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία και δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα το λογαριασμό, με τη μορφή που παραπάνω προσδιορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική, ως προς την υποχρέωσή του για λογοδοσία. Αν δε ζητήθηκε η καταβολή ορισμένου ελλείμματος και το δικαστήριο καταδίκασε το δοσίλογο στην καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει το λογαριασμό μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική και ως προς την υποχρέωση προς καταβολή του ελλείμματος με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, μετά δε την τελεσιδικία της είναι εκτελεστή και ως προς τα με αυτή διατασσόμενα κατά το άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ εξαναγκαστικά μέτρα. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία διάταξη για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, σημειώνεται ότι τούτο αποτελεί κατά τα ως άνω ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού, το οποίο επιβάλλεται για την περίπτωση άρνησης κατάθεσης του λογαριασμού κατά τον χρόνο που η επιβάλλουσα τη σχετική υποχρέωση απόφαση καταστεί εκτελεστή (ΑΠ 475/2020, ΑΠ 1318/2014, ΑΠ 1896/2014, ΑΠ 437/2012, ΕφΠειρ 404/2022, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ «αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτε­παγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ υπέρ του δανει­στή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος». Από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης προκύπτει ότι δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της η προΰπαρξη τελεσίδικης διάταξης ή επιταγής προς εκτέλεση και για την εφαρμογή της απαιτούνται (αθροιστικά) μόνο οι εξής προϋποθέσεις: α) υποχρέωση του οφειλέτη να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για μη χρηματική παροχή που η εκπλήρωσή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη (ΑΠ 41/2006-ΕλλΔνη 2006/784). Τούτο μπορεί να καθορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο, τη φύση της πράξης, τις ιδιαίτερες συνθήκες ή την ιδιαίτερη συμ­φωνία των μερών (Π. Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑναγκΕκτ, ΕιδΜ, έκδ. 2001, σσ. 59). β) Η πράξη αυτή να εξαρτάται μόνο από τη βούληση του οφειλέτη. Τούτο καθορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο ή από τη φύση της πράξης ή από την ιδιαίτερη συμφωνία των μερών ή και τις ιδιαίτερες συνθήκες. Και γ) έκδοση απόφασης που να καταδικά­ζει τον οφειλέτη. Αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο δανειστής από οποιονδήποτε τίτλο και αν έλκει το δικαίωμα, για να αξιώσει από τον οφειλέτη την τέλεση της πράξης αυτής, λ.χ. συμβόλαιο κλπ, πρέπει να απευθυνθεί στο δικαστήριο και να επιτύχει την καταδίκη του οφειλέτη να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει το δικαστήριο τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1618/1998-ΕλλΔνη 2001/115) σε χρηματική ποινή έως 50.000 € υπέρ του δανειστή και σε προ­σωπική κράτηση έως ένα έτος. Το δικαστήριο, αν καταδικάζει κάποιον σε τέλεση πράξης, κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως επιβάλλει (και δεν απειλεί απλώς) (αθροιστικά) τη χρηματική ποινή (και την προσωπική κράτηση) ως μέσα εκτέλεσης – ΟλΑΠ 2/1995-ΕλλΔνη 1995/584, I. Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ, εκδ. 1983, τόμ. II, αρθ. 946, σσ. 618). Επί καταδίκης σε αυτοπρόσωπη επιχείρηση ορισμένης πράξης, όταν υπάρχει απειλή χρηματικής ποινής, για την επιβολή της δεν απαιτείται η προηγούμε­νη βεβαίωση της παράβασης της απόφασης με νέα απόφαση και καταδίκη σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, όπως γίνεται στο άρθρο 947 ΚΠολΔ, αφού στην περίπτωση του άρθρου 946 ΚΠολΔ, η καταδίκη στα αναφερόμενα μέσα εκτέλεσης έχει χωρέσει αυτεπαγγέλτως με την αρχική απόφαση, με την οποία ο οφειλέτης υποχρεώθηκε σε επιχείρηση της πράξης (ΟλΑΠ 2/95 ό.α., ΑΠ 1291/2019, ΑΠ 966/2009-ΕλλΔνη 2009/1700, ΑΠ 15/2000-ΝοΒ 2000/1415). Ο δικαιούχος της απαίτησης, αφότου η απόφαση καταστεί εκτελεστός τίτλος βάσει απογράφου επιδίδει στον οφειλέτη επιταγή προς εκούσια ε­κτέλεση της καταγνωσθείσας υποχρέωσης και αν αυτός συμμορφωθεί δεν υπάρχει άλλη πλέον υποχρέωσή του (άρθ. 926 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αν όμως ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν προβεί στην αυτοπρόσωπη εκτέλεση της πράξης εντός τριημέρου, ο δανειστής δικαιούται πλέον να προβεί σε έμμεση εκτέλεση, επιδιώκοντας τη χρηματική ποινή, επιδίδοντας στον καθ’ ου νέα επιταγή προς εκτέλεση για την πληρωμή της χρηματι­κής ποινής, για την οποία ισχύει πάλι η τριήμερη προθεσμία για συμμόρφωση του άρθρου 926 παρ. 1 ΚΠολΔ και στη συνέχεια, μετά την πάροδο της τριήμερης προθεσμί­ας θα συνεχίσει την εκτέλεση με τα αναφερόμενα στο άρθρο 951 παρ. 1 μέσα (ΑΠ 193/2014-ΝοΒ 2014/1644, ΕφΑθ 8860/2006-ΕλλΔνη 2007/887, ΕφΘεσ 2010/2001-Αρμ 2002/1504), οι αντιρρήσεις δε κατά της εκτέλεσης προτείνονται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 538/2020-ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η από 9-1-2023 επιταγή προς πληρωμή, που της κοινοποίησε η καθ’ ης, τυγχάνει ακυρωτέα, διότι δι’ αυτής επιτάχθηκε να καταβάλει, μεταξύ άλλων, το ποσό των 5.000 ευρώ που της επιβλήθηκε ως χρηματική ποινή, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4063/2019 τελεσίδικης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς στο μεταξύ να έχει εκδοθεί νέα δικαστική απόφαση, με την οποία αφενός μεν να διαπιστώνεται αν συντρέχει ή όχι περίπτωση απαγγελίας χρηματικής ποινής, δηλαδή αν ο οφειλέτης εκπλήρωσε ή όχι την υποχρέωσή του προς επιχείρηση πράξης που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, αφετέρου δε να καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής. Ωστόσο, ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, επί καταδίκης σε αυτοπρόσωπη επιχείρηση ορισμένης πράξης (κατ’ άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως είναι η υποχρέωση του δοσίλογου να ανακοινώσει στο δεξίλογο το λογαριασμό εσόδων – εξόδων που προέκυψε από τη διαχείριση της υπόθεσής του (βλ. ΠΠΣύρου 36/2007-ΕφΑΔ2008/665), όταν υπάρχει απειλή χρηματικής ποινής, όπως εν προκειμένω (βλ. διατακτικό της υπ’ αριθ. 4063/2019 τελεσίδικης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου) δεν απαιτείται -όπως αντιθέτως προβλέπεται στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται από το άρθρο 947 ΚΠολΔ- βεβαίωση της παράβασης της απόφασης με νέα απόφαση, αφού στην περίπτωση του άρθρου 946 ΚΠολΔ η καταδίκη στη χρηματική ποινή έχει χωρέσει με την αρχική απόφαση, ήτοι την υπ’ αριθ. 4063/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, διά της οποίας η ανακόπτουσα – οφειλέτρια υποχρεώθηκε σε εκτέλεση της πράξης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012 και ΑΠ 1183/2009, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016-ΝΟΜΟΣ). Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Ειδικά δε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί έκφανση της, κατά την διάταξη του άρθρου 116 του ΚΠολΔ, γενικής αρχής περί της απαγόρευσης καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, απηχεί την αρχή της αναλογικότητας (αρχή της αναγκαιότητας) και αποσκοπεί στην αποτροπή της υπερβολικής καταπίεσης του οφειλέτη από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ευρίσκονται σε δυσαναλογία σε σχέση προς την απαίτηση, επιβάλλεται περιορισμός, προς προστασία του οφειλέτη – καθ’ ου η κατάσχεση από τον κίνδυνο της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης. Ο περιορισμός της καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής κατάσχεσης πράγματος του οφειλέτη αξίας δυσαναλόγως μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξίωσης του επισπεύδοντος ή της κατάσχεσης ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατάσχεσης που υπερκαλύπτουν το ποσό της εκτελουμένης αξίωσης ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητος του καθ’ ου, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος. Επιπλέον δε, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρα επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, εάν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που είναι δυνατόν να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 1603/2014, ΑΠ 385/2010 όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, συνέπεια της παράβασης της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι ο περιορισμός της κατάσχεσης σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν την απαίτηση και τα έξοδα εκτέλεσης με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η ακυρότητά της (ΑΠ 551/2005, ΑΠ 1694/1998, ΕφΠειρ 699/2022, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2η έκδοση, Αναγκαστική Εκτέλεση, Άρθρο 951 σελ. 340-341). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η συμπεριφορά της καθ’ ης είναι καταχρηστική, διότι με βάση τον ίδιο εκτελεστό τίτλο, έχει προχωρήσει στην κατάσχεση πολλών εταιρικών λογαριασμών της που τηρούνται σε διάφορες Τράπεζες. Ότι ειδικότερα κατόπιν σχετικών καταφατικών δηλώσεων των Τραπεζών, ως τρίτων, η καθ’ ης δέσμευσε το ποσό των 71.529,44 ευρώ στην «…», το ποσό των 71.529,44 ευρώ στην Τράπεζα «…» και το ποσό των 390,62 ευρώ στην «…». Ότι η δέσμευση των ως άνω ποσών, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 143.449,50 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το διπλάσιο του ύψους της απαίτησης, για την οποία επισπεύδεται η προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση (71.529,44 €), περιορίζει υπέρμετρα και δυσανάλογα την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία της ανακόπτουσας εταιρείας, αποτελώντας τροχοπέδη σε οποιαδήποτε επιχειρηματική επιλογή που θα μπορούσε να της αποφέρει κέρδη προς περαιτέρω εξασφάλιση της καθ’ ης. Με βάση το ιστορικό αυτό η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση του από 13-1-2023 κατασχετηρίου εγγράφου. Ωστόσο, με το παραπάνω περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι πρωτίστως απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι η ανακόπτουσα δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα κάποιο τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πρέπει να περιοριστεί η κατάσχεση και το ποσό αυτού, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. ΜΠΑ 2028/2013-ΝΟΜΟΣ με παραπομπή σε Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 951 αρ. 13), καθώς η διάταξη του άρθρου 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε, αποσκοπεί στον περιορισμό της καταπίεσης του οφειλέτη και κύρωση έχει όχι την ακύρωση της κατάσχεσης, αλλά τον περιορισμό της στα αρκούντα για την κάλυψη της απαίτησης περιουσιακά στοιχεία. Ο ίδιος ως άνω λόγος όμως πρέπει να απορριφθεί και ως μη νόμιμος ως προς το αίτημά του, αφού συνέπεια της παράβασης της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι ο περιορισμός της κατάσχεσης σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν την απαίτηση και τα έξοδα εκτέλεσης με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η ακυρότητά της.

Η διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθιερώνει το σύστημα καθορισμού της προθεσμίας της ανακοπής κατά στάδια, υπό την έννοια ότι, όταν οι επιμέρους πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης παρουσιάζουν ελάττωμα που μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα, πρέπει να ασκηθεί η ανακοπή μέσα σε ορισμένη προθεσμία, έτσι ώστε αν περάσει άπρακτη αυτή η προθεσμία, οι πράξεις εκτέλεσης γίνονται απρόσβλητες και δεν μπορούν να συμπαρασύρουν σε ακυρότητα και τις επόμενες στη διαδικασία πράξεις, διότι επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, § 40, αρ. περιθ 2-4, σελ. 597- 598). Μετά το ν. 4335/2015 η πιο πάνω πρόβλεψη δεν καταργήθηκε, αλλά τροποποιήθηκε ώστε, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου αυτού, όλα τα παράπονα που μπορούν να προβληθούν για πλημμέλειες της εκτελεστικής διαδικασίας να ασκούνται μόνο σε δύο χρονικά σημεία: α) το πρώτο βρίσκεται πριν το πλειστηριασμό και περιλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους λόγους, για τους οποίους τα μέρη της διαδικασίας ισχυρίζονται ότι η τελευταία πάσχει σε κάποιο σημείο της και β) το δεύτερο μετά τον πλειστηριασμό και περιλαμβάνει τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής για όλες τις πλημμέλειες, οι οποίες εμφιλοχώρησαν από την πράξη του πλειστηριασμού μέχρι την τελευταία πράξη εκτέλεσης, η οποία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Ειδικότερα με δεδομένο ότι οι λόγοι ανακοπής εξακολουθούν να διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, ήτοι αυτούς που αφορούν: 1) τον εκτελεστό τίτλο, 2) τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και 3) την απαίτηση (Π. Γέσιου- Φαλτσή, ό.π., § 39 αρ. περ. 1, σελ. 559), τα επιμέρους στάδια του άρθρου 934 ΚΠολΔ, διακρίνονται ανάλογα με το είδος της εκτέλεσης σε έμμεση και άμεση. Σε περίπτωση δε έμμεσης εκτέλεσης, αν πρόκειται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων με κατάσχεση εις χείρας τρίτου, το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει τους λόγους της ανακοπής που αφορούν σε ελαττώματα του εκτελεστού τίτλου, της απαίτησης ή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ’ ου (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., § 3911 αρ. περ. 12, σελ. 567). Η κατά το άρθρο 982 ΚΠολΔ κατάσχεση στα χέρια τρίτου, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, βρίσκεται στην ίδια θέση με τις άλλες μορφές κατάσχεσης και κατά συνέπεια εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 904-940 ΚΠολΔ, οι ειδικές διατάξεις για την κατάσχεση των άρθρων 951-952 ΚΠολΔ και για τις αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης οι διατάξεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ. Έτσι, για τον προσδιορισμό του αφετηρίου σημείου έναρξης των προθεσμιών του άρθρου 934 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του ν. 4335/2015 και κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου § 3 εδ. α’ του ίδιου νόμου εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η-01-2016, ως πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης λαμβάνεται η κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον τρίτο. Αν η κατάσχεση χρηματικής απαίτησης γίνει εις χείρας τρίτου και ο τρίτος προβεί σε καταφατική δήλωση προβλέπεται διαδικασία εξόφλησης του κατασχόντος είτε απευθείας από τον τρίτο είτε με διανομή του ποσού μέσω συμβολαιογρά­φου (988 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο δε οφειλέτης μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, να ασκήσει ανακοπή προ­βάλλοντας λόγους ακυρότητας της κατάσχεσης, όπως το ακατάσχετο ή απόσβεση της απαίτησης αυτής. Ωστόσο, το απώτατο χρονικό σημείο, μέχρι του οποίου μπορεί να ασκηθεί η ανωτέρω ανακοπή, συνδέεται με την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 988 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα και ο τελευταίος αποκτά τον κατ’ άρθρο 989 εκτελεστό τίτλο σε βάρος του τρίτου, ήτοι είναι οκταήμερη, αν ο καθ’ ου η εκτέλεση-οφειλέτης κατοικεί στην Ελλάδα (βλ. ΑΠ 954/2019, ΑΠ 360/2017, ΕφΑθ 166/2021, ΜΕφΘεσ 1189/2014, ΜΠρΑθ 9690/2011, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), και όχι σαράντα πέντε ημέρες από την κατάσχεση (βλ. Εφ Θεσ. (ΜΟΝ) 1839/2018-ΝΟΜΟΣ, πρβλ. Γαβαλά, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 360/ 2017, ΕφΑΔ 2017, 839 επ.). Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επομένη της επίδοσης του κατασχετηρίου προς τον καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον όμως προηγήθηκε η προς τον τρίτο επίδοση τούτου, αλλιώς αρχίζει από τη μεταγενέστερη προς τον τρίτο επίδοση. Μέσα στην προθεσμία αυτή πρέπει να γίνει τόσο η κατάθεση της ανακοπής όσο και η κοινοποίησή της (ΕφΘεσ 2692/1992-ΕλλΔνη 35/634, ΜΠρΛαρ 535/2014-ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί αναγκαστικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης εις χείρας τρίτου, η αναγκαστική εκχώρηση της απαίτησης του οφειλέτη προς τον κατασχόντα, σε περί­πτωση καταφατικής υπό την έννοια του άρθρου 985 δήλωσης, επέρχεται μετά την, προϋποθέτουσα τήρηση της οκταήμερης του άρθρου 985 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθε­σμίας, καταφατική τυχόν δήλωση του τρίτου και την παρέλευση ακολούθως της προθεσμίας του άρθρου 988 § 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ. Σε περίπτωση δε αρνητικής, υπό την έννοια του άρθρου 985, δήλωσης, ή παράλει­ψης του τρίτου να προβεί εμπροθέσμως στην οφειλόμενη κατά το ανωτέρω άρθρο 985 ρητή δήλωση, η οποία εξομοιώνεται, σύμφωνα με την § 3 εδ. α΄ αυτού, με δήλωση αρνητική, επέρχεται διά της τελεσιδικίας της απόφασης με την οποία γίνεται δεκτή η κατά το επόμενο άρθρο 986 ανακοπή (ΟλΑΠ 3/1993, ΑΠ 688/2010, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευ­ταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επομένης μη εξαιρετέας ημέρας». Η οκταήμερη, επομένως, προθεσμία του άρθρου 988 αρχίζει από την επομένη της επίδοσης του κατασχετη­ρίου στον καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον όμως προηγήθηκε η προς τον τρίτο επίδοση του κατασχετηρίου, διότι από τότε η κατάσχεση θεωρείται υπαρκτή (ΟλΑΠ 3/1993-ΝΟΜΟΣ). Αν η επίδοση στον καθ’ ου η εκτέλεση του κατασχετηρίου προηγήθηκε της επίδοσης αυτού στον τρίτο, η οκταήμερη προθεσμία προς καταβολή αρχίζει από την επίδοση στον τρίτο, οπότε υποχρεούται να δηλώσει εντός οκταημέρου και να καταβάλει μετά την πάροδο του οκταημέρου, που αρχίζει από την επόμενη του κατασχετηρίου στον τρίτο, δηλαδή την 9η ημέρα και όχι από την καταφατική δήλωση. Περαιτέρω, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, η άσκηση των πρόσθετων λόγων ανακοπής πρέπει να γίνει όχι μόνο υπό τις διατυπώσεις που ορίζει η διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ (δηλ. κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου και κοινοποίηση αυτού στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση), αλλά και εντός των χρονικών περιορισμών του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού με την πάροδο άπρακτων των τελευταίων τυχόν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης, για οποιοδήποτε και οποτεδήποτε προβαλλόμενο λόγο, καλύπτεται, πράγμα που συνάδει με το πνεύμα της τελευταίας διάταξης, με την οποία σκοπείται η ταχεία άρση της αβεβαιότητας για το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. ΑΠ 1154/2004-ΔΙΚΗ 2005/474, ΑΠ 1774/2001-ΕλλΔνη 2002/1384, ΑΠ 1621/2000-ΕλλΔνη 2001/696, ΑΠ 1037/1996-ΕλλΔνη 1998/300, ΕφΑθ 557/2009-ΕλλΔνη 2011/204). Τέλος, οι προθεσμίες των άρθρων 934, 985, 988 ΚΠολΔ είναι δικονομικές, διεπό­μενες από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. ΚΠολΔ, εξετάζονται δε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης εκτέλεσης (151 ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1469/2005, ΑΠ 372/2004, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εκφεύγουν της εξουσίας των ορίων διάθεσης εκ μέρους των διαδίκων, δεδομένου ότι αφορούν την ασφάλεια των συναλ­λαγών και έχουν τεθεί προς προστασία των τρίτων (ΑΠ 360/2017-ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρόσθετο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα εταιρεία ζητεί την ακύρωση της από 9-1-2023 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας του αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 4063/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και του από 13-1-2023 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτων, επικαλούμενη πλημμέλειες της εκτελεστικής διαδικασίας και δη μη τήρηση της νόμιμης προδικασίας, αφού κατά τους ισχυρισμούς της η καθ’ ης όφειλε να της κοινοποιήσει επιταγή προς εκτέλεση, προκειμένου να προβεί σε παροχή λογοδοσίας και ακολούθως, σε περίπτωση άρνησής της να επιχειρήσει την ως άνω πράξη, να της κοινοποιήσει εκ νέου δεύτερη επιταγή προς καταβολή του πιθανολογούμενου ελλείμματος. Ωστόσο, ο παραπάνω πρόσθετος λόγος ανακοπής, ο οποίος αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 933 παρ. 1 εδ. α΄ και γ΄, παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ναι μεν κατατέθηκε νομότυπα στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ιδιαίτερο δικόγραφο την 3-3-2023 (βλ. αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2232/1103/3-3-2023), πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του. Τούτο διότι, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή επέδωσε το από 13-1-2023 κατασχετήριο στις μεν τράπεζες «…», «…», «…», «…», «…» και «…», ως τρίτες, την 16-1-2023 (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …), στη δε ανακόπτουσα την 19-1-2023 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …). Εν συνεχεία η «…», η «…» και η «…», κατέθεσαν εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ, την 24-1-2023, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καταφατική δήλωση περί της ύπαρξης της κατασχεθείσας απαίτησης. Όπως δε προκύπτει από τις σχετικές δηλώσεις δεσμεύθηκε από την «…» ποσό 71.529,44 ευρώ, του οποίου δικαιούχος ήταν η ανακόπτουσα εταιρεία (βλ. την υπ’ αριθ. … δήλωση), από την Τράπεζα «…» ποσό 71.529,44 ευρώ, του οποίου δικαιούχος ήταν επίσης η ανακόπτουσα εταιρεία (βλ. την υπ’ αριθ. Γ796/2023 δήλωση) και από την «…» ποσό 390,62 ευρώ με δικαιούχο την ανακόπτουσα (βλ. την υπ’ αριθ. Α849/2023 δήλωση). Βάσει συνεπώς των εκτεθέντων στη μείζονα σκέψη, η προθεσμία της ανακόπτουσας, η οποία εδρεύει στην Ελλάδα και δη στο …, να ασκήσει ανακοπή, όπως και πρόσθετους λόγους επ’ αυτής, προβάλλοντας λόγους ακυρότητας της κατάσχεσης, ήταν οκταήμερη, αρχόμενη από την επομένη της επίδοσης του προαναφερόμενου κατασχετηρίου στην ίδια, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 20-1-2023 έως και την 27-1-2023. Πλην όμως ο κρινόμενος πρόσθετος λόγος ανακοπής, που αφορά στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας της εκτέλεσης, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 3-3-2023 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), μετά δηλαδή την εκπνοή της προαναφερόμενης οκταήμερης προθεσμίας, με αποτέλεσμα να έχει επέλθει αυτοδίκαιη εκ του νόμου εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης προς την καθ’ ης η ανακοπή, που επέβαλε την κατάσχεση, σύμφωνα με τους όρους του κατασχετηρίου, η οποία (εκχώρηση) ενεργεί έναντι τόσο των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτέλεσης, όσο και κατά των τρίτων, η δε καθ’ ης ανακοπή απέκτησε τον κατ’ άρθρο 989 ΚΠολΔ εκτελεστό τίτλο σε βάρος των ως άνω Τραπεζών, που προέβησαν σε θετική δήλωση ως τρίτων ενώ, από το χρόνο αυτό, απεκδύθηκε η καθ’ ης η κατάσχεση-ανακόπτουσα, των δικαιωμάτων της πάνω στη δεσμευθείσα απαίτηση.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος ερευνητέος λόγος ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν η υπό κρίση ανακοπή και ο πρόσθετος λόγος αυτής στο σύνολό τους και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της, σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 26-1-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 868/444/27-1-2023 ανακοπή και τον από 3-3-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2232/1103/3-3-2023 πρόσθετο λόγο ανακοπής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και τον πρόσθετο λόγο αυτής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την   21-6-2023.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ