ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3561/2020
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 4527/2253/2019)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, στερουμένης ελληνικού ΑΦΜ, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ζαφείρης Χατζηδημητρίου του Ιακώβου (ΑΜ/ΔΣΑ 8799), κάτοικος …, δυνάμει του από 21.10.2019 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο δικηγόρο, καθώς και από την πληρεξούσια δικηγόρο Ηρώ Μπέη του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ 30421), κάτοικο … δυνάμει του από 31.1.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οι παραπάνω πληρεξούσιοι δικηγόροι προσκόμισαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, κατοίκου …, για τους οποίους κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους Μαριλένα Παπαγρηγοράκη του Εμμανουήλ – Φαίδωνα (ΑΜ/ΔΣΠ 4072) και Δημήτριος Γιομελάκης του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 25857), κάτοικοι …, δυνάμει αντιστοίχως των από 30.9.2019 και 8.10.2019 πληρεξουσίων εγγράφων, που χορηγήθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου στο Neuilly-sur-Seine Hervé Clerc και του συμβολαιογράφου …υ Jeremy Brooker Burgess αντιστοίχως και τα οποία φέρουν επισημείωση (apostille) της από 5.10.1961 Σύμβασης της Χάγης, και εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πρώτη ως άνω δικηγόρο. Οι παραπάνω πληρεξούσιοι δικηγόροι προσκόμισαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. …/2019 και …/2019 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και 3) Της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, για την οποία κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Γεώργιος Παναγόπουλος του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΑ 31281), κάτοικος …, Γρηγόριος Τιμαγένης του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 1037) και Ιωάννης Τιμαγένης του Γρηγορίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3311), κάτοικοι …, δυνάμει του από 21.10.2019 πληρεξούσιου εγγράφου, που χορηγήθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου στο Δουβλίνο Ιρλανδίας Declan C. Hayes και φέρει επισημείωση (apostille) της από 5.10.1961 Σύμβασης της Χάγης, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους ως άνω δικηγόρους της Γεώργιο Παναγόπουλο και Ιωάννη Τιμαγένη. Οι παραπάνω πληρεξούσιοι δικηγόροι προσκόμισαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. …/2019, …/2019 και …/2019 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.5.2019 με ΓΑΚ 4527/15.5.2019 και με ΕΑΚ 2253/15.5.2019 αγωγή της, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 23.1.2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του μηχανοκίνητου φορτηγού πλοίου “…”, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, σημαίας …, το οποίο διαχειρίζεται η λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία «….», που διατηρεί νομίμως εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα (…). Ότι η πρώτη εναγόμενη είναι ναυλομεσιτική εταιρεία και, μεταξύ άλλων υπηρεσιών που παρέχει, εκπονεί εκτιμήσεις σχετικά με την εμπορική αξία πλοίων, ο δεύτερος εναγόμενος ήταν μέχρι πρόσφατα στέλεχος αυτής στο γραφείο της στο … και η τρίτη εναγόμενη εταιρεία, θυγατρική της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», παρέχει χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες. Ότι για την αγορά του προαναφερθέντος πλοίου της τής χορηγήθηκε από τη βρετανική τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» (…), δυνάμει της από 30.1.2015 σύμβασης δανείου, που συνήφθη στον Πειραιά, το ποσό των 15.700.000 δολαρίων ΗΠΑ, προς εξασφάλιση δε, χορηγήθηκε στη δανείστρια τράπεζα [η οποία στις 29.4.2018 μετονομάστηκε σε «…» και την οποία στις 30.4.2018 διαδέχθηκε η εταιρεία «…» ως προς τις επιμέρους λειτουργίες της ως Αντιπροσώπου, Οργανωτή και Δανειστή] πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου, διεπόμενη από τη νομοθεσία των …. Στην ως άνω σύμβαση δανείου συμφωνήθηκε ειδικότερα (όρος 17.15 – …) ότι, αν καθ’ οιονδήποτε χρόνο το άθροισμα της εμπορικής αξίας του πλοίου και της αξίας κάθε τυχόν πρόσθετης εξασφάλισης υπολειπόταν του 125% του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, ο δανειολήπτης όφειλε: α) είτε να καταθέσει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων το ποσό που αντιστοιχούσε στο ελλείπον υπόλοιπο ως επιπρόσθετη εξασφάλιση β) είτε να του παράσχει άλλη επιπρόσθετη εξασφάλιση γ) είτε να προπληρώσει το δάνειο κατά το ελλείπον υπόλοιπο ποσό, σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσής του, ο δανειστής θα είχε το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης. Εξάλλου, η αξία του πλοίου συμφωνήθηκε να προσδιορίζεται από εγκεκριμένο ναυλομεσίτη που διορίζει ο Αντιπρόσωπος, με εγνωσμένο κύρος και ανεξαρτησία, και ν’ αποδεικνύεται από σχετική πιστοποίηση. Ότι, κατόπιν της από 13.3.2018 επιστολής της “…” στον δεύτερο εναγόμενο, η πρώτη εναγόμενη προέβη στην από 21.3.2018 ζητηθείσα εκτίμηση της αξίας του πλοίου, σε συνέχεια δε αυτής, με την από 22.3.2018 επιστολή της η δανείστρια τράπεζα γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι η εμπορική αξία του άνω πλοίου είχε εκτιμηθεί στο ποσό των 15.250.000 δολ. ΗΠΑ, που αντιστοιχούσε στο 112% του συνολικού ποσού του δανείου που παρέμενε ανεξόφλητο εκείνη τη στιγμή, συνεπώς όφειλε αυτή (ενάγουσα) εντός τριάντα ημερών να προβεί κατ’ επιλογήν της σε μία από τις προαναφερθείσες ενέργειες και είτε να παράσχει πρόσθετες εξασφαλίσεις 1.750.000 δολ. ΗΠΑ (α και β περιπτώσεις) είτε να προπληρώσει το δάνειο κατά το ποσό των 1.400.000 δολ. ΗΠΑ (γ περίπτωση). Ότι το δάνειο ήταν πλήρως εξυπηρετούμενο μέχρι τη χρονική εκείνη στιγμή και οι εκτιμήσεις της αξίας του πλοίου είχαν ανατεθεί από την “…” στην εταιρεία “…”, η αλλαγή δε του Εγκεκριμένου Ναυλομεσίτη οφειλόταν στη μεταβίβαση του οικονομικού συμφέροντος της σύμβασης δανείου στην τρίτη εναγόμενη (“…”), η οποία συνεργαζόταν σταθερά με τους δύο πρώτους των εναγομένων. Ότι η ανωτέρω εκτίμηση της εμπορικής αξίας του πλοίου υπολειπόταν κατά τουλάχιστον 2.000.000 δολ. ΗΠΑ των προηγούμενων, που είχαν εκπονηθεί όλες ανεξαιρέτως από την ως άνω εταιρεία …, αλλά και μεταγενέστερων εκτιμήσεων. Ήταν δε εσφαλμένη, διότι δεν έλαβε υπόψη της τις συνθήκες της αγοράς, που εμφάνιζε ανοδικές τάσεις, τις διαπραγματεύσεις και αυτές καθαυτές τις αγοραπωλησίες άλλων πλοίων ανάλογων χαρακτηριστικών και τα κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά του εν λόγω πλοίου. Ότι με την από 20.4.2018 εκτίμηση της πρώτης εναγόμενης, κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας αναθεωρήθηκε η αξία του πλοίου στο ποσό των 16.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, υποτιμώντας, ωστόσο, και πάλι την αξία του. Ότι η ενάγουσα ενημέρωσε την “…” ότι ήταν διατεθειμένη να αποκαταστήσει το ποσό του ελλείμματος (500.000 δολ. ΗΠΑ) βάσει της δεύτερης ως άνω εκτίμησης, η δανείστρια, ωστόσο, αρνήθηκε να τη λάβει υπόψη της, διότι δεν αναιρούσε ρητά την αρχική, και ζήτησε κάλυψη του ελλείποντος ποσού βάσει αυτής (Α΄ εκτίμησης). Ακολούθως, στις 24.4.2018 γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι είχε συντρέξει γεγονός υπερημερίας και προέβη στην καταγγελία του δανείου, ταυτόχρονα δε πέτυχε την έκδοση διαταγής για την κατάσχεση του πλοίου, που εκτελέστηκε στις 26.6.2018, όταν το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Tyne στο Νιούκαστλ της Αγγλίας, και συνεχίζεται, ενώ έχει ήδη διαταχθεί ο πλειστηριασμός του. Ότι η δανείστρια τράπεζα ήθελε να παύσει τη δραστηριότητά της στη χρηματοδότηση πλοίων, στις 18.2.2018 δε, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι η “…” εισχώρησε στη σύμβαση δανείου και υποκατέστησε τη δανείστρια τράπεζα στο οικονομικό συμφέρον της σύμβασης, επιλέγοντας εκείνη τον «εγκεκριμένο ναυλομεσίτη», με απώτερο σκοπό την καταγγελία της σύμβασης δανείου και την κατάσχεση του πλοίου από τη δανείστρια. Ότι η ένδικη περίπτωση έχει πολλές ομοιότητες με τις υποθέσεις … και ….., που αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προκάλεσε την έκδοση της εν γνώσει εσφαλμένης και επιζήμιας για τα συμφέροντα της ενάγουσας πρώτης εκτίμησης, κατά παράβαση της υποχρέωσης ασφάλειας και πρόνοιας και του αυξημένου καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει, ως ειδήμων – επαγγελματίας, επηρεαζόμενος από την επαγγελματική του σχέση με την τρίτη εναγόμενη και σε κάθε περίπτωση μη καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς ναυλομεσίτη, η δε πρώτη εναγόμενη ευθύνεται ως προστήσασα αυτόν για την εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, αμφότεροι δε οι πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων ευθύνονται για τη μη ανάκληση της εκτίμησης αυτής. Η τρίτη δε εναγόμενη ευθύνεται διότι, με σκοπό την καταγγελία της σύμβασης δανείου, απευθύνθηκε στους δύο πρώτους εναγόμενους προκειμένου να εκπονήσουν μια χαμηλή εκτίμηση της αξίας του πλοίου της ενάγουσας, αγνοώντας επιδεικτικά κάθε άλλη (εκτίμηση). Όφειλε δε η τελευταία, μετά την εισχώρησή της στη σύμβαση δανείου ήδη από τις 18.11.2017, να τηρεί απέναντι στην ενάγουσα κάθε υποχρέωση πρόνοιας και επιμέλειας που προσήκε στη δανείστρια εταιρεία (“…”). Αντίθετα, ενήργησε αδικοπρακτικά ζημιώνοντας αιτιωδώς την ενάγουσα, αν και γνώριζε ότι η τελευταία εξυπηρετούσε πλήρως το δάνειο και η κάλυψή της ήταν απολύτως επαρκής, λαμβανομένου υπόψη και του Ελάχιστου Πιστωτικού Υπολοίπου που παρέμενε στη διάθεσή της. Αντίκειται δε η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των εναγόμενων στα χρηστά ήθη, την κοινωνική ηθική και τις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές. Ότι συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, η ενάγουσα υπέστη ζημία συνιστάμενη στην απώλεια του Καθαρού Εισοδήματος Συνεργασίας που, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα εξακολουθούσε ν’ αποκερδαίνει από τη συμμετοχή του πλοίου της στον Στόλο της «…», του οποίου ήταν μέλος, από τις 29.6.2018, οπότε κατασχέθηκε, έως τις 30.4.2019, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 3.033.149,91 δολ. ΗΠΑ, όπως αναλυτικά εξειδικεύεται στην αγωγή. Περαιτέρω, (συνιστάμενη) στα έξοδα του πλοίου που υποχρεώθηκε η ίδια να καταβάλει, τα οποία ανήλθαν για το χρονικό διάστημα από τις 29.6.2018 έως και τις 28.2.2019 στο ποσό των 134.826,24 λιρών στερλινών Μεγάλης Βρετανίας γι’ αμοιβές πρακτόρων και έξοδα που αυτοί πραγματοποίησαν και στο ποσό των 353.727,27 δολ. ΗΠΑ για την αγορά καυσίμων έως τις 30.4.2019, όπως τα ποσά αυτά αναλύονται στην αγωγή. Ότι υπέστη, τέλος, ηθική βλάβη, καθώς προσεβλήθη η φήμη, η αξιοπιστία και το εμπορικό της μέλλον, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο ποσό των 1.000.000 ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, δηλώνοντας ότι παραιτείται από το δικόγραφο της από 14.1.2019 (ΓΑΚ 310/2019, ΕΑΚ 168/2019) αγωγή της που είχε καταθέσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά των δύο πρώτων εναγόμενων, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), επιφυλασσόμενη για τυχόν θετική και αποθετική ζημία που θα εξακολουθήσει να υφίσταται συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, τα εν γένει δικαστικά της έξοδα και τόκους υπερημερίας δυνάμει της σύμβασης δανείου, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τής καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, α) ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη μέχρι τις 30.4.2019 το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 3.033.149,91 δολ. ΗΠΑ, β) ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία: i) όσον αφορά τις αμοιβές και τα έξοδα των πρακτόρων, ως τις 28.2.2019, το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 134.826,24 λιρών στερλινών Μεγάλης Βρετανίας, ii) όσον αφορά τα καύσιμα που προμηθεύτηκε το πλοίο, ως τις 30.4.2019, το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 353.727,27 δολαρίων ΗΠΑ, και γ) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη το ποσό των 1.000.000 ευρώ, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Κατ’ εκτίμηση με τις προτάσεις της παραιτείται των αιτημάτων να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και ν’ απαγγελθεί κατά του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στα έξοδα του αντιδίκου. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος. Μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας του στην Ελλάδα χωρίς επίκληση εν γένει αφερεγγυότητας δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή. Επίσης, για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου που δικάζει, η οποία σχηματίζεται από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία. Όμως, το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 167/2015, ΕφΠειρ 56/2016, ΠΠρΠειρ 1916/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους, οι δύο πρώτοι των εναγόμενων, προ παντός άλλου ισχυρισμού τους, καθώς και η τρίτη εναγόμενη επικουρικά, ζητούν να επιβληθεί εγγυοδοσία σε βάρος της ενάγουσας, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς τους, είναι αφερέγγυα και υπάρχει προφανής κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί ενδεχόμενη αξίωσή τους για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων που αφορούν στην εν λόγω δίκη, σε περίπτωση που καταδικασθεί σε αυτά η ενάγουσα. Σύμφωνα, όμως, με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η ως άνω δικονομική αναβλητική της δίκης ένσταση των εναγόμενων, που προβάλλεται παραδεκτά κατά την παρούσα συζήτηση της υποθέσεως με τις προτάσεις τους (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), δηλαδή πριν εισέλθει το Δικαστήριο στην έρευνα της ουσίας, ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 263 αριθ. 2], και τυγχάνει νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα που τυχόν θα της επιβληθούν για την παρούσα δίκη. Το γεγονός ότι η ίδια δήλωσε ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, σε επιστολή του Διευθυντή της …, οικονομική αδυναμία να εκπροσωπηθεί σ’ αυτά, καθόσον το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, ήτοι το πλοίο “…”, έχει κατασχεθεί και πλέον πωληθεί σε πλειστηριασμό, δε σημαίνει άνευ ετέρου ότι δε δύναται να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας. Οι εναγόμενοι, άλλωστε, δεν προσκομίζουν άλλα έγγραφα ούτε αποδεικνύουν με κάποιο άλλο στοιχείο την αφερεγγυότητα της ενάγουσας, αν και φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξης. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή διαθέτει επαρκή περιουσία και δεν υφίσταται προφανής κίνδυνος για την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης της ενάγουσας σ’ αυτά.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 263 περ. β΄, 264 και 870 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να κριθεί η δεκτικότητα της υποβολής της διαφοράς σε διαιτησία κατά τη συζήτηση πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προτείνεται κατ’ ένσταση η υπαγωγή της διαφοράς στη διαιτησία (άρθρο 263 περ. β΄ ΚΠολΔ). Αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής (άρθρο 264 ΚΠολΔ). Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς (άρθρο 867 ΚΠολΔ). Αν είναι εκκρεμής δίκη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια για τη διαφορά που συμφωνείται να επιλυθεί διαιτητικά, η υπαγωγή της στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι απαράδεκτη και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 264 (άρθρο 870 παρ. 1 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με συμφωνία των συμβαλλομένων μερών μπορούν τα μέρη να υπαγάγουν σε διαιτησία όλες τις μελλοντικές τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες θα προκύψουν από συγκεκριμένη ορισμένη έννομη σχέση (εκτός των εργατικών διαφορών), εάν οι συμβαλλόμενοι έχουν την εξουσία ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς, εφόσον δηλαδή το αντικείμενο της διαφοράς είναι απαλλοτριωτό, ως κατεξοχήν είναι και το αντικείμενο διαφοράς εξ ενοχικών δικαιωμάτων, αποκλειομένων της διαιτησίας και των εννόμων σχέσεων οι οποίες ενδιαφέρουν αμέσως τη δημόσια τάξη (ΕφΑθ 7195/2007 ΝοΒ 2008.650, ΠΠρΑθ 2630/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 1, 2 και 3 της από 10.6.1958 διεθνούς σύμβασης της Ν. Υόρκης «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», η οποία, κυρωθείσα με το ν.δ. 4220/1961 υπό τους περιορισμούς της αμοιβαιότητας και της εμπορικότητας της διαφοράς (άρθρο δεύτερο του προμνημονευθέντος νομοθετικού διατάγματος, σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 παρ. 3 της εν λόγω διεθνούς σύμβασης) και διατηρηθείσα σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρο 2 του Εισαγωγικού αυτού Νόμου), αποτελεί από την κύρωσή της εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει στο πεδίο εφαρμογής της, κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος), ορίζεται ότι: «1. Έκαστον των συμβαλλόμενων Κρατών αναγνωρίζει την συμφωνίαν διά της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν απάσας τας διαφοράς ή ωρισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφυώσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομον σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν, αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας. 2. Νοείται δια του όρου «έγγραφος συμφωνία» διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει, ή συνυποσχετικόν, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών, ή περιέχονται εις ανταλλαγήν επιστολών ή τηλεγραφημάτων. 3. Το Δικαστήριον ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίο τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν εν τη έννοια του παρόντος άρθρου, θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός εάν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής». Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της άνω διεθνούς Σύμβασης, για την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας περί υπαγωγής στη διαιτησία διεθνούς εμπορικής συναλλαγής απαιτείται η τήρηση του έγγραφου τύπου. Η διάταξη αυτή περιέχει αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος έχει ισχύ για τα κράτη τα οποία δεσμεύονται από τη διεθνή αυτή σύμβαση και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της περιθώριο προσφυγής του δικαστηρίου σ’ έτερον κανόνα ουσιαστικού (ως οι κανόνες των άρθρων 159 παρ. 1, 160 και 161 ΑΚ) ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβωθεί το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας, από την άποψη του τύπου της συνομολογήσεως αυτής (ΑΠ 1561/1998 ΕΕΝ 2000.223). Με την καθιέρωση του εγγράφου τύπου διώκεται η αυξημένη προστασία των μερών, χωρίς όμως να παραβλάπτεται η πρακτική του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς συναλλαγής. Έτσι ικανοποιείται η προϋπόθεση της υποβολής σ’ έγγραφο τύπο, όταν στη σύμβαση η οποία υπεγράφη από τα μέρη γίνεται παραπομπή στους τυποποιημένους όρους ορισμένου είδους συναλλαγής του διεθνούς εμπορίου, στους οποίους περιέχεται η ρήτρα διαιτησίας, έστω και αν οι συμβαλλόμενοι δεν υπέγραψαν και το κείμενο το οποίο περιέχει αυτούς τους όρους και τη διαιτητική ρήτρα, αφού η παραπομπή στο κείμενο των τυποποιημένων αυτών όρων αποτελεί προσχώρηση στους όρους αυτούς και αποδοχή τους και αρκεί η υπογραφή των συμβαλλομένων στο κείμενο της σύμβασης στο οποίο γίνεται η ανεπιφύλακτη προσχώρηση στους όρους στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαιτητική ρήτρα. Περαιτέρω η διαιτητική ρήτρα η οποία περιέχεται σ’ άλλο κείμενο, στο οποίο γενικώς παραπέμπουν οι συμβαλλόμενοι, είναι έγκυρος, αφού με τη γενική αυτή παραπομπή τεκμαίρεται η γνώση και η αποδοχή από τους συμβαλλομένους όλων των όρων, στους οποίους χάριν συντομίας παραπέμπουν. Αυτό ισχύει στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών, όπου η διαιτησία έχει καταστεί η συνήθης μέθοδος επιλύσεως διαφορών και όπου οι συναλλασσόμενοι εκ των πραγμάτων οφείλουν αυξημένη επαγρύπνηση κατά την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Δεν απαιτείται λοιπόν ρητή και ειδική μνεία των όρων της διαιτησίας όταν πρόκειται για όρο συνήθη και γνωστό σε όσους συναλλάσσονται στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, οι οποίοι θεωρούν σταθερή πρακτική τη διαιτητική επίλυση των διαφορών οι οποίες πιθανόν θα προκύψουν, παραλείπουν δε να διατυπώσουν συναφώς οιανδήποτε επιφύλαξη (ΕφΑθ 967/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έγγραφη συμφωνία δεν απαιτείται να είναι ξεχωριστή και αυτοτελής, αλλά δύναται να περιέχεται στο κείμενο άλλου εγγράφου το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις συνήθως των συμβαλλομένων υπό τον τύπο του όρου ή ρήτρας (ΕφΘεσ 1602/1983, ΕφΑθ 8178/1981 και ΕφΠειρ 604/1979, άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές υπάρχουν και εφαρμόζονται νομικοί κανόνες ή και συστήματα νομικών κανόνων τα οποία διέπουν τη διεθνή συναλλακτική πρακτική και αποτελούν την κοινή συνείδηση των επιχειρηματιών και των νομικών που κινούνται στο χώρο των διεθνών συναλλαγών, όπως ιδίως οι κανόνες του από του έτους 1923 ισχύοντος Κανονισμού Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου το οποίο εδρεύει στο Παρίσι (Court Of Arbitration Ice Rules Of Arbitration). Σε περίπτωση δε όπου τα μέρη με τη συμφωνία τους περί διαιτησίας υποβληθούν στις ρυθμίσεις τους, ο κανονισμός αυτός αποκτά νομική δεσμευτική δύναμη (ΕφΑθ 7195/2007 ο.π. ). Άλλωστε, το ότι η διαιτησία έχει αναχθεί σε τακτικό μέσο επίλυσης των διεθνών εμπορικών συναλλαγών συνάγεται και από τον Πρότυπο Νόμο για τη διεθνή εμπορική διαιτησία και το Εθνικό Δίκαιο, ο οποίος εγκρίθηκε από την UNCITRAL, δηλαδή από την Επιτροπή του ΟΗΕ για το δίκαιο του διεθνούς εμπορίου, την 21.6.1985 (ΕφΑθ 7195/2007 ο.π., ΠΠρΑθ 2630/2012 ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων με τις προτάσεις τους, αμυνόμενοι κατά της αγωγής, ισχυρίζονται ότι έχουν συμφωνήσει με την ενάγουσα την υπαγωγή της ένδικης διαφοράς στη διεθνή διαιτησία και ειδικότερα την υπαγωγή της σε διαιτησία που θα λάβει χώρα στο …, σύμφωνα με τους κανόνες του Νόμου περί Διαιτησίας 1996. Ο εν λόγω ισχυρισμός, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, είναι δικονομικά παραδεκτή και νόμιμη ένσταση, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 264 και 867 ΚΠολΔ, καθόσον, εάν κριθεί ότι η επικαλούμενη συμφωνία διεθνούς διαιτησίας είναι έγκυρη και ισχυρή, η ένδικη διαφορά, ως διαφορά ιδιωτικού δικαίου, μπορεί κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο να υπαχθεί σε διαιτησία, διότι το αντικείμενό της, δηλαδή το ενοχικό δικαίωμα αποζημίωσης, αλλά και της αιτουμένης χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης, είναι ελευθέρως διαθετό από τους διαδίκους. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των Γενικών Όρων της πρώτης εναγόμενης, στους οποίους παραπέμπουν συγκεκριμένα και οι δύο ως άνω εκτιμήσεις της αξίας του πλοίου της ενάγουσας, προκύπτει ότι στον όρο 13 αυτής («Δικαιοδοσία και Δίκαιο») αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Όλες οι διαφορές που προκύπτουν από ή σχετικά με αυτή τη Σύμβαση θα πρέπει, μετά από καλόπιστη προσπάθεια επίλυσής τους εξωδικαστικά, να ρυθμιστούν τελικά από διαιτησία που θα λάβει χώρα στο … σύμφωνα με τους όρους του Νόμου Περί Διαιτησίας 1996». Ωστόσο, η ενάγουσα δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη της επικαλούμενης Σύμβασης, καθόσον αυτή συνήφθη μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και της -μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- δανείστριας τράπεζας (“…”), η οποία ζήτησε την εκτίμηση της αξίας του πλοίου. Επομένως, η συμφωνία περί παραπομπής κάθε διαφοράς που θα ανακύψει με αφορμή τη Σύμβαση σε διεθνή διαιτησία στο …, δεν την δεσμεύει. Από το γεγονός δε ότι η τελευταία δεν διατύπωσε σχετική επιφύλαξη όταν ο διευθυντής της αιτήθηκε τη δεύτερη εκτίμηση, αποσκοπώντας στην ανάκληση της πρώτης, εσφαλμένης κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, εκτίμησης, δεν επιβεβαιώνεται γνώση του όρου αυτού ούτε συνάγεται αποδοχή του, ουδέποτε δε αυτός συνομολογήθηκε εγγράφως από την ενάγουσα, η οποία, ως προεκτέθηκε, δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη στη Σύμβαση, ούτε περιελήφθη σε τυχόν επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ των αντιδίκων. Επομένως, η ένσταση των δύο πρώτων εναγομένων περί υπαγωγής της προκείμενης διαφοράς σε διεθνή διαιτησία αποδεικνύεται κατ’ ουσίαν αβάσιμη και πρέπει ν’ απορριφθεί.
Εξάλλου, οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (“ΚανΒρ Ια”), έχουν ως εξής: «(15) Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας. (16) Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγόμενου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης.» Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο II του εν λόγω Κανονισμού. Το άρθρο 4 του Κανονισμού 1215/2012, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου II του Κανονισμού αυτού και το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.» Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα, προβλέπει τα εξής: «Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.» Το άρθρο 7 του ίδιου Κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II υπό τον τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», προβλέπει τα εξής στο σημείο 2: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:[…] 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Το άρθρο 7 σημείο 2 ΚανΒρ Ια θεμελιώνει όχι μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία, αλλά και την κατά τόπον αρμοδιότητα. Διατάξεις του εθνικού δικαίου, που προβλέπουν διαφορετική κατά τόπον αρμοδιότητα, παραμερίζονται [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, υπό το άρθρο 7 παρ. 100].Το γράμμα του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 ταυτίζεται με εκείνο του άρθρου 5, σημείο 3, του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε με τον Κανονισμό 1215/2012, και αντιστοιχεί στο άρθρο 5, σημείο 3, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 3, του Κανονισμού 44/2001 ισχύει και για την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda, C-249/16, σκέψη 27). Κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας της ειδικής δωσιδικίας σε ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του Κανονισμού στον οποίο περιλαμβάνεται (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ., C-509/09 και C-161/10, σκέψη 38). Αυτός ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, βάσει του οποίου δικαιολογείται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ., C-509/09 και C-161/10, σκέψη 40, καθώς και απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Hejduk, C-441/13, EU:C:2015:28, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, όσον αφορά τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός είναι συνήθως το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί, ιδίως για λόγους εγγύτητας προς τη διαφορά και ευχέρειας συλλογής των αποδείξεων (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2013, Melzer, C-228/11, EU:C:2013:305, σκέψη 27, και της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide, C-352/13, EU:C:2015:335, σκέψη 40). Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012, η ως άνω αιτιολογική σκέψη 16 του ίδιου Κανονισμού, κατά την οποία η ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της ένδικης διαφοράς θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό. Τούτου δοθέντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έκφραση «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δηλώνει τόσο τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, όσο και τον τόπο όπου επήλθε η ζημία, οπότε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου του ενός ή του άλλου εκ των δύο αυτών τόπων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Wintersteiger, C-523/10, EU:C:2012:220, σκέψη 19, της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C-375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 45, και της 16ης Ιουνίου 2016, Universal Music International Holding, C-12/15, EU:C:2016:449, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Και οι δύο αυτοί τόποι μπορούν, αναλόγως των περιστάσεων, να παράσχουν ιδιαιτέρως χρήσιμα στοιχεία όσον αφορά τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας και την οργάνωση της δίκης (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ., C-509/09 και C-161/10, σκέψη 41, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Είτε στα δικαστήρια του ενός τόπου καταφύγει ο ενάγων είτε του άλλου, μπορεί να ζητήσει εκεί το σύνολο της ζημίας, που έχει υποστεί, τόσο τη ζημία του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος όσο και τη ζημία που υπέστη στον τόπο επελεύσεώς της [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), ο.π., υπό το άρθρο 7 παρ. 153]. Η ερμηνεία από το Δικαστήριο του «τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» με ευρύτητα οφείλεται, άλλωστε, στη διαπίστωση ότι συχνά τόπος του ζημιογόνου γεγονότος είναι η κατοικία / έδρα του ζημιώσαντος, οπότε η γενική δωσιδικία των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγόμενου ταυτίζεται με τη δωσιδικία του αδικήματος. Το αποτέλεσμα είναι ανεπιεικές για τον ζημιωθέντα και δεν συμβαδίζει με τον σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος αξιώνει ξεχωριστή δωσιδικία του forum delicti. Συνεπώς, με μια απλουστευτική αλλά ρεαλιστική προσέγγιση πρέπει να προσδίδεται διεθνής δικαιοδοσία τόσο στα δικαστήρια του τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, που είναι πολλές φορές η κατοικία / έδρα του ζημιώσαντος, όσο και σε εκείνα του τόπου επελεύσεως της ζημίας, που εντοπίζεται συχνά στην κατοικία / έδρα του ζημιωθέντος [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), ο.π., υπό το άρθρο 7 παρ. 152]. Συγκεκριμένα, τόπος του ζημιογόνου (ή αιτιώδους) γεγονότος ή της αιτιώδους συμπεριφοράς είναι εκείνος όπου ο ζημιώσας ενήργησε παράνομα ή παρέλειψε να ενεργήσει ως όφειλε, πρόκειται δηλαδή για τον τόπο όπου έλαβε χώρα η πράξη ή παράλειψη που προκαλεί τη ζημία [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), ο.π., υπό το άρθρο 7 παρ. 159], ενώ ως τόπος που επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα θεωρείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου μόνο ο τόπος όπου έλαβε χώρα η παράνομη επέμβαση στο θιγόμενο έννομο αγαθό, με τη ζημία να αποτελεί κρίσιμο σύνδεσμο, μόνον όμως την άμεση ζημία και όχι κάθε είδους συνακόλουθη ζημία που προκύπτει από την αδικοπραξία [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), ο.π., υπό το άρθρο 7 παρ. 172]. Η νομολογία του Δικαστηρίου χαράσσει εν προκειμένω αυστηρά όρια, καθόσον ο τόπος επελεύσεως της ζημίας κατά τον ΚανΒρ Ια λειτουργεί υπέρ του ενάγοντος ζημιωθέντος, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολές, οπότε χάνεται και το πλεονέκτημα της κατά το δυνατόν ασφαλούς προβλέψεως των αρμόδιων δικαστηρίων [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), ο.π., υπό το άρθρο 7 παρ. 171]. Πρέπει, επομένως, να γίνει διάκριση μεταξύ της αρχικής ζημίας, η οποία απορρέει άμεσα από το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός και της οποίας ο τόπος επελεύσεως μπορεί να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 5, σημείο 3, του Κανονισμού 44/2001 και ήδη 7, σημείο 2, του Κανονισμού 1215/2012, από τις συνακόλουθες ζημιογόνες συνέπειες οι οποίες δεν δύνανται να θεμελιώσουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει της διατάξεως αυτής. Διεθνής δικαιοδοσία θεμελιώνεται μόνον στον τόπο όπου το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε απευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματά του σε βάρος του αμέσως ζημιωθέντος. Αν υπάρχει σε διαφορετικό κράτος μέλος κατ’ αντανάκλαση ζημία, δηλαδή ο εμμέσως ζημιωθείς διαπιστώνει εκεί ο ίδιος την περιουσιακή του ζημία, εκεί γίνονται αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες του γεγονότος, που προκάλεσε ήδη την αρχικώς επελθούσα σε άλλο κράτος μέλος ζημία, ο τόπος αυτός δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία. Περιορίζονται έτσι και τα ενδεχόμενα άγρας δικαστηρίου από πλευράς του ενάγοντος. Ως «ζημία» θεωρείται, συνεπώς, η βλάβη της περιουσίας του προσώπου που τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, όχι η έμμεση ή η απώτερη ή η εξ αντανακλάσεως ζημία. Οι ίδιοι περιορισμοί πρέπει να ισχύσουν και για την ηθική βλάβη. Ο τόπος όπου ο ενάγων, ακόμη και τυχαίως, πληροφορήθηκε τη ζημία και αισθάνθηκε «θλίψη και στενοχώρια» στερείται αυτοτελώς σημασίας για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως και ο τόπος της περαιτέρω ζημίας [Νίκας / (-Σαχπεκίδου), ο.π., υπό το άρθρο 7 παρ. 173 – 175]. Συναφώς, στις σκέψεις 14 και 15 της αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Marinari (C-364/93, EU:C:1995:289), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικώς, ώστε να περιλαμβάνει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία, η οποία έχει πράγματι επέλθει σε άλλον τόπο. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η έννοια αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα τον τόπο στον οποίο ο ζημιωθείς διατείνεται ότι υπέστη περιουσιακή ζημία που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας, την οποία υπέστη εντός άλλου κράτους. Σημειώνεται δε ότι στην απόφαση ΔΕΚ της 5ης Ιουλίου 2018 υπόθ. C-27/2017 (αναδημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε ερώτηση του αιτούντος δικαστηρίου αν διαφυγόν κέρδος, συνιστάμενο σε ζημίες οφειλόμενες στη δυσχέρεια επικερδούς εκμεταλλεύσεως πτήσεων, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αρχική ζημία», κατά την έννοια της ως άνω νομολογίας, ή αν αποτελεί αποκλειστικώς συνακόλουθη οικονομική ζημία, μη δυνάμενη να δικαιολογεί αφεαυτής την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, του Κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» αφορά σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση, μεταξύ άλλων, τον τόπο επελεύσεως της ζημίας που συνίσταται σε διαφυγόν κέρδος, συγκεκριμένα δε σε απώλεια πωλήσεων, δηλαδή τον τόπο της αγοράς που θίγεται από τις εν λόγω συμπεριφορές και στην οποία υποστηρίζει ο ζημιωθείς ότι υπέστη τις απώλειες αυτές. Στην κρινόμενη υπόθεση, οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους προτείνουν ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, άρθρο 26 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚανΒρ Ια), ισχυριζόμενες ότι αυτό δεν έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του Κανονισμού, καθόσον ο Πειραιάς, ως τόπος της πραγματικής έδρας της ενάγουσας, όπου η διαχειρίστρια του πλοίου της έχει εγκαταστήσει γραφείο, είναι τόπος επέλευσης των έμμεσων ζημιών (διαφυγόντα κέρδη κ.λπ.) της περιγραφόμενης αδικοπραξίας και όχι των άμεσων ζημιών αυτής, καθώς η εσφαλμένη -κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας- πρώτη εκτίμηση συντάχθηκε από την πρώτη εναγόμενη, που εδρεύει στη Γαλλία, και απεστάλη στην τρίτη, που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, το δε πλοίο κατασχέθηκε στην Αγγλία, όπου και επήλθαν απευθείας οι ζημίες. Σημειώνουν δε ότι η δανείστρια τράπεζα (“…”), μη διάδικος στην παρούσα δίκη, δεν διατηρούσε ήδη από τότε υποκατάστημα στην Ελλάδα και η διαχείριση του δανείου γινόταν από το κατάστημά της στο …. Ωστόσο, από το σύνολο των στοιχείων που παραδεκτά εκτιμώνται στο παρόν στάδιο εξέτασης της δικαιοδοσίας, για την υπό κρίση υπόθεση που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, σύμφωνα με τα αναλυτικώς προεκτεθέντα, το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του ΚανΒρ Ια, όχι λόγω του τόπου τελέσεως της αδικοπραξίας, καθόσον αυτός δεν αμφισβητείται ότι δεν βρίσκεται στην περιφέρειά του, αλλά λόγω του τόπου επελεύσεως της προβαλλόμενης ζημίας. Συγκεκριμένα, ο τόπος όπου ασκείται η διοίκηση της ενάγουσας και το κέντρο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, ήτοι ο Πειραιάς, είναι ο τόπος επέλευσης της απώλειας των κερδών που η ενάγουσα προσδοκούσε από την εκμετάλλευση του πλοίου της, καθόσον πρόκειται για τη ναυτιλιακή αγορά όπου αναπτύσσει την επιχειρηματική – οικονομική της δράση. Η συλλογή αποδείξεων διευκολύνεται με τον τρόπο αυτό, ενώ πληρούται και το κριτήριο της προβλεψιμότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας, καθόσον οι εναγόμενοι γνώριζαν, λόγω του τόπου σύναψης της επίδικης σύμβασης δανείου, με αφορμή την οποία τελέσθηκε η διισχυριζόμενη αδικοπραξία τους, ότι δανειολήπτρια εταιρεία ήταν εταιρεία ελληνικών συμφερόντων, που ναι μεν έδρευε κατά το καταστατικό της στις …, πλην όμως η πραγματική της έδρα ήταν στον …, όπου η διαχειρίστρια του πλοίου της εταιρεία με την επωνυμία “….” διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο, δυνάμει της υπ’ αριθ. … Απόφασης των Υπουργών Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ τ. Αναπτυξιακών Πράξεων και Συμβάσεων 208 / 7.12.2001), είχαν λοιπόν τη δυνατότητα να προβλέψουν ευχερώς τη διεθνή δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Τα διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας συνιστούν, επομένως, «αρχική ζημία», κατά την έννοια του Κανονισμού, την οποία υπέστη, όπως υποστηρίζει, στον Πειραιά, λόγω του ιδιαιτέρως στενού δεσμού που τη συνδέει με αυτόν, και όχι συνακόλουθη οικονομική ζημία, με αποτέλεσμα στα δικαστήρια του τόπου αυτού να μπορεί η ενάγουσα να διεκδικήσει το σύνολο της ζημίας που υπέστη, δηλαδή και τη θετική ζημία που υπέστη στον τόπο όπου κατασχέθηκε το πλοίο (αμοιβές ναυτικών πρακτόρων, προμήθεια καυσίμων κ.λπ.). Άλλωστε, ο Πειραιάς είναι ο τόπος όπου η ενάγουσα εθίγη, κατά τους ισχυρισμούς της, ως προς τη φήμη και την αξιοπιστία της, καθώς πρόκειται για την πραγματική της έδρα, όπου είναι περισσότερο εδραιωμένη η εμπορική της φήμη, και όχι για ένα τυχαίο μέρος, όπου η ενάγουσα ναυτική εταιρεία απλά πληροφορήθηκε τη ζημία της· επομένως τα δικαστήρια του Πειραιά είναι στην καλύτερη δυνατή θέση να εκτιμήσουν την επίδραση της περιγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων στα δικαιώματά της. Κατόπιν αυτών, η προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ουσία αβάσιμη και απορριπτέα. Με τα δεδομένα αυτά το παρόν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12, 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 7 σημείο 2 ΚανΒρ Ια, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς), προς εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής κατά την τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι αυτή επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, όπως αποδεικνύεται αντιστοίχως από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών … προς τον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (άρθρο 134 ΚΠολΔ) για λογαριασμό των εναγόμενων, σε συνδυασμό με τις από 12.6.2019 και 13.6.2019 βεβαιώσεις επίδοσης του επιδιδόμενου εγγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 1393/2007.
Περαιτέρω, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως εκ του τόπου επέλευσης της ζημίας (“lex loci delicti commissi”), που σύμφωνα με τα ανωτέρω είναι ο Πειραιάς, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι η κατάσχεση του πλοίου στην Αγγλία [βλ. άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)]. Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης του Καν 864/2007 συνάδει με την ερμηνεία του τόπου επέλευσης της ζημίας κατά τον ΚανΒρ Ια, όπως αναλύθηκε παραπάνω, ενόψει του κέντρου των συμφερόντων της ενάγουσας, που τοποθετείται στη ναυτιλιακή αγορά του Πειραιά, και εξασφαλίζει την ιδιαιτέρως επιδιωκόμενη «κανονιστική εγγύτητα», αφού το παρόν Δικαστήριο, που έχει διεθνή δικαιοδοσία, θα κρίνει τη βασιμότητα της αγωγής επί τη βάσει του ουσιαστικού δικαίου της έννομης τάξης στην οποία ανήκει, με συνέπεια να διευκολύνεται σημαντικά το δικαιοδοτικό του έργο (βλ. σχετ. και την από 11.10.2019 γνωμοδότηση του καθηγητή Δημ. Τσικρικά, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα). Εξάλλου, η επίδικη αδικοπραξία δεν εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στην παρ. 1 του ως άνω άρθρου 4 του Κανονισμού, ώστε να τύχει εφαρμογής η ρήτρα διαφυγής που εισάγεται με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου και να οριστεί ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι. Ειδικότερα, από το σύνολο των περιστάσεων, και δη από το γεγονός ότι η σύμβαση δανείου από την οποία απορρέουν οι επίδικες αδικοπρακτικές αξιώσεις είχε καταρτισθεί στο υποκατάστημα της δανείστριας τράπεζας (“…”) στον Πειραιά, το οποίο στη συνέχεια σταμάτησε να λειτουργεί για επιχειρηματικούς της λόγους, στον Πειραιά εδρεύει η διαχειρίστρια του πλοίου της εταιρεία («…»), όπως και η ίδια η ενάγουσα εν τοις πράγμασι, προκύπτει ότι πρέπει να εφαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο, όπως επιτάσσει και η ανάγκη γι’ ασφάλεια του δικαίου, ανεξαρτήτως της πρόβλεψης εφαρμογής αλλοδαπού (αγγλικού) δικαίου στις ενδοσυμβατικές (εκ της σύμβασης δανείου) αξιώσεις. Τέλος, στην προκείμενη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η υπογραφείσα την 10η Μαΐου 1952 στις Βρυξέλλες Διεθνής Σύμβαση «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 4570 της 22 / 26.10.1966, το άρθρο 6 της οποίας επικαλείται η τρίτη εναγόμενη για να καταδείξει την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, καθόσον η εναγόμενη δεν στρέφεται κατά των κατασχόντων το επίδικο πλοίο, σε κάθε δε περίπτωση η αποκατάσταση των ζημιών που αξιώνει η ενάγουσα λόγω τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, πέραν του ότι αυτές προέκυψαν αρχικά από την εσφαλμένη εκτίμηση της αξίας του πλοίου της και τη μη ανάκλησή της, που προκάλεσε τελικά την κατάσχεση και ακινητοποίηση («arrest») του πλοίου της, δεν περιλαμβάνονται στις προβλεπόμενες και αποκαθιστάμενες σύμφωνα με την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση ζημίες.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν κατά νόμο την αγωγή, έτσι ώστε αφενός μεν το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενό της και ιδιαιτέρως να κρίνει το νόμω βάσιμο αυτής αφετέρου δε ο εναγόμενος να μην στερείται το δικαίωμα άμυνας με αποτελεσματική αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών. Η έλλειψη έκθεσης με σαφή και ορισμένο τρόπο των πραγματικών γεγονότων που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα ή η ασαφής αναφορά αυτών καθιστούν την αγωγή άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής εξετάζεται τόσο με την προβολή σχετικού ισχυρισμού του εναγόμενου όσο και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού το απαράδεκτο αυτής ανάγεται στην προδικασία η οποία αφορά τη δημόσια τάξη, δεν μπορεί δε να θεραπευθεί με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 22/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 175/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί». Η ως άνω διάταξη – όπως προκύπτει τόσο από τη γραμματική της ερμηνεία δεδομένου ότι δεν κάνει καμία διάκριση στο αν αφορά ζημία, που να προέρχεται από παραβίαση συμβάσεως ή να προέρχεται από αδικοπραξία, όσο και τη συστηματική της ερμηνεία, δεδομένου ότι τίθεται στις αρχικές, γενικές διατάξεις που ισχύουν επί ενοχών (287 – 334), και από την τελολογική της ερμηνεία που περιλαμβάνει στην έννοια της λέξης «δανειστής» οποιοδήποτε δικαιούχο παροχής – συνάγεται ότι εφαρμόζεται τόσο στις αποζημιώσεις εξ αδικοπρακτικής όσο και στις αποζημιώσεις λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης. Εξάλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ ως «περιουσία του δανειστή» νοείται το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα αγαθών, ήτοι πραγμάτων και αξιώσεων που νομίμως ανήκουν σ’ αυτόν, δηλαδή όχι μόνο εμπραγμάτων αγαθών αλλά και αξιώσεών του που πηγάζουν από ενοχικές με τρίτους σχέσεις. Έτσι, συνιστά θετική ζημία, η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, όταν υπάρχει μείωση του ενεργητικού, αλλά και αύξηση του παθητικού. Επίσης, θετική ζημία του δανειστή υπάρχει και όταν δεν μειώνεται μεν η περιουσία του, αλλά αποτρέπεται η αύξησή της, που χωρίς το ζημιογόνο γεγονός θα επερχόταν, δηλαδή θα είχε αύξηση του ενεργητικού (ΑΠ 27/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως προς το κονδύλιο διαφυγόντων κερδών, για το ορισμένο του δεν αρκεί η παράθεση στο αγωγικό δικόγραφο των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, ποσού, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, ειδικών περιστάσεων και ληφθέντων προπαρασκευαστικών μέτρων, που καθιστούν πιθανό το περί ου ο λόγος κέρδος κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (βλ. ΟλΑΠ 22/1995, ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 175/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδαφ. β΄ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, δυνατόν δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα σαφώς πραγματικό και κρίνεται από το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 328/2018 ΧρΙΔ 2019.97). Περαιτέρω, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, και εν προκειμένω οι εταιρείες, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους φήμη και υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 179/2011, 387/2005 και 6/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένα ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 1381/2013 ΧρΙΔ 2014.192, ΕφΑθ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010.260, ΕφΠειρ 566/2018 ΕΕμπΔ 2019.678· Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, 932 αριθ. 13, ο ίδιος σε ΣΕΑΚ Γεωργιάδη, 932 αριθ. 22). Τέλος, από το άρθρο 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος ζημιωθείς μπορεί να εναγάγει, παραλλήλως προς το νομικό πρόσωπο, και το υπαίτιο όργανο, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (άρθρα 481 και 926 ΑΚ) και σχέση απλής ομοδικίας, αφού η κοινή εναγωγή αυτών δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά δικαίωμα του τρίτου (ΑΠ 1761/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σχέση δε απλής ομοδικίας υφίσταται και στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον υπόχρεοι, για αποζημίωση σε αδικοπραξία ή εκ του νόμου στο πλαίσιο της προστήσεως (άρθρα 481, 922, 926 ΑΚ) (ΑΠ 1848/2017, ΑΠ 365/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται: α) ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους, β) ότι σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την καταρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) ότι δύναται το μέλος της διοικήσεως να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για τη διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1761/2014 ο.π., ΑΠ 627/2009 ΕλλΔνη 2011.485).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή, με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα, ερευνώμενη με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, τυγχάνει, με βάση τις ανωτέρω νομικές σκέψεις, ορισμένη, καθόσον περιέχει σαφώς όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση. Ειδικά ως προς την τρίτη εναγόμενη εταιρεία, δεν απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση των φυσικών προσώπων και των αρμοδιοτήτων τους για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της, καθόσον αυτή δεν ενάγεται με βάση τις διατάξεις περί πρόστησης (άρθρο 922 ΑΚ), αλλά με βάση τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, λόγω παρανόμων και υπαιτίων πράξεων των οργάνων που την αντιπροσωπεύουν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Περαιτέρω, ως προς το υπ’ αριθ. 3.1.2. αγωγικό κονδύλιο διαφυγόντων κερδών, αυτό τυγχάνει ορισμένο διότι γίνεται εξειδικευμένη και λεπτομερής μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών και ειδικών περιστάσεων που καθιστούν πιθανό το περί ου ο λόγος κέρδος κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων για το χρονικό διάστημα από τις 29.6.2018 έως και τις 30.4.2019 λόγω της ακινησίας του πλοίου, όπως αναλυτικά προσδιορίζεται στην αγωγή με παράθεση των επιμέρους χρονικών διαστημάτων. Ομοίως, γίνεται αναλυτικός προσδιορισμός της θετικής ζημίας που η ενάγουσα υπέστη, με παράθεση, αναλυτικά, όλων των επιμέρους κονδυλίων και της αιτίας τους, τα οποία απαρτίζουν το αξιούμενο ποσό αποζημίωσης, καθώς και επίκληση της συγκεκριμένης βλάβης (όπως η νέκρωση της εμπορικής της δραστηριότητας και η δυσμενής δημοσιότητα που έλαβε η κατάσχεση του πλοίου της) στην οποία ερείδεται η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω εξειδίκευσή της απαιτείται στο πλαίσιο της επί της ουσίας έρευνας της διαφοράς, για τον προσδιορισμό του ευλόγου ύψους της. Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόμενων περί αοριστίας.
Περαιτέρω, εκ των διατάξεων των άρθρων 297 εδαφ. α΄, 298 του ΑΚ και 1 του Ν. 2842/2000 προκύπτει ότι πάσα αξίωση προς αποζημίωση, διεπομένη υπό του ελληνικού δικαίου, είτε αυτή απορρέει εξ αθετήσεως συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας είτε εκ του νόμου, πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρώ, νόμισμα το οποίο δικαιούται να ζητήσει ο αξιών την αποζημίωση, εφόσον ρητώς ορίζεται ότι η αποζημίωση καταβάλλεται σε χρήμα. Ως «χρήμα» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως νοείται το μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2842/2000 εθνικό νόμισμα, δηλονότι το ευρώ, διά του νομίσματος δε τούτου πρέπει όχι μόνον να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία, δοθέντος ότι η ενοχή εξ αποζημιώσεως ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Εάν προ της εγέρσεως της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη δια δαπάνης αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπόψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσό του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως, προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απωλείας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά τη ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ. Η τοιαύτη ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς τη ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15- 16/1996, ΑΠ 343/2019, ΑΠ 124/2014, ΑΠ 1203/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τα δεδομένα αυτά, η ένδικη αγωγή, που ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 71, 281, 288, 914, 919, 922, 926, 932, 481, 340, 345, 346 ΑΚ, είναι νόμιμη, πλην των αγωγικών κονδυλίων αποθετικής και θετικής ζημίας, τα οποία κρίνονται νόμω αβάσιμα και απορριπτέα, καθόσον με αυτά ζητείται αντιστοίχως α) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 3.033.149,91 δολ. ΗΠΑ, και β) i) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 134.826,24 λιρών στερλινών Μεγάλης Βρετανίας, ii) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 353.727,27 δολαρίων ΗΠΑ. Να σημειωθεί εδώ ότι, δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας αντιστοίχως κατά το χρόνο της απώλειας των κερδών και της δαπάνης – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ – θα υπήρχε μόνον αν ήταν δεδομένο ότι κατά το χρόνο εκείνο επαγωγής της ζημίας η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου ΗΠΑ και της λίρας στερλίνας Μεγάλης Βρετανίας ήταν πράγματι μικρότερη εκείνης του χρόνου της πραγματικής πληρωμής της αποζημιώσεως, πράγμα, όμως, αβέβαιο, δεδομένου ότι ο χρόνος αυτός είναι, σε σχέση με την παρούσα δικαστική κρίση, μελλοντικός (βλ. ΑΠ 343/2019 ο.π., ΕφΠειρ 432/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας προσκομίζεται το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο, με τη συνημμένη απόδειξη πληρωμής, το οποίο η ενάγουσα προσκόμισε πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, με ρητή επιφύλαξη αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 42 Ν. 4640/2019), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Οι εναγόμενοι με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους αρνούνται αιτιολογημένα την ένδικη αγωγή. Επικουρικά, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων προτείνουν παραδεκτά ένσταση περιορισμού της ευθύνης τους, ισχυριζόμενοι ότι δυνάμει του όρου 8 [«περιορισμός ευθύνης»] των «γενικών όρων συναλλαγών» της πρώτης εναγόμενης, που κοινοποίησαν στην ενάγουσα και η τελευταία αποδέχθηκε, δεν ευθύνονται σε αποζημίωση, σε κάθε δε περίπτωση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 850 ευρώ, που χρέωσαν για τις υπηρεσίες που παρείχαν. Ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα, και αληθή υποτιθέμενα, ο όρος αυτός δεν τυγχάνει εφαρμογής στις προκείμενες, από αδικοπραξία απορρέουσες, αξιώσεις. Περαιτέρω, προβάλλουν ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας σε ποσοστό τουλάχιστον 99%, καθόσον από δική της υπαιτιότητα περιήλθε σε υπερημερία ως προς την εκτέλεση της δανειακής σύμβασης. Η τρίτη εναγόμενη προβάλλει επίσης ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας ως προς την επέλευση και την έκταση των ζημιών της σε ποσοστό 99,9%, επικουρικά, επικαλούμενη ειδικότερα ότι αυτή όφειλε και μπορούσε να συμμορφωθεί έγκαιρα με τους όρους της σύμβασης δανείου για την παροχή πρόσθετης εξασφάλισης, στην περίπτωση δε αυτή δεν θα υφίστατο καμία ζημία. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως προβάλλεται από έκαστο των εναγόμενων, τυγχάνει ορισμένος και νόμω βάσιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Εξάλλου, η τρίτη εναγόμενη ισχυρίζεται -εντελώς επικουρικά- ότι η αξίωση της ενάγουσας ασκείται καταχρηστικά, διότι αυτή παρέβη εσκεμμένα τα συναλλακτικά ήθη, αν και γνώριζε ότι με τη συμμόρφωσή της προς τους όρους της σύμβασης δανείου θα αποφεύγονταν οι επιζήμιες γι’ αυτήν αναφερόμενες συνέπειες, συμπεριφέρεται κακόπιστα και καταχράται την ευρωπαϊκή δικονομική τάξη, παραλείποντας σκόπιμα να εναγάγει την τρίτη εναγόμενη από κοινού με την “…” ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), παραδεκτά προβάλλεται, αλλά είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας. Σημειώνεται ότι, μετά την απόρριψη κατά τα ανωτέρω των αγωγικών κονδυλίων θετικής και αποθετικής ζημίας, παρέλκει η έρευνα της προβαλλόμενης από την τρίτη εναγόμενη ένστασης συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους που προέκυψε λόγω της απαγόρευσης απόπλου του πλοίου.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις υπ’ αριθ. … /22.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των … και … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Άννας – Κλαυδίας Κωνσταντίνου, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. …/16.10.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …) και τις υπ’ αριθ. … αντιστοίχως των …, … και …/5.11.2019 του … ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς οι δύο πρώτες και ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο … η τρίτη, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των αντιδίκων της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ προς αντίκρουση των προταθέντων από τους εναγόμενους ισχυρισμών (βλ. τις υπ’ αριθ. …31.10.2019 εκθέσεις επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών), από τις υπ’ αριθ. …/21.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των … και … ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο Παρίσι, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγόμενων κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου τους κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/14.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …) και την υπ’ αριθ. …/6.11.2019 του … ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο Παρίσι, η οποία ελήφθη με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγόμενων κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου τους κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ προς αντίκρουση των προταθέντων από αυτήν ισχυρισμών (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/31.10.2019 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά), καθώς και από τις υπ’ αριθ. …/17.10.2019 και …/11.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των … ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Γεώργιου Τριανταφυλλάκη η πρώτη και του Έλληνα Πρόξενου στο … η δεύτερη, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της τρίτης εναγόμενης κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …) και τις υπ’ αριθ. … αντιστοίχως των … ενώπιον του Έλληνα Πρόξενου στο …, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της τρίτης εναγόμενης κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου της κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ προς αντίκρουση των προταθέντων από αυτήν ισχυρισμών (βλ. τις υπ’ αριθ. …/30.10.2019 και …/1.11.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 30.1.2015 σύμβασης δανείου που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας, εδρεύουσας στο … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και της βρετανικής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…” (“…”), ενεργούσας διά του υποκαταστήματος που η τελευταία διατηρούσε κατά το χρόνο εκείνο στον Πειραιά, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από 27 Ιανουαρίου 2016 συμπληρωματική σύμβαση, χορηγήθηκε στην ενάγουσα το ποσό των 15.700.000 δολ. ΗΠΑ, για να χρηματοδοτηθεί η αγορά από την τελευταία του υπό σημαία … μηχανοκίνητου πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου (bulk carrier) “…” (κοχ 24.163, κκχ 12.065, ΙΜΟ …, έτους κατασκευής 2015 στην Κίνα, μήκους 176,76 μ. και πλάτους 30,00 μ.), του οποίου ήταν πλοιοκτήτρια. Το εν λόγω πλοίο διαχειριζόταν η λιβεριανή εταιρεία “….” (“…”), η οποία διατηρεί νομίμως εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στον …, δυνάμει της από 28.11.2001 υπ’ αριθ. … Απόφασης των Υπουργών Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας – Εμπορικής Ναυτιλίας. Ως εξασφάλιση για την καταβολή της οφειλής, η ενάγουσα δανειολήπτρια εταιρεία παραχώρησε στη δανείστρια τράπεζα στις 2.2.2015 πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου, σύμφωνα με τη νομοθεσία των …, με συνολικό μέγιστο εξασφαλιζόμενο ποσό αυτό των 20.410.000 δολ. ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι η “…”, πέραν της ιδιότητάς της ως δανείστριας, ενεργούσε και ως «Οργανωτής», «Αντιπρόσωπος», «Πάροχος Συμβάσεων Ανταλλαγής» και «Αντιπρόσωπος Εξασφαλίσεων» στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, σύμφωνα με τους ειδικότερους ορισμούς που περιλαμβάνει. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 17.15 της σύμβασης («επιπρόσθετη εξασφάλιση»), συμφωνήθηκε ότι «αν καθ’ οιονδήποτε χρόνο το άθροισμα της Εμπορικής Αξίας του Πλοίου και της αξίας κάθε τυχόν πρόσθετης εξασφάλισης [τέτοια αξία μπορεί να είναι το ονομαστικό ποσό της κατάθεσης (στην περίπτωση εξασφάλισης σε μετρητά), η οποία προσδιορίζεται οριστικώς από κατάλληλους συμβούλους που διορίζονται από τον Αντιπρόσωπο (στην περίπτωση άλλων επιβαρυμένων περιουσιακών στοιχείων) και καθορίζεται από τον Αντιπρόσωπο κατά τη διακριτική του ευχέρεια (σε όλες τις άλλες περιπτώσεις)] κατά το διάστημα που παρέχεται στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο 17.15, υπολείπεται του εκατόν είκοσι πέντε τοις εκατό (125%) του συνόλου του ποσού του Δανείου που είναι τη στιγμή εκείνη ανεξόφλητο και του βεβαιωμένου από τον Πάροχο Συμβάσεων Ανταλλαγής ποσού, που θα ήταν το πληρωτέο από τη Δανειολήπτρια Εταιρεία στον Πάροχο Συμβάσεων Ανταλλαγής σύμφωνα με την Κύρια Σύμβαση εάν λάμβανε χώρα πρόωρη καταγγελία τη δεδομένη χρονική στιγμή (εφεξής αποκαλούμενη ως «…»), η Δανειολήπτρια Εταιρεία οφείλει, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Αντιπροσώπου και εντός διαστήματος τριάντα (30) ημερών, να προβεί κατ’ επιλογή της σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες: 17.15.1 να καταθέσει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων ή σε πρόσωπο προτεινόμενο από αυτόν το ποσό που αντιστοιχεί στο ελλείπον υπόλοιπο υπέρ του Αντιπροσώπου Εξασφαλίσεων ως επιπρόσθετη εξασφάλιση για την αποπληρωμή της οφειλής· ή 17.15.2 να παράσχει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων άλλη επιπρόσθετη εξασφάλιση σε ποσό και με τη μορφή που θα τυγχάνουν της αποδοχής του Αντιπροσώπου Εξασφαλίσεων κατά τη διακριτική του ευχέρεια· ή 17.15.3 να προπληρώσει το Δάνειο κατά το ελλείπον υπόλοιπο ποσό». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17.17 της σύμβασης, η Εμπορική Αξία του Πλοίου προσδιορίζεται, για τους σκοπούς του προαναφερθέντος άρθρου, «από Εγκεκριμένο Ναυλομεσίτη που διορίζει ο Αντιπρόσωπος, στη βάση της αξίας πώλησης ενός πλοίου, χωρίς ναύλωση, προς άμεση παράδοση σε μετρητά με ίσους ή τους συνήθεις εμπορικούς όρους, όπως μεταξύ ενός πρόθυμου πωλητή και ενός πρόθυμου αγοραστή και αποδεικνύεται από σχετική πιστοποίηση του Πλοίου, η οποία βεβαιώνει την αξία του, απευθυνόμενη στον Αντιπρόσωπο, αντίγραφο της οποίας επιδίδεται στη Δανειολήπτρια Εταιρεία κατόπιν αιτήματός της και έπειτα από σχετική επιβεβαίωση του Εγκεκριμένου Ναυλομεσίτη». Ως «Εγκεκριμένος Ναυλομεσίτης» δε, ορίζεται στη σύμβαση «οποιαδήποτε εγνωσμένου κύρους, ανεξάρτητη και πρώτης κατηγορίας εταιρεία ναυλομεσιτών, η οποία τυγχάνει της αποδοχής του Αντιπροσώπου κατά τη διακριτική του ευχέρεια». Τέλος, ανάμεσα στα Γεγονότα Υπερημερίας του άρθρου 22 της σύμβασης δανείου, συμπεριελήφθη η μη συμμόρφωση προς το άνω άρθρο 17.15 (Επιπρόσθετη Εξασφάλιση). Αναφέρεται, στο σημείο αυτό, ότι η “…” στις 29.4.2018 μετονομάστηκε σε “…”, ενώ την ίδια ημέρα η εταιρεία “…” μετονομάστηκε σε “…”, στις δε 30.4.2018 η τελευταία (“… / …”) διαδέχτηκε την πρώτη (“… / …”) στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση δανείου ως Αντιπροσώπου, Οργανωτή και Δανειστή, αυτή δε (“… / …”) διατήρησε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση ως Αντιπρόσωπος Εξασφαλίσεων, Πάροχος Συμβάσεων Ανταλλαγής και Ενυπόθηκος Δανειστής. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17.15 της σύμβασης δανείου («…»), η δανείστρια τράπεζα ζήτησε κατ’ επανάληψη από τη βρετανική ναυλομεσιτική εταιρεία με την επωνυμία “…” να προβεί σε εκτίμηση της αξίας του πλοίου “…”, αυτή δε, προέβη στις κάτωθι εκτιμήσεις της κατά προσέγγιση εμπορικής αξίας του: στις 9.1.2015 στο ποσό των 24.500.000 δολ. ΗΠΑ, στις 31.3.2016 στο ποσό των 16.000.000 δολ. ΗΠΑ, στις 16.3.2017 στο ποσό των 15.750.000 δολ. ΗΠΑ, στις 31.3.2017 στο ποσό των 16.500.000 δολ. ΗΠΑ, στις 26.4.2017 στο ποσό των 16.750.000 δολ. ΗΠΑ, στις 6.9.2017 στο ποσό των 17.000.000 δολ. ΗΠΑ και στις 10.10.2017 στο ποσό των 17.750.000 δολ. ΗΠΑ. Η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι η τρίτη εναγόμενη έχει στην κατοχή της όλα τα έγγραφα που αφορούσαν τη σύμβαση δανείου, υποβάλλει αίτημα επίδειξης της από 31.12.2017 εκτίμησης του πλοίου (“desktop valuation”) που ισχυρίζεται ότι είχε εκπονηθεί από την “… …” για λογαριασμό της δανείστριας τράπεζας, δικαιολογώντας το έννομο συμφέρον της, καθώς το εν λόγω έγγραφο πιστοποιεί την αξία του πλοίου της κατά το χρόνο εκείνο και, επομένως, την αφορά. Το αίτημα αυτό, το οποίο είναι παραδεκτό και σύννομο κατ’ άρθρα 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, τυγχάνει κατ’ ουσίαν αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγόμενη έχει στην κατοχή της ούτε ότι συντάχθηκε τέτοιο έγγραφο. Περαιτέρω, στα μέσα Οκτωβρίου 2017 η ενάγουσα ενημερώθηκε από τη δανείστρια τράπεζα ότι η τελευταία επρόκειτο να παύσει τις ναυτιλιακές της δραστηριότητες και ότι επεδίωκε την πώληση του επίδικου δανείου, καθόσον δεν υπήρχε κάποια «πειστική προσφορά διακανονισμού» από τη δανειολήπτρια (βλ. σχετ. το από 18.10.2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του … για λογαριασμό της “…”). Πράγματι, το τμήμα Εξυγίανσης Κεφαλαίων της δανείστριας έκλεισε στο τέλος του έτους 2017 και η διαχείριση των εναπομεινάντων δανείων της “… …”, μεταξύ των οποίων το επίδικο, πέρασε στο τμήμα Εμπορίου και Εξυπηρέτησης Ιδιωτών. Με το από 22.1.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα, η δανείστρια τράπεζα ενημέρωσε τη δανειολήπτρια ενάγουσα ότι είχε συμφωνήσει να υποκαταστήσει το οικονομικό της συμφέρον στο επίδικο δάνειο προς ένα τρίτο μέρος, τυπικά, ωστόσο, η ίδια θα παρέμενε δανείστρια, αντιπρόσωπος και τράπεζα λογαριασμού. Άλλωστε, η εκχώρηση ή μεταβίβαση του δανείου προϋπέθετε, δυνάμει του άρθρου 23.2.1 της σύμβασης, προηγούμενη συναίνεση της δανειολήπτριας. Στις 19.2.2018 την ενημέρωσε ότι υποκατάστατος στο δάνειό της ήταν η τρίτη εναγόμενη τράπεζα “…”, διευθύνων σύμβουλος της οποίας στον τομέα της Παγκόσμιας Πίστωσης ήταν ο …. Η “…” είχε αγοράσει το οικονομικό συμφέρον του δανείου ήδη από τις 8 Νοεμβρίου 2017 με έμμεση συμμετοχή, οπότε και μεταβιβάστηκε σε αυτήν ο κίνδυνος, σχετικά δε συνήφθη η από 1.3.2018 σύμβαση – πλαίσιο χρηματοδοτούμενης συμμετοχής, μεταξύ της “…” ως παραχωρητή και της “… …” ως συμμετόχου. Η «έμμεση συμμετοχή» αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς τρόπους μεταβίβασης δανειακών περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιείται στην πράξη, χωρίς να συντελείται, από νομικής απόψεως, μεταβίβαση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το αρχικό δάνειο. Στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος της μη πληρωμής μεταβιβάζεται από την πωλήτρια τράπεζα στην τράπεζα – αγοραστή, μαζί με το δικαίωμα στους τόκους και το κεφάλαιο (βλ. Ravi C Tennekoon, The Law and Regulation of International Finance, 1991, σελ. 108). Μετά την υποκατάσταση από την τρίτη εναγόμενη τράπεζα, η “…”, υπό την ιδιότητά της ως Αντιπροσώπου, υπέβαλε νέο αίτημα εκτίμησης της αξίας του πλοίου της ενάγουσας, αυτή τη φορά προς την πρώτη εναγόμενη, ναυλομεσιτική εταιρεία με την επωνυμία “…”. Η τελευταία εκπόνησε τη σχετική εκτίμηση και αποτίμησε την τρέχουσα αξία του πλοίου στις 21.3.2018 στο ποσό των 15.250.000 δολ. ΗΠΑ, όπως προκύπτει από το ταυθήμερο έγγραφό της με συντάκτη τον δεύτερο εναγόμενο …, αντί του οποίου φέρει την υπογραφή του …. Σε συνέχεια τούτου, η δανείστρια τράπεζα απέστειλε στην ενάγουσα την από 22.3.2018 επιστολή της, με την οποία, αφού την ενημέρωνε ότι βάσει της ανωτέρω από 21.3.2018 εκτίμησης, που αποκτήθηκε κατά τη διακριτική ευχέρεια του Αντιπροσώπου από αξιόπιστη, ανεξάρτητη και πρώτης τάξεως εταιρεία ναυλομεσιτών, η οποία επιλέχθηκε δυνάμει του όρου 17.16 της σύμβασης δανείου, η εμπορική αξία του πλοίου ήταν 15.250.000 δολ. ΗΠΑ, ίση με το 112% του συνόλου του τότε ανεξόφλητου ποσού του δανείου («τρέχουσα αναλογία»), ήτοι κατώτερη του 125%, που συνιστούσε την …, την καλούσε εντός διαστήματος τριάντα (30) ημερών να προβεί κατ’ επιλογήν της σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες: (i) να καταθέσει σε μετρητά στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων ή σε πρόσωπο προτεινόμενο από αυτόν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε στο έλλειμμα ως επιπρόσθετη εξασφάλιση του Αντιπροσώπου Εξασφαλίσεων για την Αποπληρωμή της Οφειλής, (ii) να παράσχει στον Αντιπρόσωπο Εξασφαλίσεων άλλη επιπρόσθετη εξασφάλιση, τη μορφή και το ποσό της οποίας θα αποδεχόταν ο Αντιπρόσωπος Εξασφαλίσεων κατά τη διακριτική του ευχέρεια ή (iii) να προπληρώσει το δάνειο κατά το ποσό του ελλείμματος. Στην τρίτη ως άνω περίπτωση το απαιτούμενο ποσό που έπρεπε να προπληρωθεί ανερχόταν σε 1.400.000 δολ. ΗΠΑ, στη δε πρώτη και δεύτερη περίπτωση, η αξία της πρόσθετης εξασφάλισης που έπρεπε να παρασχεθεί ανερχόταν σε 1.750.000 δολ. ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, της υπενθύμιζε ότι η αποτυχία αποκατάστασης του ελλείμματος συνιστούσε Γεγονός Υπερημερίας δυνάμει του όρου 22.1.2. της σύμβασης δανείου. Κατόπιν των ανωτέρω, λόγω της χαμηλής αξίας του πλοίου της όπως είχε εκτιμηθεί από την πρώτη εναγόμενη, η ενάγουσα ζήτησε από έτερες ναυλομεσιτικές εταιρείες να εκπονήσουν σχετικές εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την από 23.3.2018 εκτίμηση της “… …” η κατά προσέγγιση εμπορική αξία του πλοίου της ανερχόταν στο ποσό των 17.500.000 δολ. ΗΠΑ, σύμφωνα με την από 3.4.2018 εκτίμηση της “… …” ανερχόταν στο ποσό των 17.250.000 δολ. ΗΠΑ και σύμφωνα με την από 18.4.2018 εκτίμηση της “…” ανερχόταν στο ποσό των 17 – 18 εκατομμυρίων δολ. ΗΠΑ. Εξάλλου, με το από 28.3.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας κατά το χρόνο εκείνο, …, προς τη δανείστρια τράπεζα, διατυπώθηκε απορία σχετικά με την αλλαγή της ναυλομεσιτικής εταιρείας που εκπόνησε την εκτίμηση, καθόσον η “…” επιλεγόταν σταθερά από την τράπεζα και ήταν αποδεκτή από τα Μέρη Εξασφάλισης ως ο Εγκεκριμένος Ναυλομεσίτης, καθώς και σχετικά με τυχόν επιλογή της «…» από την τρίτη εναγόμενη …”, που είχε πλέον οικονομικό συμφέρον στο δάνειο. Τόσο δε σε αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα όσο και στο από 16.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα που ακολούθησε, ζητήθηκε να γίνει δεκτή ως δεσμευτική η από 23.3.2018 ως άνω εκτίμηση της “…”. Επισημάνθηκε περαιτέρω η συνέπεια της δανειολήπτριας εταιρείας στην εξυπηρέτηση του δανείου. Κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας, η πρώτη εναγόμενη εκπόνησε νέα εκτίμηση της αξίας του πλοίου, που υπογράφεται από τον …, σύμφωνα με την οποία την 20.4.2018 αυτή ανερχόταν στο ποσό των 16.500.000 δολ. ΗΠΑ. Με βάση αυτήν, η ενάγουσα γνωστοποίησε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της στη δανείστρια τράπεζα τη θέση της ότι, δεδομένης και της εξασφάλισης ποσού 500.000 δολ. ΗΠΑ στον Λογαριασμό Κερδών που ετηρείτο, πάνω από το Ελάχιστο Πιστωτικό Υπόλοιπο (1.500.000 δολ. ΗΠΑ), δεν ετίθετο ζήτημα …. Συγκεκριμένα, την 30.4.2018 υπήρχε υπόλοιπο 2.011.554,17 δολ. ΗΠΑ στον τρεχούμενο λογαριασμό της ενάγουσας στην “…”. Επειδή, όμως, η ως άνω πρόσθετη εκτίμηση της πρώτης εναγόμενης (από 20.4.2018) είχε αποκτηθεί μονόπλευρα από την ενάγουσα και σχεδόν ένα μήνα μετά την εκπόνηση της αρχικής της εκτίμησης, η “…” (ως Αντιπρόσωπος) θεώρησε ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 17.16 της σύμβασης δανείου για τους σκοπούς της … και κάλεσε εκ νέου την ενάγουσα, με το από 20.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα, να θεραπεύσει το έλλειμμα έως την 21.4.2018, βάσει της από 21.3.2018 εκτίμησης. Η ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε προς την απαίτηση αυτή και στις 25.4.2018 η δανείστρια τράπεζα της απέστειλε ειδοποίηση υπερημερίας, ενώ στις 15.6.2018 της γνωστοποίησε την καταγγελία της σύμβασης δανείου, ως αποτέλεσμα του γεγονότος υπερημερίας, και απαίτησε την άμεση αποπληρωμή του συνολικού ποσού, ήτοι 13.496.922,33 δολ. ΗΠΑ. Εξάλλου, δυνάμει του από 15.6.2018 εντάλματος κατάσχεσης του Ανώτατου Δικαστηρίου Αγγλίας και Ουαλίας (Queen’s Bench Division), το πλοίο “…” ακινητοποιήθηκε στο λιμάνι του Tyne στο Νιούκαστλ Αγγλίας στις 26 Ιουνίου 2018. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η δεύτερη ως άνω (πρόσθετη) εκτίμηση του πλοίου της από την πρώτη εναγόμενη, αν και επίσης υποτιμούσε την αξία του, συνιστούσε διόρθωση της πρώτης, καθόσον ήταν υψηλότερη κατά 1.250.000 δολ. ΗΠΑ, και αποδοχή ότι αυτή ήταν εσφαλμένη, η άρνηση δε της τελευταίας να την εκλάβει ως τέτοια, η επακόλουθη πρόωρη καταγγελία του δανείου και εν τέλει η κατάσχεση του πλοίου της προκάλεσε αιτιωδώς πολλαπλές ζημίες σε αυτήν. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι σκόπιμα η πρώτη εναγόμενη εκτίμησε σε τόσο χαμηλή αξία το πλοίο της, μέσω του δεύτερου εναγόμενου, με απώτερο σκοπό να ρευστοποιήσει η τρίτη εναγόμενη το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της ενάγουσας, μέσω της δήλωσης τεχνητά τυπικού γεγονότος υπερημερίας. Οι ισχυρισμοί της, ωστόσο, αυτοί δεν αποδεικνύονται βάσιμοι. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η πρώτη ως άνω εκτίμηση, που έφερε τυπωμένη την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου, στην πραγματικότητα όμως υπεγράφη για λογαριασμό του από τον …, επίσης ανώτερο ναυλομεσίτη της πρώτης εναγόμενης, υπήρξε προϊόν συλλογικής εργασίας και απεικόνιζε την αξία του πλοίου όπως εκτιμήθηκε από την εν λόγω εγνωσμένου κύρους ναυλομεσιτική εταιρεία την 21.3.2018. Η εκτίμηση αυτή εκινείτο εντός του εύρους των αξιών που μπορούσαν να καθοριστούν από μία ανεξάρτητη και πρώτης τάξεως εταιρεία ναυλομεσιτών με καλή φήμη, που ενεργούσε έντιμα, καλόπιστα και λογικά, ήταν λοιπόν σύμφωνη με τον αντίστοιχο όρο της σύμβασης δανείου για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας. Επισημαίνεται ότι η εμπορική αξία του πλοίου “…” είχε εκτιμηθεί σε ανάλογα χαμηλά ποσά και κατά το παρελθόν, από τη ναυλομεσιτική εταιρεία “…” (βλ. ενδεικτικά την από 16.3.2017 προαναφερθείσα εκτίμηση), ενώ κατά τον επίδικο χρόνο η αξία του πλοίου παρουσιαζόταν ανεπαρκής για την «…» στην ιστοσελίδα «…», η οποία, αν και δεν πληρεί τις προϋποθέσεις του «Εγκεκριμένου Ναυλομεσίτη», ωστόσο, επειδή ενημερώνεται διαρκώς, απεικονίζει την πραγματική αξία των πλοίων κατά τον εκάστοτε χρόνο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω ιστοσελίδα η αξία του επίδικου πλοίου ανερχόταν σε 14,73 εκατ. δολ. ΗΠΑ στις 8.10.2017, 14,76 εκατ. δολ. ΗΠΑ στις 15.10.2017, 15,44 εκατ. δολ. ΗΠΑ στις 15.3.2018, 15,63 εκατ. δολ. ΗΠΑ στις 21.3.2018 και 15,73 εκατ. δολ. ΗΠΑ στις 20.4.2018. Άλλωστε, δεν αποδεικνύεται ότι η επιλογή των δύο πρώτων εναγόμενων υπαγορεύθηκε από σκοπό άλλον πλην των νόμιμων εμπορικών συμφερόντων της δανείστριας και της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, τις οδηγίες της οποίας σε σχέση με τη λειτουργία του δανείου όφειλε ν’ ακολουθεί σε γενικές γραμμές η δανείστρια, μετά την υποκατάσταση, σύμφωνα πάντα με την καλή πίστη. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι το οικονομικό συμφέρον της τρίτης εναγόμενης τράπεζας υπαγόρευε την τεχνητή μείωση της αξίας του πλοίου και τη συνακόλουθη καταγγελία του δανείου. Ούτε συνιστά η συνδρομή των δικηγόρων της “…” στη σύνταξη επιστολών σχετικά με την αρχική εκτίμηση, μέσω της αποστολής σχεδίων αυτών στη δανείστρια τράπεζα, απόδειξη περί των «μεθοδευμένων ενεργειών» της τρίτης εναγόμενης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε γνώση των δύο πρώτων εναγόμενων, σε χρόνο προγενέστερο της αρχικής εκτίμησης, της έμμεσης συμμετοχής της τρίτης εναγόμενης εταιρείας στην ένδικη σύμβαση δανείου. Περαιτέρω, σε καμία περίπτωση η “…” δεν ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί αποκλειστικά την “…” για την εκτίμηση της αξίας του επίδικου πλοίου. Είναι, άλλωστε, συνήθης πρακτική στη δευτερογενή αγορά χρέους, μετά από μία επένδυση αντίστοιχη αυτής στην οποία προέβη η τρίτη εναγόμενη, να εκτιμάται το ενυπόθηκο πλοίο από ναυλομεσίτη που δεν είχε προηγούμενη σχέση με το δάνειο. Σε σχέση δε με τις υποθέσεις … και …, τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα προκειμένου να καταδείξει ότι συστηματικά ο δεύτερος εναγόμενος προέβαινε σε χαμηλές εκτιμήσεις πλοίων προκειμένου να εξυπηρετήσει τραπεζικά συμφέροντα προκαλώντας τεχνητές παραβιάσεις του όρου «…» σε ναυτιλιακές δανειακές συμβάσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για διάφορες σε σχέση με την επίδικη υπόθεση περιπτώσεις, στις οποίες δεν υπήρξε ισχυρισμός περί κακοπιστίας ή δολιότητας εκ μέρους του ήδη δεύτερου εναγόμενου. Εξάλλου, στη μεν πρώτη εξ αυτών υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ των αντιδίκων μερών, ώστε ουδέποτε διερευνήθηκε η εγκυρότητα της εκτίμησης που είχε εκπονήσει ο δεύτερος εναγόμενος για το πλοίο εκείνο, η δε δεύτερη εισέτι εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίων της αλλοδαπής. Περαιτέρω, εν προκειμένω, στο διάστημα που μεσολάβησε από την 21.3.2018 έως την 20.4.2018, οπότε εκπονήθηκε η πρόσθετη εκτίμηση, μεσολάβησε η πώληση του παρόμοιου ως προς τα χαρακτηριστικά πλοίου “…”, έναντι τιμήματος 17.200.000 δολ. ΗΠΑ. Τούτο δικαιολογεί την πρόσθετη εκτίμηση της αξίας του τελευταίου στο ποσό των 16.500.000 δολ. ΗΠΑ, καθόσον οι εκτιμήσεις αξίας παρέχονται κατά τη συνήθη πρακτική με βάση τον «πρόθυμο πωλητή – πρόθυμο αγοραστή», δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη σχετικές πρόσφατες αγοραπωλησίες για τον συγκεκριμένο τύπο πλοίου (συγκριτική μεθοδολογία). Σημειώνεται ότι το “…”, πέραν του ότι είναι μεγαλύτερο (38.000 περίπου τόνοι νεκρού βάρους, έναντι 36.056 του “…”), διαθέτει σύστημα επεξεργασίας υδάτων, ενώ το “…” δεν διαθέτει, και περαιτέρω ο ειδικός σχεδιασμός του αμπαριού του τελευταίου σε σχήμα “box” δεν είναι ελκυστικό χαρακτηριστικό, διότι απαιτεί πιο εξειδικευμένη μελέτη φόρτωσης / εκφόρτωσης και δεν είναι εξίσου κατάλληλο για όλα τα είδη εμπορικής εκμετάλλευσης. Εξάλλου, η ενδεχόμενη γνώση από τους δύο πρώτους εναγόμενους κατά τον χρόνο εκπόνησης της αρχικής εκτίμησης, των διαπραγματεύσεων για την πώληση έναντι του συγκεκριμένου τιμήματος του πλοίου “…”, η οποία (γνώση) σημειωτέον δεν αποδεικνύεται, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, καθόσον δεν ήταν βέβαιο ότι θα πραγματοποιούνταν τελικά η αγοραπωλησία. Κατά τον χρόνο δε της αρχικής εκτίμησης, είχε προηγηθεί τον Φεβρουάριο 2018 η πώληση του πλοίου “…” για 11,3 εκατ. δολ. ΗΠΑ, που ελήφθη υπόψη, ενώ δεν υπήρχαν άλλες τόσο κοντινές χρονικά αγοραπωλησίες πλοίων. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι μέχρι την κρίσιμη χρονική στιγμή το δάνειο εξυπηρετούνταν προσηκόντως, με εμπρόθεσμη καταβολή των προβλεπόμενων δόσεων, δεν επηρεάζει τη λειτουργία της ρήτρας «…», καθόσον αυτή αποσκοπεί στην εξασφάλιση του δανειστή στην περίπτωση που ο δανειολήπτης σταματήσει να καταβάλει τις δόσεις, το οποίο μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση. Αυτός είναι ο λόγος που η ρήτρα αυτή ενσωματώνεται κατά συνήθη πρακτική στις δανειακές συμβάσεις που αποσκοπούν στη χρηματοδότηση αγοράς πλοίων, λόγω των απρόβλεπτων παραγόντων που επιδρούν στη ναυτιλία και που μπορούν αιφνιδίως να προκαλέσουν υπερημερία του δανειολήπτη. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση την έγκυρη, όπως προεκτέθηκε, αρχική εκτίμηση της αξίας του πλοίου, η δανειολήπτρια εταιρεία είχε επαρκή χρόνο για να παράσχει τις πρόσθετες εξασφαλίσεις που απαιτούνταν προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα στην «…», αρνήθηκε, ωστόσο, να συμμορφωθεί στην εν λόγω συμβατική της υποχρέωση, και μάλιστα, όχι επειδή δεν επαρκούσε ο χρόνος για ν’ ανεύρει το απαιτούμενο ποσό, αλλά διότι έκρινε μονομερώς ότι δεν το όφειλε. Όπως και κατά το παρελθόν, όταν της είχε ζητηθεί αντίστοιχη πρόσθετη εξασφάλιση, η ενάγουσα την είχε παράσχει [υπό τη μορφή ενεχυρασμένων μετρητών] και στη συνέχεια, όταν το πλοίο της είχε εκτιμηθεί σε μεγαλύτερη αξία, της είχε επιστραφεί (περί τα μέσα Οκτωβρίου 2017), κατά τον ίδιο τρόπο όφειλε να ενεργήσει και στην επίδικη περίπτωση. Ουδέποτε ζήτησε πίστωση χρόνου προκειμένου να εξασφαλίσει το απαιτούμενο ποσό, παρά μόνο διαμαρτυρόταν για τη μη αναθεώρησή του, ενόψει και των μεταγενέστερων εκτιμήσεων. Η δανείστρια τράπεζα, ωστόσο, δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της την επιγενόμενη εκτίμηση ιδίως της πρώτης εναγόμενης, που εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας και μετά την παρέλευση μηνός από την αρχική, ούτε να αναθεωρήσει το αιτούμενο ποσό πρόσθετων εξασφαλίσεων. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, δεν αποδείχθηκε παράνομη και υπαίτια ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μέρους των εναγόμενων, αλλά άρνηση της ενάγουσας να συμμορφωθεί στην ως άνω συμβατική υποχρέωση, που, ως είχε προβλεφθεί στη σύμβαση και σύμφωνα με το νόμο, επέφερε την καταγγελία του δανείου και την κατάσχεση του πλοίου της. Επισημαίνεται δε ότι σε αντίστοιχες παραδοχές κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο – Δικαστήριο Εμπράγματων και Εμπορικών Διαφορών της Αγγλίας και Ουαλίας – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών (Queen’s Bench Division), το οποίο έκρινε επί της εμπράγματης ναυτικής αξίωσης κατά του πλοίου “…” (υπόθ. …), με διαδίκους τις εταιρείες “…” (πρώην “…”) και “…” (πρώην “…”) ως ενάγουσες και την εταιρεία “… … ….” ως εναγόμενη, η οποία, αν και δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, εντούτοις υποστήριξε πλήρως τις θέσεις της εγγράφως, παρέχοντας γραπτή παρουσίασή τους. Στη δίκη αυτή οι ενάγουσες ζητούσαν να εισπράξουν το ποσό των 12.800.000 δολ. ΗΠΑ πλέον τόκων, σε σχέση με το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου, ενώ προέβαλαν και αναγνωριστικά αιτήματα, αιτήματα αποζημίωσης αναφορικά με δαπάνες που είχαν προκύψει από την υπερημερία της δανειολήπτριας και την άσκηση των δικαιωμάτων τους, καθώς και την έκδοση διαταγής για την πώληση του κατασχεθέντος πλοίου. Επ’ αυτής, καθώς και επί της συναφούς ανταγωγής της εναγόμενης, εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστή Robin Knowles, ήδη τελεσίδικη, που δέχθηκε τα ως άνω αιτήματα των εναγουσών, καθόσον η … κρίθηκε έγκυρη, στην οποία η δανειολήπτρια όφειλε να συμμορφωθεί, συνεπεία δε της σχετικής παράλειψής της έλαβε χώρα γεγονός υπερημερίας. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι ενάγουσες δεν παραβίασαν ούτε τους ρητούς ούτε τους τυχόν σιωπηρούς όρους της δανειακής σύμβασης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποκαταστατέα ζημία που να προκλήθηκε στην εναγόμενη – αντενάγουσα. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 36 του προαναφερθέντος Κανονισμού 1215/2012 και τη νομολογία του ΔΕΕ, αναγνωρίζονται όλες οι δικονομικές συνέπειες των αλλοδαπών αποφάσεων, πρωταρχικά το δεδικασμένο, στα υποκειμενικά, όμως, και αντικειμενικά του όρια (άρθρα 325 επ., 322, 324 ΚΠολΔ), που διαγράφονται από το δίκαιο του κράτους εκδόσεώς της [(-Νίκας) / Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 36 παρ. 4]. Εν προκειμένω, συνεπώς, δεν υπάρχει δεδικασμένο, καθόσον τα πρόσωπα που μετείχαν στην εν λόγω δίκη ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου ως ενάγουσες δεν είναι τα ίδια με τα πρόσωπα της παρούσας δίκης και συγκεκριμένα με την τρίτη εναγόμενη. Το γεγονός ότι η τελευταία αντλεί οικονομικό συμφέρον από την ένδικη σύμβαση δανείου λόγω της έμμεσης συμμετοχής της σε αυτήν δεν συνεπάγεται την πλήρωση της προϋπόθεσης της ταυτότητας διαδίκων, απαραίτητης για την ανάπτυξη της υποκειμενικής ενέργειας του δεδικασμένου (άρθρο 324 ΚΠολΔ). Άλλωστε, η έννοια του διαδίκου είναι «τυπική» ή «δικονομική», διάδικοι δε έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο είναι εκείνοι στο όνομα των οποίων ή κατά των οποίων παρέχεται με την απόφαση η έννομη προστασία (Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2012, 325 αριθ. 3, Κονδύλης, Το δεδικασμένο, β΄ έκδ., σελ. 492). Τέλος, αξίζει ν’ αναφερθεί ότι ο διαγραφόμενος από τα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ κύκλος των προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο ορίζεται κατά τρόπο περιοριστικό (numerus clausus) (Μαργαρίτης, ο.π., 325 αριθ. 30). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, στο βαθμό που κρίθηκε νόμιμη, σε σχέση με την αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα, ενώ παρέλκει η έρευνα των προταθεισών από τις εναγόμενες ενστάσεων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις , δημοσιεύθηκε δε στις , σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλλούχου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Γεώργιο Ξυνόπουλο και τους Πρωτοδίκες Αθανάσιο Πανταζόπουλο και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ