Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης

2038/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. α΄ κλήσης 12/7/2022,

Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. β΄ κλήσης 1416/739/2022)

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :

Α. Της καλούσας – ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Μάρκου Δάρα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Πειραιά, λεωφόρος Αφεντούλη, αριθμός 2, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων : 1) Εταιρείας με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο …», με Α.Φ.Μ. … 2) … και 3) …, άπαντες οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Πολυχρόνη Περιβολάρη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2417), κατοίκου Πειραιά, οδός Πραξιτέλους, αριθμός 131, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Β. Της καλούσας – ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία …, με Α.Φ.Μ. … νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πολυχρόνη Περιβολάρη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2417), κατοίκου Πειραιά, οδός Πραξιτέλους, αριθμός 131, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων : 1) Εταιρείας με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο …, που εδρεύει στην … επί της 2, νόμιμα εκπροσωπούμενης, και 2) 2 αμφότερες οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μάρκου Δάρα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Πειραιά, λεωφόρος Αφεντούλη, αριθμός 2, ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Η υπό στοιχείο Α΄ καλούσα – ενάγουσα της, με την από 3-1-2022 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12/3-1-2022 και 7/3-1-2022 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 29ης-3-2022 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών για τη δικάσιμο της 24ης-5-2022 και για αυτήν που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 30-7-2021 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6114/3-8-2021 και 2701/3-8-2021 αντίστοιχα, η οποία είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 23ης-11-2021, οπότε ματαιώθηκε.

Η υπό στοιχείο Β΄ καλούσα – ενάγουσα της, με την από 17-2-2022 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1416/17-2-2022 και 739/17-2-2022 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 29ης-3-2022 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών για τη δικάσιμο της 24ης-5-2022 και για αυτήν που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 5-10-2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7506/5-10-2020 και 3523/5-10-2020 αντίστοιχα, η οποία είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων ένεκα της πανδημίας, επαναπροσδιορίσθηκε, ακολούθως, οίκοθεν προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 9ης-3-2021, οπότε ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 28ης-9-2021, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 23ης-11-2021, οπότε ματαιώθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 30-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6114/2701/3-8-2021, αγωγή (εφεξής υπό στοιχείο Α΄), η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 3-1-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12/7/2022, κλήση, και η από 5-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7506/3523/5-10-2020, αγωγή (εφεξής υπό στοιχείο Β΄), η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 17-2-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1416/739/2022, κλήση, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι μεταξύ τους συναφείς, διότι έχουν ως αντικείμενο αξιώσεις από την αυτή σύμβαση και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 § 3 και 246 ΚΠολΔ).

Ι. Η σύμβαση ναύλωσης έχει το χαρακτήρα μικτής σύμβασης, μίσθωσης πράγματος και συνάμα παροχής υπηρεσιών ή σύμβασης έργου (Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 2ος, εκδ. 2005, άρθρο 107 σελ. 96, Κιάντος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, τευχ. Β΄, εκδ. 1975, σελ. 11-12, Δελούκας ό.π. σελ. 240, Γεωργακόπουλος ό.π. σελ. 216), με προέχουσα, όμως, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, παροχή εκείνη της μίσθωσης πράγματος κατ’ άρθρα 574 επ. ΑΚ, εφαρμοζόμενων αναλογικώς των σχετικών διατάξεων προς συμπλήρωση των ελλιπών περί ναύλωσης διατάξεων του ΚΙΝΔ, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (βλ. ΕφΠειρ 728/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 662/2012 ΕΝαυτΔ 2012, σελ. 413, ΕφΠειρ 76/2008 ΕΝαυτΔ 2008, σελ. 123, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝαυτΔ 2001, σελ. 122). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά, ως ειδικές, αναλογικά και επί σύμβασης ναύλωσης, όπως προαναφέρθηκε, συνάγεται ότι, αν κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου, τούτο έχει ελάττωμα που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση ή εάν δεν παραχωρήθηκε στο μισθωτή, ολικά ή μερικά, ανεμπόδιστη η συμφωνημένη χρήση ή του αφαιρέθηκε αργότερα η χρήση που του παραχωρήθηκε, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός άλλων, να τάζει στον εκμισθωτή εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη χρήση και, αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, να καταγγείλει τη μίσθωση, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε κατ’ άρθρο 587 ΑΚ αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει και χωρίς προθεσμία, αν, εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Το προς καταγγελία της μίσθωσης ως άνω δικαίωμα του μισθωτή θεμελιώνεται με μόνη την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα ως προς αυτό. Τέλος, αν δεν συντρέχουν οι επικαλούμενοι λόγοι της καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ) και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 1290/2012, ΕφΠειρ 20/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 662/2012 ό.π., ΠΠρΠειρ 435/2016 ΕλλΔνη 2016, σελ. 1723).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σε αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992 ΕλλΔνη 1992, σελ. 1435, ΑΠ 1048/2020, ΑΠ 59/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφο της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 1048/2020 ό.π., ΑΠ 979/2014, ΑΠ 220/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

ΙΙΙ. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει γενική αρχή του δικαίου ότι κάθε πράξη ή παράλειψη που ζημιώνει, δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση, εφόσον (κατά κανόνα) έγινε από πταίσμα εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, η δε πράξη ή παράλειψη έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα της έννομης τάξης που επιβάλλει την υποχρέωση να μην εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια που ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη. Στην αντίθετη περίπτωση δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης, έστω και αν μεταξύ του δράστη και του ζημιωμένου δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός. Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1494/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι όμως δυνατό μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, στην περίπτωση που η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό κανόνα που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημίωσης αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημίωσης μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Περαιτέρω, παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση συνιστά προεχόντως κάθε πράξη αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού με τον τελευταίο απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Συνεπώς, υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ επάγεται και το υπαιτίως ασκούμενο από τον συμβαλλόμενο διαρκούς σύμβασης, δικαίωμα καταγγελίας αυτής, από την οποία προκλήθηκε ζημία του αντισυμβαλλομένου, εάν η άσκηση του διαπλαστικού αυτού δικαιώματος υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν και τα χρηστά ήθη. Η ίδια υποχρέωση αποζημίωσης γεννάται κατά το άρθρο 919 ΑΚ αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού αντίκειται στα χρηστά ήθη και ο υπόχρεος ενήργησε από πρόθεση. Το δικαίωμα, ωστόσο του συμβαλλομένου να προβεί σε καταγγελία της συμβατικής σχέσης, δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών όταν η συνέπειά της, δηλονότι η λύση της σύμβασης, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του. Περαιτέρω, το δικαίωμα της καταγγελίας διαρκούς σύμβασης δεν αναγνωρίζει ο νόμος ως κύρωση που επιβάλλει ο συμβαλλόμενος έναντι της τυχόν αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου του, εντεύθεν δε η τυχόν προηγηθείσα της καταγγελίας επωφελής για τα συμφέροντα του καταγγέλλοντος συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του δεν καθιστά την καταγγελία αντίθετη στα χρηστά ήθη, πολύ περισσότερο, καθόσον η συμπεριφορά αυτή του τελευταίου, που ουσιαστικώς εντάσσεται στα πλαίσια της καλόπιστης εκτέλεσης της ενοχής, επιβάλλεται από το νόμο [άρθρο 288 ΑΚ (ΟλΑΠ 12, 13/2004, ΑΠ 983/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS)]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει ότι η απάτη αντιμετωπίζεται: α) ως λόγος, ο οποίος καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά σε βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ). Ως λόγος, ο οποίος καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βούλησης, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθ’ όσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας (ΑΠ 384/2004 ΝοΒ 2005, σελ. 492). Η απάτη των άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δήλωσης βούλησης, ενώ ο ΠΚ αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δήλωσης βούλησης και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Επομένως, εάν η παραπλάνηση, η οποία δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία, στην οποία υπάγεται οποιαδήποτε μείωση της περιουσίας του, γεννάται υπέρ του απατωμένου πρωτογενής αξίωση αποζημίωσης έναντι του μετερχομένου την απάτη προσώπου (ΑΠ 683/1995 ΕΕΝ 1996, σελ. 560). Εάν ο απατηθείς επιλέξει να μην ζητήσει την ακύρωση της δήλωσης βούλησης αυτού λόγω απάτης, αλλά να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ως έγκυρη και ισχυρή και να ζητήσει αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, η αποζημίωση διαλαμβάνει την αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του, όπως γενικώς προβλέπεται από τις αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 247/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 745/2017 Αρμ 2018, σελ. 341, ΕφΑθ 480/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε (ΑΠ 1181/2021, ΑΠ 316/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ αποκαθίσταται η μη περιουσιακή ζημία, ήτοι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κ.λ.π.) και συγκεκριμένα των αγαθών που απορρέουν από τη σωματική, ψυχική ή κοινωνική ατομικότητα του προσώπου. Χρηματική ικανοποίηση δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και επομένως, τις περιπτώσεις αυτές με τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, διαφορετικά η αγωγή είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 § 1 ΚΠολΔ, αόριστη (βλ. ΑΠ 932/2019, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 382/2011, ΕφΑθ 152/2022, ΕφΠειρ 33/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

  1. IV. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την αποτελούσα διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νομιμοποίηση του διαδίκου αρκεί κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης [με τη μνεία ότι η εκ μέρους του εναγόμενου αμφισβήτηση των επικαλούμενων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης (ΑΠ 482/1016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS)], χωρίς (κατ’ αρχήν) να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως νομικά μεν αβάσιμης κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωσή της (νομιμοποίησης) πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1525/2021, ΑΠ 199/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι έχει συσταθεί με καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια κάθε φύσης τουριστικών εργασιών, την έκδοση εισιτηρίων, την οργάνωση και διενέργεια ταξιδιών, κρουαζιέρων, εκδρομών σε εσωτερικό και εξωτερικό και περιηγήσεων, ενώ η πρώτη εναγόμενη έχει αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση, διαχείριση, μίσθωση-ναύλωση, κατασκευή, επισκευή, ανεφοδιασμό, τροφοδοσία πλοίων αναψυχής και την παροχή τουριστικών εν γένει υπηρεσιών, με μοναδική της εταίρο την τρίτη εναγόμενη. Ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων είναι, με βάση το κατατεθειμένο την 18η-4-2020 στο νηολόγιο Πειραιά ιδιωτικό συμφωνητικό, συμπλοιοκτήτες σε ποσοστά 70% και 30% αντίστοιχα του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Τ/Ρ επαγγελματικού σκάφους αναψυχής … με αριθμό νηολογίου … στην πραγματικότητα, όμως, είναι συγκύριοι αυτού, δοθέντος ότι την εκμετάλλευσή του μέσω της εκναύλωσής του με σκοπό το κέρδος ασκεί η πρώτη εναγόμενη, η οποία και λαμβάνει τις αποφάσεις που αφορούν στη λειτουργία και στη δραστηριότητά του, καταρτίζει και υπογράφει ναυλοσύμφωνα και εισπράττει τους ναύλους. Ότι στο πλαίσιο των ανωτέρω δραστηριοτήτων τους η νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστριά της, …, συναντήθηκε το Νοέμβριο του 2018 με την τρίτη εναγόμενη, νόμιμη εκπρόσωπο και διαχειρίστρια της πρώτης, προκειμένου η τελευταία να της εξεύρει σκάφη προς ναύλωση, τα οποία έπρεπε να ανταποκρίνονται σε υψηλά επίπεδα παροχής υπηρεσιών, γεγονός που, όπως της δήλωσε, ήταν υπέρτατης σημασίας για τη συνέχιση της συνεργασίας της με την παγκοσμίου φήμης εταιρεία …, που έχει αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ταξιδιών και κρουαζιέρων σε επιβάτες-πελάτες της και της οποίας ήταν αντιπρόσωπος στην Ελλάδα. Ότι κατόπιν αυτού της προτάθηκε προς ναύλωση το προαναφερόμενο σκάφος, το οποίο, όπως διαπίστωσε ήταν σε κακή κατάσταση, η τρίτη εναγόμενη, όμως, τη διαβεβαίωσε ότι τα διαπιστωθέντα προβλήματα, για τα οποία έχρηζε συντήρησης και ανακαίνισης, θα αποκαθίσταντο. Ότι αφού η εκπρόσωπός της πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις της τρίτης εναγόμενης ότι το σκάφος θα ήταν έτοιμο και λειτουργικό προς σύναψη της επικείμενης σύμβασης ναύλωσης, υπεγράφη στις 30-4-2019 η συνημμένη σε αυτή σύμβαση θαλάσσιων περιηγήσεων μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης, με την οποία η τελευταία της εκναύλωσε το ως άνω σκάφος για το διάστημα από 25-5-2019 έως 26-9-2019. Ότι, ακολούθως, στις 13-5-2019 υπέγραψε με την εταιρεία … ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης προορισμών, με το οποίο ανέλαβε την παροχή και εκτέλεση υπηρεσιών κρουαζιέρων για το χρονικό διάστημα έως 30-9-2019. Ότι τηρώντας πλήρως τις συμβατικές της υποχρεώσεις κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των 133.920,00 ευρώ, πλην όμως, το παρεχόμενο επίπεδο υπηρεσιών εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης ως εκναυλώτριας ήταν κάκιστο, με συνέπεια οι επιβάτες-πελάτες της … να διατυπώνουν συνεχώς παράπονα προς αυτήν, των οποίων κατόπιν η ίδια (ενάγουσα) γινόταν αποδέκτης και στη συνέχεια, γνωστοποιούσε στην πρώτη εναγόμενη. Ότι ειδικότερα και ενδεικτικά απέστειλε στην εναγόμενη τα συνημμένα σε αυτήν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όπου της διατύπωνε τα παράπονα που έκαναν οι επιβάτες σε σχέση με τη λειτουργία του πλοίου και του πληρώματος, όπως ανάρμοστη συμπεριφορά της κόρης του πλοιάρχου και του πληρώματος, έλλειψη κανόνων υγιεινής εκ μέρους του πληρώματος, περιορισμένη παροχή πόσιμου νερού και νερού για την υγιεινή τους, ελλιπή καθαριότητα των καμπίνων με ύπαρξη μούχλας στα στρώματα, προβλήματα αποχέτευσης και διαρροών στις τουαλέτες, δυσωδία, αποπνικτική ατμόσφαιρα λόγω έλλειψης κλιματισμού κ.α. Ότι, ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες παρατηρήσεις και επισημάνσεις της προς την πρώτη εναγόμενη για την απαράδεκτη ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών της, αυτή δεν έλαβε κανένα μέτρο προς αποκατάσταση των προβλημάτων που από δική της αποκλειστική υπαιτιότητα είχε προκαλέσει, και για τους λόγους αυτούς, η … με την από 6-8-2019 (συνημμένη σε αυτήν) επιστολή της κατήγγειλε την από 13-5-2019 μεταξύ τους σύμβαση ως προς την εκτέλεση περιηγήσεων στις Κυκλάδες, απαιτώντας να της επιβεβαιώσει (η ενάγουσα) ότι οι απομένουσες οι αναχωρήσεις δεν θα συνεχισθούν με το σκάφος … και ότι θα παρασχεθεί ένα δρομολόγιο του ίδιου επιπέδου με διαμονή στην ξηρά για κάθε προορισμό. Ότι κατόπιν αυτών, με την από 9-8-2019 εξώδικη δήλωσή της προέβη σε καταγγελία της από 30-4-2019 σύμβασης που είχε συνάψει με την πρώτη εναγόμενη λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας της τελευταίας με βάση το άρθρο 8 της εν λόγω σύμβασης. Ότι με βάση τη συμφωνία της με την … για καθεμία από τις δεκαοκτώ (18) προγραμματισθείσες αναχωρήσεις επιβατών -πελατών με το σκάφος … προς εκτέλεση 8ήμερου δρομολογίου από Μύκονο προς Σαντορίνη ή το αντίθετο και τα ενδιάμεσα νησιά, λάμβανε ως αμοιβή το ποσό των 23.100,00 ευρώ. Ότι λόγω της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, που είχε ως επακόλουθο την καταγγελία της σύμβασής της με την …, δεν εκτελέσθηκαν οι τότε υπολειπόμενες επτά (7) αναχωρήσεις, κατά τις ημερομηνίες της 10ης-8, 17ης-8, 24ης-8, 31ης-8, 7ης-9, 14ης-9 και 21ης-9-2019, για κάθε αναχώρηση εκ των οποίων αποκόμιζε καθαρό κέρδος 7.000,00 ευρώ, ήτοι 23.100,00 ευρώ που λάμβανε από την … αφαιρουμένου του ποσού των 16.100 ευρώ που πλήρωνε στην πρώτη εναγόμενη, με συνέπεια να απωλέσει το συνολικό ποσό των 49.000,00 ευρώ. Ότι, ακόμη, προκειμένου να εκτελέσει τις αναχωρήσεις επιβατών της …, για όσους εξ αυτών επιθυμούσαν τελικά να τις πραγματοποιήσουν, υποχρεώθηκε να μεριμνήσει για τις θαλάσσιες μεταφορές αυτών με πλοία από τη Μύκονο προς τη Σαντορίνη ή το αντίθετο και τα ενδιάμεσα νησιά, τη διαμονή τους σε ξενοδοχεία, καθώς και τη σίτισή τους, καταβάλλοντας αυξημένα ποσά λόγω του η τουριστική περίοδος βρισκόταν στην κορύφωση της και συνολικά κατέβαλε για τις αιτίες αυτές το ποσό των 60.011,84 ευρώ, για το οποίο επισυνάπτει τις σχετικές αποδείξεις αυτούσιες, αποτελούντες ενιαίο σώμα με την αγωγή, ανά ομάδα επιβατών και διάστημα αναχώρησης. Ότι η σύμβασή της με την … θα ανανεωνόταν τουλάχιστον για τα επόμενα δύο (2) έτη εάν δεν είχε μεσολαβήσει η αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης και εφόσον συνέχιζε με το ίδιο μοντέλο διοικητικής και διαχειριστικής οργάνωσης, με την ίδια τεχνογνωσία και στελέχωση, λαμβάνοντας τα ίδια προπαρασκευαστικά μέτρα, θα αποκόμιζε καθαρό κέρδος 7.000,00 ευρώ για έκαστη από τις 36 αναχωρήσεις για τα δύο αυτά έτη και συνολικά το ποσό των 252.000,00 ευρώ. Ότι, τέλος, λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης εκτέλεσης της σύμβασης θαλάσσιων περιηγήσεων και της χαμηλότατης ποιότητας των παρασχεθεισών από αυτήν και το πλήρωμα του πλοίου υπηρεσιών προς τους επιβάτες -πελάτες της υπέστη τρώση του επαγγελματικού και εμπορικού της κύρους, καθώς θορυβήθηκαν οι συνεργάτες και οι πελάτες της, με κατάληξη τη γενίκευση ενός εύλογου κλίματος αμφιβολίας, ανασφάλειας και δυσπιστίας έναντι αυτής από την πλευρά τους, ενώ το ίδιο το γεγονός καθ’ εαυτό περιήλθε σε γνώση της …, η οποία της δήλωσε ότι δεν επιθυμεί πλέον την εκτέλεση αναχωρήσεων στις Κυκλάδες, και ως εκ τούτου, για την προσβολή της προσωπικότητάς της δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 60.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως παραδεκτά περιόρισε άπαντα τα αγωγικά αιτήματα από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με δήλωση στις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β΄, 294 εδ. α΄, 295 § 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωρισθεί : α) η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να της καταβάλει τα ποσά της θετικής και αποθετικής της ζημίας, ήτοι τα ποσά των 49.000,00 ευρώ, 60.011,84 ευρώ και 252.000,00 ευρώ, με βάση την ενδοσυμβατική, άλλως την αδικοπρακτική της ευθύνη, καθώς και το ποσό των 60.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και β) η υποχρέωση του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, ευθυνόμενοι πραγματοπαγώς μέχρι την αξία του πλοίου, ανερχόμενη στο ποσό των 100.000 ευρώ, κατά τα ποσοστά συγκυριότητάς τους, τα ποσά των 70.000,00 και 30.000,00 ευρώ αντίστοιχα, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από την επόμενη της επίδοσης της από 10-6-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3531/1720/2020, αγωγής της κατά των εναγόμενων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από την οποία παραιτήθηκε, ήτοι από 13-6-2020, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται πλέον η καταβολή δικαστικού ενσήμου, μετά τον προαναφερόμενο περιορισμό των αιτημάτων της από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά (άρθρο 7 § 3 του Ν.Δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 Ν. 4640/2019, ΦΕΚ Α 190/30-11-2019), και για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 26-7-2021 έγγραφη ενημέρωση του νόμιμου εκπρόσωπου της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 Ν. 4640/2019, ενώ δεν υπάρχει υποχρέωση προσφυγής της διαφοράς σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 § 1 και 615-620 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 16 περ.1 ΚΠολΔ), κατά τόπο (άρθρα 22 και 42 ΚΠολΔ, δυνάμει της συμπεριληφθείσας συμφωνίας παρέκτασης ως προς την πρώτη εναγόμενη στην ένδικη από 30-4-2019 σύμβαση που θεμελιώνει τη δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά), και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993), και είναι παραδεκτή όσον αφορά στην παθητική νομιμοποίηση της δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων, καθώς για τη νομιμοποίηση για τη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η ίδια και οι εναγόμενοι είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο IV μείζονα πρόταση, και ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτών περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής τους για το λόγο ότι είναι συμπλοιοκτήτες και όχι απλά συγκύριοι του σκάφους για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτουν με τις προτάσεις τους θα εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία του, σε περίπτωση δε που αποδειχθεί βάσιμος η υπό κρίση αγωγή θα απορριφθεί ως προς αυτούς ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ωστόσο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς άπαντα τα αιτήματά της και ειδικότερα : α) όσον αφορά το κονδύλιο διαφυγόντων κερδών ποσού 49.000,00 ευρώ, διότι δεν εκτίθεται ο πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απαίτησης της εταιρείας … περί μη συνέχισης των απομενουσών αναχωρήσεων με το σκάφος …, όπως τούτο ρητά αναγράφεται στη συνημμένη στην αγωγή επιστολή της …, και όχι καταγγελίας όπως αβασίμως αναφέρει η ενάγουσα, και της αιτούμενης ζημίας της, ενόψει του ότι όπως η ίδια ομολογεί με την αγωγή της δεν σταμάτησε τη συνεργασία της με την αλλοδαπή εταιρεία στις Κυκλάδες, αλλά δέχθηκε και συνέχισε να εξυπηρετεί όσους πελάτες της τελευταίας επιθυμούσαν να πραγματοποιήσουν το ταξίδι τους με άλλο τρόπο και άρα, συνέχιζε να αποκομίζει κέρδος από τη δραστηριότητά της αυτή, τα ειδικότερα προσδιοριστικά στοιχεία του οποίου, όμως, όπως και της εντεύθεν ζημίας της ουδόλως εκθέτει, β) ως προς το αίτημα περί επιδίκασης ποσού 60.011,84 ευρώ, που αφορά τη ζημία της από ποσά που δαπάνησε για τους πελάτες της που ήθελαν να πραγματοποιήσουν το συγκεκριμένο πρόγραμμα θαλάσσιας περιήγησης, δοθέντος ότι δεν προσδιορίζεται η αιτία διενέργειας, η ειδικότερη περιγραφή κάθε δαπάνης χωριστά για σίτιση, διαμονή και εισιτήρια και το ύψος της κάθε δαπάνης κατ’ είδος ανά ομάδα επιβατών, ώστε να προκύπτει η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης και την προκληθείσα ζημία της ενάγουσας και να μπορεί το Δικαστήριο να εκτιμήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης και οι εναγόμενοι να αμυνθούν ως προς την ανάγκη ικανοποίησης της αξίωσης αυτής της ενάγουσας, τουναντίον επισυνάπτονται συλλήβδην αποδείξεις χωρίς να διαχωρίζονται κατ’ είδος, παρά μόνο κατά ομάδα επιβατών και εβδομάδα, εκ των οποίων μάλιστα σε κάποιες δεν είναι αναγνώσιμα όλα τα στοιχεία τους ή δεν προκύπτει τι ακριβώς αφορούν, η αοριστία δε αυτή από την ατελή έκθεση των πραγματικών περιστατικών ουδόλως συμπληρώθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας (βλ. ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998, σελ. 325, ΕφΑθ 2509/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), γ) όσον αφορά το αίτημα περί επιδίκασης διαφυγόντων κερδών ποσού 252.000,00 ευρώ, καθώς δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα περιστατικά, ούτε αναφέρονται ειδικές περιστάσεις και τυχόν ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα που καθιστούν πιθανό το φερόμενο ως απολεσθέν κέρδος, αλλά ούτε, επίσης, γίνεται μνεία συγκεκριμένων ή πιθανών προσφορών από τρίτους, ενόψει του ότι η σύμβαση (ορισμένου μάλιστα χρόνου) που είχε με την εταιρεία …, όπως εκθέτει, λύθηκε λόγω καταγγελίας, χωρίς να αρκεί για την πληρότητα του κονδυλίου αυτού μόνη η επίκληση ότι αν δεν είχε χωρήσει η καταγγελία της σύμβασής της με την …, η ενάγουσα θα αποκόμιζε ως καθαρό κέρδος το ίδιο ποσό το οποίο είχε αποκομίσει κατά το προηγούμενο έτος, αφού αυτό δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο, αλλά εξαρτάται – και καθίσταται πιθανό για το μέλλον – ιδίως από τις συνεργασίες και τις συμφωνίες που θα πραγματοποιούσε, τις ομάδες επιβατών που θα αναλάμβανε να εξυπηρετήσει και το πλοίο που θα ναύλωνε προς τούτο, στοιχείων των οποίων δεν γίνεται παράθεση στην αγωγή, όπως απαιτείται σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο IΙ μείζονα σκέψη, και δ) όσον αφορά το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και την επικουρική αδικοπρακτική βάση της αγωγής ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια, καθώς δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των νόμιμων εκπροσώπων ή οργάνων της πρώτης εναγόμενης και η συνεπεία αυτής συγκεκριμένη υλική ζημία, αναφορικά δε με την επικαλούμενη ψευδή διαβεβαίωση της εναγόμενης ότι έχει λάβει χώρα συντήρηση και ανακαίνιση του πλοίου με αποτέλεσμα να συμβληθεί μαζί της, πράγμα που δεν θα έκανε αν γνώριζε την αλήθεια, δεν αναφέρεται πως συνδέεται αιτιωδώς με την εκτιθέμενη προσβολή της προσωπικότητάς της και τη ζημία της (αρνητικό διαφέρον), ενώ, άλλωστε, τα ιστορούμενα σε αυτήν περιστατικά περί πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης δεν μπορούν, στην προκείμενη περίπτωση, να στηρίξουν πρωτογενή ευθύνη αυτής από αδικοπραξία, εφόσον οι σχετικές πράξεις ή παραλείψεις αυτής, διαπραττόμενες χωρίς τη σύμβαση, δεν θα ήταν παράνομες, ως μη αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (κατ’ άρθρο 914 ΑΚ) γενικό καθήκον του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους με τις προτάσεις τους (άρθρο 106 ΚΠολΔ) σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της [άρθρα 176, 180 § 1 (που ισχύει κατ’ αναλογία και για τη μη προβλεπόμενη στο νόμο περίπτωση που περισσότεροι διάδικοι νικούν βλ. ΑΠ 1412/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), 189, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1 και 68 § 1 N. 4194/2013, με βάση κλιμακωτό υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής και όχι ενιαίο συντελεστή (βλ. ΟλΑΠ 6/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

Με την υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι έχει αντικείμενο εργασιών τη ναυλομεσιτεία, την εμπορία, εκμετάλλευση, διαχείριση, ναύλωση, κατασκευή, επισκευή, τροφοδοσία πλοίων αναψυχής, παροχή τουριστικών υπηρεσιών, έκδοση εισιτηρίων κ.α., στην προκείμενη δε υπόθεση λειτούργησε ως εκναυλωτής, που θα παρείχε σκάφος που θα ναύλωνε από τρίτους και συγκεκριμένα, το ανήκον κατά κυριότητα και εκμετάλλευση στη συμπλοιοκτησία … σκάφος …, στην πρώτη εναγόμενη ως ναυλώτρια για την εκτέλεση θαλάσσιων ταξιδιών που η τελευταία θα πωλούσε σε διάφορους πελάτες της. Ότι ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη είναι ταξιδιωτικό πρακτορείο και λειτουργεί ως εκπρόσωπος στην Ελλάδα του αγγλικού ταξιδιωτικού γραφείου …, το οποίο πωλεί σε πελάτες του κρουαζιέρες, ενώ η δεύτερη εναγόμενη είναι νόμιμη εκπρόσωπος και καταστατικό όργανο της πρώτης. Ότι το Νοέμβριο του 2018 η εκπρόσωπός της και συνιδιοκτήτρια του ως άνω σκάφους …, …, επισκέφθηκε τα γραφεία της πρώτης, η οποία εκπροσωπείτο από τη δεύτερη, προκειμένου να της εξεύρει σκάφη προς ναύλωση. Ότι η δεύτερη εναγόμενη την ενημέρωσε ότι υπ’ αυτήν εκπροσωπούμενη εταιρεία ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της αγγλικής εταιρείας …, με την οποία το 2018 είχαν ξεκινήσει κρουαζιέρες με σκάφη στο Ιόνιο, Αργοσαρωνικό και Κυκλάδες και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν και της αυξημένης ζήτησης, είχαν ήδη κλείσει 7-8 σκάφη και επιθυμούσαν να ναυλώσουν και άλλα. Ότι, ακόμη, της εκμυστηρεύθηκε ότι τα σκάφη που είχε ναυλώσει και ανήκαν σε ένα Τούρκο, τον …, ο οποίος έγινε μόνιμος συνεργάτης της πρώτης, και έναν Έλληνα είχαν τεράστια προβλήματα, και ότι εκείνη την περίοδο ο πρώτος εξ αυτών είχε δικαστική διαμάχη με τον δεύτερο Έλληνα συνέταιρό του, προσπαθώντας να ανακτήσει τα σκάφη, αλλά δεν ήξεραν την έκβαση της υπόθεσης, οπότε έπρεπε η πρώτη να ανεύρει σκάφη προς ναύλωση. Ότι το Δεκέμβριο του 2018 η δεύτερη εναγόμενη δήλωσε ότι η πρώτη επιθυμεί να ναυλώσει το σκάφος … και στα τέλη Ιανουαρίου του 2019, λόγω του ότι η κατάσταση με τα άλλα σκάφη δεν είχε ξεκαθαρίσει, μετέβη στο Πόρτο Χέλι, όπου ελλιμενιζόταν το εν λόγω σκάφος, για να προχωρήσει στη χρονοναύλωσή του και ζήτησε να γίνουν ορισμένες αλλαγές και ειδικότερα να αλλάξουν οι τοίχοι του σαλονιού και της τραπεζαρίας και να τοποθετηθούν επιπλωμένα ξύλα, καινούρια υφάσματα και κουρτίνες, όπως και έγινε, ενώ τον Μάρτιο εκπρόσωποι της … και της πρώτης εναγόμενης επιθεώρησαν το σκάφος και δήλωσαν ότι το εγκρίνουν, επιθυμώντας κάποιες μικρές αλλαγές, που και αυτές πραγματοποιήθηκαν άμεσα. Ότι στις 30-4-2019 υπεγράφη η τελική σύμβαση με την πρώτη εναγόμενη, η οποία επισυνάπτεται σε αυτήν, με τη μνεία ότι η δεύτερη εναγόμενη όρισε τελική εξόφληση των δόσεων τον Οκτώβρη, μετά το τέλος των κρουαζιέρων, παρότι στο αρχικό σχέδιο είχε προβλεφθεί η τελευταία δόση να είναι πληρωτέα ένα μήνα νωρίτερα, αλλά η ίδια (ενάγουσα) με καλή πίστη υπέγραψε τη σύμβαση με την αλλαγή αυτή. Ότι στις 14-5-2019 οι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης και της … επιθεώρησαν ξανά το σκάφος λεπτομερώς και ήλεγξαν ότι είχαν ολοκληρωθεί οι αλλαγές που ζήτησαν, αποχωρώντας ικανοποιημένοι, και ακολούθως, στις 25-5-2019 άρχισαν οι κρουαζιέρες, οι οποίες εκτελέσθηκαν κανονικά και χωρίς κανένα παράπονο μέχρι αρχές Ιουλίου. Ότι την ίδια περίοδο, όμως, ο αλλοδαπός συνεργάτης της εναγόμενης ανέκτησε από το συνέταιρό του κάποια από τα σκάφη του, οι πωλήσεις της … στην Ελλάδα δεν έβαιναν καλώς και η εν λόγω εταιρεία άρχισε να δείχνει στους πελάτες της το σκάφος του συνεργάτη τους … αντί του δικού της, το οποίο ήταν πιο μεγάλο και πιο καινούριο, με συνέπεια οι πελάτες να εξοργίζονται όταν αντιλαμβάνονταν ότι το σκάφος στο οποίο θα επέβαιναν ήταν διαφορετικό του επιδειχθέντος και άλλοι μεν να αποχωρούν, άλλοι δε να πραγματοποιούν την κρουαζιέρα, χωρίς οποιοδήποτε παράπονο για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Ότι στις 9-8-2019 εντελώς ξαφνικά και πριν την καταβολή της δόσης του Αυγούστου η πρώτη εναγόμενη κατήγγειλε την από 30-4-2019 μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση θαλάσσιων περιηγήσεων με τη συνημμένη σε αυτήν εξώδικη δήλωση, η οποία, ωστόσο, ήταν άκυρη, καθώς αφενός επικαλέστηκε προβλήματα στο σκάφος που δεν υφίσταντο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν, και αφετέρου δεν τήρησε το συμβατικό όρο περί επίλυσης των διαφορών με απόπειρα φιλικού διακανονισμού, άλλως καταχρηστική και την απέκρουσε με την από 26-8-2019 εξώδικη δήλωσή της ως άκυρη, αβάσιμη και προσχηματική. Ότι με βάση τη σύμβαση θα εκτελούνταν 18 αναχωρήσεις για το διάστημα από 25-5-2019 έως 28-9-2019, με κόστος εκάστης 16.100,00 ευρώ και συνολικό κόστος ναύλων 289.800 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε από την εναγόμενη ποσό 133.920,00 ευρώ, ενώ η αξία των πραγματοποιηθέντων ναύλων έντεκα εβδομάδων ανερχόταν στο ποσό των 177.020,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να της οφείλεται το μεν ποσό των 43.100,00 ευρώ ως θετική ζημία, το δε ποσό των 112.780,00 ευρώ ως αποθετική ζημία, λόγω της μεσολαβούσας άκυρης και καταχρηστικής καταγγελίας από την πρώτη εναγόμενη, που έγινε με σκοπό να μην πληρωθούν οι τρείς δόσεις και αφού είχε μεταθέσει τους χρόνους πληρωμής των δόσεων, αναμένοντας τις εξελίξεις με άλλα σκάφη. Ότι, επιπρόσθετα, η συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά αστική απάτη, καθόσον της παρέστησε ότι χρειαζόταν το σκάφος της έως το τέλος της περιόδου και θα της κατέβαλε τους ναύλους σε μεταγενέστερους χρόνους από αυτούς που είχαν συμφωνήσει, ενώ ο αρχικός σκοπός της ήταν να μην τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις και να καταγγείλει τη σύμβαση σε χρόνο που εξυπηρετούσε τις οικονομικές της επιλογές, με αποτέλεσμα ένεκα της αδικοπρακτικής της αυτής συμπεριφοράς να υποστεί και ηθική βλάβη, αφού επλήγη το εμπορικό όνομα και η φήμη της με τα δυσμενή σχόλια που κυκλοφόρησαν. Ότι η εκ μέρους των εναγόμενων παράσταση ότι χρειάζονταν το σκάφος για ολόκληρη την περίοδο, ενώ μεθόδευαν την καταγγελία της σύμβασης πριν την υπογραφή της, είναι σε κάθε περίπτωση αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ η πρώτη εναγόμενη, επικουρικά, όσον αφορά το ποσό των 155.880,00 ευρώ, ευθύνεται και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως παραδεκτά περιόρισε τα αγωγικά αιτήματα από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με δήλωση στις προτάσεις του (άρθρα 223 εδ. β΄, 294 εδ. α΄, 295 § 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), πλην του ποσού των 10.000,00 ευρώ αναφορικά με το κονδύλιο της θετικής της ζημίας εκ ποσού 43.100,00 ευρώ, κατ’ ορθή εκτίμηση των αιτημάτων, εφόσον ρητά (στη 2η σελίδα των προτάσεων) αναγράφεται ότι περιορίζεται το αίτημα που αφορά τη θετική ζημία, το οποίο παρέμεινε καταψηφιστικό, ζητεί : α) να αναγνωρισθεί ότι η από 9-8-2019 καταγγελία της από 30-4-2019 σύμβασης θαλάσσιων περιηγήσεων που συνήφθη μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης είναι άκυρη, άλλως καταχρηστική, β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 145.880,00 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 50,000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γ) να καταδικασθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.000,00 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης, αλληλεγγύως με την πρώτη, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 145.880,00 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, καθώς και το ποσό των 50,000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ε) να καταδικασθεί η δεύτερη εναγόμενη, αλληλεγγύως με την πρώτη, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.000,00 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, ζ) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ε) να απαγγελθεί κατά της δεύτερης εναγόμενης προσωρινή κράτηση τριών (3) μηνών και η) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 25-10-2022 απόδειξη εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς), ενώ δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου μετά τον προαναφερόμενο περιορισμό των υπόλοιπων αιτημάτων της από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά (άρθρο 7 § 3 του Ν.Δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 Ν. 4640/2019, ΦΕΚ Α 190/30-11-2019), και για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 5-10-2020 έγγραφη ενημέρωση του νόμιμου εκπρόσωπου της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 Ν. 4640/2019, ενώ δεν υπάρχει υποχρέωση προσφυγής της διαφοράς σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 § 1 και 615-620 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 16 περ.1 ΚΠολΔ), κατά τόπο (άρθρα 37 και 42 ΚΠολΔ, δυνάμει της συμπεριληφθείσας συμφωνίας παρέκτασης ως προς την πρώτη εναγόμενη στην ένδικη από 30-4-2019 σύμβαση που θεμελιώνει τη δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά), και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993), είναι, όμως, απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτής κατά το μέρος με το οποίο γίνεται επίκληση της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, ενόψει του ότι όπως εκτίθεται στην αγωγή και προκύπτει και από τη συνημμένη σύμβαση θαλάσσιων περιηγήσεων η ως άνω εναγόμενη λειτούργησε ως εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης κατά τις διαπραγματεύσεις και την κατάρτιση της σύμβασης, ενώ, άλλωστε, και ως διαχειρίστρια της πρώτης εναγόμενης δεν υπέχει προσωπική ευθύνη έναντι τρίτων για τα χρέη της εταιρείας. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων και συγκεκριμένα της δεύτερης εναγόμενης ως του υπαίτιου φυσικού προσώπου και της πρώτης εναγόμενης ως αντικειμενικά ευθυνόμενης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεύτερης, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθώς δεν διαλαμβάνονται κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ειδικό τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της παράνομης και υπαίτιας πράξης, είτε υπό την εκδοχή της απάτης, ή της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ή της άσκησης του δικαιώματος ενάντια στα χρηστά ή συναλλακτικά ήθη, και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της συγκεκριμένης ζημίας που υπέστη. Μόνη δε η αόριστη έκθεση του γεγονότος περί παραπλάνησης της ενάγουσας πριν την υπογραφή της σύμβασης ως προς τον χρόνο διάρκειάς της, χωρίς όμως και να αναφέρεται ότι η ενάγουσα δεν θα κατάρτιζε τη σύμβαση αν γνώριζε την πραγματική πρόθεση των εναγόμενων, δεν συνιστά απάτη, αλλά ακόμη και υπό την εκδοχή της ως πράξης αντίθετης στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη δεν εκτίθεται ο αιτιώδης σύνδεσμος με την επικαλούμενη ζημία που ζητεί να αποκατασταθεί, η οποία συνέχεται με την καταγγελία της σύμβασης. Εξάλλου, η αναφορά της καταγγελίας της σύμβασης ως καταχρηστικής και προσχηματικής δεν την καθιστά αντίθετη στα χρηστά ήθη, αλλά εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα πρόταση της παρούσας. Ειδικά δε ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης η αγωγή είναι αόριστη και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν εξειδικεύεται επαρκώς η επικαλούμενη ηθική βλάβη της ενάγουσας, αφού δεν αναφέρεται εάν η ηθική βλάβη της συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη της που έχει υλική υπόσταση, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, στα νομικά πρόσωπα δεν αναγνωρίζεται ενδιάθετο συναίσθημα και εσωτερικός κόσμος που να δικαιολογεί τη χρηματική τους ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής τους πίστης και επαγγελματικής τους υπόληψης. Κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εναγόμενων για το λόγο ότι δεν διευκρινίζεται η έννομη σχέση ή η διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση μεταξύ της ενάγουσας ως εκναυλώτριας του σκάφους και της συμπλοιοκτησίας … στοιχείο που δεν είναι απαραίτητο για το ορισμένο της αγωγής, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 106, 107, 108, 111, 112, 149, 150 ΚΙΝΔ (προϊσχύσαν Ν. 3816/1958), 345 εδ. α΄, 346, 361, 574 επ. [κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα πρόταση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τίτλος της ένδικης σύμβασης ως σύμβασης θαλάσσιων περιηγήσεων, αφού τέτοια είναι η σύμβαση με την οποία ο διοργανωτής (πλοιοκτήτης ή μη) υπόσχεται στον περιηγητή – έναντι αμοιβής – την εκτέλεση της περιήγησης κυρίως με το πλοίο και δευτερευόντως με άλλα μεταφορικά μέσα, την ενδιαίτηση στο πλοίο και ενδεχομένως σε χερσαίο κατάλυμα καθώς και τη διατροφή και την ψυχαγωγία στο πλοίο και ενδεχομένως στην ξηρά (βλ. ΕφΠειρ 910/2006 ΕΝαυτΔ 2007, σελ. 99, ΕφΠειρ 38/1995 ΕλλΔνη 1995, σελ. 1313, Ι. Κοροτζή, Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς περιήγησης, εκδ. 1999, σελ. 19 επ.)], 586, 595 ΑΚ, 68, 70, 176, 907 και 908 § 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ, πλην των κάτωθι αιτημάτων που είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα : α) της επικουρικής βάσης της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον, καίτοι επιβοηθητικής φύσης, θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση, χωρίς η ενάγουσα να εκθέτει διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση (ΟλΑΠ 22 και 23/2003 ΧρΙΔ 2004, σελ. 117, ΑΠ 477/2021, ΑΠ 1509/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), β) του αιτήματος περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, όσον αφορά τα αιτήματα της αγωγής που περιορίσθηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, καθόσον οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστούς τίτλους (άρθρο 904 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ώστε να μπορούν να κηρυχθούν και προσωρινά εκτελεστές. Πρέπει, επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

O ναυλομεσίτης (sea broker) είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος (άρθρο 1 ΕμπΝ και 2 ΒΔ 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητος εμποροδικείων). Αυτός, συνήθως, μεσολαβεί μόνο και δε μετέχει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους απλώς φέρνει σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ο ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι και αυτός ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος, κατ’ αντίθεση προς τον ναυλομεσίτη, καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπός του (ως προς τις προς τα έξω σχέσεις). Η σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρα 713 επ. ΑΚ), όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων του τελευταίου (απόδοση λογαριασμών κ.λπ.) και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή εργολάβου, όσον αφορά την αμοιβή του, γεγονός που έχει ως συνέπεια την εφαρμογή στη σύμβαση πρακτορείας των συναφών διατάξεων για την εντολή και τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) ή τη σύμβαση έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), αντιστοίχως. Και τούτο, γιατί η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχει στοιχεία από όλες αυτές τις συμβάσεις. Ο ναυτικός πράκτορας, πραγματικά, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά κανόνα σε μόνιμη βάση, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ή ευκαιριακώς, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση έργου, και οπωσδήποτε επιμελείται υποθέσεις άλλου, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εντολής. Εξάλλου, αναλογική εφαρμογή στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχουν και οι διατάξεις για την εμπορική αντιπροσωπεία, οι οποίες διέπονται από το ΠΔ 219/1991 (περί όλων των ανωτέρων βλ. ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 1980, σελ. 1102, ΕφΠειρ 1059/1995 ΕΝαυτΔ 1997, σελ. 87, ΜΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003, σελ. 975, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Μερικές φορές, όμως, ο ναυλομεσίτης που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της σύμβασης, ήτοι ενεργεί πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του πλοιοκτήτη, όπως π.χ. όταν εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο, με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ’ ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (βλ. ΕφΛαρ 460/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006, σελ. 562, με παρατ. Αχ. Μπεχλιβάνη στην ΕπισκΕμπΔ 2006, σελ. 569, ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ. 785 με παρατηρήσεις Κιάντου -Παμπούκη σελ. 790 επ., ΕφΠειρ 456/2000 ΔΕΕ 2000, σελ. 892).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), … που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, των με αριθμούς … ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων … που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής- εναγόμενων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής ενώπιον των συμβολαιογράφων Ερέτριας Ελένης Κατσή-Κεφαλά και Αθηνών Φωτεινής Αλαμπάνου αντίστοιχα, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …), των από 17-10-2022 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …, που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής-πρώτης εναγόμενης της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά …, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …), καθώς και των με αριθμούς … και ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …, που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής- εναγόμενων της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής ενώπιον της συμβολαιογράφου Ερέτριας Ελένης Κατσή-Κεφαλά, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …), και των από 25-10-2022 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …, που δόθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής-πρώτης εναγόμενης της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά …, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …), που δόθηκαν προς αντίκρουση των περιεχόμενων στις προτάσεις ισχυρισμών των αντιδίκων τους και προσκομίσθηκαν με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων : α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους είτε σε νόμιμη, αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, είτε χωρίς μετάφραση στην ελληνική, τα οποία (αμετάφραστα έγγραφα) ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 340 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1/2011, ΑΠ 1627/2010 ΤΝΠ NOMOΣ), και β) φωτογραφίες, που προσκομίζουν οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. 3, 448 § 2, 457 § 4 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα της υπό στοιχείο Β΄ αγωγής εταιρεία με την επωνυμία … έχει αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση, διαχείριση, μίσθωση-ναύλωση, κατασκευή, επισκευή, ανεφοδιασμό, τροφοδοσία πλοίων αναψυχής και την παροχή τουριστικών εν γένει υπηρεσιών, ενώ η πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «… έχει αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια κάθε φύσης τουριστικών εργασιών, την έκδοση εισιτηρίων, την οργάνωση και διενέργεια ταξιδιών, κρουαζιέρων, εκδρομών σε εσωτερικό και εξωτερικό και περιηγήσεων. Στο πλαίσιο αυτό των δραστηριοτήτων τους, η νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας και μοναδική εταίρος της, …, το Νοέμβριο του 2018, προχώρησε σε συναντήσεις με τη νόμιμη εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, …, προκειμένου να εξεύρει στην τελευταία σκάφη προς ναύλωση για την εκτέλεση θαλάσσιων περιηγήσεων (κρουαζιέρων). Στη συνέχεια, κατέληξαν στη ναύλωση του υπό Ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου … τουριστικού επαγγελματικού θαλαμηγού σκάφους …, συμπλοιοκτησίας … και ακολούθως, υπεγράφη μεταξύ της ως άνω ενάγουσας και της εναγόμενης, νόμιμα εκπροσωπούμενων, η από 30-4-2019 «σύμβαση θαλάσσιων περιηγήσεων», στην οποία, μεταξύ άλλων, δηλώθηκε ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστική ιδιοκτήτρια και εκμεταλλεύτρια του ανωτέρω σκάφους, το οποίο θέτει στη διάθεση της εναγόμενης για να πραγματοποιήσει ταξίδια στην περιοχή των Κυκλάδων, ενώ αναφορικά με τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη αναγράφηκε … Όπως η ίδια δε η ενάγουσα εκθέτει με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της την πλήρη εκμετάλλευση του εν λόγω σκάφους είχε η προαναφερόμενη συμπλοιοκτησία και προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της προσκόμισε με επίκληση αφενός το 12-2-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό αποκλειστικής μεσιτείας σκάφους μεταξύ της ιδίας και της συμπλοιοκτησίας, με βάση το οποίο η δεύτερη ανέθεσε στην πρώτη την πρακτόρευση του σκάφους για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, ήτοι έως 12-2-2022, αναφορικά με την ανεύρεση πελατών και ναύλωσή του σε αυτούς για κρουαζιέρες σε ελληνικά νησιά, με τη συμφωνία ότι από την είσπραξη κάθε ναύλου η πρώτη θα παρακρατεί ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 3%, και αφετέρου, τα ναυλοσύμφωνα που εκδόθηκαν για την ένδικη ναύλωση, τα οποία συνυπογράφονται από την συμπλοιοκτησία ως πλοιοκτήτρια, την ενάγουσα ως ναυλομεσίτρια και την εναγόμενη ως ναυλώτρια. Το γεγονός δε αυτό, ότι δηλαδή η ενάγουσα λειτούργησε εν προκειμένω ως ναυλομεσιτικό γραφείο, επιβεβαίωσε και η μάρτυράς της, … η οποία είναι υπάλληλός της. Κατόπιν αυτών, όμως, εφόσον όπως ισχυρίζεται και αποδεικνύει η ενάγουσα κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης λειτούργησε κατ’ ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, δηλαδή ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εντολέως της συμπλοιοκτησίας, η οποία και ήταν η εκναυλώτρια, πρέπει η υπό κρίση αγωγή της, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού δεν αποδεικνύονται τα επικληθέντα προς θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους με τις προτάσεις τους (άρθρο 106 ΚΠολΔ) σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της [άρθρα 176, 180 § 1 (που ισχύει κατ’ αναλογία και για τη μη προβλεπόμενη στο νόμο περίπτωση που περισσότεροι διάδικοι νικούν βλ. ΑΠ 1412/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), 189, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1 και 68 § 1 N. 4194/2013, με βάση κλιμακωτό υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής και όχι ενιαίο συντελεστή (βλ. ΟλΑΠ 6/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 30-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6114/2701/3-8-2021, αγωγή (υπό στοιχείο Α΄), η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 3-1-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12/7/2022, κλήση, και την από 5-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7506/3523/5-10-2020, αγωγή (υπό στοιχείο Β΄), η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 17-2-2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1416/739/2022, κλήση, αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 30-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6114/2701/3-8-2021, αγωγή (υπό στοιχείο Α΄).

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων της ανωτέρω αγωγής, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (7.300,00€).

Απορρίπτει την από 5-10-2020, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7506/3523/5-10-2020, αγωγή (υπό στοιχείο Β΄).

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων της ανωτέρω αγωγής, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατό ευρώ (4.100,00€).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 27 Ιουνίου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ