ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1054 /2018
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13-6-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στην …, 2) εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εδρεύει στην …, 3) εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εδρεύει στο …, 4) εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εδρεύει στο …, και 5) εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εδρεύει στο …, για τις οποίες προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, Γρηγόριος Τιμαγένης και Βασίλειος Σκουτέρης, και παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου Γρηγορίου Τιμαγένη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον Π……., όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975 όπως ισχύει, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) … του …, κατοίκου Π…..και 3) … … (άλλως …) του …, κατοίκου Π……, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, …, και παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου, 4) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στα …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) …, κατοίκου …, προσωρινά διαμένοντος στα …, 6) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον Π…..στα εκεί γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον Π…… στα εκεί γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον Π…….στα εκεί γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 9) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον Π……στα εκεί γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 10) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά εδρεύει στην πραγματικότητα στον Π……. στα εκεί γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και 11) εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στα …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 28-12-2016 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. α΄, 295 παρ. 1 εδ. α΄ και 297 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 294 ισχύει μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 του ίδιου ως άνω Κώδικα πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο, καθώς και ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως συνέπεια ότι αυτή (αγωγή) θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, ενώ η κατά τα ανωτέρω παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες, με δήλωση στις νομίμως κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του ως άνω Ν. 4335/2015) κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, παραδεκτώς παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ως προς τις έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη των εναγομένων, οι οποίες δεν έχουν καταθέσει προτάσεις. Επομένως, σύμφωνα και με τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει να θεωρηθεί, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, πως η κρινόμενη αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς τις εν λόγω εναγόμενες.
Από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, …, τις οποίες νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγουσες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής (συνοδευόμενης από επίσημη μετάφρασή της στην Αραβική θεωρημένη από το Υπουργείο Εξωτερικών) νομίμως και εμπροθέσμως επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (άρθρα 134 παρ. 1, 136 παρ. 1 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 του άρθ. 215 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ως εκ της προσωρινής διαμονής του πέμπτου εναγομένου και της έδρας της τέταρτης και της ενδέκατης των εναγόμενων εταιρειών στα …, τα οποία δεν έχουν υπογράψει ούτε έχουν προσχωρήσει στην από 15-11-1965 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης «Για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 1334/1983 και εξακολουθεί να ισχύει για επιδόσεις προς συμβαλλόμενα Κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως {για επιδόσεις προς Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει από 13-11-2008 ο Κανονισμός (Ε.Κ.) 1.393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, με τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που αναφέρονται σε αυτόν}, και ως εκ τούτου αρκεί για το νομότυπο της επίδοσης προς πρόσωπα με κατοικία ή διαμονή ή έδρα στο κράτος αυτό η κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, η δε επίδοση θεωρείται συντελεσθείσα μόλις παραδοθεί το επιδοτέο έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξαρτήτως του χρόνου αποστολής και παραλαβής του από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (ΑΠ 110/2001 ΕλλΔνη 42. 1586). Σημειωτέον δε ότι, όπως προκύπτει την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, …, την οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγουσες, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής (συνοδευόμενης από επίσημη μετάφρασή της στην Αγγλική) νομίμως και εμπροθέσμως επιδόθηκε και στην κατοικία του πέμπτου εναγομένου στον Καναδά μέσω του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς {άρθρα 2-6 του ανωτέρω Ν. 1334/1983, ο οποίος κύρωσε τη Σύμβαση της Χάγης για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, στην οποία (Σύμβαση) ο Καναδάς είναι συμβαλλόμενο μέρος}, καθώς και απευθείας με κούριερ {βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τις ενάγουσες φορτωτική της εταιρείας UPS με αριθμό Η8894304735 και ημερομηνία 20-1-2017, σε συνδυασμό με τη σχετική συνοδευτική επιστολή (στην οποία περιγράφονται τα προς επίδοση έγγραφα και η οποία αποτελεί αναπόσπαστο σώμα της φορτωτικής) και την από 25-1-2017 βεβαίωση της εν λόγω εταιρείας κούριερ περί παράδοσης στην οικία του πέμπτου εναγομένου στις 23-1-2017}, σύμφωνα με το άρθρο 10(α) του ανωτέρω Ν. 1334/1983, που προβλέπει τη δυνατότητα απευθείας ταχυδρομικής επίδοσης δικογράφων στην αλλοδαπή, εκτός αν το κράτος προορισμού δηλώνει ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα αυτή, καθώς ο Καναδάς εν προκειμένω δεν έχει προβεί σε σχετική δήλωση, άρα επιτρέπει την ταχυδρομική επίδοση στο έδαφός του (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες εκτύπωση από την ιστοσελίδα του Διεθνούς Οργανισμού της Χάγης). Περαιτέρω, η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο κατά την ορισθείσα δικάσιμο που διαλαμβάνεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των τέταρτης, πέμπτου και ενδέκατης των εναγομένων (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του ως άνω Ν. 4335/2015). Οι τελευταίοι, όμως, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, αφού δεν κατέθεσαν προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, ως ισχύει κατά τα ανωτέρω, και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 115 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 και το άρθρο 115 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 και πρώτο παρ. 2 αντίστοιχα του ως άνω Ν. 4335/2015).
Με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγουσες, πλοιοκτήτριες των αναφερομένων στο δικόγραφο φορτηγών πλοίων, εκθέτουν ότι, δυνάμει συμβάσεως που συνήφθη προφορικά τον Ιούλιο του 2012 μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγόμενης ναυλομεσιτικής εταιρείας, η οποία εδρεύει τυπικά μόνο στις Νήσους Μάρσαλ και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, όπου ασκείται η διοίκησή της και λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τη διαχείριση των δραστηριοτήτων της από τον τρίτο εναγόμενο, βασικό ιδιοκτήτη της (α΄ εναγομένης) και υπεύθυνο αυτής για τη μεσιτεία στις ναυλώσεις, ο οποίος χειρίζεται τις σχέσεις με τους πλοιοκτήτες και τους ναυλωτές και εκπροσωπεί την πρώτη εναγομένη στις σχετικές διαμεσολαβήσεις και συναλλαγές, χρησιμοποιώντας τον δεύτερο εναγόμενο και μοναδικό διευθυντή της εν λόγω εταιρείας, ανατέθηκε στην πρώτη (εναγομένη) να εξευρίσκει ναυλώσεις για τα πλοία τους (εναγουσών) έναντι μεσιτικής αμοιβής (προμήθειας) 1,25% επί του χρονοναύλου˙ ότι, ενώ οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι βρήκαν ναυλώσεις κατά ταξίδι χωρίς πληρωμή επισταλιών για τα ανωτέρα πλοία για μεταφορά χαλικιών ασβεστόλιθου ή άλλων αδρανών υλικών από και προς λιμένες του Περσικού Κόλπου, με ναυλώτρια την τέταρτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ιδιοκτήτης, διευθυντής και εκπρόσωπος είναι ο πέμπτος εναγόμενος, εντούτοις αυτοί (τρείς πρώτοι εναγόμενοι), παραβιάζοντας την υποχρέωση πίστης που είχαν απέναντι στις ίδιες (ενάγουσες), λόγω της ιδιότητάς τους ως μεσιτών τους που τους είχαν αναθέσει τη ναύλωση των πλοίων τους, αντί να τους υποδείξουν ως ναυλώτρια την τέταρτη εναγομένη και να συναφθούν ναυλώσεις μεταξύ αυτών (εναγουσών) και της τελευταίας, παρενέβαλαν μεταξύ τους δικές τους εταιρίες, ήτοι τις έκτη, έβδομη και όγδοη των εναγομένων, τις οποίες συνέστησαν τυπικά στα Νησιά Μάρσαλ, ενώ η πραγματική τους έδρα βρίσκεται στην Ελλάδα και μάλιστα στα γραφεία της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων), όπου ασκείται η διοίκησή τους από τον τρίτο εναγόμενο, αποκλειστικά για το σκοπό να ναυλώνουν τα ως άνω πλοία, χωρίς να έχουν επιχειρηματική υπόσταση ή εγκατάσταση ή οργάνωση ή προσωπικό, με χρονοναυλοσύμφωνα κατά ταξίδι, δηλαδή χρονοναύλωση με ημερήσιο ναύλο, η οποία θα διαρκούσε όσο ένα ή περισσότερα ταξίδια, και στην συνέχεια να τα υπεκναυλώνουν στην τέταρτη εναγόμενη εταιρεία˙ ότι αποτέλεσμα των ανωτέρω αντισυμβατικών και παράνομων πράξεων των τριών πρώτων εναγομένων ήταν ότι η μεν τέταρτη εναγόμενη εταιρεία, ως υποναυλώτρια, παρακρατούσε τη συμφωνηθείσα προμήθεια ναυλωτή (address commission) ύψους 3,75% επί του ναύλου της υπεκναύλωσης των πλοίων από τις έκτη, έβδομη και όγδοη των εναγόμενων εταιρειών στην ίδια, ενώ οι εταιρίες αυτές (στ΄, ζ΄ και η΄ εναγόμενες) παρακρατούσαν και καρπώνονταν άλλη μια συμφωνηθείσα προμήθεια ναυλωτή (address commission), ήτοι άλλο ένα 3,75% επί του ναύλου (των ναυλώσεων των πλοίων των εναγουσών προς τις τελευταίες), έτσι ώστε οι ίδιες (ενάγουσες) να εισπράττουν ένα ναύλο μειωμένο κατά (3,75 + 3,75=) 7,50%, ενώ έπρεπε να εισπράττουν ναύλο μειωμένο μόνο κατά 3,75%˙ ότι στις προεκτιθέμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις των τριών πρώτων εναγομένων συνεργοί υπήρξαν αφενός η ενδέκατη εναγομένη που είναι εταιρεία παροχής ναυλομεσιτικών και γενικότερα συμβουλευτικών υπηρεσιών με έδρα στο Ντουμπάι και ανήκει στον πέμπτο εναγόμενο, έχει δε στενή συνεργασία και κοινούς εκπροσώπους με την πρώτη εναγομένη, στην οποία (ενδέκατη εναγομένη) σε πολλές περιπτώσεις ναυλώσεων οι ίδιες (ενάγουσες), κατ’ εντολή της πρώτης εναγομένης, κατέβαλαν τη συμφωνημένη μεσιτική προμήθεια του 1,25% για λογαριασμό της (α΄ εναγομένης), αφετέρου οι τέταρτη και πέμπτος των εναγομένων, επειδή γνώριζαν ότι η ίδια η πρώτη εξ αυτών (δ΄ εναγομένη) ήταν η de facto ναυλώτρια των επίδικων πλοίων τους (εναγουσών) και παρά ταύτα διευκόλυναν τις ως άνω ενδιάμεσες ναυλώτριες εταιρείες στέλνοντας το μέρος του ναύλου που ήταν πληρωτέο στις ίδιες (ενάγουσες) απευθείας στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και δημιουργώντας σε αυτές (ενάγουσες) την εσφαλμένη εντύπωση ότι η τέταρτη εναγομένη ήταν η διαχειρίστρια ή πράκτορας εταιρεία των «δήθεν» ναυλωτριών, καθώς τους είχε αποκρυβεί η ύπαρξη των προεκτιθέμενων υποναυλοσυμφώνων, ενώ παράλληλα και εν αγνοία τους (εναγουσών) έστελναν σε προσωπικούς λογαριασμούς των 3 πρώτων εναγομένων την παράνομη προμήθεια 3,75%, που οι ενδιάμεσες ναυλώτριες υποτίθεται ότι εδικαιούντο από τις ναυλώσεις των επίδικων πλοίων˙ ότι, περί το τέλος του 2015, που η απόδοση των υπεκναυλώσεων στην τέταρτη εναγομένη ήταν μικρότερη από τις υποχρεώσεις των ενδιάμεσων ναυλωτριών, λόγω του κατά τα ανωτέρω διαφορετικού τρόπου υπολογισμού του οφειλόμενου ναύλου σε έκαστη περίπτωση, και άρχισαν να εμφανίζονται καθυστερήσεις στις πληρωμές των ναύλων σ’ αυτές (ενάγουσες), οι 3 πρώτοι εναγόμενοι συνέστησαν άλλες δύο εταιρίες, ήτοι την ένατη και δέκατη εναγόμενες, τις οποίες εμφάνιζαν ως νέους αξιόπιστους ναυλωτές και έπειθαν με αυτές τις ψευδείς παραστάσεις τις ίδιες (ενάγουσες) να προχωρήσουν σε νέες ναυλώσεις των ως άνω πλοίων τους, στις οποίες πάντα από πίσω ως υποναυλώτρια υπήρχε μόνο η τέταρτη εναγόμενη εταιρεία, με αποτέλεσμα για όλες τις ναυλώσεις του 2016 να μείνουν μεγάλα απλήρωτα υπόλοιπα ναύλων, γεγονός που γνώριζαν όλοι οι εναγόμενοι εκ των προτέρων, αφού με τα προπεριγραφόμενα δεδομένα που εκείνοι απέκρυψαν από τις ίδιες (ενάγουσες) οι οφειλόμενοι για το έτος 2016 ναύλοι κατευθύνονταν για την κάλυψη ελλειμμάτων προηγούμενων ναυλώσεων. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, οι ενάγουσες ζητούν, όπως παραδεκτά περιορίστηκε εν μέρει, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), το καταψηφιστικό αίτημά τους σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις νομίμως κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, α) να υποχρεωθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημερομηνία επέλευσης της αντίστοιχης ζημίας που υπέστησαν οι ίδιες (ενάγουσες), αφού αυτή (ζημία), κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο, είναι – πλην του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης – σε δολάρια ΗΠΑ, τους οφειλόμενους ναύλους και λοιπές συμφωνηθείσες χρεώσεις του έτους 2016, ήτοι στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) €304.096, στη δεύτερη €220.610,56, στην τρίτη €390.850,91, στην τέταρτη €504.777,68 και στην πέμπτη €237.428,09, και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους (εναγομένων) να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση, με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημερομηνία επέλευσης της αντίστοιχης ζημίας, 1) την παρανόμως παρακρατηθείσα προμήθεια ναυλωτή 3,75% επί των ναύλων, ήτοι στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) €246.915,28, στη δεύτερη €207.709,86, στην τρίτη €178.778,75, στην τέταρτη €256.504,65 και στην πέμπτη €156.907,62, 2) τη μεσιτική προμήθεια 1,25% επί των ναύλων, που παρανόμως έλαβαν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι με συνέργεια των λοιπών (εναγομένων), ήτοι στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) €83.980,68, στη δεύτερη €69.236,62, στην τρίτη €59.592,92, στην τέταρτη €85.501,55 και στην πέμπτη €52.302,54, και 3) το ποσό των €50.000 σε έκαστη εξ αυτών (εναγουσών) ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους (εναγομένων), συνιστάμενη στην τρώση του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής υπόληψης αυτών (εναγουσών), αφαιρουμένου του ποσού των 44,00 ευρώ, ως προς το οποίο οι ίδιες (ενάγουσες) επιφυλάχθηκαν προκειμένου να το διεκδικήσουν για την ίδια αιτία κατά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου, επικουρικά, επειδή η ζημία των εναγουσών, όπως προαναφέρθηκε, είναι (πλην του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) σε δολάρια ΗΠΑ: α) να υποχρεωθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος τους οφειλόμενους ναύλους και λοιπές συμφωνηθείσες χρεώσεις του έτους 2016, ήτοι στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) δολ. ΗΠΑ 338.519,67, στη δεύτερη δολ. ΗΠΑ 245.583,68, στην τρίτη δολ. ΗΠΑ 435.095,23, στην τέταρτη δολ. ΗΠΑ 561.918,51 και στην πέμπτη δολ. ΗΠΑ 264.304,95, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών κατά το χρόνο καταβολής, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών με την ισοτιμία του χρόνου κατάθεσης της αγωγής, και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους (εναγομένων) να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση, την παρανόμως παρακρατηθείσα προμήθεια ναυλωτή 3,75% και τη μεσιτική προμήθεια 1,25% επί των ναύλων, ήτοι δολ. ΗΠΑ 426.285,7 στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών), δολ. ΗΠΑ 350.246,24 στη δεύτερη, δολ. ΗΠΑ 299.018,77 στην τρίτη, δολ. ΗΠΑ 431.016,44 στην τέταρτη και δολ. ΗΠΑ 254.767,92 στην πέμπτη, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών κατά το χρόνο καταβολής, άλλως το σε ευρώ ισόποσο αυτών με την ισοτιμία του χρόνου κατάθεσης της αγωγής, πλέον του ποσού των €50.000 σε εκάστη εξ αυτών (εναγουσών) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο για όλα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος των εναγόμενων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264 και 263 στοιχ. β΄ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 263 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι, αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά τη συζήτηση και, στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 του ίδιου ως άνω Κώδικα με τις προτάσεις, η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία (ΑΠ 1328/2001 ΕΕΝ 2003. 7). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 της από 10-6-1958 Συμβάσεως της Νέας Υόρκης «Περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», η οποία κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 4220/19-9-1961 και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 8/1997 ΕλλΔνη 38. 764), από τη Μεγάλη Βρετανία δε κυρώθηκε το έτος 1975 ώστε αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο και αυτού του Κράτους, «1. Έκαστον των συμβαλλομένων Κρατών αναγνωρίζει την συμφωνίαν δια της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν απάσας τας διαφοράς ή ωρισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφύωσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομον σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν, αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως δια διαιτησίας. 2. Νοείται δια του όρου “έγγραφος συμφωνία” διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει ή συνυποσχετικόν, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών ή περιέχονται εις ανταλλαγήν επιστολών ή τηλεγραφημάτων». Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, εάν σε σύμβαση (εμπορικού ή μη χαρακτήρα) έχει τεθεί ρήτρα περί υπαγωγής του συνόλου ή μέρους των εξ αυτής αναφυομένων διαφορών σε διαιτησία, το πολιτικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προβλήθηκε εγκαίρως από διάδικο (κατά τα άρθρα 263 και 870 ΚΠολΔ – ΑΠ 1006/1999 ΕλλΔνη 40. 1714) η ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, έχει την εξουσία να κρίνει παρεμπιπτόντως το κύρος της συμφωνίας αυτής κατά το δίκαιο που διέπει τον τύπο και το περιεχόμενό της, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 11 και 25 ΑΚ (ΕφΠειρ 237/2007 ΕΝΔ 2007. 19, 702/2003 ΔΕΕ 2004. 936, 278/1989 ΕΕμπΔ 1989. 277, Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 1988, σ. 141). Στην προκείμενη περίπτωση, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, με τις νομίμως κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στη διαιτητική ρήτρα που περιέχεται στα συναφθέντα μεταξύ των εναγουσών και των ναυλωτριών εταιρειών (6-10 εναγομένων) ναυλοσύμφωνα, επειδή αυτά αποτελούν «γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου» ως τρίτης νοούμενης της πρώτης εναγομένης, η μεσιτική αμοιβή 1,25% της οποίας προβλέπεται στα εν λόγω ναυλοσύμφωνα. Ο ως άνω ισχυρισμός συνιστά, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη, ένσταση εκ του άρθρου 263 ΚΠολΔ, η οποία παραδεκτώς προτάθηκε με τις προτάσεις των τριών πρώτων εναγομένων. Ως προς τη βασιμότητα αυτού λεκτέα τα εξής: Σε όλα τα επίδικα ως άνω ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διάδικων πλευρών, υπάρχει ρήτρα επιλογής του αγγλικού ως εφαρμοστέου δικαίου. Επομένως, το κύρος και η έκταση εφαρμογής της προεκτιθέμενης διαιτητικής ρήτρας θα κριθεί με βάση το αγγλικό δίκαιο, από το οποίο θα κριθεί και αν τρίτα, μη συμβαλλόμενα μέρη στα ναυλοσύμφωνα (όπως οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι), υπάγονται στη διαιτητική αυτή ρήτρα και έχουν δικαίωμα επίκλησής της. Οι διατάξεις του αγγλικού δικαίου που είναι εν προκειμένω εφαρμοστέες είναι αυτές του Νόμου περί Συμβάσεων (Δικαιώματα Τρίτων Μερών) του 1999 [Contracts (Rights of Third Parties) Act 1999] και συγκεκριμένα τα άρθρα 1 και 8 αυτού που προβλέπουν τα εξής: «1. Δικαίωμα τρίτου μέρους να επιδιώξει την εφαρμογή συμβατικού όρου. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων αυτού του Νόμου, ένα πρόσωπο που δεν είναι μέρος σε μία σύμβαση (το «τρίτο μέρος») μπορεί να επιδιώξει εξ ιδίου δικαίου την εφαρμογή ενός όρου της σύμβασης εάν: (α) η σύμβαση ρητά προβλέπει ότι δικαιούται ή (β) υπό την επιφύλαξη της υποπαραγράφου (2), ο όρος αποσκοπεί στο να απονείμει ένα όφελος σε αυτό, (2) η υποπαράγραφος 1(β) δεν εφαρμόζεται αν, κατά την ορθή ερμηνεία της σύμβασης, φαίνεται ότι τα μέρη δεν ήθελαν ο όρος να είναι επιδιώξιμος από το τρίτο μέρος, (3) το τρίτο μέρος πρέπει να ταυτοποιείται ρητά στη σύμβαση με το όνομά του, ως μέλος ομάδας ή ως ανταποκρινόμενο σε μία ιδιαίτερη περιγραφή, αλλά δεν απαιτείται να υφίσταται όταν συνάπτεται η σύμβαση, (4) αυτό το άρθρο δεν παρέχει δικαίωμα σε ένα τρίτο μέρος να επιδιώξει την εφαρμογή ενός όρου μίας σύμβασης, άλλως παρά υπό την επιφύλαξη και σύμφωνα με οιουσδήποτε άλλους σχετικούς όρους της σύμβασης, (5) για τους σκοπούς της άσκησης του δικαιώματός του να επιδιώξει την εφαρμογή ενός όρου της σύμβασης, θα παρέχεται στο τρίτο μέρος οποιοδήποτε βοήθημα το οποίο θα ήταν διαθέσιμο σε αυτό σε μία αγωγή για παράβαση της σύμβασης αν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση (και οι κανόνες σχετικά με τις ζημίες, τα ασφαλιστικά μέτρα, την καταδίκη σε εκπλήρωση και άλλη ικανοποίηση θα εφαρμόζονται αναλόγως), (6) όπου ένας συμβατικός όρος απαλλάσσει από, ή περιορίζει, την ευθύνη σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα, οι αναφορές σε αυτό το Νόμο στο τρίτο μέρος που επιδιώκει την εφαρμογή του όρου θα ερμηνεύονται ως αναφορές στην επίκληση από το τρίτο μέρος της απαλλαγής ή του περιορισμού, (7) σε αυτό το Νόμο, σε σχέση με ένα συμβατικό όρο που είναι επιδιώξιμος από ένα τρίτο μέρος: «ο παρέχων την υπόσχεση» σημαίνει το συμβαλλόμενο μέρος κατά το οποίου ο όρος είναι επιδιώξιμος από το τρίτο μέρος, και «ο λήπτης της υπόσχεσης» σημαίνει το συμβαλλόμενο μέρος από το οποίο ό όρος είναι επιδιώξιμος κατά του παρέχοντος την υπόσχεση. 8. Όροι για διαιτησία: (1) όπου (α) το δικαίωμα κάτω από το άρθρο 1 να επιδιωχθεί η εφαρμογή ενός όρου («ο ουσιαστικός όρος») υπόκειται σε έναν όρο που προβλέπει την υπαγωγή των διαφορών σε διαιτησία («η συμφωνία διαιτησίας»), και (β) η συμφωνία διαιτησίας είναι μία έγγραφη συμφωνία για τους σκοπούς του Μέρους I του Νόμου περί Διαιτησίας του 1996, το τρίτο μέρος θα θεωρείται για τους σκοπούς αυτού του Νόμου σαν μέρος στη συμφωνία διαιτησίας, αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ αυτού και του παρέχοντος την υπόσχεση που σχετίζονται με την επιδίωξη της εφαρμογής του ουσιαστικού όρου από το τρίτο μέρος, (2) όπου (α) ένα τρίτο μέρος έχει δικαίωμα κάτω από το άρθρο 1 να επιδιώξει την εφαρμογή ενός όρου που προβλέπει την υπαγωγή σε διαιτησία μίας ή περισσοτέρων κατηγοριών διαφορών μεταξύ του τρίτου μέρους και του παρέχοντος την υπόσχεση («η συμφωνία διαιτησίας»), (β) η συμφωνία διαιτησίας είναι μία έγγραφη συμφωνία για τους σκοπούς του Μέρους I του Νόμου περί Διαιτησίας του 1996, και (γ) το τρίτο μέρος δεν θεωρείται μέρος στη συμφωνία διαιτησίας κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου (1), το τρίτο μέρος, εάν ασκήσει το δικαίωμα, θα θεωρείται για τους σκοπούς του Νόμου ως μέρος στη συμφωνία διαιτησίας σε σχέση με το θέμα για το οποίο ασκείται το δικαίωμα, και θα θεωρείται ότι ήταν τέτοιο μέρος αμέσως πριν την άσκηση του δικαιώματος.». Το ανωτέρω άρθρο 1 του Νόμου περί Συμβάσεων (Δικαιώματα Τρίτων Μερών) του 1999 προβλέπει σε ποιες περιπτώσεις ένα τρίτο μη συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να απαιτήσει απευθείας την εκπλήρωση της παροχής που υποσχέθηκε το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο. Οι περιπτώσεις αυτές είναι είτε η ρητή συμφωνία των μερών είτε η απονομή από ένα συμβατικό όρο ενός οφέλους προς το τρίτο μέρος (υπό την επιφύλαξη όμως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ότι τα μέρη δεν ήθελαν ο όρος αυτός να μην είναι επιδιώξιμος από το τρίτο μέρος). Το άρθρο δε 8 του εν λόγω Νόμου έρχεται να συμπληρώσει από δικονομικής/διαδικαστικής σκοπιάς το άρθρο 1 και ορίζει ότι μία διαιτητική ρήτρα που περιέχεται στη σύμβαση παρέχει στο τρίτο μέρος τη δυνατότητα να προσφύγει σε διαιτησία σε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη περίπτωση (άρθ. 8. παρ. 1) είναι όταν το δικαίωμα/όφελος που παρέχεται και είναι επιδιώξιμο σύμφωνα με το άρθρο 1 του Νόμου αυτού από το τρίτο μέρος καταλαμβάνεται, ως προς τις διαφορές που ανακύπτουν σε σχέση με αυτό, από τη διαιτητική ρήτρα. Στην περίπτωση αυτή, η διαιτητική ρήτρα είναι το δικονομικό παρακολούθημα του ουσιαστικού δικαιώματος του τρίτου μέρους και, αφού οι διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων αναφορικά με το ουσιαστικό αυτό δικαίωμα θα υπάγονταν σε διαιτησία, ομοίως και οι διαφορές μεταξύ του υποσχεθέντος συμβαλλομένου και του τρίτου σε σχέση με αυτό το δικαίωμα/όφελος θα υπάγονται κι αυτές στην ίδια διαιτησία. Εδώ δηλαδή το ουσιαστικό δικαίωμα συμπαρασύρει μαζί του και τη διαιτητική ρήτρα που το συνοδεύει, έτσι ώστε αυτή να ισχύει και υπέρ του τρίτου (αν και η ίδια η διαιτητική ρήτρα αυτή καθ’ αυτή δεν προβλέπει, ούτε κατά το γράμμα της ούτε κατά τη ερμηνεία της, την επέκταση της εφαρμογής της και στο τρίτο μέρος). Η δεύτερη περίπτωση (άρθρ. 8 παρ. 2) είναι όταν η ίδια η διαιτητική ρήτρα προβλέπει (είτε ρητά είτε κατά την ορθή ερμηνεία της) το δικαίωμα του τρίτου μέρους να την επικαλεστεί για κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών. Στην ένδικη διαφορά δεν συντρέχει οιαδήποτε από τις ανωτέρω δύο περιπτώσεις, δεδομένου ότι στην πρώτη εξ αυτών η διαιτητική ρήτρα παρακολουθεί μόνο το δικαίωμα του τρίτου μέρους κι όχι απαιτήσεις κατ’ αυτού όπως η επίδικη αξίωση, ενώ, αναφορικά με τη δεύτερη (περίπτωση), δεν προκύπτει ούτε οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η επικαλούμενη διαιτητική ρήτρα προβλέπει (είτε ρητά είτε κατά την ορθή ερμηνεία της) το δικαίωμα του τρίτου μέρους, ήτοι εν προκειμένω της πρώτης εναγομένης, να την επικαλεστεί για κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών μεταξύ των οποίων και η ένδικη αξίωση αποζημίωσης των εναγουσών. Άλλωστε, ο προεκτιθέμενος Νόμος περί Συμβάσεων (Δικαιώματα Τρίτων Μερών) του 1999 αφορά σε «συμβάσεις υπέρ τρίτου», δηλαδή σε συμβάσεις που παρέχουν δικαιώματα σε τρίτα μέρη και ρυθμίζει τα δικαιώματα αυτά. Δεν αφορά γενικώς στις έννομες σχέσεις των συμβαλλομένων με τρίτα μη συμβαλλόμενα μέρη. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την επικαλούμενη από τους τρεις πρώτους εναγομένους απόφαση του Αγγλικού Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (High Court of Justice) στην υπόθεση Nisshin Shipping Co Ltd κατά Cleaves & Company Ltd and Others, καθόσον σε εκείνη την υπόθεση οι ναυλομεσίτες διεκδίκησαν τη μεσιτική αμοιβή τους απευθείας κατά των πλοιοκτητών, στηριζόμενοι στον όρο των ναυλοσυμφώνων (μεταξύ πλοιοκτητών και ναυλωτών) που προέβλεπε την πληρωμή της προμήθειας σε αυτούς, μολονότι οι ναυλομεσίτες δεν ήταν συμβαλλόμενα μέρη στα ναυλοσύμφωνα, και το αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος όρος των ναυλοσυμφώνων, που προέβλεπε τη μεσιτική αμοιβή των ναυλομεσιτών, ήταν ένας όρος που μπορούσαν να επικαλεστούν ευθέως οι ναυλομεσίτες ως τρίτοι, δυνάμει του άρθρου 1 του Νόμου περί Συμβάσεων (Δικαιώματα Τρίτων Μερών) του 1999. Στη συνέχεια δε έκρινε ότι οι ναυλομεσίτες δεσμεύονταν και από τη διαιτητική ρήτρα που υπήρχε στα ναυλοσύμφωνα, δυνάμει του άρθ. 8 παρ. 1 του ως άνω Νόμου και άρα μπορούσαν να επιδιώξουν την αμοιβή τους μόνο με διαιτησία. Εντούτοις, το εν λόγω Δικαστήριο περιόρισε σαφώς την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 στην επιδίωξη από το τρίτο μέρος (και όχι κατά του τρίτου μέρους) δικαιώματος που η σύμβαση απονέμει σε αυτό (και όχι αξιώσεως κατ’ αυτού). Τον περιορισμό αυτό, μάλιστα, διατύπωσαν ρητώς και οι Επεξηγηματικές Σημειώσεις (Explanatory Notes) που το αγγλικό Υπουργείο Δικαιοσύνης (Lord Chancellor’s Department) έδωσε στα μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων όταν συζητούσαν τη ψήφιση του Νόμου περί Συμβάσεων (Δικαιώματα Τρίτων Μερών) του 1999. Στις Επεξηγηματικές αυτές Σημειώσεις σχετικά με το άρθρο 8 του ως άνω Νόμου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα, τα οποία αποδέχεται και το ανωτέρω αγγλικό Δικαστήριο (στην παρ. 36 της απόφασής του): «Διαφορές … που σχετίζονται με την επιδίωξη της εφαρμογής του ουσιαστικού όρου από το τρίτο μέρος [είναι μία έκφραση που] αποσκοπεί να έχει ένα ευρύ πεδίο και να συμπεριλαμβάνει διαφορές μεταξύ του τρίτου μέρους (που επιδιώκει την εφαρμογή του όρου) και του παρέχοντος την υπόσχεση αναφορικά με το κύρος, την ερμηνεία, την ύπαρξη ή την εκπλήρωση του όρου, το δικαίωμα του τρίτου μέρους να επιδιώξει την εφαρμογή του όρου, τη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου ή την αναγνώριση και εκτέλεση μίας διαιτητικής απόφασης. Αλλά για την αποφυγή της επιβολής ενός «καθαρού» βάρους στο τρίτο μέρος, δεν καλύπτει, για παράδειγμα, μία ξεχωριστή διαφορά σε σχέση με μία αξίωση για αποζημίωση εξ αδικήματος του παρέχοντος την υπόσχεση κατά του τρίτου μέρους.». Συνεπώς, η απόφαση δέχεται ρητώς ότι το άρθ. 8 παρ. 1 δεν καλύπτει αξιώσεις εξ αδικήματος του συμβαλλομένου κατά του τρίτου μέρους. Η θέση αυτή, μάλιστα, επιβεβαιώθηκε με τη μεταγενέστερη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Fortress Value Recovery Fund I LLC and others v. Blue Skye Special Opportunities Fund LP and others, καθώς και με τη γνωμοδότηση του αγγλικού δικηγορικού γραφείου Ince & Co, τις οποίες νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγουσες. Κατ’ ακολουθίαν, με τα επικαλούμενα από τους τρεις πρώτους εναγομένους ναυλοσύμφωνα υπήχθη στη διαιτησία μόνο η αξίωση της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων) για τη μεσιτική αμοιβή της και όχι οι επίδικες απαιτήσεις των εναγουσών κατά των πρώτων για αποζημίωση από αδικοπραξία, δεδομένου, εκτός των άλλων, ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «τρίτα μέρη» με την προεκτιθέμενη έννοια του αγγλικού Νόμου περί Συμβάσεων (Δικαιώματα Τρίτων Μερών) του 1999, αφού στα ανωτέρω ναυλοσύμφωνα δεν αναφέρονται ούτε ως τρίτοι και συνεπώς δεν έχουν δικαίωμα επίκλησης της διαιτητικής ρήτρας αυτών (ναυλοσυμφώνων). Επομένως, απορριπτομένης ως νόμω αβάσιμης της ενστάσεως ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία, η υπό κρίση αγωγή, με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 και 74 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης), συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ).
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 297, 330 και 914 ΑΚ, αδικοπραξία μπορεί να τελεσθεί και με τη μορφή της απάτης, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί ή ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, προϋποθέσεις δε της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου ή του από αυτόν προστηθέντος, το παράνομο της πράξης ή της παράλειψης αυτών και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που έχει επέλθει. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 2212/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 820/2002 ΕλλΔνη 44. 967, 906/2001 ΕλλΔνη 44. 122). Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της επελθούσας ζημίας υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με βάση τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ως άνω αποζημίωση είναι η ζημία και ο νόμιμος λόγος ευθύνης. Όμως ο νόμιμος λόγος ευθύνης δεν καλύπτει οποιαδήποτε ζημία που τυχόν προκλήθηκε, αλλά μόνον εκείνη που είναι συνέπεια αυτού, δηλαδή μεταξύ της ζημίας και του νόμιμου λόγου ευθύνης πρέπει να υπάρχει η προαναφερθείσα συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που αποτελεί την τρίτη αυτοτελή προϋπόθεση της υποχρέωσης για αποζημίωση. Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ακριβούς έννοιας της αιτιώδους συνάφειας η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non) έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού, ως οδηγούσα σε ανεπιεική για τον οφειλέτη αποτελέσματα, και κρατούσα πλέον είναι η θεωρία της πρόσφορης αιτίας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή για να καταλογισθεί στον οφειλέτη μια ζημία πρέπει η ζημιογόνος αιτία να έχει γενικώς την τάση αλλά και την ικανότητα να οδηγήσει στη ζημία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αλλά και με βάση τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων. Το αντίθετο συμβαίνει για τις ζημίες που προκλήθηκαν από ένα απρόοπτο, τυχαίο και έκτακτο περιστατικό, που οφείλεται στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. και ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36. 577, ΑΠ 493/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1714/1999 ΕλλΔνη 41. 867). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 299 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία δημιουργεί νόμιμη υποχρέωση αποζημίωσης. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη ζημία του, ο βαθμός του πταίσματος του υπαιτίου και η περιουσιακή κατάσταση των μερών (ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 45. 83, 1516/1999 ΕλλΔνη 44. 1273). Ειδικά δε στην περίπτωση που η εν λόγω αγωγή ασκείται από νομικό πρόσωπο, υπέρ του οποίου καθιδρύεται πρωτογενώς αξίωση από ηθική βλάβη μόνον εφόσον με την αδικοπραξία ή αξιόποινη πράξη που τελείται σε βάρος του πλήττεται η πίστη, η υπόληψη, η δραστηριότητα ή το μέλλον του (ΕφΑθ 1191/2001 ΕλλΔνη 43. 1066, ΕφΘεσ 1735/1993 ΕλλΔνη 35. 676), τα τελευταία αυτά στοιχεία πρέπει επίσης να περιέχονται σ’ αυτή (αγωγή), γιατί η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται – όπως στα φυσικά πρόσωπα – σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το αιτούμενο τη χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει (βλ. και ΑΠ 488/1983 ΝοΒ 32. 268, 133/1981 ΝοΒ 30. 304, ΕφΑθ 4556/2005 ΕλλΔνη 2007. 868). Τέλος, αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301, ΕφΑθ 2855/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) όσον αφορά στην αγωγική βάση εκ της μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης εναγομένης καταρτισθείσας συμβάσεως ναυλομεσιτείας και ειδικότερα αναφορικά με την αιτούμενη επιστροφή της καταβληθείσας εκ μέρους των εναγουσών μεσιτικής προμήθειας, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1β και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της έδρας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, και β) ως προς την επικαλούμενη αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 4 παρ. 3, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας με την οποία, κατά τα μνημονευόμενα στην αρχή της παρούσας περί της πραγματικής έδρας στην Ελλάδα (Πειραιάς) της πρώτης εναγόμενης ναυλομεσιτικής εταιρείας και των αντισυμβαλλόμενων των εναγουσών ναυλωτριών εταιρειών, όπου ελάμβανε χώρα και η επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου, ιδιοκτήτη της πρώτης (εναγομένης), και και του δεύτερου εναγομένου, μοναδικού διευθυντή αυτής (α΄ εναγομένης), εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό από τη χώρα που επήλθε η ζημία (Λιβερία και Νήσοι Μάρσαλ, όπου οι έδρες των εναγουσών εταιρειών) η επικαλούμενη στο δικόγραφο αδικοπραξία. Εντούτοις, η αγωγή, ως προς το κονδύλιο της καταβληθείσας από τις ενάγουσες μεσιτικής προμήθειας, την απόδοση της οποίας αυτές ζητούν από τους εναγομένους, κρίνεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, τόσο ως προς τη βάση αυτής (αγωγής) εκ της αδικοπραξίας, λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επικαλούμενων από τις ενάγουσες πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων και της επελθούσας ζημίας, διότι η εν λόγω μεσιτική προμήθεια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με βάση τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, θα οφειλόταν βάσει της επίδικης συμβάσεως ναυλομεσιτείας και στην περίπτωση που δεν ελάμβαναν χώρα οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις και υποδεικνυόταν στις ενάγουσες ως ναυλώτρια η τέταρτη εναγομένη και συνάπτονταν ναυλώσεις μεταξύ αυτών (εναγουσών) και της τελευταίας, όσο και ως προς τη βάση εκ της καταρτισθείσας συμβάσεως ναυλομεσιτείας, αφού η επικαλούμενη από τις ενάγουσες προς θεμελίωση του εν λόγω κονδυλίου διάταξη του άρθρου 706 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο μεσίτης δεν έχει δικαίωμα αμοιβής αν ενήργησε και για τον άλλο συμβαλλόμενο, δεν προβλέπει υποχρέωση απόδοσης της τυχόν καταβληθείσας αμοιβής. Σημειώνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το απαραδέκτως, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. α΄ ΚΠολΔ, υποβληθέν το πρώτον με την κατατεθείσα προσθήκη στις έγγραφες προτάσεις των εναγουσών, αίτημα περί επιδικάσεως της αιτούμενης μεσιτικής προμήθειας βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ομοίως μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα είναι η αγωγή και ως προς το ερειδόμενο στις περί αδικοπραξιών διατάξεις κονδύλιο που αφορά στους οφειλόμενους ναύλους και τις λοιπές συμφωνηθείσες χρεώσεις του έτους 2016, διότι η μη εκπλήρωση των σχετικών συμβατικών υποχρεώσεων των ναυλωτριών εταιρειών δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις προπεριγραφόμενες αδικοπρακτικές πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων, αλλά αποτελεί μόνον αντισυμβατική συμπεριφορά των πρώτων (ναυλωτριών εταιρειών), η οποία τεκμαίρεται μεν ότι γίνεται υπαίτια, δεν αποτελεί όμως καθ’ εαυτή αδικοπραξία, και στην περίπτωση αυτή οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513, ΕφΔωδ 120/1991 ΕλλΔνη 36.398). Τέλος, ως προς το κονδύλιο της αιτούμενης προμήθειας ναυλωτή 3,75% επί των ναύλων, η ένδικη αγωγή, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής, με τρόπο σαφή και ορισμένο, ο συμφωνηθείς μεταξύ των ενδιάμεσων ναυλωτριών εταιρειών και της υποναυλώτριας τέταρτης εναγόμενης εταιρείας ναύλος ανά τόνο μεταφερόμενου φορτίου για έκαστο ταξίδι των πλοίων των εναγουσών, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να κρίνει αν οι τελευταίες (ενάγουσες) υπέστησαν ζημία και ειδικότερα την επικαλούμενη στο δικόγραφο ζημία που ισούται με την ως άνω παρακρατηθείσα προμήθεια ναυλωτή 3,75% επί των ναύλων από την υπαίτια παράλειψη της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και των εκπροσώπων της (β΄ και γ΄ εναγομένων) να υποδείξουν σ’ αυτές (ενάγουσες) ως ναυλώτρια την τέταρτη εναγομένη και να συναφθούν ναυλώσεις μεταξύ τους, δεδομένου ότι, όπως διαλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο, οι ενάγουσες εκναύλωναν τα ως άνω πλοία τους με χρονοναύλωση, ήτοι με σταθερό ημερήσιο ναύλο, ενώ η τέταρτη εναγομένη υποναύλωνε αυτά (πλοία) από τις ενδιάμεσες ναυλώτριες με ναύλο υπολογιζόμενο ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας του ταξιδιού, χωρίς πληρωμή επισταλιών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περιπτώσεις που ο ναύλος που προσέφερε η τέταρτη εναγομένη στις ενδιάμεσες ναυλώτριες υπολειπόταν αυτού που οι τελευταίες προσέφεραν στις ενάγουσες. Επαλλήλως με τα ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το μέρος που με την κρινόμενη αγωγή διώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν εκτίθεται πως από την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων επηρεάστηκε η πίστη, η υπόληψη, η δραστηριότητα ή το μέλλον των εναγουσών εταιρειών, ώστε να καθίσταται ορισμένο το σχετικό αγωγικό κονδύλιο. Κατ’ ακολουθίαν, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών και των τριών πρώτων εναγομένων στο σύνολό τους, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των τέταρτης, πέμπτου και ενδέκατης των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, ενώ διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης εις βάρος των ηττηθεισών εναγουσών δεν θα διαληφθεί ως προς τους ανωτέρω εναγομένους, διότι λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκε από αυτούς σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ ότι η κρινόμενη αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς τις έκτη, έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη των εναγομένων.
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των τέταρτης, πέμπτου και ενδέκατης των εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών και τριών πρώτων εναγομένων στο σύνολό τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ