ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 326/2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 14η Νοεμβρίου του 2017 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή άρσης προσβολής προσωπικότητας και καταβολής αποζημίωσης από αδικοπραξία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Κ. του Π., κατοίκου Χ., …, ΑΦΜ … της ΔΟΥ Χ., ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις δυνάμει του από 20-7-2017 ειδικού ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου-εξουσιοδότησης του με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής από την ακόλουθη δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Κλεοπάτρας Μαδημένου του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου Π……. οδός …, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην Α., οδός …, ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. Πλοίων, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Μ. Δ. του Δ., κατοίκου Α., οδός …, ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. Πόρου και 3) Α. Τ. του …, κατοίκου Α., οδός …, ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. Πόρου, οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις, δυνάμει των από 21-7-2017 ειδικών ιδιωτικών πληρεξουσίων εγγράφων-εξουσιοδοτήσεων τους με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους από το ΚΕΠ του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης οι δύο πρώτες και από τη δικηγόρο Μαρία Αντωνιάδου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Θεόδωρου Θωμόπουλου του Νικολάου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου Α., οδός …, αλλά δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Ο ενάγων με την από 4-4-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 18-4-2017 και επιδόθηκε στις 27-4-2017 στους εναγόμενους, ατομικά και ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης εταιρείας, στον αρμόδιο για την παραλαβή δικογράφων υπάλληλό της …, ο οποίος παρέλαβε για την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενες και αρνήθηκε για τον τρίτο να παραλάβει οπότε επακολούθησε θυροκόλληση αυτής στην πόρτα του γραφείου του, με την παρουσία της μάρτυρα …, κατοίκου Πειραιά, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της αγωγής, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 21-9-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 14-11-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 2, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις του, οι δε ως άνω εναγόμενοι που προκατέθεσαν προτάσεις ζητούν την απόρριψή της για τους λόγους που αναφέρουν σ’αυτές.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ.1 και 2). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ Νόμος), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνέπεια των ιδιοτήτων και εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ Νόμος). Προϋποθέσεις, συνεπώς, για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 § 3. του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 355/2010, 1007/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ Νόμος), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 § 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 229 παρ.1 ΠΚ αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμηνύσεως, για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε με αυτή την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος. Επίσης, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361 (ΑΠ 753/2011, ΕφΠατρ 335/2017 ΤΝΠ Νόμος). Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται σε ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ως άνω γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ 506/2005 ΠοινΛογ 2005.466). Με ενδεχόμενο δε δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το αποδέχεται (ΑΠ 831/2006 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ Νόμος), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 §1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 179/2011, ΑΠ 333/2010, ΑΠ 1030/2009 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57-60, 297, 298, 299, 914, 932 ΑΚ, 308επ. και 947 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επί παραλείψει αγωγή, που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις των άρθρων 57 – 60 ΑΚ, μπορεί να εγερθεί, στην περίπτωση κατά την οποία, κατά τα εκτεθέντα, προσβάλλεται η προσωπικότητα του ανθρώπου, σωρευτικά με τις λοιπές περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης αξιώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι είτε εχώρησε ήδη προσβολή είτε και ανεξάρτητα από προηγούμενη προσβολή, εφόσον υφίσταται βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής (βλ. Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 57, αριθ. 1, 3, 4, 6, 17, 18, 19, Σούρλα σε ΕρμΑΚ, Εισαγ. άρθρα 57 – 60, αριθ. 7, 9, 10, 13, 26, 29, 31, 36, 39, 43, 51, 54, 103 και άρθρα 57 αριθ.38, 45, Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, τόμος Β΄, 1979, υπό το άρθρο 947, παρ.226, σελ.628). Αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο προς εκδίκαση των αξιώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 57 – 60 ΑΚ και οι οποίες δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα, και δη αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής περί άρσεως της προσβολής και περί παραλείψεως αυτής, είναι, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ, το πολυμελές πρωτοδικείο, ως εισάγουσα (η εν λόγω αγωγή) μη περιουσιακής φύσεως διαφορά (ΕφΑθ 1711/1991 ΕλλΔνη 22.912, βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 57, αριθ.26, Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α΄, Α., 1996, υπό το άρθρο 18, αριθ.27, σελ.207, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό το άρθρο 18, σελ.62). Οι αγωγές αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που καθορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και της φύσης αυτής (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος Α΄, Α., 2001, υπό το άρθρο 57, αριθ.43, 48, σελ.282-283). Στο άρθρο 9 του ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (εδ.α΄), ότι δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ.β΄) και ότι συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ.γ΄). Στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αιτημάτων στην αγωγή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία περισσότερα αιτήματα του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο ίδιο δικαστήριο, στο οποίο εισάγονται. Όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις, του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, η σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή όχι, προσδιορίζεται από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι των άλλων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα ερευνήσει την αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση, ανάλογα με το ποσό αν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανάλογα με τη φύση της αν δεν είναι αποτίμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο θα εκδικαστούν από αυτό, ενώ αλλιώς το δικαστήριο θα κρατήσει εκείνη, για την οποία έχει αρμοδιότητα, και θα παραπέμψει την άλλη για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, το δικαστήριο διατάσσει το χωρισμό των αιτημάτων και αφού παραπέμψει όσα υπάγονται σε άλλο δικαστήριο, δικάζει τα αιτήματα για τα οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο δικόγραφο, που εισάγεται ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, σωρεύονται αιτήματα, από τα οποία το ένα είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και το άλλο υπάγεται λόγω ποσού στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, το δικαστήριο, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως και αυτοτελώς για κάθε σωρευόμενη αξίωση την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, διατάσσει το χωρισμό, κατ’ άρθρο 218 §2 ΚΠολΔ και κρατεί προς εκδίκαση την υπόθεση, που λόγω ποσού υπάγεται στη δική του αρμοδιότητα, τη δε ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά παραπέμπει στο πολυμελές πρωτοδικείο. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 218 ΚΠολΔ μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 ΚΠολΔ σχετικά με τη δωσιδικία της συνάφειας, που διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορούν να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ή ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί κοινή ιστορική βάση των περισσότερων αγωγών και συνακόλουθα η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Στην περίπτωση της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παρ.2 και 3 του άρθρου 31 ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο (βλ. σχετ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική -Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α΄, Α., 1996, υπό άρθρο 9, αριθ.12, 14, σελ.132, 133, ΕφΔωδ 188/2004, ΠολΠρΘεσ 25108/2009, ΜονΠρΘηβ 156/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τη διάταξη του εδ.α΄ του άρθρου 46 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση εισαγωγής ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου υπόθεσης, για την οποία τούτο δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο, το εν λόγω δικαστήριο, αφού αποφανθεί περί της αναρμοδιότητας του αυτεπαγγέλτως, ενόψει του ότι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1392/1987 EΕN 1988.751, ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 21.171), παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο (ΜονΠρΑθ 21/2010 Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι οι δεύτερη και τρίτος εναγόμενοι ατομικά και ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης ναυτική εταιρείας, της οποίας και ο ίδιος είχε αποτελέσει μέτοχο και Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο μέχρι τις 13-9-2009 οπότε και πώλησε και μεταβίβασε όλες τις μετοχές του στους υπόλοιπους μετόχους και εξήλθε από αυτήν, δυνάμει του από 13-11-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού τους, προέβησαν σε βάρος του σε μία σειρά από προσβλητικές της προσωπικότητάς του πράξεις που αφορούσαν την επίκληση συγκεκριμένων ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος ισχυρισμών όπως εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή, αφενός με την κατάθεση του από 20-12-2011 απολογητικού υπομνήματος του τρίτου εναγομένου ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, σχηματισθείσας της με ΑΒΜ … ποινικής δικογραφίας σε βάρος του για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, αφετέρου κατά την εκδίκαση της ως άνω μηνύσεως ενώπιον του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς στη δικάσιμο της 18-11-2014, επιπλέον δε, με τους νομικούς και πραγματικούς αυτοτελείς ισχυρισμούς που υπέβαλε ενώπιον του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά την εκδίκαση της ανωτέρω μήνυσης της τράπεζας ΑΤΕ ΑΕ, με συνέπεια να καταδικαστεί με βάση τις δύο μηνύσεις των εναγομένων δυνάμει της υπ’ αριθ. ΑΜ … απόφασης του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς σε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, και δυνάμει της υπ’ αριθ. 273/2015 απόφασης του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς σε φυλάκιση δεκατεσσάρων (14) μηνών και χρηματική ποινή 1.600 ευρώ, επί των οποίων αντίστοιχες εφέσεις του ενάγοντος εκκρεμούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με πιθανότητα καταδίκης του ένεκα της τυπικής φύσης του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, καθώς επίσης, και με την υποβολή ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Α. της από 5-9-2012 εγκλήσεως των εναγομένων, σχηματισθείσας της υπ’ αριθ. ΑΒΜ … ποινικής δικογραφίας για την πράξη της πλαστογραφίας των ιδίων επιταγών μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βαθμό κακουργήματος και της απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, εκκρεμούσης της υπόθεσης ενώπιον του Β΄ Ανακριτή του Πρωτοδικείου Α. από 19-11-2013, και ότι επιπλέον, οι εναγόμενοι παρέλειψαν δολίως να εξοφλήσουν, ως όφειλαν από την ανάληψη της μεταξύ τους συμβατικής υποχρέωσης κατά το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό τους κατά τον χρόνο της αποχώρησής του από την εταιρεία, τις υποχρεώσεις που εκκρεμούσαν και τον αφορούσαν λόγω της, μέχρι τότε, θέσης του σε αυτήν, με συνέπεια, να υποστεί εκείνος ποινική δίωξη από το ΝΑΤ για καθυστέρηση ασφαλιστικών εισφορών που αφορούσαν χρονική περίοδο πριν την αποχώρησή του, για το έτος 2012, συνολικού ποσού 15.000 ευρώ, ενώ υποχρεώθηκε και να καταβάλει ποσό 9.000 ευρώ για έκδοση ακάλυπτης επιταγής υπό την απειλή ποινικής του δίωξης από την κομίστρια εταιρεία “…” για οφειλή της εταιρείας, προς αυτήν, ήτοι συνολικά αναγκάστηκε να καταβάλει το ποσό των 24.000 ευρώ, χωρίς να το οφείλει. Ότι με τις ως άνω πράξεις τους οι εναγόμενοι τέλεσαν τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ισχυριζόμενοι ψευδή γεγονότα σε βάρος του, εν γνώσει του παράνομου χαρακτήρα τους, προκαλώντας του περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή του, καθώς και την επαγγελματική του ακεραιότητα και σταδιοδρομία, ως απασχολούμενου στις ναυτιλιακές υποθέσεις, ενώπιον δικαστικών επιμελητών, δικαστών, εισαγγελέων που έλαβαν γνώση του περιεχομένου των ανωτέρω ψευδών καταγγελιών και δικογραφιών σε βάρος του, προκαλώντας του ψυχική και πνευματική ταλαιπωρία, καθώς και δαπάνες ενώπιον των δικαστηρίων για την υπεράσπισή του από τις κατηγορίες αυτές, όπως εκτίθενται στην αγωγή. Με αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να αρθεί από τους εναγόμενους η σε βάρος του προσβολή της προσωπικότητας κατά τα προδιαλαμβανόμενα και να παραλείπεται στο μέλλον κάθε προσβολή εκ μέρους τους, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 41.000 ευρώ ως δίκαιη κα εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την πρόκληση ηθικής βλάβης σε βάρος του από τις πράξεις τους, οι οποίες συνιστούν αδικοπραξία, νομιμοτόκως από την 25-5-2012, άλλως και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής του και μέχρις εξοφλήσεως, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι δεύτερη και τρίτος να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 24.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής του και μέχρις εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, που έχει η κρινομένη αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στους ανωτέρω νομικούς συλλογισμούς, απαραδέκτως στο σύνολό της εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ελλείψει καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του, διότι το κύριο αντικείμενο της αγωγής αφορά την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και τις εξ αυτής αξιώσεις της άρσης της προσβολής και της παράλειψης της προσβολής στο μέλλον, αρμόδιο, δε, για την εκδίκαση των εν λόγω αξιώσεων είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω του μη περιουσιακού χαρακτήρα αυτής της ένδικης διαφοράς (μη αποτιμητού χρηματικώς), κατ’ άρθρο 18 ΚΠολΔ. Το ίδιο δε ισχύει κατ’ άρθρο 31 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ και για το αντικειμενικώς σωρευόμενο και επιδεκτικό χρηματικής αποτίμησης αιτήματα περί καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, ενόψει της προφανούς συνάφειάς όλων των αιτημάτων της αγωγής και προς αποτροπή του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων για την ίδια επίδικη διαφορά. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση και του αιτήματος της επιδίκασης αποζημίωσης λόγω θετικής περιουσιακής ζημίας καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας και της επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητας και της επικαλούμενης αδικοπραξίας, τυγχάνει το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω και της συνάφειας της χρηματικής αυτής απαίτησης με τη μη αποτιμητή σε χρήμα αξίωση για παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος στο μέλλον. Κατά συνέπεια, το παρόν Δικαστήριο πρέπει να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, η δε υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο σύνολό της κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) (ΑΠ 1750/2014, ΕφΠειρ 459/2016, ΠολΠρΑθ 61/2016, ΠολΠρΣυρ 38/2015, ΠολΠρΑθ 1969/2013, ΠολΠρΑθ 3546/2013, ΠολΠρΑθ 1499/2012, ΜονΠρΑΘ 404/2016, ΜονΠρΘεσ 19666/2014, ΜονΠρΑθ 5797/2014, ΜονΠρΡοδ 67/2014, ΜονΠρΑθ 1425/2013, ΜονΠρΑθ 21/2010 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η παρούσα απόφαση είναι οριστική (ΕφΑθ 2339/1982 ΕλλΔνη 23.397, ΕφΑθ 6781/1978 ΝοΒ 27.1116, ΜονΠρΑθ 5797/2014 ΤΝΠ Νόμος, βλ.Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Α`, Α., 1996, υπό το άρθρο 46, σελ.305, αριθ.14, 15).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την παρούσα υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά την τακτική διαδικασία.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28 -1-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ