ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2022/2023
(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 3494/1718/18-04-2022)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ευλαμπία Καπελούζου Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη Λ., διατηρεί, δε, νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, Ν. 27/1975 και Α.Ν. 378/1968, επί της οδού … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 20-09-2022 δικαστικού πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της, … στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Δημήτριος Δημητρίου του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 3485), που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο Δ. του Π., όπου και εδρεύει καταστατικά …., στην πραγματικότητα όμως εδρεύει στη … στερούμενης Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 21-09-2022 δικαστικού πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της, …, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, η πληρεξούσια δικηγόρος Ελένη Κοσσένα (ΑΜ/ΔΣΑ 23074) της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «Α.Σ. Παπαδημητρίου και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» (ΑΜ/ΔΣΑ 80190), που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Εταιρείας με την επωνυμία …), στερούμενης Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 21-09-2022 δικαστικού πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της, …, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, η πληρεξούσια δικηγόρος Παυλίνα Γαλάτη (ΑΜ/ΔΣΑ 29518) της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «Α.Σ. Παπαδημητρίου και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» (ΑΜ/ΔΣΑ 80190), που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18-04-2022 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 3494/18-04-20212 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1718/18-04-2022 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία και ειδικότερα αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου. Τα πολιτικά δικαστήρια, όπως και κάθε δικαστήριο, είναι υποχρεωμένα πριν από την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, που έχει αχθεί στην κρίση τους, να εξετάσουν και αυτεπαγγέλτως, αν με βάση τα περιστατικά που εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, αδιαφόρως της αλήθειας ή όχι αυτών, έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν την υπόθεση (άρθρο 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ), και μάλιστα πριν από την έρευνα οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, διότι η δικαιοδοσία, και αν γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση στην έρευνα από το δικαστήριο των διαδικαστικών προϋποθέσεων και του παραδεκτού της αγωγής, αποτελεί το λογικά προηγούμενο σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς. Η έρευνα αυτή γίνεται σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, διότι οι διατάξεις που καθορίζουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αφορούν στη δημόσια τάξη. Η έλλειψη όμως της διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως μόνον όταν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στη συζήτηση και όταν η σιωπή του δεν μπορεί να θεμελιώσει παρέκταση (λ.χ. η διαφορά αφορά ακίνητο που βρίσκεται στο εξωτερικό, το αντικείμενο της διαφοράς είναι μη περιουσιακό ή ο νόμος ή η βούληση των μερών προβλέπουν αποκλειστική δικαιοδοσία, βλ. άρθρα 42 παρ. 1 και 2 και 44 ΚΠολΔ). Αν ο εναγόμενος παρίσταται και δεν προτείνει έγκαιρα, δηλαδή με τις προτάσεις του, την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας στις διαφορές όπου επιτρέπεται σιωπηρή παρέκταση, η έλλειψη δικαιοδοσίας καλύπτεται (ΑΠ 1288/1994, ΕΕργΔ 1996/41). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012, πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις αυτού, το δικαστήριο κράτους – μέλους ενώπιον του οποίου παρίσταται ο εναγόμενος αποκτά διεθνή δικαιοδοσία, ο συγκεκριμένος δε κανόνας δεν εφαρμόζεται, όταν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ίδιου Κανονισμού. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τη μορφή εκείνη της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας, που συντελείται από μόνο το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η εναντίον του αγωγή χωρίς να προβάλει ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει μεν ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής, είτε ως απαράδεκτης είτε ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμης, ακολουθείται η αυστηρή για τον εναγόμενο ερμηνεία του άρθρου 26 του ως άνω Κανονισμού, κατά την οποία οποιοσδήποτε άλλος λόγος απόρριψης της αγωγής, περιλαμβανόμενων και των λόγων απαραδέκτου, θα πρέπει να προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, διαφορετικά ο δικάζων δικαστής θα οφείλει να διαπιστώσει την ύπαρξη σιωπηρής παρέκτασης κατά την έννοια του άρθρου 26 και να δικάσει την υπόθεση (βλ. την εκδοθείσα υπό το καθεστώς ισχύος του παρεμφερούς άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001, ΕφΠειρ 854/2006, ΠειρΝομ 2007, σελ. 349). Το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως είναι ίδιο με εκείνο του άρθρου 25 ΚανΒρΙα. Υπό το καθεστώς ισχύος του ΚανΒρΙ μια τουλάχιστον πλευρά έπρεπε να κατοικεί σε κράτος μέλος της Ένωσης, αλλά για το ζήτημα είχαν υποστηριχθεί και ποικίλες άλλες απόψεις [βλ. για το ζήτημα υπό το καθεστώς της ΣυμβΒρ ΔΕΚ 13-07-2000 (Group Josi) C-412/98, Συλλ 2000. Ι-5925, σκέψεις 44-45 και Σαχπεκίδου, σ. 221-223]. Σήμερα με την εξάλειψη της προϋπόθεσης της κατοικίας ενός τουλάχιστον διαδίκου σε κράτος-μέλος της Ένωσης, οι όροι ισχύος του άρθρου 26 έχουν απλουστευθεί ακόμη περισσότερο. Αρκεί η δίκη να διανοίγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους – μέλους της Ενώσεως, η υπόθεση να εμφανίζει κάποιο διασυνοριακό στοιχείο ή κάποια διεθνή διάσταση και ο εναγόμενος να παρίσταται, χωρίς αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum. Η κατοικία των διαδίκων δεν επηρεάζει καθόλου την εφαρμογή του άρθρου. Ενάγων και εναγόμενος, κάτοικοι τρίτων χωρών μπορούν να ενεργοποιήσουν κανονικά τον μηχανισμό της σιωπηρής παρέκτασης, εφόσον επιλαμβάνεται δικαστήριο κράτους μέλους της Ένωσης εντός των ορίων του άρθρου 26 ΚανΒρΙα (βλ. Ν. Νίκας- Ευγ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια -1215/2012).
ΙΙ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ συνάγεται, ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι: 1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, 2) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 3) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει πως με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει πως συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει, μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά τον χρόνο αυτόν αφερέγγυος, και 5) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών. Εξάλλου, η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1001/2007, ΧΡΙΔ 2008/139, ΑΠ 651/2008, ΝΟΒ 2009/1353) και τέτοια είναι κατ’ αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 430/2022, ΑΠ 914/2020, ΑΠ 1382/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, που διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα, εκθέτει ότι την 19-07-2016 συνήψε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία …, πλοιοκτήτρια κατά τον ανωτέρω χρόνο του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου με την ονομασία … σύμβαση με αντικείμενο την, έναντι αμοιβής, τεχνική και εμπορική διαχείριση του πλοίου, για το χρονικό διάστημα από 31-12-2016 έως 30-12-2018. Ότι, επιπλέον, ανέλαβε να προβαίνει σε καταβολή των οφειλών της πλοιοκτήτριας προς τρίτους, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, ενώ η τελευταία ανέλαβε να καλύπτει τα έξοδα και τις δαπάνες αυτές, καθώς και να της προκαταβάλει τα συνήθη λειτουργικά έξοδα του πλοίου. Ότι από τον Ιανουάριο του 2019 η σύμβαση μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου. Ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέποτε προέβη σε καταβολές προς την ίδια προς κάλυψη των διαχειριστικών αμοιβών, δαπανών και εξόδων του πλοίου, καίτοι γνώριζε ότι τα έσοδα από την εμπορική του δραστηριότητα δεν επαρκούσαν για την κάλυψη αυτών. Ότι η ίδια, έχοντας ευθύνη για την ασφάλεια του πλοίου, ως διαχειρίστρια αυτού, προέβαινε στην κάλυψη των εξόδων εξ ιδίων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί οφειλή της πρώτης εναγόμενης προς αυτή, υπερβαίνουσα το ποσό των 500.000 ευρώ. Ότι, κατόπιν διαβουλεύσεων, που έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 2019, συμφωνήθηκε η οφειλή να καλυφθεί από το αντίτιμο της πώλησης του πλοίου, η οποία θα γινόταν μέσω αυτής (της ενάγουσας), που θα ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης – πωλήτριας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η είσπραξη από μέρους της των οφειλομένων και να αποτραπεί η καταγγελία της σύμβασης διαχείρισης. Ότι τον Μάιο 2021 και ενώ η ίδια συνέχισε να προβαίνει στην κάλυψη των δαπανών του πλοίου, η πρώτη εναγομένη της γνωστοποίησε την πρόθεσή της να αποσύρει το πλοίο από τη διαχείρισή της και να το μεταβιβάσει σε τρίτον, άνευ δικής της συμμετοχής στην πώληση. Ότι, κατόπιν αντιδράσεών της για την εξόφληση του οφειλομένου ποσού πριν την παράδοση της διαχείρισης, η πρώτη εναγομένη εξέφρασε για πρώτη φορά, προσχηματικά, παράπονα για ελλιπή πληροφόρησή της εκ μέρους της αναφορικά με την οφειλή. Ότι, κατόπιν τούτου, σταμάτησε να προβαίνει σε καταβολές προς τρίτους με δικά της κεφάλαια. Ότι, 05-05-2021, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση διαχείρισης – η οποία λύθηκε μετά την πάροδο 60 ημερών, κατά τα συμφωνηθέντα, ήτοι την 05-07-2021- ζητώντας της την παράδοση του πλοίου στη νέα διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία …. Ότι, ενόψει του κινδύνου να μην ικανοποιηθεί η απαίτησή της, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16-07-2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ: 5439/1228/2021) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, ζητώντας τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου και την απαγόρευση απόπλου του από το λιμάνι του Πειραιά, όπου ναυλοχούσε, πλην όμως το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε και ότι κατόπιν τούτου, την 20-08-2021, το πλοίο απέπλευσε από τον Πειραιά, με προορισμό την Τουρκία και την 25-08-2021 η κυριότητά του μεταβιβάστηκε στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία … η οποία αποτελεί μοναδικό μέτοχο της πρώτης εναγομένης. Ότι μετά την πώληση το πλοίο εγγράφηκε στο νηολόγιο Π. και μετονομάστηκε σε … Ότι σε βάρος της πρώτης εναγομένης διατηρεί απαίτηση ανερχόμενη στο ποσό των 534.380,73 ευρώ, όπως αυτή ειδικότερα αναλύεται στο δικόγραφο αυτής (αγωγής), το οποίο η πρώτη εναγομένη αρνείται να της καταβάλει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Ότι για την εν λόγω απαίτηση έχει ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της πρώτης εναγομένης την από 14-12-2021 τακτική αγωγή (ΓΑΚ 10204/2021, ΕΑΚ 4691/2021), η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί. Ότι η δεύτερη εναγομένη τελούσε σε γνώση της ύπαρξης της ανωτέρω απαίτησής της και ενήργησε με την πρώτη εναγομένη σε συμπαιγνία, προκειμένου να καταστήσουν μάταιη την ικανοποίηση της απαίτησής της, απαλλοτριώνοντας το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο της τελευταίας. Ότι, επιπλέον, η πρώτη εναγομένη γνώριζε κατά το χρόνο της μεταβίβασης του πλοίου ότι η υπόλοιπη περιουσία της δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της ανωτέρω απαίτησης και ενήργησε προς βλάβη της, όπως άλλωστε έπραξε και η δεύτερη εναγομένη. Ότι η εμπορική αξία του απαλλοτριωθέντος πλοίου τόσο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης όσο και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής ανέρχεται στο ποσό των 5.500.000 δολΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να απαγγελθεί υπέρ αυτής η ολική διάρρηξη της δικαιοπραξίας, με την οποία μεταβιβάστηκε από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη εναγόμενη η κυριότητα του υπό σημαία … εμπορικού φορτηγού πλοίου … το οποίο στη συνέχεια εγγράφηκε στο νηολόγιο Π. και μετονομάστηκε σε … ως καταδολιευτική. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, καθόσον τόσο η ενάγουσα όσο και οι εναγόμενες εδρεύουν καταστατικά στην αλλοδαπή, κατά το ελληνικό δε δικονομικό δίκαιο (lex fori) – κατά το οποίο διερευνάται η ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΠειρ 542/2012, ΕφΑθ 5009/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – κρίνεται ότι παραδεκτά ασκήθηκε αυτή, εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ εξηκονθήμερης προθεσμίας ενέργειας (βλ. σχετ. Ν. Κλαμαρή σε Δ. Κράνη/Ν. Κλαμαρή/Κ. Καλαβρό, Η νέα τακτική διαδικασία- Υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης, εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 19, επισημ. 94 – 95, Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, εκδ. Σάκκουλα, 2019, άρθρο 215, σ. 23), με την επίδοση στην πρώτη εναγόμενη, εδρεύουσα καταστατικά στον Π., εταιρεία, αντιγράφου της και επικυρωμένης μετάφρασης αυτού στην ισπανική γλώσσα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δικαστικού επιμελητή …) (ad hoc ΑΠ 1181/2022, ΕφΠειρ 336/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ περί πλασματικής επίδοσης) και στον ναυτικό πράκτορα του πλοίου, ως αντίκλητο της δεύτερης εναγόμενης αλλοδαπής, εδρεύουσας στον Π., εταιρείας αντιγράφου της, κατ’ άρθρο 143 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Λαμίας δικαστικού επιμελητή …), (βλ. και ΕφΠειρ 162/2018, ΕφΠειρ 137/2018 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, ως προς τον ναυτικό πράκτορα, ως δεκτικό κατ΄ άρθρο 713 ΑΚ, επιδόσεως των απευθυνόμενων στην πλοιοκτήτρια εισαγωγικών δικογράφων) ενώ, για το παραδεκτό της συζήτησής της, τηρήθηκε η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 περιπτ. β’ και 7 ν. 4.640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις κ.λπ. διατάξεις» διαδικασία περί διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (βλ. σχετ. τα από 18-04-2022 και 27-09-2022 έγγραφο ενημέρωσης και πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ αντίστοιχα, νόμιμα υπογεγραμμένα). Για την εκδίκαση δε της υπό κρίση αγωγής, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, αφού οι εναγόμενες δεν αντέλεξαν και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινούν σιωπηρά στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής, εν προκειμένω, αφού η δίκη διανοίγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους – μέλους της ενώσεως, η υπόθεση εμφανίζει διασυνοριακό στοιχείο, ενόψει του ότι οι εναγόμενες εδρεύουν στην αλλοδαπή, ενώ οι τελευταίες παρίσταται, χωρίς αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχεία Ι μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 7, 8, 9, 10 και 18 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περιπτ. α’, 2 και 3 Α, Β ιγ΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, με την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 943 ΑΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο, εν προκειμένω, ως το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και εξευρίσκεται με τη στάθμιση των στοιχείων που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων και συνθηκών (ΕφΠειρ 42/1999, ΕφΠειρ 990/1993 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 825/1990 ΕΝΔ 19.120, ΕφΠειρ 22/1990 ΕΝΔ 1990.149), αφού η ενάγουσα ασκεί την πραγματική της διοίκηση στην Ελλάδα, ήτοι σε γραφείο στη Βούλα Αττικής, ενώ επιπλέον μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης υφίσταται συμφωνία περί υπαγωγής των μεταξύ τους διαφορών στο ελληνικό δίκαιο (όρος 14 της από 19-07-2016 σύμβασης διαχείρισης), στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, εν προκειμένω, για αμφότερες τις εναγόμενες, αφού η εν λόγω σύμβαση αποτελεί τη βάση και την αφετηρία όλων των μετέπειτα συνδεόμενων με αυτή σχέσεων (ΑΠ 1529/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη εναγόμενη, η οποία αποτελεί μοναδική μέτοχο της πρώτης, εδρεύουν στην ίδια ακριβώς διεύθυνση στην Πόλη του Π. (…), διοικούνται από Παναμέζους διευθυντές [βλ. την από 28-08-2021 Πράξη Μεταβίβασης του πλοίου (Bill of Sale)] και είναι ρωσικών συμφερόντων (βλ. την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, η οποία παραδεκτά επισκοπείται στο παρόν διαδικαστικό στάδιο), με αποτέλεσμα αβασίμως αυτές να επικαλούνται την εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, του τουρκικού ουσιαστικού δικαίου, δεδομένου από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω εταιρείες, κατά το χρόνο μεταβίβασης των πλοίων, ήταν τουρκικών συμφερόντων, ενώ το μοναδικό στοιχείο, που συνέχει την έννομη σχέση με την Τουρκία είναι ο τόπος μεταβίβασης του πλοίου και η έδρα της νυν διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία … Τέλος, το γεγονός ότι το πλοίο είναι σημαίας Π. δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή, καθώς η σημαία του Π. είναι «ευκαιρίας», ήτοι σημαία με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά τεχνητό σύνδεσμο (ΕφΠειρ 644/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της και του γεγονότος ότι το δικαίωμα διάρρηξης είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης (βλ. ΕφΠειρ 127/2020, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, Π. Κορνηλάκη, «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I» εκδ. 2002, παρ. 118, 3 12, σελ. 736).
Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε την κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διατάξεως είναι : α) αίτηση του εναγομένου (καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή το ένδικο μέσο) και β) προφανής κίνδυνος ότι η ενδεχόμενη καταδίκη του αιτούντος την παροχή δικαστικής προστασίας σε καταβολή των δικαστικών εξόδων δεν θα καταστεί δυνατόν να εκτελεσθεί. Ειδικότερα, απαιτείται να υπάρχει προφανής, δηλαδή έκδηλη, οικονομική αδυναμία του επιτιθεμένου διαδίκου (ΕφΑθ 132/1999 ΕλλΔνη 40 112, ΠολΠρωτΠειρ 7130/1998 ΝοΒ 47 801), συνέπεια της οποίας θα είναι όχι απλώς η έλλειψη ευχέρειας, αλλά η αδυναμία εισπράξεως των εξόδων που θα επιδικασθούν, όπως συμβαίνει σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ενάγοντος, και ως εκ τούτου η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν είναι απλώς δυσχερής η εκτέλεση της διατάξεως για τα έξοδα, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή (ΠΠρΠειρ 1741/2001 ΝοΒ 51 87, ΠΠρΠειρ 1467/1991 ΕΝΔ 1992 75, ΠΠρΘεσ 16/1985 ΝοΒ 33 851, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 169, αριθ. 4 και 10 ), (ΑΠ 1269/2019, ΑΠ 167/2015, ΑΠ 1875/2014, ΑΠ 308/2009 όλες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εναγόμενες, στις νόμιμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους, προβάλλουν κατ’ ένσταση το αίτημα να υποχρεωθεί η ενάγουσα εταιρία να παράσχει εγγυοδοσία, ύψους 50.000 ευρώ, με τον ισχυρισμό ότι, μετά την πιθανή απόρριψη της αγωγής, δεν θα καταστεί δυνατή η εκτέλεση της απόφασης κατά αυτής για τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, καθόσον πρόκειται για εξωχώρια εταιρεία, με έδρα τη Λ., που παρέχει υπηρεσίες εμπορικής και τεχνικής διαχείρισης σε εμπορικά πλοία, που ανήκουν σε πλοιοκτήτριες εταιρείες συμφερόντων τρίτων, ήτοι πρόκειται για εταιρεία που δεν έχει στην ιδιοκτησία της πλοία, ενώ επιπλέον στερείται περιουσιακών στοιχείων στην ημεδαπή. Το εν λόγω αίτημα (αναβλητική δικονομική ένσταση) των εναγομένων τυγχάνει απορριπτέο ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως και εντεύθεν ως αόριστο, αφού οι εναγόμενες επικαλούνται απλώς ότι η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία, η οποία δεν έχει στην ιδιοκτησία της πλοία ή εμφανή περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα (γεγονός, το οποίο, ενδεχομένως, δημιουργεί κάποια δυσχέρεια στην εκτέλεση), αλλά δεν επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν αφερεγγυότητα της ενάγουσας, υπό την έννοια της προφανούς (έκδηλης) οικονομικής αδυναμίας αυτής, όπως απαιτείται, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 169 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου το Δικαστήριο αδυνατεί να οδηγηθεί σε κρίση για την ύπαρξη κινδύνου να καταστεί αδύνατη η εκτέλεση της διατάξεως περί καταδίκης της τελευταίας σε καταβολή των εξόδων της δίκης.
Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσεως ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια αυτής της διατάξεως, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για να ικανοποιηθεί η αρχή της οικονομίας της δίκης, προκύπτει με σαφήνεια ότι: α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς (ΑΠ 1390/2002 ΧρΙΔ 2003.42, ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 1999.635) όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων, για τον σκοπό εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσεως σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς, β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, η αναστολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο πάνω δικαστήρια προδικαστικό ζήτημα της δίκης που απασχολεί το δικαστήριο. Δηλαδή, αν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, ακόμη, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος, θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί, γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσα τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς, χωρίς την κρίση της υποκείμενης και εξαρτώσας έννομης σχέσεως [ΕφΔυτΜακεδ 44/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5574/2004 ΕλλΔνη 2007.545· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου) ΚΠολΔ Ι (2000) 249]. Εν προκειμένω, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προέκυψε ότι μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων εκκρεμούν οι κάτωθι αγωγές: α) η από 14-12-2021 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ 10204/4691/14-12-2021) αγωγή της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης, με την οποία η πρώτη ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η τελευταία της οφείλει το συνολικό ποσό των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (534.380,73 €), νομιμότοκα από τον χρόνο πραγματοποίησης έκαστης δαπάνης, επικουρικά δε από το χρόνο της εκ μέρους της γνωστοποίησης έκαστης δαπάνης στην εναγομένη,, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την εξόφληση, η οποία συζητήθηκε την 17-01-2023 και εκκρεμεί η έκδοση οριστικής απόφασης, β) η από 06-09-2021 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ 6722/3034/06-09-2021) αγωγή της πρώτης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, με την οποία η πρώτη ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία σε λογοδοσία για τη διαχείριση του πλοίου … για το χρονικό διάστημα από 19-07-2016 μέχρι 05-07-2021, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη να της καταβάλει το τελικό κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαχείριση του πλοίου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, η οποία (αγωγή) συζητήθηκε την 12-04-2022, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθ. 3010/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε σε εγγυοδοσία αναφορικά με τα έξοδα της εν λόγω δίκη, ενώ στη συνέχεια η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 07-11-2022 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ 10101/5010/07-11-2022) κλήση, συζητήθηκε την 07-03-2023 και εκκρεμεί επ’ αυτής η έκδοση οριστικής απόφασης. Ενόψει αυτών, σύμφωνα και με όσα στη νομική σκέψη προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων σχετικά με το ζήτημα της ύπαρξης και του ύψους της απαίτησης της ενάγουσας, για την ικανοποίηση της οποίας αιτείται τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας μεταβίβασης του πλοίου, ως καταδολιευτικής, την πρόληψη εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και την ορθή εκτίμηση της ένδικης διαφοράς, να μην προβεί εισέτι στην περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως. Επομένως, συντρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, νόμιμη περίπτωση όπως αναβληθεί (ανασταλεί), κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και η έκδοση αποφάσεως επί της παρούσας δίκης, γενομένου δεκτού και του σχετικού αιτήματος των εναγόμενων, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους, μέχρι τελεσιδίκου περατώσεως των επί της άνω αγωγών δικών, οι οποίες αποτελούν πρόκριμα της παρούσας, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Τέλος, δικαστικά έξοδα δε θα επιβληθούν, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί α) της από 14-12-2021 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ 10204/4691/14-12-2021) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης και β) της από 06-09-2021 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ 6722/3034/06-09-2021) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της πρώτης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 23 Μαΐου 2023 και δημοσιεύτηκε στις 23 Ιουνίου 2023 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ