Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    351/2018

(Αριθμ. Καταθ. …

Αριθμ. Καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, Σταυρούλα Παπαδέα (Α.Μ. Δ.Σ.Α 016538) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ – ΑΝΑΚΟΙΝΟΥΣΑΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Π……  και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Ελευθέριος Πάνου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 02685) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στη … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποίαν προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Δημήτριος Ψυχάρης (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 26505) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.1.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 16.1.2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 18.5.2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο. Περαιτέρω, η ανακοινούσα τη δίκη, προσεπικαλούσα προς απλή πρόσθετη παρέμβαση, παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.2.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση σε απλή πρόσθετη παρέμβαση, παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015,  προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την από 18.5.2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο. Τέλος, η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13.4.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015,  προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την από 18.5.2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού α) η από 12.1.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης …, β) η από 22.2.3017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση σε απλή πρόσθετη παρέμβαση, παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) η από 13.4.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον αφορούν αξιώσεις απορρέουσες από το αυτό βιοτικό γεγονός, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (αρθρ. 31 παρ.1 και 246 ΚΠολΔ).

                Από τη διάταξη του αρ. 914 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και παραχθεί από αυτή υποχρέωση προς αποζημίωση απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) παράνομη συμπεριφορά που προσβάλλει τα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα τρίτου προστατευόμενα από το νόμο, συνιστάμενη είτε σε θετική πράξη, είτε σε παράλειψη, εφόσον στη δεύτερη περίπτωση εκείνος που παρέλειψε ήταν υπόχρεος σε πράξη είτε από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, β) υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, γ) παράνομη ζημία και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος (πράξεως ή παραλείψεως) και της ζημίας (ΑΠ 226/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1081/2002 ΕλΔνη 45, σελ. 85, ΑΠ 750/2003 ΕλΔνη 45, σελ. 1598, ΑΠ 906/2001, ΕλΔνη 44, σελ. 122, ΑΠ 394/2002 ΕλΔνη 44, σελ. 419, ΑΠ 820/2002 ΕλΔνη 44, σελ. 967, ΑΠ 513/1999 ΕλΔνη 40, σ.1703, ΑΠ 812/1998 ΕλΔνη 1548, ΕφΑθ 3312/2005, ΕΕΜΠΔ 2005, σ.291, ΕφΠειρ 730/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.135). Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία (αρχή) σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β` του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, από το άρθρο 922 ΑΚ που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστεθείς σε τρίτους όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Ειδικότερα, για την ευθύνη του προστηθέντος απαιτείται η πράξη του να μην είναι άσχετη ή ξένη, αλλά να βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής επενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξεως. Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα, την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα, και αν ακόμη προήλθαν επ’ ευκαιρία της εκτελέσεως της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των διαταγών ή οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, η οποία προήλθε από τη δυνατότητα που παρέσχε η πρόστηση στον προστηθέντα προς χρησιμοποίηση για άλλον σκοπό των μέσων που του διατέθηκαν για την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις ανωτέρω γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΕφΠειρ 207/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Εξάλλου, αμέλεια κατ’ άρθρο 330 ΑΚ υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στο κύκλο της αρμοδιότητας του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ1500/2002 ΕλΔνη 44, σ.420, ΕφΠειρ 161/2004, ΕΝΑΥΔ 2004, σ.3). Τέλος κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από τη περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον, καθώς και όταν προσβάλλεται η φήμη τους (βλ. ΑΠ 1143/2003 ΕλΔνη 2005, 394, ΠΠρΘεσσαλ 1210/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στο χώρο της ιχθυοκαλλιέργειας από το έτος 1988 και ότι προς το σκοπό αυτό διατηρεί μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας και συσκευαστήρια νωπών ιχθύων, μεταξύ των οποίων και μονάδα υδατοκαλλιέργειας τσιπούρας  και λαυρακίου στην περιοχή της … αποτελούμενη από συστοιχίες κυκλικών ιχθυοκλωβών, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή. Ότι η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίου με το όνομα «…», Ν.Π. …, το ποίο την 15.12.2015, ώρα 11.40 μ.μ. απέπλευσε από το Λιμένα Θεσσαλονίκης, έμφορτο με ποσότητα 1.390 τόνων χώματος (λατερίτη) με προορισμό τη Λάρυμνα Φθιώτιδας, επί του οποίου επέβαινε ο προσληφθείς από την εναγομένη πλοίαρχος … και οκταμελές πλήρωμα. Ότι, περί ώρα 2.15 μ. της 16.12.2015, το πλοίο, ενώ διέπλεε το δίαυλο των Ωρεών μεταξύ της βόρειας Εύβοιας (περιοχή Αγιόκαμπου) και της περιοχής της Γλύφας Φθιώτιδας, στο ύψος της θέσης «Χερονήσι», στην οποία ευρίσκεται η μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας της ενάγουσας, με κατεύθυνση δυτικά – νοτιοδυτικά, προκειμένου διαμέσου του Μαλιακού Κόλπου να εισέλθει στο Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο και να φθάσει στη Λάρυμνα, εξετράπη της κανονικής πορείας του και, αντί να συνεχίσει τον πλού κατά μήκος του διαύλου των Ωρεών σε απόσταση διαρκώς δύο (2) περίπου μιλίων από την ακτογραμμή της Εύβοιας μέχρι την έξοδό του από αυτόν, άλλαξε αίφνης την πορεία του προς νοτιότερα, κατευθύνθηκε προς τη στεριά, πέρασε πάνω από δύο (2) ιχθυοκλωβούς της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας της ενάγουσας και μετά από λίγο προσάραξε σε αβαθή σε απόσταση δέκα (10) μέτρων από τη στεριά, εντός του θαλάσσιου χώρου της μονάδας της ενάγουσας. Ότι η με τον ανωτέρω τρόπο πλεύση του «…», εκτός της προδιαγεγραμμένης και ασφαλούς πορείας του, οφείλεται υπαιτιότητα, ήτοι σε αμελή και εσφαλμένη ενέργεια του προστηθέντος της εναγομένης, πλοιάρχου του πλοίου, …, ο οποίος, ευρίσκετο μόνος του στη γέφυρα του πλοίου και από έλλειψη της προσοχής που ώφειλε να καταβάλει και υπό τις περιστάσεις αναμφίβολα μπορούσε να επιδείξει με βάση τις ιδιαίτερες γνώσεις του και την εμπειρία του ως πλοίαρχος, δε συμμορφώθηκε προς την υποδεικνυόμενη σε όλα τα πλοία πορεία, αλλά άλλαξε (άλλως επέτρεψε να αλλάξει) αυτή και κατηύθυνε το πλοίο προς τη στεριά χωρίς να πράξει ο,τιδήποτε αναγκαίο και πρόσφορο για να αποτρέψει την εκτροπή και την προσάραξη του πλοίου. Ότι, ειδικότερα, ο ίδιος ο Πλοίαρχος ανέφερε μετά το συμβάν στις αρμόδιες λιμενικές αρχές ότι πάσχει από υπέρταση, η οποία του προκαλεί ξαφνικά επεισόδια αδιαθεσίας, με αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου του πλοίου, όπως συνέβη εν προκειμένω. Ότι μολονότι γνώριζε αυτός το πρόβλημα υγείας του και τις συνέπειες που αυτό προκαλεί στην ικανότητα να εκτελεί με επάρκεια τα καθήκοντά του, ενεργώντας αμελώς, δεν φρόντισε να συνοδεύεται από άλλο μέλος του πληρώματος, το οποίο να μπορεί να τον αντικαταστήσει. Ότι, ως άμεσο αποτέλεσμα, αιτιωδώς συνδεόμενο με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του Πλοιάρχου, ήταν (α) η πρόσκρουση του πλοίου στον υπό στοιχεία ML-F18 ιχθυοκλωβό της δεύτερης συστοιχίας, εσωτερικής διαμέτρου 32 μέτρων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εγκάρσια τομή στον έναν από τους δύο σωλήνες πλεύσης αυτού καθώς και στην κουπαστή, ενώ το δίχτυ που είχε προσαρμοστεί σε αυτόν ενεπλάκη στην προπέλα του πλοίόυ και σχίσθηκε σε δύο (2) σημεία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο (2) ανοίγματα, διαστάσεων του πρώτου 7μ Χ 12 μ και του δεύτερου 8 μ Χ 11 μ., ενώ παράλληλα, η προπέλα του πλοίου ενεπλάκη και με τα σχοινιά του αγκυροβολίου της συστοιχίας αυτής και παρασέρνοντας τις τρεις (3) από τις άγκυρες αυτού, οι οποίες απωλέσθηκαν και (β) η πρόσκρουση του πλοίου στον υπό στοιχεία ML-F12 ιχθυοκλωβό της πρώτης συστοιχίας, εσωτερικής διαμέτρου 16 μέτρων,  με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εγκάρσια τομή στον έναν από τους δύο σωλήνες πλεύσης αυτού καθώς και στην κουπαστή, ενώ το δίχτυ που είχε προσαρμοστεί σε αυτόν ενεπλάκη στην προπέλα του πλοίου και σχίσθηκε σε δύο (2) σημεία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο (2) ανοίγματα, διαστάσεων του πρώτου 6μ Χ 8 μ και του δεύτερου 5 μ Χ 8 μ., ενώ παράλληλα, η προπέλα του πλοίου ενεπλάκη και με τα σχοινιά του αγκυροβολίου της συστοιχίας αυτής, παρασέρνοντας τις τρεις (3) από τις άγκυρες αυτού, οι οποίες απωλέσθηκαν. Ότι, περαιτέρω, η καταστροφή των διχτυών και η δημιουργία ανοιγμάτων σε αυτά επέτρεψε στην πλειονότητα των ψαριών που εκτρέφονταν εκείνο το χρονικό σημείο εντός των συγκεκριμένων ιχθυοκλωβών, να «δραπετεύσουν» προς την ανοικτή θάλασσα και να εξαφανισθούν, ματαιώνοντας οριστικά τη δυνατότητα εξαλίευσης και πώλησής τους. Ότι ειδικότερα, από τον πρώτο ως άνω ιχθυοκλωβό απωλέσθησαν α) 192 ψάρια κατηγορίας EXTRA LARGE (βάρους 600 – 800 γραμ), συνολικού βάρους 129 κιλών και μέσου βάρους 0,675 κιλών ανά τεμάχιο, αξίας 5,10 Ευρώ ανά κιλό βάρους, δηλαδή συνολικής αξίας (129 Χ 5,10 =) 657,90 Ευρώ, β) 46.871 ψάρια κατηγορίας EXTRA (δηλ. βάρους 400 – 600 γραμ), συνολικού βάρους 22.639 κιλών και μέσου βάρους 0,483 κιλών ανά τεμάχιο, αξίας 5 Ευρώ ανά κιλό βάρους, δηλαδή συνολικής αξίας (22.639 Χ 5 =) 113.195 Ευρώ, γ) 8.574 ψάρια της κατηγορίας EXTRA AB (δηλ. βάρους 400 – 600 γραμ), συνολικού βάρους 4.312 κιλών και μέσου βάρους 0,503 κιλών ανά τεμάχιο,  αξίας 5,5 Ευρώ ανά κιλό βάρους, δηλαδή συνολικής αξίας (4.312 Χ 5,50 Ευρώ =) 23.716 Ευρώ, δ) 49.854 ψάρια της κατηγορίας NORMAL (δηλ βάρους 300 έως 400 γραμμάρια), συνολικού βάρους 18.695 κιλών και μέσου βάρους 0,375 κιλών ανά τεμάχιο, αξίας 4,85 Ευρώ ανά κιλό βάρους, δηλαδή συνολικής αξίας (18.695 Χ 4,85 = ) 90.670,75 Ευρώ, ε) 6.011 ψάρια της κατηγορίας SMALL (δηλ. βάρους 200 – 300 γραμμάρια), συνολικού βάρους 1.683 κιλών και μέσου βάρους 0,280 κιλών ανά τεμάχιο, 0,372 αξίας 3,70 Ευρώ ανά κιλό βάρους, δηλαδή συνολικής αξίας (1.683 Χ 3,70 =) 6.227,10 Ευρώ, στ) 112 ψάρια κατηγορίας PICCOLO (δηλ. βάρους από 200 -300 γραμμάρια), συνολικού βάρους 21 κιλών και μέσου βάρους 0,185 κιλών ανά τεμάχιο, αξίας 2,50 Ευρώ ανά κιλό βάρους, δηλαδή συνολικής αξίας (21 Χ 2,50 =) 52,50 Ευρώ και ζ) 945 ψάρια κατηγορίας STORTI, συνολικού βάρους 352 κιλών και μέσου βάρους 0,372 κιλών ανά τεμάχιο, δηλαδή συνολικής αξίας (352 Χ 2,50 =) 880 Ευρώ. Ότι, περαιτέρω, από τον δεύτερο ανωτέρω ιχθυοκλωβό, απωλέσθησαν 72.520 ψάρια, μέσου βάρους 33,5 γραμμαρίων ανά τεμάχιο, αξίας 0,40 Ευρώ ανά τεμάχιο, ήτοι συνολικής αξίας (72.520 Χ 0,40 =) 29.008 Ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει α) το ποσό των 235.399,25 Ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των ψαριών που απωλέσθηκαν από τον πρώτο ως άνω ιχθυοκλωβό, β) το ποσό των 29.008 Ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των ψαριών που απωλέσθηκαν από τον δεύτερο ως άνω ιχθυοκλωβό, υπό τα αναλυτικά ανωτέρω διαλαμβανόμενα, γ) το ποσό των 3.936 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος επισκευής των σωλήνων πλεύσης των ιχθυοκλωβών (συγκόλληση των σωλήνων στο σημείο τομής, αντικατάσταση των κατεστραμμένων κολλάρων και επανασύνδεση των σωλήνων πλεύσης μεταξύ τους), που υπέστησαν θραύση από την πρόσκρουση του πλοίου σε αυτούς, ήτοι αμοιβή εργολάβου 3.200 Ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%, εκδοθέντος προς τούτο του αναφερομένου στην αγωγή τιμολογίου της εταιρείας που ανέλαβε την επισκευή, δ) το ποσό των 4.797 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς νέου διχτυού (διχτυοκλωβού) για τον υπ’ αριθμ. ML-F12 ιχθυοκλωβό, ήτοι ποσό 4.100 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, καθώς και το ποσό των 27.453,72 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς νέου διχτυού (διχτυοκλωβού), για τον υπ’ αριθμ. ML-F18 ιχθυοκλωβό, ήτοι ποσό 23.667 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, εκδοθέντων προς τούτο των αναφερομένων στην αγωγή τιμολογίων πώλησης, ε) το ποσό των 4.143,07 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς έξι (6) νέων αγκυρών, bruce μαύρη, συνολικού βάρους 2.929 κιλών, αξίας 1,50  Ευρώ ανά κιλό βάρους, ήτοι συνολικά 3.368,35 Ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%, εκδοθέντος προς τούτο του αναφερομένου στην αγωγή τιμολογίου, στ) το ποσό των 8.514,55 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς σχοινιών, ήτοι 430 κιλών σχοινιού KAPA FLEX – 12 28 mm, αξίας 3,40 Ευρώ ανά κιλό, 1.050 κιλών σχοινιού KAPA – FLEX – 12 44 mm, αξίας 3,40 Ευρώ ανά κιλό, 556 κιλών σχοινιού KAPA – FLEX – 12 32 mm, αξίας 3,40 Ευρώ ανά κιλό, ήτοι συνολικά 6.922,40 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, εκδοθέντος προς τούτο του αναφερομένου στην αγωγή τιμολογίου πώλησης της πωλήτριας εταιρείας, καθώς και ζ) το ποσό των 30.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποίαν υπέστη η ενάγουσα, ως εκ του ότι, αφενός μεν, η απώλεια τόσων ψαριών, έτοιμων προς αλίευση,  διατάραξε το πρόγραμμα των πωλήσεων της ενάγουσας και την ανάγκασε να ακυρώσει παραγγελίες και να καθυστερήσει άλλες, γεγονός που είχε επίδραση στην αξιοπιστία της ενάγουσας, αφετέρου δε, η προσπάθεια περιορισμού των ζημιών από τη θραύση των κλωβών, συνέτεινε στην αναστάτωση της δραστηριότητας της μονάδας και της κανονικότητας της ιχθυοκαλλιεργητικής και εξαλιευτικής διαδικασίας. Τα ανωτέρω ποσά, η ενάγουσα αιτείται με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση των ποσών αυτών. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, α) για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Φ.Α.Ε. Αθηνών), β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί, από μεν τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., από δε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει) και γ) όσον αφορά στην πληρεξουσιότητα προς διενέργεια της παρούσας δίκης, (i) η πληρεξουσία δικηγόρος της ενάγουσας προσκομίζει και επικαλείται την από 25.4.2017 εξουσιοδότηση της ενάγουσας προς αυτόν, περί εκπροσώπησής του στην παρούσα δίκη και (ii) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης προσκομίζει και επικαλείται την από 21.4.2017 εξουσιοδότηση της εναγομένης, περί παροχής εξουσιοδότησης προς αυτόν, περί εκπροσώπησής της στην παρούσα δίκη, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (αρθρ. 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, λόγω του ότι η έδρα της εναγομένης, βρίσκεται στο Πέραμα (αρθρ. 25 και 51 παρ.2δ Ν. 2172/1993) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων άρθρων  84 ΚΙΝΔ, 914, 922, 932, 297, 298, 299, 330 εδ.β΄, 340, 345, 346 ΑΚ, 176, 907, 908 περ.δ΄ ΚΠολΔ (αναφορικά με το νόμω βάσιμο των κονδυλίων για την αγορά διχτύων, την αγορά αγκύρων και σχοινιών, ορ. ΑΠ 68/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ενόψει του ότι, από το εν γένει περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι η αξιούμενη αποζημίωση που κατά τα ιστορούμενα αποτέλεσε το κόστος αγοράς νέων διχτύων, αγκύρων και σχοινιών, ταυτίζεται με την αξία που είχαν τα προηγούμενα τέτοια εξαρτήματα των ιχθυοκλωβών, κατά το χρόνο καταστροφής τους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της προσθέτως παρεμβαίνουσας – ασφαλιστικής εταιρείας).

Το άρθρο 88 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στην δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, δυνάμει του νόμου ή συμβάσεως, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλαδή στην περίπτωση της προσεπικλήσεως να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μια η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μια η ασκούμενη με την προσεπίκληση επί πλέον δεν απαιτείται η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, υπό την έννοια ότι μόνο αν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτή (την πρώτη) αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως, βάσει της δεύτερης, κατά του προσεπικαλουμένου. Αντιθέτως, αν η έννομη σχέση είναι μία, ο ενάγων όμως αμφιβάλλει (εκ λόγων νομικών ή πραγματικών) ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη, ή αν οι επικαλούμενες έννομες σχέσεις στηρίζονται σε αντίθετα περιστατικά ή σε αντίθετη ερμηνεία του νόμου, έτσι ώστε η παραδοχή της μίας να αποκλείει την άλλη, οπότε και πάλι μόνο μία έννομη σχέση υπάρχει, προσεπίκληση δεν επιτρέπεται, όπως δεν επιτρέπεται ούτε διαζευκτική εναγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές, αν υπάρχει ευθύνη του τρίτου, η ευθύνη αυτή στηρίζεται σε αιτία αυτοτελή και όχι εξαρτημένη από την τύχη της έννομης σχέσης, που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, όπως απαιτεί το άρθρ. 88 ΚΠολΔ (ΑΠ 1202/1994, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1171/2000, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2001, σ.78, ΠΠρΠειρ 3429/2000, ΑρχΝ 2001, σ.69, ΜΠρΘεσσαλ 9956/2009, Αρμ 2009, σ.1703). Με την προσεπίκληση αυτή μπορεί να ενωθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, υπό την αίρεση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, κατ’ αρθρ. 69 παρ.1ε΄, σε συνδυασμό με αρθρ. 283 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1188/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσαλ 9956/2009, ο.π.). Και της αγωγής αυτής απαραίτητο στοιχείο είναι η αναφορά στο δικόγραφό της για την ύπαρξη έννομης σχέσης που θεμελιώνει το δικαίωμα αποζημίωσης του προσεπικαλούντα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π., υπό αρθρ. 88, αριθμ.9, ΑΠ 1188/2007, ο.π.)

Στην προκειμένη περίπτωση, η προσεπικαλούσα εκθέτει με την από 22.2.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …, ειδικός αριθμ. καταθ. …) προσεπίκληση μετά της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, ότι έχει ασκηθεί εναντίον της η κύρια, από 12.1.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …, ειδικ. αριθμ. καταθ. …) αγωγή της κυρίως ενάγουσας, το περιεχόμενο της οποία παραθέτει αυτολεξεί και με την οποία η τελευταία ζητεί να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει το συνολικό ποσόν των 343.251,59 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση συνεπεία της αδικοπραξίας που τέλεσε ο προστηθείς της εναγομένης, πλοίαρχος του Φ/Γ πλοίου «…», κατά την οδήγηση τούτου, σε βάρος της ενάγουσας, πλέον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για την αιτία που λεπτομερώς περιγράφεται στο δικόγραφο της κρινομένης προσεπικλήσεως. Ότι περαιτέρω, η καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου της (με αριθμό ανανέωσης … και ημερομηνία καταχώρησης 16.6.2015) είχε αναλάβει την ασφάλιση του ένδικου πλοίου κατά ασφαλιστικών κινδύνων, μεταξύ των οποίων και ο περιγραφόμενος στην κύρια αγωγή,  μέχρι του ποσού των 6.500.000 Ευρώ για κάθε ατύχημα ή περιστατικό, εκπιπτομένου του ποσού των 20.000 Ευρώ. Ότι, η προσάραξη και ακυβερνησία του πλοίου, που περιγράφεται στην κύρια αγωγή, συνιστά ναυτικό ατύχημα, οφειλόμενο σε αμέλεια του πλοιάρχου, επομένως, το περιστατικό που περιγράφεται στην αγωγή συνιστά επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου που καλύπτεται από το προαναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αφαιρουμένου του εκπιπτόμενου ποσού των 20.000 Ευρώ. Ότι με βάση τα ανωτέρω, η καθ’ης η προσεπίκληση είναι κατά νόμο υπόχρεη να παρέμβει, ως δικονομική εγγυήτρια της προσεπικαλούσας – εναγομένης στην ανοιγείσα (κύρια) εκκρεμή δίκη μεταξύ αυτής και της εκεί ενάγουσας. Μετά ταύτα, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη μεταξύ αυτής και της ενάγουσας στην κυρία αγωγή εταιρίας, σε περίπτωση δε ήττας της στην κυρία δίκη να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», αφαιρουμένου του ποσού της δικής της συμμετοχής, ύψους 20.000 Ευρώ, κατά τα προαναφερόμενα, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής σε αυτήν (30.1.2017) μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση προσεπίκληση μετά της ενωμένης σε αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, α) για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … e-Παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων), β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί, από μεν τον πληρεξούσιο δικηγόρο της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., από δε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει) και γ) όσον αφορά στην πληρεξουσιότητα προς διενέργεια της παρούσας δίκης, (i) ο  πληρεξούσιος δικηγόρος της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας προσκομίζει και επικαλείται την από 21.4.2017 εξουσιοδότηση προς αυτόν, περί εκπροσώπησής της στην παρούσα δίκη και (ii) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης προσκομίζει και επικαλείται το με αριθμό … πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αικατερίνης Ι. Τόλια, περί εκπροσώπησής της από αυτόν στην παρούσα δίκη, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 10, 18 παρ.1, 31 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφαλίσεως, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (η ένδικη σύμβαση ασφάλισης συνήφθη στις 11-12-2012) αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Η αυτονομία όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Άλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της εννοίας του συνδέσμου, να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Ως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της σύμβασης. Στους προαναφερθέντες κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο, είναι εύλογη και φυσική. Στις περιπτώσεις θαλάσσιας (ναυτικής) ασφάλισης, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τοιαύτης συμβάσεως με το Αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτος. Εξάλλου, οι όροι του ασφαλιστηρίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύμβαση ασφαλίσεως, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (πρβλ. ΑΠ 1584/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.45, ΕφΠειρ 11/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΠειρ 619/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.137, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31, σ.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29, σ.165).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι διάδικοι στην ένδικη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, συνομολογούν ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο. Εξάλλου, από την επισκόπηση του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο αμφότερα τα διάδικα μέρη προσκομίζουν και επικαλούνται, συνάγεται ότι με σχετική ρήτρα αυτού, έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική (βλ. σελ. 1 του ασφαλιστηρίου).  Επομένως, εφαρμοστέο τυγχάνει, στην προκειμένη περίπτωση (ύπαρξη και εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και των όρων της), σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, δηλαδή το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906) και στο Κοινό Δίκαιο (COMMON LAW), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (ENGLISH PRACTICE), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι το περιεχόμενο των κανόνων του εν λόγω αλλοδαπού αγγλικού δικαίου σε σχέση με τη θεμελίωση της υπό κρίσιν διαφοράς, αναζήτησε με δικές του ενέργειες το παρόν Δικαστήριο, δεν απαιτείται να διαταχθεί κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 Ναυτική Δικαιοσύνη 2002.55, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370).

Πιο συγκεκριμένα,  σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906), 2) «… Υπό τις διατάξεις του παρόντος νόμου, οιαδήποτε νόμιμη θαλάσσια περιπέτεια δύναται να αποτελέσει το αντικείμενο σύμβασης ναυτικής ασφάλισης. 2. Ειδικότερα, υφίσταται θαλάσσια περιπέτεια όταν …γ. υφίσταται περίπτωση αστικής ευθύνης προς τρίτους εκ μέρους των ιδιοκτητών, ή εκ μέρους ετέρου προσώπου ενδιαφερομένου ή υπευθύνου για την ασφαλίσιμη περιουσία ένεκα θαλασσίων κινδύνων. Ως θαλάσσιοι κίνδυνοι νοούνται οι επακόλουθοι ή συναφείς προς τη ναυσιπλοϊα κίνδυνοι, δηλαδή οι κίνδυνοι της θάλασσας, της πυρκαγιάς, οι πολεμικοί κίνδυνοι, οι κίνδυνοι από πειρατές, ληστές, κλέπτες κλπ ως και οποιοιδήποτε άλλοι κίνδυνοι παρόμοιου είδους ή προβλεπόμενοι από το ασφαλιστήριο (άρθρο 3 Μ.Ι.Α.), 3) ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906), 4) ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906), 5) το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απωλείας ( αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906 ), 6) με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Επίσης, εάν το ασφαλιστήριο δεν ορίζει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για φυσιολογική φθορά, φυσιολογική διαρροή και ζημία, ροπή προς ζημία, ή λόγω της φύσεως του αντικειμένου της ασφαλίσεως ή για οποιαδήποτε άλλη ζημία που αιτιωδώς προκαλείται από αρουραίους ή τρωκτικά ή για οποιονδήποτε άλλο τραυματισμό στις μηχανές που δεν προκαλείται αιτιωδώς από θαλάσσιους κινδύνους (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1 και 3 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Πολλές φορές συμβαίνει συνδυασμός πολλών αιτίων να προκαλεί τη ζημία. Τούτο δεν έχει πρακτική αξία, εάν όλες αυτές οι αιτίες καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Εάν, όμως, μια από αυτές εξαιρείται από το νόμο ή το ασφαλιστήριο, το ζήτημα παρουσιάζει δυσκολίες. Εάν οποιαδήποτε από τις συντρέχουσες αιτίες αρκεί μόνη για να προκαλέσει τη ζημία, τότε ο αποκλεισμός της μιας μη συμπλεκομένης με την άλλη δεν επιδρά στο βάσιμο της αξιώσεως κατά του ασφαλιστή. Όταν, όμως, και οι δύο αυτές σε συνδυασμό προξένησαν τη ζημία και η μια από αυτές αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, τότε δυσχεραίνεται η κρίση περί την αναζήτηση μεταξύ της κυριαρχούσας και αμέσου αιτίας (Copley – Gibes, Ναυτικό Δίκαιο, σ. 303 επ.), στην περίπτωση δε του συνδυασμού αιτίων η επιλογή της πραγματικής ή αποτελεσματικής αιτίας μέσα από ένα ολόκληρο σύμπλεγμα γεγονότων πρέπει να γίνεται με την εφαρμογή των κανόνων της κοινής λογικής και νοημοσύνης ενός κοινού ανθρώπου (Arnould’ s “ Law of Maritime Insurance and Average ”, Vol. II, 16th edition, 1981, σ. 761 – 763). Το βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος. 7) «Όταν ο ασφαλισμένος έχει καταρτίσει ασφάλιση με ρητούς όρους έναντι οποιασδήποτε ευθύνης προς τρίτο πρόσωπο, το μέτρο της αποζημίωσης, με την επιφύλαξη οποιασδήποτε ρητής συμφωνίας στο ασφαλιστήριο, είναι το ποσό που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέο απ’ αυτόν, στο τρίτο πρόσωπο σχετικά με αυτήν την ευθύνη» (ευθύνη έναντι τρίτων – άρθρο 74 Μ.Ι.Α. 1906) (πρβλ. ΠΠρΠειρ 1095/2009, προσκομιζόμενη, ΠολΠρΠειρ 5462/1999, Ε.Ν.Δ.  Μ27, σ. 370, ΜΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.289). Από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 συνάγεται ότι, πέρα από τις γενικές προϋποθέσεις γένεσης ισχυρής και έγκυρης σύμβασης ασφάλισης και την πλήρη συμμόρφωση του ασφαλισμένου προς το περιεχόμενο αυτής, προϋποθέσεις αποζημίωσης του ασφαλισμένου για την προς τρίτους ευθύνη του από ζημιογόνο γεγονός ένεκα θαλασσίου κινδύνου είναι και η υποχρέωση αυτού κατά νόμο σε καταβολή αποζημίωσης και η καταβολή της αποζημίωσης αυτής. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις συνοψίζονται στο γνωστό στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές κανόνα του αγγλικού δικαίου και πρακτικής που αφορά την ασφάλιση ευθύνης και ο οποίος επιτάσσει «pay to be paid», δηλαδή «κατέβαλε για να σου καταβάλλουν» (Templeman on marine insurance, ο.α., σ.393). Περαιτέρω, αποτελεί πάγια αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου (common law) ότι ο τρίτος ζημιωθείς δεν δικαιούται να στραφεί απευθείας κατά του ασφαλιστή αστικής ευθύνης και να απαιτήσει αποζημίωση (insurance disputes, Merkin, σελ. 359), καθόσον στο αγγλικό κοινό δίκαιο ισχύει η αρχή της σχετικότητας των ενοχών (doctrine of privicy of contract), σύμφωνα με την οποία «μια σύμβαση δεν δύναται (κατά γενικό κανόνα) να παράσχει δικαιώματα ή να επιβάλλει υποχρεώσεις προκύπτουσες κάτω απ’ αυτή σε κανένα άλλο πρόσωπο παρά στα συμβαλλόμενα μέρη» (Chitty on Contracts, General principles, The common law library, 27th edition, Vol.1, par. 18-001, p.901) (βλ. ΠΠρΠειρ 1095/2009, προσκομιζόμενη).

Ενόψει όλων των προαναφερομένων νομικών κανόνων και διατάξεων του αγγλικού νόμου, της αγγλικής νομολογίας και της τοιαύτης πρακτικής σχετικώς με τα θέματα της θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως, που αφορούν στη ερευνωμένη υπόθεση, η υπό κρίση προσεπίκληση, με την ενωμένη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, ο οποίος συνίσταται στο ότι, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο, η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη με την καταβολή της αποζημίωσης από τον ασφαλισμένο στο ζημιωθέντα, επομένως, ακόμη και αν ηττηθεί η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, εναγομένη στην κύρια δίκη, δεν θα έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση από την καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, καθόσον μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης από τον ασφαλισμένο ζημιωθέντα, αυτός έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας έναντι του ασφαλιστή για την παροχή του ασφαλίσματος, δεδομένου ότι η ενωμένη στην προσεπίκληση αγωγή αποζημιώσεως δεν καθίσταται πρόωρη από τη μη πληρωμή της ζημίας εκ μέρους του προσεπικαλούντος, διότι κατά το εφαρμοστέο ως προς τα δικονομικά ζητήματα δίκαιο του δικάζοντος Δικαστού ( lex fori )  : α ) το πρόωρο αίρεται εν πάση περιπτώσει από τα άρθρα 88, 89 και 91 ΚΠολΔ και β ) η δυνατότητα ενώσεως της αγωγής στην προσεπίκληση με αίτημα την καταδίκη του δικονομικού εγγυητή σε αποκατάσταση της ζημίας του προσεπικαλούντος σε περίπτωση αποδοχής της κατ’ αυτού αγωγής στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποίαν είναι επιτρεπτή η παροχή έννομης προστασίας και πριν από τη γέννηση του δικαιώματος ( Β. Βαθρακοκοίλης, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό το άρθρο 69, αριθ. 7, 14, 28, 49, και υπό το άρθρο 88, αριθ. 22 ). Επομένως, η εν λόγω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 31 παρ.1, 88, 89, 69 παρ. 1 περ. δ΄, ε΄, 176, 246, 283, 285 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί αυτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζόμενη με την κύρια αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80 και 81 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτό, ότι η πρόσθετη παρέμβαση, είτε γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Επομένως, με την πρόσθετη παρέμβαση δεν προβάλλεται ιδιαίτερη και αυτοτελής αξίωση, ούτε ζητείται η αναγνώριση δικαιώματος του παρεμβαίνοντος κατά των αρχικών διαδίκων, αλλά ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη, όχι για να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι των αρχικών διαδίκων, αλλά για να υποστηρίξει απλώς τις αιτήσεις του ενός εκ των δύο. Περαιτέρω, έννομο συμφέρον, που δικαιολογεί την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, υφίσταται, όταν η έκδοση απόφασης σε βάρος του υπέρ ου η παρέμβαση θα παρέβλαπτε τις κατά το ιδιωτικό ή το δημόσιο δίκαιο νομικές σχέσεις του παρεμβαίνοντος με έναν από τους διαδίκους ή με το αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης. Κριτήριο, ως εκ τούτου, για τη θεμελίωση του εννόμου αυτού συμφέροντος είναι το στοιχείο ότι αποβαίνουν οι δυσμενείς σε βάρος του παρεμβαίνοντος συνέπειες της απόφασης, ήτοι του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας, της διαπλαστικής ενέργειας, των αντανακλαστικών ενεργειών, υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργούν σε βάρος του υποχρεώσεις. Κατά συνέπεια, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται για να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή για να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρέωσής του (Κεραμεύς– Κονδύλης–Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος Ι, υπό το άρθρο 80, σελίδες 185 – 186, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π., υπό αρθρ. 80, αριθμ. 1, 14).

Στην προκείμενη περίπτωση, η προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, δυνάμει του από 12.4.2017 (γενικός αριθμό κατάθεσης … και ειδικός αριθμός κατάθεσης …) δικογράφου, ασκεί αντίστοιχη πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης, με την οποία, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της, ως εκ της ιδιότητάς τους ως κατ’ αρχήν δικονομικής εγγυήτριας της τελευταίας, την οποία ενδέχεται να υποχρεωθεί να αποζημιώσει εάν γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, ζητεί την απόρριψη αυτής (αγωγής). Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση έχει ασκηθεί παραδεκτά και νόμιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 68, 80, 81 και 82 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την κύρια και την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Κατά τους ορισμούς του άρθρου 368 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (παρ. 1). Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως της λέξεως “ειδικές” αντί της λέξεως “ιδιάζουσες” οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη “ιδιάζουσα”. Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ν. 1406/1983, λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διατάξεως που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (βλ. ΑΠ 1009/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 880/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 281/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 489/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 91/2009, ΕΦΑΔ 2009, σ.1101). Σημειώνεται ότι «ιδιάζουσες» γνώσεις απαιτούνται, όταν πρόκειται για αντικείμενο που, αν και η έρευνά του ανήκει κυρίως σε ειδικούς δεν αποκλείεται να κριθεί και από μη ειδικό και να αξιολογηθούν τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και κατ’ εφαρμογή ακόμη των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής (βλ. ΕφΘεσσαλ 91/2009, ο.π.). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ «1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 με την απόφαση για την επανάληψη της συζήτησης μπορεί επιπλέον, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, να διαταχθεί και η εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε πλευρά κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση…».

                Από την εκτίμηση (α) της με αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα … του Δημητρίου, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αιδηψού, Ελένης Ι. Γλιγλίνου, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα στην κύρια αγωγή και καθ’ης η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία δόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης στην κύρια αγωγή και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατ’ άρθρο 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …, καθώς και τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, … δυνάμει των οποίων επιδόθηκε η σχετική κλήση προς την εναγομένη στην κύρια αγωγή και την καθ’ης η πρόσθετη παρέμβαση, αντίστοιχα) και β) της με αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης (Λιάνας) Νικολάου Δημοπούλου, που προσκομίζει και επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία δόθηκε με επιμέλεια της προσθέτως παρεμβαίνουσας, μετά από νομότυπη κλήτευση των καθ’ης και υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, κατ’ άρθρο 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό … καθώς και τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …, δυνάμει των οποίων επιδόθηκε η σχετική κλήση στην καθ’ης  και στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, αντίστοιχα) και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το Φ/Γ «…» Ν.Π. …, πλοιοκτήτρια του  οποίου τυγχάνει η εναγομένη στην κύρια αγωγή, εταιρεία με την επωνυμία «…», την 16.12.2015 και περί ώρα 02.15, ενώ έπλεε στη θαλάσσια περιοχή … έμφορτο με μετάλλευμα (Λατερίτη) βάρους 1.390 τόνων και με προορισμό τον λιμένα …, παρεξέκλινε από την πορεία του, με αποτέλεσμα να προσαράξει σε αβαθή, περίπου δέκα (10) μέτρα από τη στεριά, στη θέση …, εντός ορίων ιχθυοκαλλιέργειας συμφερόντων της ενάγουσας, «….». Στην περιοχή την ώρα του συμβάντος επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες (λίγες νεφώσεις, άνεμοι βόρειοι βορειοανατολικοί πολύ ασθενείς -2 με 3 μποφόρ- με ριπές σχεδόν μέτριοι – 4 μποφόρ- ορατότητα καλή έως μέτρια). Το πλήρωμα του πλοίου ήταν εννεαμελές συμπεριλαμβανομένου του πλοιάρχου. Κατά το χρόνο του συμβάντος στη γέφυρα βρισκόταν ο πλοίαρχος …. Βάρδια γέφυρας εκτελούσε ο ναύτης …, ο οποίος κατ’ εντολή του πλοιάρχου είχε εξέλθει της γέφυρας για να προβεί σε εσωτερικό έλεγχο. Η απόκλιση από την πορεία, και ακολούθως η προσάραξη του Φ/Γ «…», συνδέονται αιτιωδώς με άστοχο χειρισμό του πλοιάρχου, τον οποίο ο ίδιος συνομολογεί στην από 16.12.2015 ένορκη εξέτασή του ενώπιον της Λιμενικής Αρχής Λ. Αιδηψού. Ειδικότερα, ο πλοίαρχος … καταθέτει ότι, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το λόγο και την αιτία που το πλοίο κινήθηκε με απόκλιση στην ήδη ακολουθούμενη πορεία καθόσον όφειλε να πάρει δεξιότερα το τιμόνι και να βρεθεί το πλοίο εκτός των ορίων της ιχθυοκαλλιέργειας και παραπάνω καταθέτει «το περιστατικό  οφείλεται σε δική μου πιθανόν παράλειψη λόγω μη έγκαιρης διόρθωσης πορείας κατά τον πλου του πλοίου στην συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή». Την παράλειψή του «να πάρει δεξιότερα το τιμόνι» επαναλαμβάνει ο πλοίαρχος … και στην απολογία του της 17.12.2015 ενώπιον της Λιμενικής Αρχής Αιδηψού. Στη συνέχεια, ο πλοίαρχος επέλεξε να μη γίνει αλλαγή της πορείας και προσάραξε το πλοίο στην αμμώδη ακτή. Μετά την προσάραξη του πλοίου ενημερώθηκε η αρμόδια Λιμενική αρχή. Τις πρωινές ώρες της 16.12.2015 έγινε έλεγχος στα ύφαλα του πλοίου από εξειδικευμένο συνεργείο δυτών χωρίς να διαπιστωθεί οποιαδήποτε ζημία. Την 12.00 της ίδιας ημέρας ξεκίνησε η διαδικασία αποκόλλησης του πλοίου με τη βοήθεια του ρυμουλκού «…» Ν.Χ. 393, η οποία ολοκληρώθηκε επιτυχώς και με ασφάλεια την 14.30 μ.μ. στο λιμένα Ωρεών Ευβοίας. Από το ως άνω συμβάν – ναυτικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν. 712/1970 –  προκλήθηκαν ζημίες σε δύο ιχθυοκλωβούς της εναγομένης, ως αναλυτικά κατωτέρω εκτίθεται. Εξάλλου, τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες του ένδικου συμβάντος και την υπαιτιότητα του προστηθέντος της εναγομένης, Πλοιάρχου του ως άνω πλοίου, αποδεικνύονται, πέραν του λοιπού προσκομιζόμενου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικού υλικού, από τη με αριθμό 107/30.11.2016 έκθεση του Γ΄ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (Α.Σ.Ν.Α.), σύμφωνα με την οποίαν, η αρμόδια επιτροπή αποφάνθηκε σχετικά με τα αίτια και τις συνθήκες του εν λόγω ατυχήματος, μετά από μελέτη της σχετικής δικογραφίας. Η εναγομένη επί της κύριας αγωγής και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν αμφισβητούν ειδικά την υπαιτιότητα του προστηθέντος της εναγομένης επί της κύριας αγωγής, Πλοιάρχου, περί την επέλευση του ένδικου συμβάντος. Ωστόσο, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, προτείνουν ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας αναφορικά με την επελθούσα ζημία, για το λόγο ότι η ενάγουσα όφειλε και μπορούσε να έχει εκπονήσει σχέδιο δράσης για τον περιορισμό της διαφυγής των ψαριών, το οποίο θα έπρεπε να προβλέπει ενέργειες, όπως η ρίψη τροφής στη θάλασσα επί ορισμένες ημέρες μετά το συμβάν, με στόχο τη συγκέντρωση ψαριών, καθώς και χρησιμοποίηση διχτυών για την περισυλλογή τους, δυνάμει των οποίων (ενεργειών) θα είχε επιτευχθεί ανάκτηση των ψαριών κατά ποσοστό 40% στον πρώτο κλωβό (ML-F18) και 20% στο δεύτερο κλωβό (ML-F12), καθισταμένης έτσι της ενάγουσας συνυπαίτιας κατά ποσοστό 40% και 20% , αντίστοιχα, περί την επέλευση της προκληθείσας ζημίας. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, αφού διαλαμβάνει επαρκώς πραγματικά περιστατικά, ικανά να θεμελιώσουν πταίσμα της παθούσας ενάγουσας και μνεία ότι αυτά προτείνονται προς θεμελίωση ένστασης συνυπαιτιότητας αυτής (πρβλ. ΑΠ 1382/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 6/2017, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 119/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 300 ΑΚ, 262 παρ.1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.  Ωστόσο, όσον αφορά στο κρίσιμο τούτο ζήτημα, από τη μελέτη της υπόθεσης στο ακροατήριο και τη διάσκεψη, παρουσιάζονται  κενά και αμφίβολα σημεία και το Δικαστήριο δε δύναται να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση για το κρίσιμο και εντόνως αμφισβητούμενο ζήτημα τούτο. Ειδικότερα, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή και με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι το πλοίο «…» προσέκρουσε αρχικά στον υπό στοιχεία ML-F18 ιχθυοκλωβό της δεύτερης συστοιχίας, εσωτερικής διαμέτρου 32 μέτρων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στο δίχτυ αυτό δύο (2) ανοίγματα, διαστάσεων του πρώτου 7μ. Χ 12 μ. και του δεύτερου 8 μ. Χ 11 μ. και ότι, εν συνεχεία, το πλοίο προσέκρουσε στον υπό στοιχεία ML-F12 ιχθυοκλωβό της πρώτης συστοιχίας, εσωτερικής διαμέτρου 16 μέτρων, με αποτέλεσμα στο δίχτυ αυτού να δημιουργηθούν δύο (2) ανοίγματα, διαστάσεων του πρώτου 6 μ. Χ 8 μ. και του δεύτερου 5 μ. Χ 8 μ. Ότι η καταστροφή των διχτυών και η δημιουργία ανοιγμάτων σε αυτά επέτρεψε στην πλειονότητα των ψαριών που εκτρέφονταν εκείνο το χρονικό σημείο εντός των συγκεκριμένων ισθυοκλωβών να «δραπετεύσουν» προς την ανοιχτή θάλασσα και να εξαφανισθούν, ματαιώνοντας οριστικά τη δυνατότητα εξαλίευσης και πώλησής τους. Ότι στον πρώτο ιχθυοκλωβό είχαν τοποθετηθεί (κατόπιν διαλογής και αραίωσης από άλλους ιχθυοκλωβούς της ίδιας μονάδας) την 19.6.2015 και την 21.6.2015, 194.113 τεμάχια τσιπούρας. Ότι, συγκεκριμένα, την 5.8.2014 είχαν τοποθετηθεί στον κλωβό ML-F04 180.000 ιχθύδια (γόνος) τσιπούρας, μέσου βάρους 7,4 γραμμαρίων και την 6.8.2014 είχαν τοποθετηθεί στον κλωβό ML-F06 187.000 ιχθύδια (γόνος) τσιπούρας, μέσου βάρους 8,4 γραμμαρίων, εκδοθέντων προς τούτο των με αριθμούς … και … δελτίων αποστολής (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα στην κύρια αγωγή παραστατικά και τις από 5.8.2014 και από 6.8.2014 αναγγελίες τοποθέτησης γόνου του υπευθύνου των μονάδων Εύβοιας …). Ότι, περαιτέρω, λόγω της ανάγκης διαλογής των ιχθύων εξαιτίας της αύξησης του μεγέθους τους, κυρίως προς αραίωση, αλλά και προς διαχωρισμό των μεγεθών, την 19.6.2015 μεταφέρθηκαν από τον κλωβό ML-F04 στον κλωβό ML-F18 93.813 ψάρια, ενώ την 21.6.2015 μεταφέρθηκαν από τον κλωβό ML-F06 στον ίδιο κλωβό ML-F18 100.300 ψάρια (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα, από τις ως άνω ημερομηνίες στην κύρια αγωγή, αναφορές κινήσεων μονάδας, υπογεγραμμένες από τον ιχθυολόγο, … και τον υπεύθυνο μονάδας, …). Ότι, επομένως, συνολικά μεταφέρθηκαν στον ως άνω κλωβό 194.113 ψάρια, τα οποία παρέμειναν εκτρεφόμενα στον συγκεκριμένο κλωβό μέχρι την ημερομηνία του κρίσιμου συμβάντος, ενώ οι φυσιολογικές απώλειες (θάνατοι ψαριών) ανήλθαν από την 19.6.2015 έως 15.12.2015 σε 6.813 ψάρια (βλ. έντυπο ημερήσιας καταγραφής θνησιμότητας στον συγκεκριμένο κλωβό, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα στην κύρια αγωγή). Ότι, μετά την πλήρη εξαλίευση των ιχθύων του ισχυοκλωβού ML-F18, στην οποίαν προέβη η ενάγουσα στην κύρια αγωγή την 18.12.2015, 19.12.2015, 21.12.2015, 22.12.2015 και 24.12.2015, κατά την οποίαν εξαλιεύθηκαν και πωλήθηκαν 74.551 ψάρια, συνολικού βάρους 30.872 κιλών, εντέλει απωλέσθησαν οι τα άνω αναφερόμενα στην αγωγή ψάρια (112.559 τσιπούρες), συνολικής αξίας 235.399,25 Ευρώ, υπό τα ειδικότερα στην αγωγή και στις προτάσεις της κυρίως ενάγουσας αναφερόμενα. Ότι, περαιτέρω, όσον αφορά στον ιχθυοκλωβό υπό στοιχεία ML-F12, είχαν τοποθετηθεί σε αυτόν την 18.8.2015, 125.000 ιχθύδια τσιπούρας, εκδοθέντος του με αριθμό … δελτίου αποστολής (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα στην κύρια αγωγή παραστατικά και τις από 5.8.2014 και από 6.8.2014 αναγγελίες τοποθέτησης γόνου του υπευθύνου των μονάδων Εύβοιας …), τα οποία παρέμειναν εκτρεφόμενα στο συγκεκριμένο κλωβό μέχρι την 15.12.2015, έχοντας φθάσει σε μέσο βάρος 33,5 γραμμάρια ενώ οι φυσιολογικές απώλειες (θάνατοι ψαριών) ανήλθαν από την 18.8.2015 έως την 15.12.2015 σε 5.400 ψάρια (ορ. έντυπο ημερήσιας καταγραφής θνησιμότητας στον συγκεκριμένο κλωβό, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα στην κύρια αγωγή). Ότι την 22.12.2015, πραγματοποιήθηκε καταμέτρηση των εναπομεινάντων ψαριών, τα οποία ανέρχονταν σε 46.650 (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα στην κύρια αγωγή, ημερήσια αναφορά, υπογεγραμμένη από το … και τον ιχθυολόγο, …), ενώ κατά το διάστημα από 17.12.2015 έως 22.12.2015 είχε παρατηρηθεί επιπλέον θνησιμότητα 430 ψαριών (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, έντυπο ημερήσιας καταγραφής θνησιμότητας στον εν λόγω κλωβό). Επομένως, από τον ως άνω ιχθυοκλωβό απωλέσθησαν 72.520 ψάρια, μέσου βάρους 33,5 γραμμαρίων ανά τεμάχιο, συνολικής αξίας 29.008 Ευρώ. Εξάλλου, η ενάγουσα στην κύρια αγωγή ισχυρίζεται ότι για τη διαπίστωση των ζημιών και τον περιορισμό κατά το δυνατόν των ποσοτήτων ψαριών που διέφυγαν, η ενάγουσα, δια των υπευθύνων της, κυρίως του …, ο οποίος ειδοποιήθηκε από το φύλακα της μονάδας λίγη ώρα μετά την προσάραξη του «…», συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις της που ήταν διαθέσιμες και απαιτούντο προς το σκοπό αυτό, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε καταρτίσει για ανάλογες περιπτώσεις, ήτοι έπλευσαν στη μονάδα στο Χερονήσι πέντε (5) σκάφη, εφοδιασμένα και με γερανούς για το χειρισμό των διχτύων εξαλίευσης και συλλογής, τέσσερις (4) δύτες και δέκα (10) ιχθυεργάτες. Ότι το προσωπικό και τα μέσα έφθασαν έγκαιρα, αμέσως δε με την ανατολή του ηλίου ξεκίνησαν οι ενέργειες εξακρίβωσης και αποκατάστασης των ζημιών, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να αρχίσουν όσο επικρατούσε σκοτάδι, δηλαδή προ της 6.45 π.μ. Ότι αρχικά οι δύτες καταδύθηκαν γύρω από τους κλωβούς, οπότε διαπιστώθηκε ότι δύο από αυτούς (οι προαναφερόμενοι) είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες στα δίχτυα τους και ότι μεγάλες ποσότητες ιχθύων είχαν διαφύγει και απομακρυνθεί από τους κλωβούς. Ότι παράλληλα, απαιτήθηκε να μετακινηθούν από τη θέση τους τέσσερις (4) ιχθυοκλωβοί, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποκόλληση και μετακίνηση του σκάφους «…» από τη θέση προσάραξης προς το λιμάνι των Ωρεών Ευβοίας, η οποία ολοκληρώθηκε περί την 01.00. Ότι, προς το σκοπό αυτό και συγχρόνως προς τις προσπάθειες επανάκτησης όσων ιχθύων είχαν διαφύγει από τους κλωβούς αλλά παρέμεναν πέριξ αυτών και προς τις προσπάθειες προσωρινής αποκατάστασης των ζημιών των διχτύων και των σχοινιών του αγκυροβολίου, υποχρεώθηκε αυτή (η ενάγουσα στην κύρια αγωγή) να μετατοπίσει προς τα κάτω το πλέγμα του αγκυροβολίου, να αποσυνδέσει από αυτό τους τέσσερις (4) μη βλαβέντες κλωβούς, να τους μεταθέσει λίγα μέτρα, ώστε να διέλθει το «…», να περιμένει να αποκολληθεί αυτό και να ρυμουλκηθεί εκτός του θαλασσίου χώρου της ιχθυοκαλλιέργειας και εν τέλει μετά την 01.00 να τους επαναφέρει στην αρχική θέση τους και να τους επανασυνδέσει στο αγκυροβόλιο. Ότι, εξαιτίας όλων των παραπάνω, στην περιοχή κυκλοφορούσαν τουλάχιστον από την 07.00 και για αρκετές ώρες διάφορα σκάφη (της εταιρείας της ενάγουσας, για τις εργασίες αποκατάστασης των ζημιών και μετατόπισης των ιχθυοκλωβών, του λιμενικού, το ρυμουλκό), τα οποία αναγκαστικά εκινούντο πολύ κοντά στους κλωβούς, προκαλώντας ιδιαίτερα σημαντική και οχληρή για τον εκτρεφόμενο ιχθυοπληθυσμό αναταραχή και κυρίως για τα ψάρια που είχαν διαφύγει και τυχόν περιφέρονταν γύρω από τους κλωβούς. Ότι η διαφυγή των ψαριών από τους ιχθυοκλωβούς, συνοδεύθηκε και από επιπρόσθετες οχλήσεις, οι οποίες επέτειναν και επιτάχυναν την τάση τους να απομακρυνθούν από τη μονάδα και να απωλεσθούν οριστικά. Προς υποστήριξη των ανωτέρω, η ενάγουσα στην κύρια αγωγή προσκομίζει και επικαλείται την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του …, ιχθυολόγου, υπευθύνου της μονάδας της στην Εύβοια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «οι οποιεσδήποτε ενέργειες για τη διακρίβωση της όποιας τυχόν ζημίας στους κλωβούς, δηλαδή κυρίως στα δίχτυα που συγκρατούν τους ιχθυοπληθυσμούς, δεν μπορούν να λάβουν χώρα όταν επικρατούν συνθήκες σκότους», διότι «το σκοτάδι δεν επιτρέπει στους δύτες, που αναλαμβάνουν να καταδυθούν, να έχουν έστω στοιχειώδη αντίληψη της κατάστασης των διχτύων των κλωβών και των λοιπών στοιχείων του αγκυροβολίου ούτε υπάρχουν μέσα φωτισμού που να παρέχουν τη δυνατότητα αυτή», καθώς και ότι «η εταιρεία προέβη σε κάθε δυνατή και προβλεπόμενη ενέργεια για τη διάσωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων ψαριών από τον εκτρεφόμενο ιχθυοπληθυσμό στους δύο ιχθυοκλωβούς στο συντομότερο δυνατό χρόνο» (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, ένορκη βεβαίωση). Αντιθέτως, η εναγομένη επί της κύριας αγωγής ισχυρίζεται ότι σε ανάλογες περιπτώσεις η ορθή πρακτική για ανάκτηση και συνεπώς μείωση της ζημίας είναι τα ψάρια να ψαρεύονται άμεσα με κύκλωση των κλωβών με δίχτυα, οπότε υπολογίζεται ότι έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί 40% ανάκτηση των ψαριών του πρώτου κλωβού και 20% ανάκτηση των ψαριών του δεύτερου κλωβού. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της αυτού, άλλωστε, προσκομίζει και επικαλείται την από 6.7.2016 τεχνική έκθεση του …, της εταιρείας τεχνικών συμβούλων – πραγματογνωμόνων «….» (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο υπ’ αριθμ. σχετ.Α), σύμφωνα με την οποίαν «ως προς τις ποσότητες των ψαριών που πιθανώς έφυγαν εξαιτίας του σκισίματος των κλωβών, η ορθή πρακτική για ανάκτηση και συνεπώς μείωση της ζημίας είναι αυτά να ψαρεύονται άμεσα με κύκλωση των κλωβών με δίχτυα» και ότι «υπολογίσαμε 40% ανάκτηση στα ψάρια των 414 γ. και 20% στα μικρά των 33,50 γρ», σε συνδυασμό με την από 25.4.2017 τεχνική έκθεση της Δρ. … (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο υπ’ αριθμ. σχετ.Β), σύμφωνα με την οποίαν, ομοίως, «τα άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα προστασίας ήταν το ολικό σήκωμα των διχτυών για να εμποδίσουν όσο το δυνατόν τον χρόνο της διαφυγής τους» και «για το συμβάν που έγινε, υπήρχε πιθανώς πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχής και του ολικού σηκώματος των κατεστραμμένων διχτυών για την δυνατότητα διαφυγής των ψαριών … από την πλευρά της ιχθυοκαλλιέργειας δεν ελήφθησαν άλλα άμεσα μέτρα προστασίας της μονάδας, αν και θα έπρεπε να υπήρχε εφαρμόσιμο σχέδιο προστασίας εσχάτης ανάγκης, την στιγμή που είναι μονάδα ανοικτής θαλάσσης … επειδή τα μικρότερα ψάρια απομακρύνονται ευκολότερα από τα μεγαλύτερα, το ποσοστό ανάκτησης κυμαίνεται στο 15-20% (τσιπούρες των 33,50 γρ.), για τα μεγαλύτερα ψάρια θα μπορούσε τουλάχιστον μέσω της τροφής και το άπλωμα διχτυών σε μεγαλύτερο κύκλο από τη μονάδα να γίνει περισυλλογή ενός μέρους των μεγαλύτερων διαφυγόντων ψαριών (τσιπούρες 414 γρ.), ώστε το ποσοστό ανάκτησής του να είναι τουλάχιστον 35-40%, λόγω του ότι συνέβη την νύχτα». Ότι, η καθ’ης η προσεπίκληση προς αναγκαστική πρόσθεση παρέμβαση – παρεμπιπτόντως εναγομένη και προσθέτως παρεμβαίνουσα, ασφαλιστική εταιρεία «…», προς υποστήριξη της ένστασης συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην κύρια αγωγή, περί την επέλευση της επελθούσας ζημίας, προσκομίζει και επικαλείται την από 20.6.2016 τεχνική έκθεση του …, βιολόγου με ειδίκευση στην Υδροβιολογία και την Υδατοκαλλιέργεια, σύμφωνα με την οποία «… σε περίπτωση διαφυγής των εκτρεφόμενων ψαριών στο ευρύτερο θαλάσσιο περιβάλλον, το σχέδιο δράσης θα πρέπει να περιλαμβάνει ενέργειες οι  οποίες, κατά το δυνατόν, να εφαρμόζονται τάχιστα και να στοχεύουν στη συλλογή του μέγιστου δυνατού αριθμού διαφυγόντων ψαριών. Δεδομένου ότι από τη στιγμή της διαφυγής, τα διαφυγόντα ψάρια παραμένουν για κάποιο χρονικό διάστημα στη θαλάσσια περιοχή της μονάδας, το σχέδιο δράσης θα πρέπει να περιλαμβάνει ενέργειες όπως – προσθήκη τροφής για να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση των ψαριών σε συγκεκριμένες θέσεις, γεγονός το οποίο μπορεί να διαρκέσει ως και μερικές ημέρες μετά το επεισόδιο της διαφυγής – χρήση διχτυών για την περισυλλογή τους από τις συγκεκριμένες θέσεις». Καταλήγει, δε, αυτός, αναφορικά με την υπό κρίση περίπτωση, ότι «λαμβάνοντας υπόψη ότι (α) η μονάδα βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την ακτή, (β) η θέση εγκατάστασης της μονάδας είναι σχετικά προστατευμένη με ρηχά νερά και (γ) οι ιχθυοκλωβοί που υπέστησαν τις ζημιές διέθεταν τσιπούρες, πιστεύω ότι εάν η … είχε υλοποιήσει ένα κατάλληλο σχέδιο δράσης θα ήταν δυνατή η ανάκτηση των διαφυγόντων ψαριών σε ποσοστό 40% (τσιπούρες των 414 γρ.) και 20% (τσιπούρες των 33,50 γρ.)». Επομένως, ενόψει του ότι τα ανωτέρω ζητήματα απαιτούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ιδιάζουσες γνώσεις, για να γίνουν αντιληπτά, τις οποίες δε δύναται να αποκομίσει το Δικαστήριο από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους διαδίκους αποδεικτικό υλικό, λόγω και των αντιθέτων απόψεων των διαδίκων επί των αναφυέντων τεχνικών ζητημάτων, ιδίως ως προς το ζήτημα της ύπαρξης δυνατότητας ανάκτησης διαφυγόντων από τους ιχθυοκλωβούς ψαριών, συνδεόμενο με το ύψος της επελθούσας στην ενάγουσα ζημίας, παρίσταται αναγκαίος ο διορισμός πραγματογνώμονα, κατ’ αρθρ. κατ’ αρθρ. 254, συνδ. 368 ΚΠολΔ, ώστε ο τελευταίος να προβεί στη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα διεξαχθεί επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων, επί των αναφερομένων στο διατακτικό της παρούσας ζητημάτων, επιφυλασσομένου του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των λοιπών ισχυρισμών των διαδίκων με την έκδοση της οριστικής του απόφασης. Για την εργασία του αυτή, ο οριζόμενος στο διατακτικό της παρούσας πραγματογνώμονας, πρέπει να λάβει υπόψιν του τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όπως αυτοί διαλαμβάνονται στα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα (συνεκδικαζόμενες αγωγές και πρόσθετη παρέμβαση) και τις από αυτούς κατατεθείσες προτάσεις, όπως επίσης και τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους τεχνικές εκθέσεις και αναφορές και κάθε σχετικό έγγραφο, ευρισκόμενο στη δικογραφία, δυνάμενο να χρησιμεύσει για το σχηματισμό κρίσεως επί των προαναφερθέντων ζητημάτων. Επομένως, θα αναβληθεί, η έκδοση οριστικής απόφασης, χωρίς να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, ενόψει του ότι πρόκειται περί μη οριστικής απόφασης (191 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Ενώνει και συνεκδικάζει α) την από 12.1.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης …, β) την από 22.2.3017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση σε απλή πρόσθετη παρέμβαση, παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) την από 13.4.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … πρόσθετη παρέμβαση, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί η παρακάτω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τη διενέργεια της οποίας διατάσσει.

Διορίζει πραγματογνώμονα από το κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο για τον σκοπό αυτό τον … του Ιωάννη, πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του ανωτέρω Τμήματος με τίτλο «Γενετική Βελτίωση Αναπαραγωγή και Διατροφή Αγροτικών Ζώων» στην ειδίκευση «Φυσιολογία Θρέψεως – Διατροφή Αγροτικών Ζώων, μέλος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, με μεταπτυχιακή διατριβή με θέμα : «Εκτίμηση της επίδρασης του βενζοϊκού οξέως στην αποτελεσματικότητα της διατροφής αναπτυσσόμενων κονίκλων», κάτοικο …, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του ενώπιον της δικάζουσας Δικαστού ή του νόμιμου αναπληρωτή της εντός 10 ημερών από την επομένη της επίδοσης σε αυτήν της παρούσας απόφασης κατά την ημέρα και ώρα που θα ορισθεί από αυτήν στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού προηγουμένως, αφενός λάβει γνώση όλων των έγγραφων στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και λάβει κάθε χρήσιμη διευκρίνιση ή πληροφορία από τους διαδίκους, να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επομένη της ημερομηνίας ορκίσεώς του, για τα κάτωθι θέματα : Α) Εάν οι ενέργειες στις οποίες προέβη η ενάγουσα, για τη διαπίστωση της ζημίας από τη θραύση των ιχθυοκλωβών και το σχίσιμο των διχτυών είναι οι ενδεδειγμένες, σύμφωνα με τους κανόνες της τεχνικής οι οποίοι αφορούν στις ιχθυοκαλλιέργειες τσιπούρας, ιδίως αναφορικά με τη δυνατότητα περιορισμού της επελθούσας ζημίας, εκ της διαφυγής των ψαριών στην ανοικτή θάλασσα. Β) Εάν, υπό τις επελθούσες συνθήκες του ένδικου ατυχήματος, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω (χρόνος και τόπος του ένδικου συμβάντος), υφίστανται ενδεδειγμένες ενέργειες (σχέδιο δράσης), με βάση τους κανόνες της τεχνικής της ιχθυοκαλλιέργειας, σύμφωνα με τις οποίες καθίσταται δυνατή η συλλογή του μέγιστου δυνατού αριθμού διαφυγόντων ψαριών από τους κατεστραμμένους ιχθυοκλωβούς και ποιες είναι αυτές. Ειδικότερα, να προσδιορίσει τούτες τις ενέργειες, σε συνάρτηση με την απόσταση της μονάδας από την ακτή, τη γεωμορφολογία της θέσης εγκατάστασης της μονάδας, την ηλικία των διαφυγόντων ψαριών, το είδος των απολεσθέντων ψαριών (τσιπούρες), τις καιρικές συνθήκες και την ύπαρξη ακραίου γεγονότος, το οποίο δύναται να τρομάξει τα ψάρια και να τα οδηγήσει μακριά από τη θέση εγκατάστασης της μονάδας. Γ) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο υπό στοιχ. Β ερώτημα, σε τι ποσοστό εκτιμάται η δυνατότητα ανάκτησης ψαριών από τους αναφερόμενους στο ιστορικό της παρούσας ιχθυοκλωβούς και, εν κατακλείδι, σε τι ποσοστό ανέρχεται η δυνατότητα περιορισμού της ζημίας της ενάγουσας, από την καταστροφή των αναφερομένων στο σκεπτικό της παρούσας ιχθυοκλωβών. Τέλος να αποφανθεί επί οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, το οποίο μπορεί να έχει επιρροή στη διάγνωση της διαφοράς.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 10.1.2018 και δημοσιεύθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 17.1.2018, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων.

            Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ