ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 16 /2018
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Λέκκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγήτρια, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο Πρωτοδίκη και Χαρίλαο Παππά, Πρωτόδικη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2/5/2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον Π……. και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μπάμπαρη.
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στον Π. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παυλή, 2) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «C. M. I.» η οποία εδρεύει στη Μ. Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Δολβέ, και 3) Γ. Ο., πρώην κατοίκου Ε. και ήδη αγνώστου διαμονής, ο οποίος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ήταν απών και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα, με την από 23-9-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … κλήση της, δικάσιμος προς συζήτηση επί της οποίας ορίσθηκε αρχικώς η 6-12-2016 και κατόπιν αναβολής η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 19-2-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή της και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, αφού προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 271 παρ.1 ΚΠολΔ «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα.». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 229 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με τις διατάξεις του άρθρου 1 του άρθρου δευτέρου παρ.1 του Ν. 4335/2016 και αφορά (η κατάργηση) αγωγές που ηγέρθησαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν. 4335/2015) «Αντίγραφο της αγωγής με την κάτω από αυτή πράξη για τον προσδιορισμό δικασίμου και την κλήση για συζήτηση στην ορισμένη δικάσιμο επιδίδεται στον εναγόμενο με την επιμέλεια του ενάγοντος». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων με αυτών του άρθρου 215 του ιδίου Κώδικα με την παρ.1 της οποίας η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, παρέπεται ότι σε περίπτωση ματαιώσεως της συζητήσεως της αγωγής κατά την ορισθείσα δικάσιμο, η συζήτησή της ορίζεται δια κλήσεως υπό του επιμελεστέρου των διαδίκων προς συζήτηση αυτής, η οποία κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, ορίζεται νέα δικάσιμος και αντίγραφο αυτής με κλήση προς συζήτηση επιδίδεται νόμιμα και εμπρόθεσμα υπό του καλούντος στον αντίδικό του ή τους άλλους διαδίκους. Αν τη νέα συζήτηση της αγωγής επισπεύδει ο ενάγων και ερημοδικεί ο εναγόμενος, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όχι μόνο αν έχει επιδοθεί νομίμως και εμπροθέσμως στον τελευταίο αντίγραφο της ανωτέρω κλήσεως προς συζήτηση της αγωγής μετά της κάτωθεν αυτής πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση, αλλά και αν έχει επιδοθεί αντίγραφο της αγωγής στον ερημοδικαζόμενο εναγόμενο, η οποία αποτελεί και το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί η αγωγή, κατά τα προεκτεθέντα, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (σχετικά Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας τόμος Β εκδ. 1994, υπό το άρθρο 229 σελ. 102 παρ.2 πρβλ. ΑΠ 1521/2013 ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 87/2004 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, δια της από 23-9-2016 κλήσεως, φέρεται προς συζήτηση με επιμέλεια της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία …, η από 19-2-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή, της οποίας η ορισθείσα νομίμως αρχική συζήτηση για την δικάσιμο της 29-9-2015, αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 19-1-2016, κατά την οποία και ματαιώθηκε. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίστηκε ο τρίτος των καθών η κλήση – εναγομένων Γ. Ο.. Η επισπεύδουσα ως ανωτέρω τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, η οποία παρέστη, δεν επικαλείται αλλά ούτε προσκομίζει, αν και κλήθηκε προς τούτο με κλήση του γραμματέα τηλεφωνική (άρθρο 227 ΚΠολΔ), έκθεση επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητού εκ της οποίας να προκύπτει ότι κεκυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επεδόθη στον ανωτέρω τρίτο των εναγομένων, παρά μόνον προσκομίζει τη με αριθμό … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή τη περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Κ. Β., από την οποία προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω κλήσης προς συζήτηση, με την οποία επισπεύδεται προς περαιτέρω συζήτηση η ένδικη αγωγή, για τη αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 6-12-2016, επεδόθη στον τρίτο των καθών. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, εφ` όσον απουσιάζει ο τρίτος των καθών – εναγόμενος, και δεν αποδείχθηκε ότι αντίγραφο του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου της ένδικης αγωγή επιδόθηκε νομίμως σε αυτόν, γεγονός που εξετάζει αυτεπάγγελτα το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, η συζήτηση της κρινομένης αγωγής ως προς τον τρίτο των εναγομένων.
Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου, και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους και εν γένει της διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Στην περίπτωση αυτή, η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής που συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ως άνω ιδιότητά του, ενώ, αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται απέναντι των δανειστών, για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις σχετικές δικαιοπραξίες. Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται αυτός (διαχειριστής) υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει τέτοια ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Σημειωτέον ότι ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (βλ. ΑΠ 689/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012 269, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012 168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012 39). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 719 ΑΚ «Ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα
καθετί που έλαβε από την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της.». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προϋποθέσεις της αξιώσεως περί αδικαιολογήτου πλουτισμού αποτελούν α) η ύπαρξη πλουτισμού στον υπόχρεο, β) η επέλευση αυτού (πλουτισμού) σε βάρος άλλου, δηλαδή του φορέα της αξιώσεως, γ) το αδικαιολόγητο του πλουτισμού, και δ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του υπόχρεου και της επιβαρύνσεως του δικαιούχου. Πλέον αυτών, προϋπόθεση της αξιώσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού αποτελεί και η αμεσότητα της περιουσιακής μετακινήσεως. Τέτοιος, όμως, πλουτισμός δεν είναι ο επερχόμενος στον οφειλέτη συνεπεία παραγραφής της εναντίον του αξιώσεως, αφού η παραγραφή της αξιώσεως αποτελεί νόμιμη αιτία του πλουτισμού (ΑΚ 272§1ΑΚ). Αντίθετο επιχείρημα δεν παρέχεται από το ισχύον επί αδικοπραξίας άρθρο 938 του ΑΚ, αφού με αυτό παρέχεται εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον άνω κανόνα. Ειδικότερα, το άρθρο 938 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος τότε, παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των αρθρ. 904 επομ. ΑΚ και ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από τη διάταξη του αρθρ. 909 ΑΚ κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, από τη διάταξη του αρθρ. 911 αριθ. 2 ΑΚ με ανάλογη επέκταση αυτής, η οποία όπως προκύπτει από τη διατύπωση του αρθρ. 904 § 1 εδαφ. β ΑΚ που εφαρμόζεται στην περίπτωση απόδοσης ωφελείας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία, η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Προϋπόθεση της αυξημένης ευθύνης είναι η συνείδηση από το λήπτη της παρανομίας ή ανηθικότητας. Γνώση (συνείδηση) του παρανόμου χαρακτήρα της αιτίας δεν απαιτείται, ως προϋπόθεση της ευθύνης του λήπτη. Αρκεί αυτός να γνωρίζει τα περιστατικά που καθιστούν παράνομη τη λήψη. Κρίσιμος χρόνος συνδρομής της γνώσεως αυτής είναι ο χρόνος λήψεως της παροχής. Δεν αρκεί μεταγενέστερη γνώση των περιστατικών, που θεμελιώνουν την παρανομία ή την ανηθικότητα. Έκτοτε οφείλονται, επί πλουτισμού συνιστάμενου σε χρηματική παροχή, νόμιμοι τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ. Δεν αποκλείεται, όμως, στον φορέα της αξιώσεως, που απορρέει από το άρθρο 904 ΑΚ, ν` αξιώσει νομίμους τόκους και από μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή, κρίσιμος χρόνος της οποίας είναι ο χρόνος λήψεως της παροχής ή της αποφυγής της ελάττωσης της περιουσίας του, οπότε οφείλει, κατ` άρθρο 346 ΑΚ, τόκους υπερημερίας. Εκ τούτων παρέπεται ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (αρθρ 937 ΑΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις ως άνω εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ως «περιελθόν» με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 938 ΑΚ νοείται ότι περιήλθε στον αδικήσαντα από την τέλεση της αδικοπραξίας, όχι όμως και ότι αυτός ωφελήθηκε συνεπεία της παραγραφής της αξίωσης. Υποστηρίζεται ότι κπεριελθόν κατά την ΑΚ 938 θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια περιήλθε στον αδικήσαντα γενικά, είτε η θετική αύξηση της περιουσίας του του, είτε η μη μείωσή της (Γ. Γεωργιάδης, ΕΣΝΑΚ τόμος Ι, υπό το άρθρο 938 σελ. 1915, παρ.2). Περαιτέρω, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητικής φύσεως και δεν δίδεται μαζί και παράλληλα με την αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, όταν οι αγωγές αυτές στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Όταν η αγωγή αυτή σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα, δηλαδή ασκείται για την περίπτωση της απορρίψεως της πρώτης (κύριας) από την σύμβαση αγωγή, δεν απαιτείται περαιτέρω για το ορισμένο αυτής κατ` άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελε τυχόν ευσταθήσει η εκ της συμβάσεως πρώτη αγωγή. Τέτοιος όρος δεν τάσσεται από το άρθρο 219 ΚΠολΔ, που ομιλεί γενικώς για την περίπτωση «που απορριφθεί» (δηλαδή για οποιοδήποτε λόγο) η κύρια βάση ή αίτηση ή αγωγή. Εξάλλου, δεν είναι εύλογο να αξιωθεί από τον ενάγοντα να διαλάβει ο ίδιος οιουσδήποτε λόγους απορρίψεως της κύριας βάσεως κ.λ.π. της αγωγής του. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α` του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 480 του ιδίου Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αμφιβολίας η ενοχή δεν είναι σε ολόκληρο και ότι οι περισσότεροι που οφείλουν διαιρετή παροχή έχουν υποχρέωση να καταβάλουν ο κάθε ένας από ίσο μέρος, συνάγεται ότι όταν ενάγεται ένας από τους περισσοτέρους συνοφειλέτες προς εκπλήρωση (απόδοση της ωφέλειας), χωρίς να συντρέχει νόμιμη περίπτωση οφειλής σε ολόκληρο (από το νόμο ή από σύμβαση), τότε η καταψήφιση του εναγομένου περιορίζεται στο ίσο μέρος που αναλογεί στο πρόσωπο του, σε σχέση με τους λοιπούς συνοφειλέτες (ΑΠ 1266/1996 ΕλλΔνη 1997 1117, ΑΠ 1180/1995 ΕλλΔνη 1997 778). Εκ τούτων συνάγεται, περαιτέρω, ότι σε περίπτωση που υποβάλλεται αγωγικό αίτημα για την σε ολόκληρο καταδίκη περισσοτέρων εναγομένων σε εκπλήρωση, αυτό απορρίπτεται ως μη νόμιμο, εφ` όσον στο αγωγικό δικόγραφο δεν εκτίθενται τα στοιχεία που κατά νόμο στηρίζουν το τοιούτο αίτημα. Το Δικαστήριο, όμως, ακόμη και αν δεν διατυπώνεται επικουρική αίτηση για σύμμετρη καταδίκη των εναγομένων, θα θεωρήσει νόμιμο το αίτημα κατά το μέτρο αυτό, ως το έλασσον που εμπεριέχεται στο μείζον υποβληθέν, δεχόμενο δε την αγωγή θα υποχρεώσει καθένα των εναγομένων σε ίση προς τον νικώντα ενάγοντα καταβολή (ΑΠ 846/1998 ΕλλΔνη 40. 132).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη ανωτέρω κλήση, φέρεται προς συζήτηση και κατόπιν ματαιώσεως, η ανωτέρω ένδικη αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της οποίας, η ενάγουσα ελληνική εταιρεία διατείνεται ότι για τις διαμεσολαβητικές υπηρεσίες της προκειμένου ο μη διάδικο στην παρούσα δίκη αλλοδαπός N. M. να αποκτήσει τον εφοπλισμό έξι πλοίων κυριότητος της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εδρεύουσας στη Ρ. εταιρείας P. S.A., κατά το τέλος του έτους 1990 με αρχές του έτους 1991, ο ανωτέρω μη διάδικος N. M., του εκχώρησε το 15% των καθαρών κερδών του, λόγω της ιδιότητός του ως μετόχου του 50% στην εταιρεία – μη διαδίκου στην παρούσα δίκη – …, εφοπλίστριας των πλοίων … και …. Η τελευταία εταιρεία, δυνάμει της από 13-9-1991 συμβάσεως που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, ανέθεσε σε αυτήν (πρώτη εναγομένη) τη διαχείριση των πλοίων … και … των οποίων τον εφοπλισμό είχε. Κατά τις αρχές του έτους 1992, προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ της ενάγουσας και του ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη N. M., σχετικά με την ανωτέρω συμφωνηθείσα αμοιβή της (ενάγουσας) για τις ανωτέρω διαμεσολαβητικές υπηρεσίες της, που ελύθησαν συμβιβαστικά και δη προκειμένου και προς ικανοποίηση της υπερβαίνουσας τότε το ποσό των 500.000 δολ. ΗΠΑ αμοιβής της ενάγουσας, ο ανωτέρω N. M. της εκχώρησε, ορίζοντάς την υποκατάστατη το 100% του αναλογούντος στο κατά 50% μετοχικό του δικαίωμα στην ανωτέρω εταιρεία … μεριδίου του επί των καθαρών κερδών της ανωτέρω εφοπλίστριας εταιρείας (…) τα οποία θα προέκυπταν από τη διαχείριση των ανωτέρω δύο πλοίων από την πρώτη εναγομένη και ακολούθως, μετά την είσπραξη ποσού 500.000 δολ. ΗΠΑ από την ενάγουσα, ο ίδιος ως άνω … της εκχώρησε (στην ενάγουσα) το 30% επί του ανωτέρω μεριδίου του στα καθαρά κέρδη των ιδίων πλοίων και έως λήξεως της σύμβασης εφοπλισμού που είχε καταρτίσει η ανωτέρω εφοπλίστρια εταιρεία με την ανωτέρω αλλοδαπή, εδρεύουσα στη Ρ., κυρία των ανωτέρω δύο πλοίων. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη, ως υπόχρεη από την ανωτέρω σύμβαση διαχείρισης των ανωτέρω δύο πλοίων έναντι της ανωτέρω εφοπλίστριας εταιρείας, και τοιουτοτρόπως, οφειλέτρια (η πρώτη εναγομένη) απόδοσης μέρος των καθαρών κερδών από τη διαχείριση των πλοίων, με την από 7-4-1992 επιστολή της προς την ενάγουσα, δικαιοδόχου – εκδοχέα της ανωτέρω απαίτησης του εκχωρητή N. M., (η πρώτη εναγομένη) ανέλαβε ρητά έναντι της ενάγουσας την υποχρέωση όπως καταβάλει στην ενάγουσα αμέσως τα χρηματικά ποσά εκ του ανωτέρω εκχωρηθέντος εταιρικού μερίσματος του Ν. … επί των αναλογούντων καθαρών κερδών της ανωτέρω εφοπλίστριας εταιρείας από τη διαχείριση των ανωτέρω δύο πλοίων. Επιπλέον, η ίδια πρώτη εναγομένη εταιρεία με την ίδια ως άνω επιστολή της ανέλαβε την υποχρέωση α) όπως κατέχει τις μετοχές του ανωτέρω Ν. … στην ανωτέρω εφοπλίστρια εταιρεία ως ενέχυρο για λογαριασμό της ενάγουσας έως να εξοφληθεί το ποσό των 500.000 δολ. ΗΠΑ, β) να μην αποσυρθεί από τη διαχείριση των ανωτέρω δύο πλοίων για τουλάχιστον πέντε έτη πριν την καταβολή στην ενάγουσα του ανωτέρω ποσού και μετά την πληρωμή αυτού να της αποδίδει το 30% των καθαρών κερδών του μεριδίου του ανωτέρω Ν. … από τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων, και γ) να μην αναθέσει σε άλλον τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων εάν προηγουμένως δεν την ενημέρωνε προ δεκαπέντε (15) ημερών. Με την εκ μέρους της (ενάγουσα) αποδοχή της ανωτέρω επιστολής της πρώτης εναγομένης – διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων, κατά την αγωγή, η πρώτη εναγομένη αναδέχθηκε σωρευτικά το ανωτέρω χρέος του Ν. … και κατέστη έκτοτε πρωτοφειλέτρια της ενάγουσας, σύμβαση (αναδοχής) που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Εν τούτοις, και παρά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, η πρώτη εναγομένη αθετούσε συστηματικά τις υποχρεώσεις της προς την ενάγουσα, και δη δεν της παρείχε λογοδοσία από τη διαχείριση και εκμετάλλευση των ανωτέρω δύο πλοίων, αλλά αντίθετα παρουσίαζε τα έξοδα των ανωτέρω πλοίων μεγαλύτερα από τα έσοδα, διογκώνοντας τα έξοδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ενάγουσα να εγείρει σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας αγωγή λογοδοσίας και ήδη με τη με αριθμό 596/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς αναγνωρίσθηκε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των δολ. ΗΠΑ 735.583,45 το οποίο αφορά το χρονικό διάστημα έως 28-2-1993, διότι έκτοτε ήτοι από 1-3-1993 έως 30-6-1996 με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η διαχείριση των ανωτέρω πλοίων περιήλθε στην δεύτερη εναγομένη. Εν τω μεταξύ, την 23-6-1992, η πρώτη εναγομένη λόγω υπερημερίας του ενεχυρούχου οφειλέτη της Ν. … μεταβίβασε και δη πώλησε, προφανώς εικονικά, τις μετοχές αυτού (Ν. …) στην ανωτέρω εφοπλίστρια εταιρεία, στον εαυτό της. Η μεταβίβαση των μετοχών του Ν. … στην πρώτη εναγομένη έλαβε χώρα καθόν χρόνο κατείχε αυτές (η πρώτη εναγομένη) ως ενέχυρο και για λογαριασμό της ενάγουσας μέχρι να εξοφληθούν οι απαιτήσεις της έως του ποσού των 500.000 ευρώ, και μετά την παρέλευση μικρού χρονικού διαστήματος από την ανωτέρω εγγυητική επιστολή που της απέστειλε η πρώτη εναγομένη, κατά παράβαση της σύμβασης εκχώρησης και ειδικότερα των όρων αυτής που όριζαν α) ότι η πρώτη εναγομένη θα κρατεί ως ενέχυρο στα χέρια της για λογαριασμό της ενάγουσας αυτές, έως την εξόφληση των απαιτήσεών της έως του ποσού των 500.000 δολ., β) τη μη απόσυρσή της από τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 5 ετών και τουλάχιστον πριν την καταβολή του ποσού αυτού και μετά την καταβολή αυτού της απόδοσης του ποσού των 30% των καθαρών κερδών, και γ) τη μη ανάθεση σε άλλον της διαχείρισης των πλοίων πριν από την ενημέρωση της ενάγουσας προ 15 ημερών. Μετά την απόκτηση των μετοχών του Ν. … από την πρώτη εναγομένη, έληξε με αντισυμφωνία μεταξύ της ανωτέρω Ρ.ς κυρίας των ανωτέρω δύο πλοίων και της εφοπλίστριας εταιρείας εκπροσωπουμένης από τον ανωτέρω Ν. …, η ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως – εφοπλισμού των ανωτέρω δύο πλοίων. Η λύση αυτή έγινε πρόδηλα διότι, μεταξύ του τρίτου εναγομένου ουσιαστικού μετόχου αμφοτέρων των δύο πρώτων εναγομένων εταιρειών μελών του ομίλου εταιρειών που αυτός κατέχει, και της ανωτέρω Ρ.ς εταιρείας η οποία τυγχάνει ο κύριος μέτοχος των μαλτέζικων εταιρειών που απέκτησαν τα ανωτέρω πλοία ακολούθως, συμφωνήθηκε ότι η διαχείριση αυτών ακολούθως και μετά τη μεταβίβασή τους σε εταιρείες συμφερόντων της ανωτέρω Ρ.ς εταιρείας, θα συνεχισθεί από τον τρίτο εναγόμενο δια της δεύτερης εναγομένης εταιρείας συμφερόντων του. Η λύση της εν λόγω σύμβασης εφοπλισμού επέφερε ως παρεπόμενη συνέπεια και τη λύση της συμφωνίας διαχείρισης των ανωτέρω πλοίων από την πρώτη εναγομένη, με αποτέλεσμα να καταστεί ανενεργή και η προαναφερομένη συμβατική υποχρέωση της πρώτης εναγομένης περί καταβολής στην ενάγουσα του 30% των καθαρών κερδών του εκχωρηθέντος στην ενάγουσα μεριδίου του Ν. …. Ακολούθως, η ανωτέρω κυρία του πλοίου μεταβίβασε τα ανωτέρω πλοία σε δύο μαλτέζικες εταιρίες αποκλειστικών της συμφερόντων, εφόσον η ανωτέρω Ρ. εταιρεία κατείχε τις 499 από τις 500 μετοχές των ανωτέρω μαλτέζικων εταιριών. Την 1-3-1993 δε, η διαχείριση των ανωτέρω δύο πλοίων, μετά τη μεταβίβαση στις ανωτέρω μαλτέζικες εταιρείες, ανατέθηκε στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, η οποία παράνομα και παράτυπα ανέλαβε τη διαχείριση αυτών για λόγους βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας και δη με σκοπό αποφυγής εκπλήρωσης των αναληφθέντων κατά τα άνω υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα αφού και αυτή, ανήκε στον ίδιο όμιλο που ανήκε και η πρώτη εναγομένη, ο οποίος ελέγχονταν από τον τρίτο εναγόμενο, ουσιαστικό μέτοχο αυτών. Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες αλλοδαπές εταιρείες κατά το καταστατικό τους εδρεύουν στην αλλοδαπή ενώ πραγματικά στην Ελλάδα, όπου και δεν έχουν τηρήσει τις διατυπώσεις για τη σύστασή τους ως κεφαλαιουχικών εταιρειών, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν ομόρρυθμες εν τοις πράγμασι εταιρείες, με ουσιαστικό και κύριο, σε κάθε περίπτωση, μέτοχο τον τρίτο εναγόμενο, οι οποίες, τύποις εμφανίζονται να εδρεύουν στην αλλοδαπή, αλλά πραγματικά εδρεύουν στην Ελλάδα και δη στο Μ. Αττικής, και ανήκουν σε όμιλο εταιριών που ίδρυσε και ελέγχει ο τρίτος εναγόμενος, έχουν την ίδια πραγματική έδρα, διότι στεγάζονται στο ίδιο κτίριο στο Μ., είχαν κατά τον επίδικο χρόνο τα ίδια τηλέφωνα επικοινωνίας, το ίδιο αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας, απασχολούσαν το ίδιο προσωπικό, είχαν κοινό λογιστήριο και τα ίδια γραφεία, όλες οι αποφάσεις τους ελαμβάνοντο στην Ελλάδα όπου και η διοίκησή τους. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ουσιαστικός εκπρόσωπος αυτών τυγχάνει ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος και αποκερδαίνει άμεσα από τη δραστηριότητα των δύο πρώτων εναγομένων, τυγχάνει επικεφαλής του ομίλου του που αποτελείται μεταξύ άλλων και από τις δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες, των οποίων τυγχάνει μοναδικός και ουσιαστικός μέτοχος και, ως εκ τούτου, τις ήλεγχε άμεσα και προσωπικά, κατά την επίδικη περίοδο, ελάμβανε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για τη λειτουργία τους, χορηγώντας σε πολλές περιπτώσεις προσωπικές εγγυήσεις στις χρηματοδότριες τράπεζες και σε πιστωτές, ήλεγχε τις εμπορικές δραστηριότητες των εναγομένων εταιρειών και γενικά, ήταν το πρόσωπο που ελάμβανε τα κέρδη από την εμπορική δραστηριότητά τους κατά τρόπο ώστε η ατομική περιουσία του να ταυτίζεται με την περιουσία των εταιρειών, έτσι ώστε, τόσο η εξακολούθηση των εργασιών των ανωτέρω εταιρειών που απαρτίζουν τον όμιλό του, όσο και καθεαυτή η ύπαρξή τους εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτόν (γ εναγόμενο), ο οποίος, όπως ήταν γνωστό σε όλη τη ναυτιλιακή κοινότητα αποτελούσε τον ουσιαστικό μέτοχο, χρησιμοποιούσε δε τις δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες, με μοναδικό σκοπό την αποφυγή ανάληψης ατομικών ευθυνών κατά τη διενέργεια των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, με στόχο την καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούσαν τα νομικά πρόσωπα αυτών και τη δόλια αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του και εν προκειμένω των υποχρεώσεων έναντι της ενάγουσας. Ειδικότερα, εν προκειμένω χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα αυτών (πρώτης και δεύτερης εναγομένης) για να καταστρατηγεί το νόμο και με μεθοδεύσεις κατάφερε να μετακυλίσει τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη, με σκοπό να αποφύγει η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρέος που ανέλαβε κατά τα άνω να της καταβάλει. Ειδικότερα, ο εν λόγω γ εναγόμενος έλαβε την απόφαση και αποδέχθηκε στο να αναδεχθεί η πρώτη εναγομένη σωρρευτικά το ξένο χρέος του … και δεσμεύθηκε από την υποχρέωση να μην αλλάξει η διαχείριση των ενδίκων πλοίων για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση έπρεπε να ειδοποιήσει την ενάγουσα δεκαπέντε ημέρες πριν από τη μεταβίβαση των πιο πάνω μετοχών του …. Όμως, ο γ εναγόμενος, παρότι γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή, με τις προαναφερόμενες δόλιες μεθοδεύσεις της πρώτης εναγομένης, οι οποίες έγιναν προς υλοποίηση δικής του απόφασης, πέτυχε: 1) την απόκτηση από τη πρώτη εναγομένη της κυριότητος των μετοχών του … στην ανωτέρω εφοπλίστρια, ανεξάρτητα από το έγκυρο ή άκυρο αυτών με ιδιαίτερα μικρό τίμημα και παράλληλα τον έλεγχο της εφοπλίστριας καθώς υπεισήλθε σε αυτή κατά το εταιρικό μερίδιο του … και έκτοτε αποχώρησε από αυτή και μάλιστα η μεταβίβαση έγινε λίγες ημέρες μετά τη σύμβαση εγγυητικής επιστολής, 2) τη λήξη με αντισυμφωνία μεταξύ της εφοπλίστριας και της ανωτέρω Ρ.ς εταιρείας, κυρίας των ενδίκων πλοίων, της σύμβασης ναύλωσης των ανωτέρω πλοίων στην εφοπλίστρια και της παρεπόμενης σύμβασης διαχείρισης αυτών μεταξύ της εφοπλίστριας και της πρώτης εναγομένης διαχειρίστριας, παρόλο που είχε μακροχρόνια διάρκεια και είχε τη νομική δυνατότητα ως υπεισελθούσα στη θέση του … να μην προβεί στη λύση της εν λόγω σύμβασης και να εξακολουθεί να διαχειρίζεται τα εν λόγω πλοία. Πρόδηλα δε τούτο έπραξε γιατί στο μεταξύ είχε συμφωνηθεί μεταξύ του γ εναγομένου και της κυρίας των δύο πλοίων που ανήκουν στις άνω μαλτέζικες εταιρείες συμφερόντων της κυρίας αυτών ανωτέρω Ρ.ς εταιρίας, την ανάθεση των ιδίων πλοίων στη δεύτερη εναγομένη και έτσι τη μη απώλεια των οικονομικών πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τη διαχείριση των πλοίων αυτών, καθόσον πλέον αυτά (οικονομικά πλεονεκτήματα) θα περιέρχονταν τυπικά σε άλλη εταιρεία του ομίλου του, 3) την απαλλαγή της πρώτης εναγομένης από την προαναφερομένη συμβατική της υποχρέωση για καταβολή στην ενάγουσα των καθαρών κερδών που αντιστοιχούσαν στο άνω ποσοστό του εταιρικού μεριδίου του … από την υπ’ αυτής διαχείριση των εν λόγω πλοίων καθόλο το χρονικό διάστημα από 1-3-1993 έως 30-6-1996 κατά το οποίο θα είχε τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων τα οποία κατά το διάστημα αυτό θα ανερχόταν στα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, με συνέπεια η ενάγουσα να υποστεί ισόποση του ποσού αυτού ζημία ως και την απαλλαγή της από του, από την ενάγουσα, ελέγχου της υπ’ αυτής διαχείρισης του ανωτέρω πλοίου κατά το άνω διάστημα προς διαπίστωση του ποσού (κερδών) που έπρεπε να καταβληθεί, και 4) την εξακολούθηση της διαχείρισης των ιδίων πλοίων και των οικονομικών πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από εταιρεία του ομίλου του (β εναγομένη) την οποία και ελέγχει και η οποία χρησιμοποιεί τον ίδιο χώρο – εγκαταστάσεις, έχουν κοινό λογιστήριο, προσωπικό και μέσα επικοινωνίας με την πρώτη εναγομένη ταυτιζόμενη ουσιαστικά με αυτήν. Στις ενέργειες αυτές συνέδραμαν και οι ανωτέρω πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, όπως ανωτέρω αναλύεται και επιπλέον όσον αφορά στη δεύτερη εναγομένη διότι ανέλαβε την ανωτέρω διαχείριση παράνομα και προς βλάβη της ενάγουσας, με μεθοδευμένο τρόπο. Συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και δη αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς τους, οι εναγόμενοι υπαίτια και δη με δόλο, ζημίωσαν την ενάγουσα, η οποία, εκ του λόγου τούτου, απώλεσε τα ποσά που θα ελάμβανε εάν συνέχιζε η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει τα κέρδη που κατά τα άνω είχαν συμφωνήσει να λάβει και τα οποία ανέρχονται στο ποσό των δολ. ΗΠΑ 5.582.728, τα οποία μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε εάν δεν επέστρεφε ο εφοπλισμός των ανωτέρω πλοίων στην κυρία αυτών και συνέχιζε η πρώτη εναγομένη να έχει τη διαχείριση των πλοίων, όπως τα ποσά αυτά αναλύονται ειδικότερα στην ένδικη αγωγή. Κατόπιν αυτών, ζητεί, κυρίως μεν με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας λόγω της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των δύο πρώτων εναγομένων και του νομίμου εκπροσώπου αυτών, επικουρικώς δε και σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι παρεγράφη η ανωτέρω αξίωσή της εκ της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεδομένου ότι εκ της συμπεριφοράς τους αυτής περιήλθε σε αυτές όφελος και δη το ανωτέρω ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε η ίδια (ενάγουσα), διότι, κατά το αντίστοιχο ποσό αυξήθηκε η περιουσία τους, αφού είχε συμβατικά η πρώτη εναγομένη αναλάβει να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά στην ενάγουσα, όπως το αίτημα της ένδικης αγωγής παραδεκτώς περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, όπως, δια αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, αναγνωρισθεί ότι αμφότερες οι δύο πρώτες εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν, ενεχόμενες εις ολόκληρον, το ανωτέρω ποσό των δολ. ΗΠΑ 5.582.728 κατά το οποίο η ίδια (ενάγουσα) ζημιώθηκε και κατά το οποίο ωφελήθηκαν οι εναγόμενες, άλλως το ισόποσο σε ευρώ, νομιμοτόκως από της προηγούμενης της οχλήσεως που έλαβε χώρα την 1-7-1996, άλλως από της επομένης της επιδόσεως της με αριθμό κατάθεσης … προηγούμενης αγωγής, άλλως από της επιδόσεως της με αριθμό κατάθεσης … προηγούμενης αγωγής και όλως επικουρικώς από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη.
Η πρώτη εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, προέβαλε κατ’ ένσταση, το αίτημα όπως η ενάγουσα εταιρεία, υποχρεωθεί σε εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης, επικαλούμενη ότι υπάρχει έκδηλη οικονομική αδυναμία της και προφανής αφερεγγυότητα αυτής, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της αποφάσεως που θα εκδοθεί κατά τη διάταξη που θα αφορά την, ενδεχόμενη, καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι η ίδια εναγομένη προσκομίζει πράγματι το με αριθμό 18879/13-7-2016 κατασχετήριο του περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, εις χείρας της ιδίας ως τρίτης για ληξιπρόθεσμη οφειλή της ενάγουσας ποσού 2.093.870,95 ευρώ, πλην όμως εκ μόνης της εν λόγω κατασχέσεως δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα τελεί σε οικονομική αδυναμία και προφανή αφερεγγυότητα, εφόσον δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα έχει παύσει να λειτουργεί. Ενόψει των ανωτέρω, και επιπλέον, (α) του γεγονότος ότι η πρώτη εναγομένη έχει το βάρος απόδειξης της εν λόγω ένστασης, και (β) του γεγονότος ότι το παρόν Δικαστήριο περί της ύπαρξης προφανούς κινδύνου αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη αυτής στα έξοδα, δεν δύναται να αρκεσθεί σε πιθανολόγηση, η ανωτέρω ένσταση της πρώτης εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της.
Η ανωτέρω αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτώς εκτιμήθηκε, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτουμένου ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 18 σε συνδυασμό με 14 ΚΠολΔ) και κατά τόπο λόγω του τόπου τέλεσης της αδικοπραξίας (άρθρο 35 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το ναυτικό χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς (άρθρο 51 του Ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς (άρθρο 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ και άρθρα 7 παρ. 2 και 66 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει. Ως προς την ευθύνη των εναγομένων εταιριών συνεπεία της επικαλούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, ενόψει και του χρόνου τέλεσης της πράξης, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 26 ΑΚ) [σημειουμένου ότι ο Κανονισμός 864/2007 (Ρώμη II) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, ήτοι μετά τις 11.01.2009 (άρθρα 31 και 32)], όσον αφορά στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 26 εδ. β ΑΚ, εφαρμοστέο ομοίως κρίνεται το ελληνικό δίκαιο, εξ όλων των ειδικών συνθηκών, δεδομένου μάλιστα ότι τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 919, 914, 926, 297, 298, 330, 938 σε συνδ. με 904 επ., 455 επ., 345, 346 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, Μη νόμιμο, εν τούτοις, τυγχάνει (α) το αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατόπιν της τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, (β) επιδίκασης της αξιούμενης αποζημίωσης συνεπεία της επικαλούμενης στην ένδικη αγωγή παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, σε αλλοδαπό νόμισμα, το οποίο τυγχάνει νόμιμο με βάση την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο απώλειας του εισοδήματος με τη σημείωση ότι το Δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως να εξεύρει την κατά τον κρίσιμο χρόνο προσήκουσα ισοτιμία βάσει του επισήμου δελτίου της Τραπέζης της Ελλάδος. Ομοίως, όσον αφορά στην επικουρική βάση, νόμιμο τυγχάνει το αίτημα αναγνώρισης της οφειλής όχι αυτούσιο σε αλλοδαπό νόμισμα, αλλά με βάση την ισοτιμία αυτού σε ευρώ, και τούτο διότι η πηγάζουσα από εξωσυμβατική ενοχή αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι μορφή αποζημιώσεως επί της οποίας έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 297 εδ. α` ΑΚ, κατά την οποία η αποζημίωση που οφείλεται από οποιαδήποτε αιτία, δηλαδή είτε πρόκειται για αποζημίωση λόγω μη εκτελέσεως της συμβάσεως, είτε πρόκειται για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και κατ` επέκταση και για αποζημίωση που πηγάζει από ενοχή που στηρίζεται ευθέως στο νόμο, παρέχεται εις χρήμα. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Πρέπει, ως εκ τούτου, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη και ορισμένη, η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της ως προς την πρώτη και δεύτερη εναγομένη, παρά την κήρυξη της συζήτησης απαράδεκτης ως προς τον τρίτο των εναγομένων, ενόψει της απλής ομοδικίας που συνδέει τους διαδίκους.
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσεκόμισαν, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: Κατά τη χρονική περίοδο 1989-1990, η μη διάδικος στην παρούσα δίκη, εδρεύουσα στην Κ., εταιρεία με την επωνυμία «…», της οποίας μέτοχος κατά 50% και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο, επίσης μη διάδικος στην παρούσα δίκη, N. M., εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για την ανάθεση του εφοπλισμού διαφόρων, υπό Ρ. σημαία, πλοίων, πλοιοκτησίας της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, Ρουμανικών κρατικών συμφερόντων εταιρείας με την επωνυμία «S.C.P. S.A.», στις εταιρείες του ναυτικού ομίλου N.Moller. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ο τελευταίος δέχθηκε την οικονομική αρωγή και τις οικονομοτεχνικές υπηρεσίες της ενάγουσας και των εξειδικευμένων στα σχετικές υποθέσεις κυρίων μετόχων της Αλεξάνδρου και Δημητρίου Ιωάννου, οι οποίες ήταν επιτυχείς και οδήγησαν σε ευνοϊκό αποτέλεσμα. Πράγματι, κατά τις αρχές του έτους 1991, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια Ρ. εταιρεία ανέθεσε τον εφοπλισμό των πλοίων M., M., B. και B. , στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία G. N. , συμφερόντων του ανωτέρω N. M., και τα πλοία B. και B. στην ανωτέρω εταιρεία …. Προς τούτο, όσον αφορά στα δύο τελευταία πλοία, υπεγράφη το από 18-4-1991 ναυλοσύμφωνο γυμνού πλοίου, πενταετούς διάρκειας. Για την κάλυψη της, προς την ενάγουσα, σημαντικής οφειλής του από τις παρασχθείσες αυτές διαμεσολαβητικές υπηρεσίες της στον όμιλό του, ο N. M. εκχώρησε στην ενάγουσα, κατά το τέλος του έτους 1990 με αρχές του έτους 1991, το 15% επί των καθαρών κερδών της τελευταίας εταιρείας (…) που του αναλογούσαν βάσει του μετοχικού δικαιώματός του, συνολικού ποσοστού 50%. Εξάλλου, κατά τα μέσα του έτους 1991, η εν λόγω εταιρεία (C. N.) ανέθεσε, ως εφοπλίστρια των ανωτέρω πλοίων … και B. και δια του ανωτέρω νομίμου εκπροσώπου της, τη διαχείρισή τους στην συμφερόντων, όπως ήδη έχει κριθεί με τη με αριθμό 596/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς που έχει καταστεί αμετάκλητη, του τρίτου εναγομένου επιχειρηματία Γ. Ο., πρώτη εναγομένη, εδρεύουσα στη Λιβερία, εταιρεία, με νόμιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις του Ν. 27/1975, α.ν. 86/67 και 378/68, όπως αυτές ισχύουν, στην Ελλάδα, υπεγράφη δε προς τούτο μεταξύ τους, ήτοι μεταξύ της ανωτέρω εφοπλίστριας και της πρώτης εναγομένης, η από 13-9-1991 σύμβαση. Κατ’ εκπλήρωση της συμβάσεως αυτής, η πρώτη εναγομένη διαχειρίσθηκε όντως τα δύο αυτά πλοία και ειδικότερα τον μεν πλοίο … από τις 8-6-1991, το δε πλοίο B. από τις 12-9-1991, μέχρι την 28-2-1993, όπως ήδη έχει γίνει δεκτό με δύναμη δεδικασμένου μεταξύ της ενάγουσας και πρώτης εναγομένης με την προαναφερομένη με αριθμό 596/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς που εξεδόθη στα πλαίσια αγωγής λογοδοσίας της ενάγουσας σε βάρος της ίδιας πρώτης εναγομένης. Απεδείχθη περαιτέρω, ότι κατά τις αρχές του έτους 1992 ανέκυψαν διαφωνίες και διενέξεις από τη μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας … και του μετόχου της N. M. ως άνω συνεργασία, και ιδίως ως προς την εξόφληση της, από την προαναφερθείσα διαμεσολάβηση, χρηματικής, λόγω συμφωνημένης αμοιβής – ανταλλάγματος, απαίτηση της ενάγουσας, οι οποίες και οδήγησαν σε συμβιβαστική επίλυση των διαφορών τους. Κατά τους όρους του από 7-4-1992 μεταξύ τους καταρτισθέντος συμβιβασμού και προς ικανοποίηση της ήδη υπερβαίνουσας, τότε το ποσό των 500.000 δολ. ΗΠΑ απαίτησής της (ενάγουσας), ο N. M.: 1) της εκχώρησε ορίζοντάς την υποκατάστατη δικαιούχο, το 100% του αναλογούντος (στο ως άνω ποσοστό 50% μετοχικό δικαίωμά του) μεριδίου του επί των εταιρικών καθαρών κερδών της ανωτέρω εφοπλίστριας εταιρείας που ήθελαν (εταιρικά καθαρά κέρδη) προκύψει από την από μέρους της αντισυμβληθείσας της (C. N.) πρώτης εναγομένης γενομένη διαχείριση των παραπάνω δύο πλοίων, και 2) για τον, μετά την είσπραξη από μέρους της ενάγουσας ποσού των 500.000 δολ. ΗΠΑ, χρόνο, της εκχώρησε ποσοστό 30% επί των εταιρικών καθαρών κερδών, του αναλογούντος (στο ίδιο, ως άνω ποσοστού 50% μετοχικό δικαίωμά του) μεριδίου του της ίδιας παραπάνω εταιρείας, και μέχρι λήξεως της συμβάσεως εφοπλισμού – ναύλωσης μεταξύ της εταιρείας του αυτής (C. N.) και της προαναφερθείσας κυρίας των πλοίων ρουμανικής εταιρείας. Στο πλαίσιο του συμβιβασμού αυτού και της γενομένης έγκυρης εκχώρησης, η πρώτη εναγομένη εταιρεία, ως υπόχρεη έναντι της αντισυμβληθείσης της στην από 13-9-1991 σύμβαση διαχείρισης εταιρείας … οφειλέτρια προς απόδοση μέρους των καθαρών κερδών από τη διαχείριση των πλοίων, ενόψει της ανωτέρω σύμβασης διαχείρισης των ανωτέρω πλοίων, με την από 7-4-1992 επιστολή της (Letter of Undertaking) προς την πρώτη ενάγουσα εταιρεία δικαιοδόχο – εκδοχέα του εκχωρητή N. M., ανέλαβε ρητή έναντι αυτής (ενάγουσας) υποχρέωση καταβολής αμέσως στην ίδια (ενάγουσα) των χρηματικών ποσών εκ του ως άνω εκχωρηθέντος εταιρικού μερίσματος του N. M., επί των αναλογούντων καθαρών εταιρικών κερδών της ανωτέρω εφοπλίστριας εταιρείας, που θα προέκυπταν από τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων. Ειδικότερα, το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής έχει ως ακολούθως: «… Εμείς η … της Μ. … ενεργούντες δια του υπερακτίου ναυτιλιακού υποκαταστήματος μας και σύμφωνα με ανέκκλητες οδηγίες που ελάβαμε από τον κ. … …… μπορούμε να σας πληροφορήσουμε και επιβεβαιώσουμε τα ακόλουθα: 1. Επί του παρόντος, κατόπιν εξουσιοδοτήσεως και εντολής εκ μέρους των κ.κ. … ενεργούμε ως διαχειρίστρια για τα υπό Ρ. σημαία πλοία … και …. 2. Ο κ. … … ο οποίος είναι γνωστός σε εμάς ως ο ουσιαστικός μέτοχος των πενήντα (50) μετοχών από το σημερινό κεφάλαιο εκατόν (100) μετοχών της … … επιθυμεί να σας ορίσει ως υποκατάστατο δικαιούχο στα α) 100% της συμμετοχής του σε όποια μελλοντικά κέρδη της ανωτέρω Κυπριακής εταιρείας μέχρι την καταβολή κερδών δολ. ΗΠΑ 500.000. β) 30% της συμμετοχής του σε οποιαδήποτε μελλοντικά κέρδη της ανωτέρω εταιρείας για την περίοδο μετά την καταβολή κερδών ως ανωτέρω δολ. ΗΠΑ 500.000 και μέχρι τον τερματισμό της ναυλώσεως γυμνών πλοίων μεταξύ της … και των πλοιοκτητριών των ανωτέρω Ρουμανικών πλοίων … και …. Σημειώνουμε ότι παρά την ανωτέρω μερική υποκατάσταση της εταιρείας σας σε ένα μερίδιο των κερδών της «…», η εταιρεία μας θα συνεχίσει να αποβλέπει στον κ. … ως το πρόσωπο υπόλογο σε αυτήν, επικοινωνεί μόνον με εκείνον και αποδέχεται τις εντολές του, εάν, κατά τη διακριτική ευχέρεια της εταιρείας μας, είναι προσήκουσες, εκτός του ότι οποιαδήποτε κέρδη κατά τα ποσοστά που σημειώθηκαν ανωτέρω θα πρέπει να καταβάλλονται στην εταιρεία σας απευθείας. Όλοι οι σχετικοί λογαριασμοί θα πρέπει να αποστέλλονται στον κ. … …… 4. Επί του παρόντος οι μετοχές του κ. Ν.Τ.Σ. … στην …» έχουν ενεχυρασθεί υπέρ ημών σε εξασφάλιση απαιτήσεώς μας και με το παρόν αναλαμβάνουμε, υπό την προϋπόθεση και αφού οι αναφερθείσες απαιτήσεις μας θα έχουν ικανοποιηθεί, να κρατούσε τις ανωτέρω μετοχές για λογαριασμό σας ως ενεχυρούχων δανειστών μέχρις ότου το προαναφερθέν ποσό των δολ. ΗΠΑ 500.000 αποπληρωθεί πλήρως. 5. Μέχρις ότου το αναφερθέν ποσόν των δολ. ΗΠΑ 500.000 καταβληθεί σε εσάς πλήρως, αναλαμβάνουμε να μην αποσυρθούμε από τη διαχείριση των ρουμανικής σημαίας πλοίων φ/γ … και … ή διαθέσουμε αυτή χωρίς προηγούμενη γραπτή ειδοποίηση προς εσάς δεκαπέντε (15) καθαρών ημερών)…». Το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής η ενάγουσα αποδέχθηκε και έκτοτε, όπως έχει γίνει ήδη δεκτό με την ανωτέρω με αριθμό 596/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η πρώτη εναγομένη κατέστη πρωτοφειλέτρια έναντι της ενάγουσας, ώστε ως άμεση (συμβατική) δανείστρια (ενάγουσα) να έχει κατ’ αυτής (πρώτης εναγομένης) ευθεία αξίωσης απόδοσης του αναλογούντος και εκχωρηθέντος μεριδίου επί των καθαρών κερδών που ήθελε προέλθει από τη διαχείρηση των ανωτέρω δύο πλοίων. Εν τούτοις, από την ίδια ως άνω επιστολή δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη αναδέχθηκε την ανωτέρω οφειλή του Ν. …, σωρευτικώς μετ’ αυτού, διότι σαφώς σε αυτή αναφέρεται ότι η πρώτη εναγομένη ανέλαβε να καταβάλει απευθείας στην ενάγουσα οποιαδήποτε κέρδη, κατά τα ποσοστά που σημειώθηκαν ανωτέρω, και ήθελαν προκύπψει από την εκμετάλλευση των ανωτέρω πλοίων, δίχως να αναφέρεται ότι η πρώτη εναγομένη αναλαμβάνει να καταβάλει την ανωτέρω οφειλή του Ν. …, ως νέος οφειλέτης υπό την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, εφόσον τούτο δεν αναφέρεται σαφώς ούτε δύναται να προκύψει ερμηνευτικά. Η κρίση αυτή, ήτοι ότι η πρώτη εναγομένη δεν αναδέχθηκε το ανωτέρω χρέος, αλλά στα πλαίσια της διαχείρισης των ανωτέρω πλοίων, με την ανωτέρω επιστολή ανέλαβε όπως καταβάλει στην ενάγουσα τα καθαρά κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων με βάση τα ανωτέρω ποσοστά, που θα εισέπραττε ήτοι αποκτούσε από την εκτέλεση της σύμβασης διαχείρισης, ενισχύεται και με την προμνημονευθείσα με αριθμό 596/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, διότι και σε αυτή (φύλλο 10ο) γίνεται δεκτό ότι, η πρώτη εναγομένη κατέστη πρωτοφειλέτρια προς απόδοση των εταιρικών κερδών που ήθελαν προέλθει από τη διαχείριση των εν λόγω πλοίων, επιπλέον η ίδια απόφαση δέχθηκε ότι υπάρχει υποχρέωση λογοδοσίας της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσας έως 28-2-1993, διότι έληξε έκτοτε οριστικώς η ανωτέρω υποχρέωση λογοδοσίας, εφόσον η ίδια εναγομένη έπαψε να διαχειρίζεται τα ανωτέρω πλοία. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι την 28-2-1993 η ανωτέρω Ρ. πλοιοκτήτρια εταιρεία μεταβίβασε τα ανωτέρω δύο πλοία σε εταιρίες συμφερόντων της και δη το πλοίο … στην εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρεία P. S. L. και το πλοίο … στην επίσης εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρεία P. S. L. και έκτοτε έληξε η μεταξύ αυτής, ήτοι της ανωτέρω Ρ.ς εταιρείας P. και της εταιρείας … από 18-4-1991 σύμβαση εφοπλισμού– ναυλώσεως, με αποτέλεσμα να λυθεί και η ανωτέρω σύμβαση δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγομένη διαχειριζόταν τα ανωτέρω πλοία, η δε διαχείριση αυτών από 1-3-1993 να ανατεθεί στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, ομοίως συμφερόντων του τρίτου εναγομένου, όπως σχετικώς προκύπτει πέραν των άλλων προσκομιζομένων από την ενάγουσα εγγράφων και από το σχετικό 23 ίδρυσης της δεύτερης εναγομένης, στην οποία ιδρυτής εμφανίζεται ο Γ. Ο.. Η ενάγουσα διατείνεται ότι η διακοπή της εν λόγω διαχείρισης από την πρώτη εναγομένη και η ανάθεση αυτής στη δεύτερη εναγομένη, έγινε δολίως και με σκοπό να ζημιωθεί η ίδια (ενάγουσα), αξιώνοντας προς τούτο αποζημίωση. Εν τούτοις, οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων ισχυρίζονται παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις τους (σελ. 33-34 και σελ. 59, αντίστοιχα) ότι από το χρόνο που έλαβαν χώρα τα ανωτέρω περιστατικά που συγκροτούν την παράνομη πράξη και δη από την λήξη της σύμβασης ναυλώσεως καθώς και τη σύμβαση διαχειρίσεως των ανωτέρω δύο πλοίων από την πρώτη εναγομένη και σε κάθε περίπτωση από την ανάληψη της διαχείρισης των ανωτέρω πλοίων από τη δεύτερη εναγομένη, που κατά την ανωτέρω με αριθμό 596/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς έλαβε χώρα την 1-3-1993, έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, η οποία κατετέθη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 31-3-2015 και επεδόθη σε αυτές (δύο πρώτες εναγόμενες) την 3-4-2015, διήλθε χρονικό διάστημα πέραν των είκοσι (20) ετών. Ο ισχυρισμός αυτός, τυγχάνει νόμιμη ένσταση, θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 937 παρ.1 εδ.β ΑΚ και πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του, δεδομένου ότι πράγματι αποδεικνύεται ότι από της τελέσεως της ανωτέρω πράξεως, η οποία ολοκληρώθηκε την 1-3-1993 και επιδόσεως στις δύο πρώτες εναγόμενες την 3-4-1995, έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, η οποία έλαβε χώρα δια καταθέσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 31-3-2015, παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν των είκοσι ετών, δίχως η ενάγουσα να επικαλείται κάποιον νόμιμο διακοπτικό της παραγραφής λόγο. Ειδικότερα, η ενάγουσα με την προσθήκη των προτάσεών της και ενόψει του εν λόγω ισχυρισμού, ισχυρίζεται ότι γνώση των ανωτέρω περιστατικών που συγκροτούν την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, έλαβε το έτος 2012, ενώ με την αγωγή της καθ’ υποφορά διευκρινίζει ότι ιδίως γνώση της σύμβασης με την οποία η ανωτέρω εφοπλίστρια επέστρεψε τα ανωτέρω πλοία στην ανωτέρω Ρ. κυρία αυτών, έλαβε στα πλαίσια προηγούμενης δίκης της με την πρώτη εναγομένη το έτος 2012, ισχυρισμός ο οποίος, εν τούτοις, αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι για την έναρξη της εν λόγω υπό το άρθρο 937 παρ.1β ΑΚ εικοσαετούς παραγραφής, είναι αδιάφορη η γνώση από τον παθόντα της ζημίας και του υποχρέου. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως χρόνος τέλεσης της πράξης από τον οποίο αρχίζει να τρέχει η εικοσαετής παραγραφή νοείται η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου καθ’ εαυτή (πράξη ή παράλειψη) και όχι ο χρόνος κατά τον οποίο πέρα από την εκδήλωση της συμπεριφοράς καθ’ εαυτής, εκδηλώνεται και το αποτέλεσμα, δηλαδή η επέλευση της ζημίας, με αποτέλεσμα η παραγραφή αυτή, κατ’ απόκλιση από το άρθρο 251 ΑΚ να μπορεί να αρχίσει ακόμη και πριν την εμφάνιση της ζημίας, η οποία ενδέχεται να επέλθει μετά την τέλεση της πράξης (σχετικά Μ. Μαργαρίτης/Αντα Μαργαριτη, Επιτομή Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, εκδ. 2016, υπό το άρθρο 937 σελ. 863 παρ.14 με εκεί παραπομπή σε νομολογία). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε διακοπή παραγραφής με έγερση προηγούμενης αγωγής. Τέτοια επίκληση δεν εκτιμάται ότι περιέχεται στη σελίδα 31 της ένδικης αγωγής στην οποία η ενάγουσα αναφέρει «…Κατά συνέπεια οι εναγόμενοι ο καθένας από αυτούς εις ολόκληρον οφείλουν να μας καταβάλουν … το συνολικό ποσό των 5.582.728 δολ. ΗΠΑ κατά το οποίο κατέστησαν πλουσιότεροι νομιμοτόκως από τις 1-7-1996 ότε και οχλήσαμε τους εναγομένους για την καταβολή σε εμάς του ανωτέρω οφειλόμενου συνολικού ποσού άλλως από την επομένη της επιδόσεως της υπ’ αριθμ. … αγωγή μας στον α και β εναγομένη που παραιτηθήκαμε κατά τη δικάσιμο της 10-12-2013 άλλως από την επομένη της επίδοσης της με αριθ. κατ. … αγωγής μας στους τρεις εναγομένους…» καθώς και στο αιτητικό αυτής (σελ. 34 ένδικης αγωγής) κατά το οποίο «… νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της με αριθ. καταθ. … αγωγής μας στους α και β εναγομένους…», δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται σαφώς πότε ηγέρθησαν οι ανωτέρω υπ’ αριθμ. κατ. … και … αγωγές της και δη πότε επεδόθησαν αυτές στις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 261 ΑΚ για τη διακοπή της παραγραφής απαιτείται όπως λάβει χώρα και επίδοση αυτής (ΕΠ 1306/1986 ΝΟΜΟΣ), πέραν του γεγονότος ότι αφενός μεν ως προς τη δεύτερη εξ αυτών, η ίδια, στη σελ. 31 της ένδικης αγωγής αναφέρει ότι παραιτήθηκε από αυτή κατά τη δικάσιμο της 10-12-2013 ήτοι προγενέστερα της καταθέσεως αυτής, αφ’ ετέρου δε δεν προσκομίζονται σχετικά αντίγραφα των αγωγών αυτών. Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι η όχληση δεν συνιστά λόγο διακοπής παραγραφής (σχετικά Μιχαηλίδου εις Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ τόμος 1ος υπό το άρθρο 261 σελ. 500-501 παρ.7). Επομένως, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων περί εικοσαετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, πρέπει η κύρια βάση της ένδικης αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, να απορριφθεί. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι η παραγραφή της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 938 ΑΚ, αξίωσης για το περιελθόν, κατά την ορθότερη άποψη (Παπαδημητρίου εις Απ. Γεωργιάδη ΕΣΝΑΚ υπό το άρθρο 938 σελ. 1916 παρ.10) και άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει εικοσαετής και υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 249 ΑΚ με αποτέλεσμα να άρχεται αφότου ο αδικήσας απεκόμισε την ωφέλεια και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης και όχι από τότε που παραγράφηκε κατά την ΑΚ 937 η αξίωση από την αδικοπραξία, η ίδια ένσταση περί παραγραφής της αξίωσης προς απόδοση της ωφέλειας που απεκόμισαν οι δύο πρώτες εναγόμενες, την οποία παραδεκτώς προέβαλαν οι δύο πρώτες εναγόμενες, πρέπει να γίνει δεκτή για τα αιτούμενα καθαρά κέρδη από την εκμετάλλευση των ανωτέρω δύο πλοίων για το διάστημα έως την 2-4-1995, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή επεδόθη στις δύο πρώτες εναγόμενες την 3-4-2015, και η επίδικη αξίωση αφορά τα κέρδη από την εκμετάλλευση του ενδίκου πλοίου από 1-3-1993 έως 30-6-1996. Για τα κέρδη που αφορούν την εκμετάλλευση των ενδίκων πλοίων από 3-4-1995 έως 30-6-1996, για τα οποία η ένδικη αξίωση κρίνεται ότι δεν έχει παραγραφεί, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της και τούτο διότι, δεν απεδείχθη ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες αύξησαν την περιουσία τους με τη μη απόδοση των αναλογούντων στα ανωτέρω ποσοστά κερδών από τη διαχείριση των ενδίκων πλοίων. Ειδικότερα, όπως και ανωτέρω έγινε δεκτό, δεν κρίνεται ότι με την από 7-4-1992 επιστολή της (Letter of Undertaking) η πρώτη εναγομένη αναδέχθηκε σωρευτικώς το χρέος του N. M. μετά του τελευταίου και κατόπιν της επικαλουμένης με την αγωγή τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας ωφελήθηκε με την μη καταβολή του. Εξάλλου, η ενάγουσα, στην ένδικη αγωγή της δεν αναφέρει ότι τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ενδίκων πλοίων, έστω κατά το ποσοστό που με βάση τη σύμβαση εκχώρησης εδικαιούτο, περιήρχοντο έκτοτε στις δύο πρώτες εναγόμενες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η επικαλούμενη από την ενάγουσα αθέτηση της υποχρέωσης της πρώτης εναγομένης που ανέλαβε με την προαναφερομένη ανωτέρω επιστολή να μην αποσυρθεί από τη διαχείριση των ανωτέρω δύο πλοίων, εάν ιδωθεί αποκομμένη από το υπόλοιπο του εν λόγω όρου 5 της ανωτέρω επιστολής, ως αντισυμβατική συμπεριφορά που ενδεχομένως γεννά υποχρέωση αποζημίωσης, δεν δύναται να θεωρηθεί περιελθόν κατά τις διατάξεις του άρθρου 938 ΑΚ, δεδομένου ότι νόμιμο λόγο γένεσης ευθύνης της τυχόν αξίωσης αποζημίωσης της ενάγουσας για παραβίαση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης παρεπόμενης υποχρέωσης, τυγχάνει η επικαλούμενη με την αγωγή αντισυμβατική συμπεριφορά και όχι η επικαλούμενη από την ενάγουσα αδικοπραξία, η παραγραφή της οποίας και αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 938 ΑΚ. Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι δεν απεδείχθη σε κάθε περίπτωση ότι από τις ανωτέρω πράξεις που κατά την αγωγή συγκροτούν την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών, περιήλθε κάποια ωφέλεια σε αυτές όπως απαιτείται το άρθρο 938 ΑΚ, πέραν της ωφέλειας από την παραγραφή της αξίωσης από την υπ’ αυτής (ενάγουσα) επικαλούμενη αδικοπραξία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και η επικουρική βάση της ένδικης αγωγής. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή, πλην όμως λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης αγωγής όσον αφορά στον τρίτο εναγόμενο.
Δικάζει αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την ένδικη αγωγή.
Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15-12-2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 3-1-2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ